Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

ΣΑΡΔΟΝΥΧΑΣ

O πέμπτος σαρδόνυξ, ο έκτος σάρδιος, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζιον,  ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος....
 

Αποκάλυψις Ιωάννου 21 - 20.

Ένα κεφάλι μπορούσε να δει μες τα σκοτεινά όπως γύρισε πλευρό εκεί που κοιμότανε,  αμέσως πάγωσε,  ανατρίχιασε,  κάποιος  ήταν μες το σπίτι,  στέκονταν μπροστά στην είσοδο και τη κοιτούσε σα χάρος, μπορούσε να διακρίνει τη σιλουέτα του,  φαίνονταν μεγαλόσωμος,  ένιωθε καθηλωμένη εκεί στο κρεβάτι σα να την είχαν δέσει μ  αλυσίδες  βαριές κι ασήκωτες ενώ   το μυαλό της πήρε φωτιά άρχισε να δουλεύει με χιλιάδες στροφές !

 Δεν ήταν η πρώτη φορά που έμπαιναν στο σπίτι της, πριν από κάτι μήνες   όταν είχε γυρίσει έμοιαζε  βομβαρδισμένο, όλα ήταν άνω κάτω όπως όταν ετοιμάζεσαι για μετακόμιση, τα είχαν ανοίξει όλα, είχαν ψάξει παντού, είχαν αδειάσει ακόμα και το ψυγείο και βέβαια είχαν βρει τη κρύπτη με τα χρήματα της εκεί στο τζάκι από πάνω, είχαν αφαιρέσει ένα τούβλο κι είχαν ανακαλύψει  ότι έκρυβε, χρησιμοποιούν  λέει μια συσκευή ανίχνευσης χαρτονομισμάτων, μα πιο πολύ απ όλα αυτό που την είχε πειράξει ήταν εκείνα τα δυο κοσμήματα που της πήρανε,- ένα περιδέραιο κρεμαστό που της είχε αφήσει η μάνα της,  που το είχε κι εκείνη από τη δικιά της μάνα - κι ένα δαχτυλίδι περίφημο, σε κάποιον ειδικό που το είχε δείξει κάποτε της είχε πει ότι ήταν φτιαγμένο από σαρδόνυχα σε κάποιο εργαστήριο ελβετικό,   μια πέτρα παράξενη είχε απάνω του με στρώσεις διαφορετικές και στοιβάδες διάφανες  που αντανακλούσαν όλες τις γλυκές αποχρώσεις του καφετί,  ένα σχέδιο  παράξενο εικονίζονταν που συμβόλιζε την  συμπαντική συνέχεια της μέρας με τη νύχτα !

 Αποβραδίς  δε την έπιανε ο ύπνος , μια γυναίκα που έμενε  από πάνω την ξυπνούσε πάντα όπως επέστρεφε αργά, ποιος ξέρει που δούλευε,  τα τακούνια της αντηχούσαν σπαστικά πάνω στο ξύλινο πάτωμα  τακ τακ τακ ! Μια ταινία είχε αρχίσει να βλέπει,    ένα ελικόπτερο καταρρίπτονταν κάπου στη δυτική Αφρική,  στη  Σομαλία στο Μογκαντίσου, στον ινδικό ωκεανό απέναντι όπου   τα ρεύματα  συγκρούονται  κι ο τόπος  πλημυρίζει από  ψάρια παράξενα, εκεί όπου μια τάφρος χαοτική έχει ανοίξει για εκατοντάδες χιλιόμετρα και διευρύνεται συνέχεια ξεκολλώντας ένα κομμάτι ολόκληρο της Αφρικής, ένα κομμάτι που θα γίνει ένα νησί τεράστιο κάποτε,  κατά κει λέει βασιλεύει  αναρχία και  χάος,  οι ληστές βγαίνουν στο δρόμο κι αρπάζουν  ότι βρουν μπροστά τους,  κι άλλοτε   σκαρφαλώνουν σε πελώρια πλοία  που διασχίζουν τους ωκεανούς και τα λεηλατούν κι απαγάγουν τους ναυτικούς  ζητώντας  λύτρα, καλά εκεί πέρα έχει ξεφύγει το πράγμα εντελώς,  στ αυτιά της βούιζε όλη την ώρα  ο ήχος του ελικοπτέρου που έπεφτε χτυπημένο από ένα πύραυλο,   θύμιζε τον ήχο  από  κρουστό περίεργο, τότε ξύπνησε σε μια στιγμή και σκέφτηκε ΄΄ Καλά τώρα εγώ γιατί ξύπνησα μες τα άγρια μεσάνυχτα;’’,   και τότε  ήταν που   είδε εκείνη τη σιλουέτα να διασχίζει σα φάντασμα το κατώφλι της !

 Θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει τη πόρτα ξεκλείδωτη και της ήρθε να βλαστημήσει τον αδόξαστο,  είχε ακούσει για μια σπείρα που είχε ρημάξει τα σπίτια της περιοχής, όλοι  λέει είχανε περασμένο   ένα είδος  κλειδαριάς με τρίαινα από το ίδιο εργοστάσιο και μ ένα αντικλείδι οι κλέφτες τις είχαν ανοίξει όλες  μα όλες μιλάμε,  ήθελε να  ουρλιάξει ΄΄Φύγε καταραμένε απ το σπίτι μου, με πιο δικαίωμα μπαίνεις εδώ μέσα  που να σε πάρει ο διάολος!΄΄,   ήθελε να χιμήξει απάνω του, δίπλα της είχε ένα σκληρό ραβδί που χρησιμοποιούσε στην ορειβασία,  μα για κάποιο λόγο δεν έκανε τίποτα, κι έπειτα που ξέρεις τι σκοπούς είχε ο άλλος, μπορεί να ήτανε κάνας μανιακός, κι αν αποφάσιζε να πλησιάζει προς το κρεβάτι της τι θα έκανε αυτή, κι αν αντίθετα έφευγε σε λίγο, κι αν  πάλι ξαναέρχονταν προς το μέρος της,  αν ήτανε κατά κει  ο μπαμπάς της με την καραμπίνα του  θα τον τακτοποιούσε καλά αλλά  ΄΄ Τι να σε κάνω τώρα έτσι όπως με βρήκες ! ΄΄,  όλα  έμοιαζαν όπως στα έργα,  ένα αστείο κακό,  μια απάτη οπτική,   ένα όνειρο!

 Και τότε αποφάσισε να σηκωθεί, έτσι απλά κι ότι γίνει ρε φίλε ,  δεν θα το άφηνε έτσι, σηκώθηκε αργά απ το στρώμα,  ό άλλος κοντοστάθηκε μια στιγμή και μετά τον άκουσε  να κατρακυλά στις σκάλες, πήρε το ραβδί   κι έτρεξε ξοπίσω του όταν τον άκουσε να σκοντάφτει και να κατρακυλά  στα μαρμάρινα σκαλοπάτια,  άναψε το φως και τον είδε!

Φορούσε φόρμες κι αθλητικά, ξανθός, ψηλός με μάτια διαπεραστικά που την κοίταζε πανικόβλητος κι αιφνιδιασμένος, ΄΄Τι στο διάβολο ζητάς ρε στο σπίτι μου, τι θες εδώ πέρα, θα σε τσακίσω ρε!
 το βλέμμα του πήρε μια μορφή απορίας σα να έλεγε΄΄ Που βρέθηκε  τώρα αυτή η τρελή!΄΄ πρόσεξε ότι το κάτω χείλος του έτρεμε όπως ήταν κυλισμένος στο πάτωμα,  στάλες ιδρώτα  έτρεχαν  στο πρόσωπο του και τότε κατάλαβε ότι ήταν ναρκομανής,  από  κείνη την ακαθόριστη  έκφραση  που είχαν τα μάτια του,  από κάτι πληγές και καψίματα  που είχε στα χέρια, μια φλέβα φούσκωνε στο μπράτσο του,   ένα τσιρότο ήταν απλωμένο στο λαιμό του,  κάτι φακίδες και στίγματα στο μέρος κάτω απ τα μάτια του αριστερά και δεξιά,   φαίνονταν καταβεβλημένος, ΄΄ Φέρε το πορτοφόλι μου γρήγορα ! ΄΄  ήταν σίγουρη ότι είχε προλάβει να το αρπάξει,  ΄΄ Ποιο πορτοφόλι σου  ρε, δε πήρα τίποτα !΄΄-   ΄΄ Ακούς ! Φέρε γρήγορα το πορτοφόλι μου  μη σε σακατέψω !΄΄ - ΄΄ Ε καλά κυρά μου! Πάρτο το καταραμένο!΄΄  είπε αυτός, έβγαλε από μια τσέπη  του ένα μεγάλο τσαντάκι  χρωματιστό και της το πέταξε με ΄΄ Άσε με  ήσυχο μόνο μη σε … !΄΄

 Ήθελε να τον φάει ζωντανό για το θράσος του, είχε φρενιάσει, ήθελε να ξεσπάσει για τη τρομάρα που είχε πάρει νυχτιάτικα, ένιωθε ότι τον είχε, έγινε ακόμα ποιο  επιθετική,  ήθελε να τον πιάσει όπως ήταν και να τον πάει στην αστυνομία  δεμένο, της φαίνονταν εύκολο, δε μπορούσε να τον αφήσει να φύγει έτσι εύκολα,  όμως  κατόπι   μάζεψε τα μυαλά της,  ΄΄ Είσαι τρελή κορίτσι μου,  που θα το πας αυτό τέρας μες τη νύχτα,  άστον να πάει στον αγύριστο ! ΄΄ σκέφτηκε, καθώς αυτός σηκώνονταν,  τον είδε ν΄ απομακρύνεται μες τα σκοτεινά και να λέει κάτι σε κάποιον  που  τον περίμενε φαίνεται ,  ώστε υπήρχε   και κάποιος άλλος   εκεί  έξω !

 Γύρισε πίσω  για να δει  όλα της τα ρούχα ριγμένα κάτω, οι τσέπες απ το παντελόνι της ήταν αναποδογυρισμένες,  παντού υπήρχαν σκόρπια χαρτιά,  κάρτες,  μολύβια,  κραγιόν,  μπουκαλάκια κι ένα κάρο άλλα  αντικείμενα. Και τότε θυμήθηκε, μα βέβαια ήταν η συμμορία που συζητούσαν όλοι,  δυο άτομα, ο ένας απ αυτούς μ ένα χέρι κομμένο, θα  πρέπει να ήταν ο άλλος που παραφύλαγε,  δεν είχαν αφήσει  σπίτι σ όλη τη περιοχή να μη το  χτυπήσουν, τους αναζητούσε η αστυνομία, θα νόμιζαν σίγουρα ότι στο σπίτι της έμεναν αυτοί που είχαν το φούρνο από κάτω της,  λέγανε ότι τα κλοπιμαία τα μάζευαν σε μια σπηλιά κι εκεί μέσα άμα έμπαινες μπορούσες να δεις  ότι μπορούσες να φανταστείς, από ηλεκτρικά και γούνες,  μέχρι κοσμήματα κι ασημικά και χρυσαφικά, τα είχαν ξεσηκώσει όλα  και τα είχαν κρύψει σ’ εκείνη τη σπηλιά του Αλή μπαμπά και των σαράντα κλεφτών !

 Ήθελε να σκεφτεί τι είχε συμβεί έτσι ξαφνικά, δε μπορούσε να καθίσει σπίτι της ήταν πολύ ταραγμένη, θεώρησε  καλύτερο  να μη ξυπνήσει τη μάνα της που έμενε παραδίπλα, θα την έπιανε πανικός εκείνη, δε τα άντεχε κάτι τέτοια, ΄Άσε καλύτερα !΄΄ σκέφτηκε,  κλείδωσε ξανά και ξανά  και ξανά,   άφησε το φως  μπροστά  στη πόρτα αναμμένο,  έβαλε καλού κακού και μια καρέκλα πίσω απ τη πόρτα να γκρεμοτσακιστεί όποιος δοκίμαζε να μπει  και βγήκε έξω να περπατήσει στη νύχτα.

Ήταν η ώρα που τύποι με φόρμες παραλλαγής στρατιωτικές έβγαιναν να μοιράσουν εφημερίδες και μπουγάτσες, έξω από ένα μαγαζί μια γάτα είχε κουρνιάσει σε μια καρέκλα, πλησίασε και της χάιδεψε το κεφάλι και το ζώο γουργούρισε ευχαριστημένο δείχνοντας το σημείο πάνω απ τα μάτια του, σ ένα  μέρος  του δρόμου όπως τον διέσχιζε η άσφαλτος είχε  υποχωρήσει θεαματικά δημιουργώντας ένα αυλάκι τεράστιο, κάτι γύφτοι  κοιμόντουσαν σ ένα φορτηγάκι- κλούβα μισάνοιχτο   τυλιγμένοι σε κάτι  κουβέρτες κίτρινες,  το φεγγάρι φαίνονταν ανάμεσα στα κτήρια ολοστρόγγυλο, ένα γατί προσπαθούσε να πιει από μια υδρορροή,   περίπτερα σφραγισμένα, ένα κατάστημα που πουλούσε καθρέφτες κλειστό , ένα μαγαζί διανυκτερεύον   πουλούσε φρούτα,  γυναίκες καθάριζαν τα γυράδικα,  κάποιος έβαζε ένα τασάκι στο τραπέζι μιας καφετέριας,  ένας άλλος με καμπαρντίνα μιλούσε στο κινητό,   τα σούπερ μάρκετ ετοιμάζονταν να ανοίξουν κι αυτά,  ένας άστεγος ξαπλωμένος στα σκαλιά μις εκκλησιάς,  κάποιος κάπου μακριά   για κάποιο λόγο έτρεχε ….

Άρχισε να χαλαρώνει, σχεδόν ένιωθε όμορφα που τον είχε σταματήσει εκείνο  τον τύπο, άλλωστε   η προηγούμενη μέρα της είχε πάει τόσο  καλά,  ένας   ξανθός   τη  γούσταρε,  ένας  μυστήριος με  πράσινα  μάτια που απέπνεε έναν αέρα νευρικό και   συγκρατημένο συνάμα  που τη τρέλαινε, όλη μέρα σκέφτονταν τα λόγια του, αισθάνονταν σα να κολυμπούσε αέναα σε μια θάλασσα απέραντη,   ένιωθε ότι μπορούσε να τον πλησιάσει ότι ώρα ήθελε αλλά ταυτόχρονα την κρατούσε σε απόσταση σα να της έλεγε ΄΄Μη βιάζεσαι  μωρό μου όχι ακόμα !΄΄ κι αυτό της άρεσε πολύ, την έκανε να τον θέλει  ακόμα περισσότερο αν κι ήταν σπαστικό ώρες ώρες, την είχε πλησιάσει  και της είχε πει   ΄΄ Είσαι καλά ;΄΄  κι αυτό βέβαια μπορεί να μη σήμαινε τίποτα,  μα  ο τρόπος που το είπε είχε κάτι,  έμοιαζε σα να τον ένοιαζε  πραγματικά, κι αυτή είχε ξεχάσει πώς  ήτανε να νοιάζεται κάποιος   για σένα αληθινά!

Άμα τον είχε εκείνο τον ξανθό που τραβούσε πίσω τα μαλλιά του  στο σπίτι δε θα φοβόταν ούτε κλέφτες ούτε  τίποτα, θυμήθηκε πως πήγε κοντά του κι αυτός δεν είχε πρόβλημα,   πως άπλωσε δήθεν αδιάφορα το χέρι της κι ακούμπησε το δικό του που ήταν γεμάτο φλέβες κι εκείνος το κράτησε σταθερό, σχεδόν άγγιζε το δάχτυλίδι της απο σαρδονυχα,   πως στάθηκε μπροστά του με τη πλάτη γυρισμένη  τραβώντας τα μαλλιά της σε μια μεριά σα να του έλεγε ότι είναι δικιά του ….  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...