Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

ΤΙΓΡΕΙΣ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ



Στον ύπνο μου την είχα δει ,  με φιλούσε  σ ένα αυτοκίνητο κι ύστερα περνούσε  απαλά τα δάχτυλα της πάνω απ τα χείλη μου,  κοιμόμουν  σε κείνο το κρεβάτι που  κάτι  περίεργο έχει λέει  κι όλοι κοιμούνται όμορφα!

 Την  έβλεπα  ν ανεβαίνει   όπως μιλούσαμε ,    έριχνε πίσω τα μαλλιά της, ένα δαχτυλίδι γυαλιστερό που πιάνει το μισό της δάχτυλο φορούσε, όπως μιλάμε μαζεύει τα μαλλιά απ τη πλάτη της, τα φέρνει στο πλάι, το σώμα μου σε στάση επιθετική, έχω γείρει προς  το μέρος της,  αυτή έχει γείρει ενστικτωδώς  προς τα πίσω ,   η  φωνή της κάτι  μουρμουρίζει στ αυτί μου,  με χαλαρώνει,  με ζαλίζει , με αποσυντονίζει,  με διαλύει επικίνδυνα,   γλάροι πετούν κοπαδιαστά σε τροχιές διασταυρούμενες, άλλα κοπάδια σκορπούν στον αέρα,  πουλιά προσγειώνονται  πάνω στους προβολείς που φέγγουν μες την ομίχλη, μπουκάλια μπύρας σπασμένα στο δρόμο, λεκέδες και σπόροι κόκκινοι  από ρόδια που έχουν σπάσει τη πρωτοχρονιά  στα πεζοδρόμια έξω απ τα  μαγαζιά, τζάμια  κομματιασμένα από διαρρήκτες που ήθελαν να μπουν κάπου,   κάποιος  έχει βγάλει βόλτα το σκύλο του, σ ένα παγκάκι πέτρινο κάθεται  καπνίζοντας,  ακούει μουσική με καλώδια στ αυτιά του, ο σκύλος αμέριμνος αναζητά οσμές στον αέρα, σ ένα κτίριο φωτάκια αναβοσβήνουν ανεβοκατεβαίνοντας σα να καλπάζουν αέναα, πάνω από τη πόλη ένα θολό στεφάνι σα χλωμό ουράνιο τόξο.

  Δεν  ήθελε να περπατάω πολύ κοντά στη θάλασσα όπως κάνω συνήθως ΄΄… με αγχώνεις,  φύγε από κει, σαν παιδί κάνεις !΄΄ όμως εγώ θέλω να βλέπω τα ψάρια και το βυθό και τις σκόρπιες πέτρες πάνω στην άμμο  , κοιτάζει γύρω  τους περίεργους  που παρελαύνουν περπατώντας και τρέχοντας και ποδηλατώντας κι έρποντας, ΄΄Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι!΄΄της λέω  ΄΄….κοίτα τι κάνεις εσύ!΄΄   θέλω όλα να γίνουν ομαλά, να κυλήσει όμορφα, στρωτά το πράγμα, να μη το ζορίσω, να μη κάνω λάθη, να ψάξω μέσα της βαθιά, να βεβαιωθώ αν αξίζει τον κόπο, να βγάλω στην επιφάνεια τα πραγματικά της αισθήματα, πόσο αληθινή κι ειλικρινής μπορεί να είναι,  ξέρει άραγε  να ξεχνά,  να συγχωρεί,  να προσπερνά ότι χρειάζεται, προσπαθώ  να δω καθαρά τι σκέφτεται για μένα, να εξηγήσω τι μ ενοχλεί,να βρω κανάλια επικοινωνίας και γέφυρες  και διόδους επαφής  καινούριες προσεγγίσεις δοκιμάζοντας,   ο χρόνος πιέζει όμως  όλα θέλουν το χρόνο τους,  όλα πρέπει να ειπωθούν την κατάλληλη στιγμή,   νιώθω ότι έχει ανέβει αφού με ξεζούμισε λίγο βέβαια, το βλέπεις στα μάτια, στο σώμα ,  στην αίσθηση και την αύρα  που αποπνέει, έτσι γίνεται πάντα!

Παρέες διάφορες γύρω εκεί στα Σταρμπάκς της παραλίας, κοιτάζω τη θάλασσα, προσπαθώ να καταλάβω τι λένε οι άλλοι που συζητούν παθιασμένα  καθώς   είμαι απορροφημένος στη δικιά μας συζήτηση, κουβέντες διασταυρώνονται  στον αέρα εκεί στα Σταρμπάκς της παραλίας  , ΄΄… για μας θα πουν οι  άλλοι και φυσικά θα πουν ψέμματα!΄΄  λέει κάποιος, ΄΄…αυτές είναι οι απόψεις μου αλλά άμα δεν σ αρέσουν έχω κι άλλες!΄΄ λέει  μια γυναίκα,΄΄…  ούτε στιγμή δε θα το αρνηθώ, θα του είμαι για πάντα ευγνώμων!΄΄ λέει  μια κοπέλα,΄΄…  καλά τη ξέρουμε αυτή τη μαφία τα είδαμε τα χαΐρια της !΄ ΄λέει κάποιος με μούσι ,  κι άλλες κουβέντες ανάκατες στον αέρα ΄΄…  και τότε  έσκασε τη βόμβα, δε ξέρω τι του είπε αλλά τον έκανε κομμάτια, χλόμιασε,  σωριάστηκε, ήταν έτοιμος να γκρεμιστεί στο πάτωμα,  τι του είπε πια  ρε φίλε, πάθαμε πλάκα όλοι! ΄΄,   ένα ζευγάρι φωνάζει πολύ δυνατά, όλοι γυρίζουν κατά κει να δουν τι γίνεται ΄΄…δε σε ξέρω τόσο  καλά,  πρόσεχε τα λόγια σου,  μη μιλάς, μη λες τίποτα, κλείστο καλύτερα !΄΄

Στο καζίνο είχαμε πάει κάποια στιγμή, ανιχνευτές μετάλλων και μπράβοι κατά κει, τύποι με φόρμες κι άλλοι με κουστούμια  και γυναίκες με φορέματα παρδαλά δίναν τα παλτά τους στο βεστιάριο  , μια ορχήστρα έπαιζε κάτι άσχετο , άνθρωποι μπροστά σ΄ οθόνες μηχανών που έλαμπαν  τζογάριζαν τα χρήματα τους,  όλο το θέαμα μπορούσε να σε φρικάρει, φύγαμε από κει,  δεν είχα μαζί μου ταυτότητα που μου ζητούσανε , στο αυτοκίνητο ζάλιζα τους σταθμούς, ΄΄δε συμφωνώ μαζί σου΄΄ μου έλεγε ΄΄Παρακαλώ!’’ εγώ,΄΄΄… αυτό το παρακαλώ σου με  τρελαίνει !΄΄  είχα νεύρα όμως  με ηρεμούσε , με ησύχαζε  και  θε μου πόσο  το χρειαζόμουν    αυτό!

Μια ταινία είχαμε πάμε  να δούμε μετά , είχαμε αργήσει και δεν είδαμε  πως ξεκινούσε αλλά ποιος νοιάζεται, κόσμος πολύς στις ουρές μπροστά στα ταμεία,  το ήξερα ότι θα είναι καλό το έργο  αν και είχα   τρία χρόνια  να πάω σινεμά, ένα βαρέλι ποπ κόρν  έχουμε πάρει κάτι μπουκαλάκια με νερό ,  ένας ονειροπόλος  τύπος στην ταινία ,  ο κόσμος γελά στην αρχή μα ύστερα σοβαρεύει, στην οθόνη  ο ονειροπόλος  σ ένα πάρκο  δείχνει σ   ένα παιδί πως να κάνει κόλπα με το πατίνι, πως να το ρίχνει ψηλά στροβιλίζοντας το καθώς αυτός στέκεται στον αέρα  για μια στιγμή  κι ύστερα   προσγειώνεται πάνω του,  η μαμά του παιδιού δεν παίρνει χαμπάρι τι γίνεται πίσω της,  αυτή θέλει να γοητεύσει ο ονειροπόλος,  μια λεπτή με γαλάζια μάτια κι ωραίο σώμα είναι.

Ο ονειροπόλος δείχνει χαμένος όλη την ώρα στο γραφείο του,   ταξιδεύει νοητά και πραγματικά, ούτε που μπορείς να διακρίνεις τη διαφορά κι αυτό μ αρέσει,  στη Γροιλανδία, στον Ατλαντικό, στην Ισλανδία στα Ιμαλάια ψηλά στις κορφές, τοπία απίστευτα, ελικόπτερα πετούν πάνω από κύματα, ο ονειροπόλος καταποντίζεται,  βυθίζεται σ΄ έναν  υδάτινο διάφανο κόσμο όπου όλα είναι μαγικά, διαφορετικά, γκρεμοί και ηφαίστεια στην Ισλανδία, ένα αμάξι τρέχει κυνηγημένο από μαύρους καπνούς ενός ηφαιστείου, βράχοι κι οροπέδια και τίγρεις του χιονιού ψηλά στα Ιμαλάια, κάποιοι παίζουν μπάλα σ ένα υψίπεδο,  κάτι τοπία   εξωπραγματικά στη Χαβάη, ένα ρεύμα θερμού αέρα διασχίζει χιλιάδες χιλιόμετρα στον Ειρηνικό χωρίς να συναντά κανένα εμπόδιο, δορυφόροι το παρακολουθούν από ψηλά,  το χρωματίζουν με χρώματα   πράσινα  και κόκκινα , νησιά βυθίζονται κι αναδύονται απ τον αρχέγονο ωκεανό,  αστεροσκοπεία  χτισμένα  στα ηφαιστειακά βουνά κατοπτεύουν το στερέωμα, , πλανήτες έρχονται με μανία κατά τη γη να τα διαλύσουν όλα, να τερματίσουν τα πάντα, να ισοπεδώσουν το σύμπαν,   τη τελευταία στιγμή αλλάζουν γνώμη  και στρέφονται σ άλλη κατεύθυνση, χάθηκα σ εκείνη την αίθουσα ,το καλαμπόκι και τα καλοριφέρ  ξεραίνουν το στόμα , από ένα μπουκάλι νερό πίνουμε, δυο παιδιά μπαίνουν πίσω μας στην αίθουσα να την ετοιμάσουν για τους επόμενους καθώς τελειώνει η ταινία,  ΄΄Αχ ας  ξαναμπούμε να δούμε την αρχή!΄΄ μου λέει όταν τελειώνει,  της άρεσε πολύ, άκου να δεις,  δε το περίμενα !

Απ το δρόμο του αεροδρομίου περνούμε καθώς φεύγουμε,  τα ξημερώματα ήμουν  κατά  δω, η Χρύσα έφευγε για Αμερική,    γυναίκες κλαίγανε, κάποιοι κοιμούνταν στα καθίσματα, η Άφρω  κομματιασμένη αφού είχε  κάνει τρακόσια  τόσα χιλιόμετρα να δει τη φίλη της, ο αδερφός της έχει φύγει για Σιγκαπούρη να πάρει από κει  το εμπορικό του καράβι, πολύ υγρασία  κατά κει , ο ταξιτζής που τη μετέφερε την κοίταζε απ το  καθρέφτη όπως ήταν ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, μόλις που μπόρεσε να του πει τη διεύθυνση, ΄΄Σίγουρα μαστουρωμένη!΄΄ θα είναι σκέφτονταν .

 Ένα κορίτσι μας  έλεγε τραβώντας το κοντό φουστάνι  να σκεπάσει τα ποδαράκια  του  ότι όλα στραβά κι ανάποδα  της πήγαν αυτή τη χρονιά, τίποτα δεν πήγε όπως το ήθελε  άνθρωποι νυσταγμένοι, σεκιουριτάδες έκαναν περιπολίες νυχτερινές, ένα παιδί με κοντά τα μαλλιά ΄΄Τώρα αυτό είναι αγόρι ή κορίτσι ;΄΄ αναρωτιόμουνα, σε μια σκαλωσιά σκαρφαλωμένες φωλιές πουλιών, κλαδιά πλεγμένα, ένα αυλάκι πιο πέρα άδειαζε νερά καθαρό σ ένα κανάλι όπου επέπλεαν φυτά υδρόβια, γάτες ακούγονταν από κάπου σαν να κλαίγανε,  το ξημέρωμα χάραζε  κατά το Χορτιάτη βάφοντας τον ορίζοντα με χρώματα μαβιά, μια αχτίνα του ήλιου τρυπούσε τα σύννεφα της ομίχλης κι ήταν σα να λύγιζε  σε μια στιγμή επικίνδυνα…

Στο σπίτι της δεν είχε φως, κάτι είχε συμβεί, ο συναγερμός χτυπούσε, φοβόταν, μ έστειλε να δω στην υπόγεια αποθήκη, κάτι σκαλιά μαρμάρινα,  στον πάνω όροφο, στη σοφίτα με το φως του κινητού  έφεγγα,  στους πινάκες του  ηλεκτρικού κωδικοί και νούμερα,  φωτάκια και σειρήνες,   μοχλοί που ανεβοκατέβαιναν κι ασφάλειες,  κεριά και κηροπήγια και κεράκια είχαμε ανάψει, όλα τακτοποιημένα εκεί, κούκλες παιδικές, μαξιλάρια μαλακά, όλα ανησυχητικά όμορφα, φοβάσαι  μη παγιδευτείς για πάντα εκεί μέσα!

Μια ξαδέρφη γιορτάζει, της τηλεφωνώ, ΄΄ Ξέρεις που με πετυχαίνεις, ετοιμάζομαι  ν΄ αλλάξω έναν πεθαμένο, χρόνια πολλά!΄΄ δεν έχει ανάγκη αυτή, έχασε τη μάνα της όταν ήταν μικρή,  έχει εξοικειωθεί μ αυτά,  είχε αλλάξει μόνη της τον  παππού,  δεν έβρισκαν κανέναν  συγγενή,   του έκανε μπάνιο στη ντουζιέρα,  σαν πληγωμένο πουλί έμοιαζε ο γέρος μα τον αγαπούσε,  δεν ήθελε  κανείς άλλος να τον περιποιηθεί,  ήταν γλυκός,  την αγαπούσε κι αυτός, τα μεσάνυχτα πέθανε ήσυχα με την αλλαγή του χρόνου! 

Έναν πόνο οξύ νιώθω στα πλευρά μου, το πρωί είχα πετάξει στο κάδο μαζί με τα σκουπίδια και τα κλειδιά μου όπως ήμουν ζαλισμένος και κοιμισμένος ακόμα, έσκυψα άγαρμπα στον κάδο να τα βρω, χτύπησα στα τοιχώματα το στήθος μου, ένας πόνος με κυνηγούσε για όλη μέρα  από ένα ατύχημα παλιό, τότε που  η ζώνη του αυτοκινήτου είχε χωθεί στο σώμα σ ένα τρακάρισμα,  δε μπορούσα να πλαγιάσω στο πλάι  ούτε  να τρέξω άλλα που χρόνος ν ασχοληθείς με τους πόνους σου!

Η Χρύσα με πήρε τα ξημερώματα  απ το Σαν Φρανσίσκο, ΄΄Όλα καλά!΄΄  , ΄΄… κοιμήθηκα ώρες ατέλειωτες,   ήμουν πτώμα, δεν είχα πρόβλημα, δε κατάλαβα  ούτε τζετ λαγκ ούτε τίποτα,  στο Μόναχο  χιόνια τριγύρω στα βουνά , ένα αεροδρόμια απίστευτο, δεν υπάρχει σκεφτόμουνα ,  στη Φιλαδέλφεια ένας πανικός στιγμιαίος, τρελάθηκα , έχασα τη γη κάτω απ τα πόδια μου,  ήθελα να πάρω το πρώτο αεροπλάνο και να γυρίσω πίσω, ευτυχώς μου πέρασε, στο Σαν Φρανσίσκο μόλις έφτασα τηλέφωνο στη μάνα μου, ΄΄Ψυχή μου τι κάνεις πώς είσαι μωρό μου !΄΄ είχε λιώσει απ την αγωνία,  βόλτα στις ακτές του Ειρηνικού   με πήγαν, φώκιες κολυμπούσαν στ ανοιχτά, σ ένα ινδικό εστιατόριο  κάποια φαγητά τρώγονταν, άλλα με τίποτα, καιρός φθινοπωρινός, τα παιδιά που κοιτάζω ήσυχα δείχνουν, πρόσεχε τη μάνα μου  σ αγαπώ πολύ !΄΄…

Το πρωί  φεύγοντας έπεσα πάνω στο Δημήτρη, αυτά  δε γίνονται,  πήγαινε στην εκκλησία,΄΄Τι γυρεύεις κατά δω ρε!  στο λεωφορείο μόνος, ερημιά παντού το ξημέρωμα της πρωτοχρονιάς,  μια κατηφόρα, το αεροδρόμιο μπροστά,   λωρίδες απο φωτάκια οριοθετουν τον αεροδιάδρομο, μεταλικά θηρία χαμηλώνουν την κοιλιά τους κατά τη γη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...