Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

ΕΥΚΥΚΛΑ ΤΟΞΑ


 
Δίκαιοι δε εις τον αιώνα ζώσι και εν κυρίω ο μισθός αυτών...
Λήψεται ασπίδα ακαταμάχητον....
Οξυνεί δε απότομον οργήν εις ρομφαίαν, συνεκπολεμήσει δε αυτώ ο κόσμος επί τους παράφρονας .
Πορεύσονται εύστοχοι βολίδες αστραπών
και ως από ευκύκλου τόξου των νεφών επί σκοπόν αλούνται.

 Σοφία  Σολομώντος
Κεφ 5   15 - 21


Το βράδυ που σκοτώθηκε εκείνο το παιδί ήταν στα Εξάρχεια, κανονικά είχε ρεπό μα τη τελευταία στιγμή είχε αλλάξει μ΄ ένα συνάδελφο του .

Ήταν στη διμοιρία επιφυλακής, δυο αστυφύλακες είχαν βγει περιπολία όταν ο πιτσιρικάς τους προκάλεσε, τον είχαν σταμπαρισμένο, υπήρχαν βίντεο που τον έδειχναν να πρωτοστατεί σε φασαρίες στο γήπεδο του παναθηναϊκού, από πλούσια οικογένεια ήτανε, δε φοβούνταν τίποτα, κατέβαινε απ το Χαλάνδρι στο κέντρο, όταν του ζήτησαν τα στοιχεία του ήταν ερειστικός , όταν κατόπι πήγαν να φύγουν τους είπε κάτι του στυλ ΄΄Δε μας πάτε ε, δε μας γουστάρετε, κανόνισε εσύ δεξιά να σε πετύχουμε κάπου μοναχό, θα σου ξηγηθούμε καλά!΄΄ ο αστυφύλακας γύρισε πίσω τρελαμένος, θα μπορούσε να είχε καλέσει τη διμοιρία, θα τους μαζεύανε για εξακρίβωση και θα είχε τελειώσει εκεί το πράγμα αλλά του την έδωσε, προχώρησε κατά το μαγαζί του Σκυφτούλη, στο στόμα του λύκου, εκεί όπου ήταν το άντρο τους.

Όταν βγήκαν όλοι εκείνοι οι αναρχικοί κατά πάνω του τάχασε, θα μπορούσαν να τον είχαν λιντσάρει επί τόπου, να τον ποδοπατήσουν, να τον φάνε ζωντανό, φοβήθηκε, τράβηξε το όπλο του, ο νόμος τον κάλυπτε μέχρι τότε, πυροβόλησε στον αέρα μα η καταραμένη σφαίρα που την είχαν χτυπημένη για να μη τρυπά το σώμα βρήκε κάπου κι έγινε μυτερή για να καρφωθεί στο άνω αριστερό τεταρτημόριο του θώρακα, κατά πως είπε ο δικαστής,

Το άτυχο παιδί είχε πέσει με το πρόσωπο στην άσφαλτο, κάποιος έτρεξε να φωνάξει βοήθεια, άμα είναι να γίνει το κακό δε μπορείς να το αποτρέψεις, όλα μπορεί άλλωστε να είναι προδιαγεγραμμένα και γραμμένα, όλα μπορεί να έχουν προαποφασιστεί κάπου κι εσύ απλά ακολουθάς άβουλος σα μαριονέτα νομίζοντας ότι έχεις περιθώριο να διαλέξεις.

Θάπρεπε να ήταν πιο προσεχτικός χάλασε τη ζωή του ολόκληρη εκείνο το βράδυ,  όλη η χώρα έγινε άνω κάτω , οι πιτσιρικάδες ψάχνανε ένα σύμβολο, έναν νεκρό ήρωα, έγινε δίκη, τον κλείσανε τον αστυφύλακα μέσα, είχε πάει να τον δει στις φυλακές στα Γρεβενά όπου τον είχαν βάλει, μια γενειάδα τεράστια είχε αφήσει, τρόμαξε να τον γνωρίσει σα τον Σουλεϊμάν έμοιαζε !

Θάπρεπε να ήταν πιο προσεχτικός, σ αυτή τη δουλειά δε μπορείς να κάνεις τέτοια λάθη, πόσες φορές δεν του είχανε λάχει αυτουνού τέτοιες περιπτώσεις, κάποτε είχε πετύχει σε μια καφετέρια έναν απ αυτούς, ήξερε ότι κουβαλούσε όπλο μαζί του, καθόταν δίπλα του σε μικρή απόσταση, αισθάνονταν ότι κάτι έκρυβε κάτω απ τα ρούχα του, τον είχαν συλλάβει παλιότερα σ ένα χτύπημα, ο ίδιος είχε κάνει τις ανακρίσεις, ήταν να τον φοβάσαι, είχε φύγει με τη πλάτη στο τοίχο εκείνο το βράδυ προσέχοντας τις κινήσεις του άλλου, δεν ησύχασε ώσπου διπλοκλείδωσε τη πόρτα στο σπίτι του.....



Τα σκέφτονταν όλα αυτά όπως περπατούσε στη πόλη του, είχε αλλάξει πια τόπο κατοικίας, είχε έρθει σ αυτή τη πόλη που του άρεσε πιο πολύ, τα βυζαντινά κάστρα της τυλίγονταν από ομίχλη, στη παραλία η θάλασσα έμοιαζε να βγάζει ατμούς καθώς μια ζέστη ασυνήθιστη για χειμώνα επικρατούσε , ένα σιντριβάνι κατά την πύλη την Κασανδρινή στην ανατολική μεριά, σε μια οθόνη ενός φαστφουντάδικου πίθηκοι του χιονιού κολυμπούσαν μέσα σε μια λίμνη με θερμά νερά κι άλλοι κρέμονταν σε κλαδιά δέντρων χιονισμένων. Σ΄ άλλη οθόνη πουλιά τσαλαβουτούσαν ανάμεσα σε νούφαρα μαβιά και κίτρινα, κάποιος άφηνε ελεύθερο το σκύλο του να τρέξει στο γρασίδι ενός πάρκου, κατά τη δύση ο ήλιος κοκκίνιζε κι η ατμόσφαιρα έπαιρνε ένα χρώμα μενεξελί και κόκκινο, σημάδι ότι η θερμοκρασία θα έπεφτε το πρωί.

Λίγο πολύ τους ήξερε όλους εδώ , τους πιο δραστήριους σίγουρα, ένιωθε κάποια οικειότητα μαζί τους ύστερα από τόσες κόντρες σώμα με σώμα, καμιά διακοσαριά άτομα ήτανε, τους γνώριζε έναν προς έναν, τους έβλεπε στο πανεπιστήμιο από τότε που ήταν φοιτητής, στις πορείες, στα συλλαλητήρια, στα δικαστήρια, κάτι τύποι χαρακτηριστικοί, ανθεκτικοί κοντοκουρεμένοι οι πιο πολλοί, κάτι κορίτσια με κουκούλες σε χρώμα φωσφοριζέ κι άλλα με σιδεράκια καρφωμένα ανάμεσα στα φρύδια που σε τρόμαζαν, μερικές ήταν ωραίες πραγματικά, νευρικές, ατίθασες, όταν όμως τους έβλεπε να έρχονται όλοι μαζί κατά πάνω του κάτι πάθαινε, τον αγρίευαν, τον τρέλαιναν, σα λιοντάρι στο κλουβί που βολτάρει τριγύρω περιμένοντας να ξεχυθεί ένιωθε!

Γιατί αυτοί θέλανε να τα διαλύσουν όλα, ήταν φανερό, δε θα άφηναν τίποτα όρθιο, κάποιος έπρεπε να τους σταματήσει, γι αυτόν ήταν αυτονόητο, ο καθένας θα έκανε το ίδιο στη θέση του πίστευε , είχε εκπαιδευτεί σ' ένα σωρό χώρες, στη Συρία, στην Αμερική, στη Γερμανία, στο Ισραήλ, καλά εκεί δε παίζονταν, ούτε ένα παράθυρο στα κελιά δεν έβλεπες , όλα σκοτεινά, δεν υπήρχε τρίτη προειδοποίηση, στη δεύτερη βαρούσαν κι όποιον πάρει ο χάρος!

Εδώ είναι όλα ανεξέλεγκτα, από παντού μπουκάρουν διάφοροι μυστήριοι, Σκοπιανοί λαθρέμποροι με τις σαραβαλιασμένες νταλίκες τους, Σέρβοι ξανθοί πορτοφολάδες, Αλβανοί κοντοί μαφιόζοι, Πακιστανοί άπλυτοι με το καλαμάκι του καφέ κολλημένο στα χείλια μιλούν τη σπαστική τους γλώσσα στα ξεχαρβαλωμένα κινητά τους, φορούν φόρμες, έχουν στ αυτιά κάτι σκουλαρίκια τεράστια, από που ήρθαν άραγε, Βούλγαροι ψάχνουν μες τους κάδους της ανακύκλωσης, Ινδοί κι Αφγανοί και βιετναμέζοι κι άλλοι διάφοροι που ήρθαν απ τα πέρατα της γης σαν κάποιος ν΄ άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου κι άφησε να ξεχυθούν όλοι τούτοι απ τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να πέσουν κατά δω όλοι μαζί !

Μουσουλμάνοι χτίζουν τζαμιά, γονατίζουν και προσεύχονται ώρες ατέλειωτες στο θεό τους, συζητούν, επικοινωνούν κρυφά με κάρτες και νούμερα τεράστια, ανεβάζουν βιντεάκια βόμβες στο διαδίκτυο, εξαφανίζονται κι άντε να τους βρεις, ποιος ξέρει τι λένε μεταξύ τους, τι σχέδια καταστρώνουν δαιμονικά, Λατίνοι και Τεύτονες ετοιμάζουν καινούριες σταυροφορίες απ' το βορά, κάποιος πρέπει να κρατήσει τα λουριά, να συγκρατήσει το όχημα , να μην οδηγηθεί το κάρο στο γκρεμό και στα τάρταρα , κάποιος πρέπει να φυλάξει αυτά που άφησαν οι πατεράδες κι οι παππούδες, κι οι σιγόφωνες γιαγιάδες με τα μαύρα τσεμπέρια, δε μπορείς να τ' αφήσεις όλα έτσι, ένα χέρι στιβαρό χρειάζεται να κρατήσει τα ηνία σε καιρούς δύσκολους, να τσακίσει και να συντρίψει όλους τους αριβίστες και τους δημαγωγούς, τους λαϊκιστές και τα διάφορα νούμερα και τους διεστραμμένους που χειροκροτεί ο κοσμάκης!

Δε μπορείς να τ' αφήσεις όλα έτσι, δρόμοι διαλυμένοι, νερά πετιούνται απ τα μπαλκόνια, αποχετεύσεις ξερνούν νερά όπου λάχει, σκύλοι αδέσποτοι αλωνίζουν τις πόλεις, νεόπλουτοι παρκάρουν όπου νάναι, μπλοκάρουν το σύμπαν με τα καταραμένα τζιπάκια τους που είναι σαν άρματα με κάτι λάστιχα τεράστια σα τρακτέρ, γείτονες εποφθαλμιούν τους διπλανούς τους, σκέφτονται τρόπους να τους αρπάξουν ότι έχουν μαζέψει, έριδες οικογενειακές οδηγούν σε συμπλοκές φονικές, !

Προτάσεις τρελές πέφτουν βροχή, να παντρεύονται λέει οι άντρες μεταξύ τους και να μεγαλώνουν παιδιά, ανωμαλίες καραμπινάτες κι ιδέες που διαδίδονται σα καινούριο στέλεχος έρπητα, απλώνονται και ποτίζουν όλο το κόσμο, μηδενιστές και νιχιλιστές, καταστροφείς κι ισοπεπιδωτές θέλουν να τα διαλύσουν όλα, ν΄ αφήσουν πίσω τους τοπία βομβαρδισμένα, να τα καταργήσουν όλα, να φέρουν ένα μείγμα βίας και χάους , είναι τόσο εύκολο να χαλάς και να γκρεμίζεις, όμως δε μπορείς να τους αφήσεις έτσι , κάποιος πρέπει να κάνει κάτι, πράγματα που ήταν αυτονόητα κάποτε μα στο πέρασμα του χρόνου έχασαν την αξία τους πρέπει να επανεφευρεθούν !

Πολλές φορές αισθάνονταν να παίρνει μέρος σ ένα πόλεμο άλλου είδους μα πάντα πίσω του ένιωθε ότι  στέκονταν κάποιος με ρομφαία κι ασπίδα φωτεινή που τον φύλαγε και τον δυνάμωνε, πίστευε ότι το δίκιο ήταν με τη δικά του μεριά κι όχι με των απέναντι που το μόνο τους μέλημα ήταν να ξεσπάσουν το τυφλό τους μίσος σ όποιον έβρισκαν μπροστά τους, όσο πελώριοι κι αν ήταν μερικοί, όσο κι αν θύμιζαν τον  Γολιάθ με κέινη την  όψη  τη φοβερή  και τρομερή, καθόλου  και επ΄ ουδενί δε τον τρόμαζαν!

Είχε τελειώσει τη γυμναστική ακαδημία και τη θεολογία προτού καταταγεί στην αστυνομία, πάντα τον έλκυε η θρησκεία, σε μια εκκλησία πήγε μια μέρα, κάτι καλόγεροι ήτανε δίπλα του από το όρος από ένα μοναστήρι στα πόδια του Άθω όπως του είπανε , ένας ιερέας βγήκε στην ωραία πύλη μ ένα δισκοπότηρο ασημένιο, καλυμμένο μ ένα ύφασμα βελούδινο , έδινε τη θεία κοινωνία κι έμοιαζε νάχει ένα φωτοστέφανο γύρω απ το κεφάλι του, κάτι έλεγε κατόπι στο κήρυγμα του , κάποια λόγια τούκαναν μεγάλη εντύπωση!

Για ένα μαρμαρωμένο βασιλιά έλεγε , αυτόν που πολεμούσε σπαθίζοντας τους άπιστους ώσπου τον φάγανε κι αυτόν και τ΄ άλογο του, τότε που οι Αγαρηνοί είχαν τεμαχίσει την εικόνα της παναγιάς και την έκοψαν στα τέσσερα για να πάρουν ρίχνοντας κλήρο το επιχρυσωμένο της κάδρο κι όπως ακούμπησαν σε μια κολώνα άφησαν εκεί τα ματωμένα χνάρια τους και μπορείς να τα δεις μέχρι σήμερα!

Κι άλλα  λογια άκουσε που δε τα είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή του , για κρυφές λειτουργίες που γίνονται την ανάσταση στην Αγιά Σοφιά κάθε χρόνο, σε μια κρύπτη κάτω απ το χώμα, εκεί όπου κάποιοι καρτερούν τον άγγελο ν ανοίξει μια πόρτα μυστική και να ξυπνήσει το μαρμαρωμένο βασιλιά, μερικοί που πήγανε λένε ότι τον είδαν με τα ίδια τους τα μάτια να σαλεύει, κάτι κινούνταν πάνω του, κάτι συνέβαινε!

 Και κάτι άλλα λόγια τούκαναν εντύπωση βαθιά , κάτι χρησμοί παλιοί ενός γέροντα ασκητή για το πώς θα κατέβει ο άγγελος με μια ρομφαία, κάπου τον ήξερε αυτόν τον άγγελο, θα κυνηγήσει λέει τους άπιστους μέχρι ένα μέρος που το λένε μονοδένδρι, τότε θα γκρεμιστεί μια εικόνα της Παναγίας!

Βροχή δυνατή θα πέσει, χείμαρρος και χαλάζι , ένα σημάδι θα φανεί πάνω απ τον τρούλο μιας εκκλησιάς ν ανεβαίνει κατά τον ουρανό τότε που το φεγγάρι θα είναι στη χάση του! Τότε θα επικρατήσουν  οι δίκαιοι , όλα θ αλλάξουν ξαφνικά , τώρα είμαστε στο μεταίχμιο, εκεί όπου όλα δείχνουν να καταποντίζονται μα τότε ακριβώς  αρχινά η πορεία προς τα πάνω,
 τώρα  είναι η ώρα να  μπουν στη μπάντα όλοι οι μωρόπιστοι κι οι παράφρονες και τα νούμερα ,  κι είναι η ώρα να  ξεσπάσει όλη η οργή του θεού  απάνω τους,   να τρέξουν  πανικόβλητοι να κρυφτούν απ τις ρομφαίες κι απ  τα τόξα τα  εύκυκλα!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...