Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

ΑΓΑΠΗ

΄΄Στάσου ένα μέτρο πίσω!΄΄ μούπε ο τύπος, πάγωσα, τα είδα όλα, κοκάλωσα, σκεφτόμουν ΄΄ Τι γίνεται εδώ πέρα! ΄΄

Όπως τον είδα από μακριά ήμουν σίγουρος ότι ήταν ο ταξιτζής ο φίλος μου με τις τεράστιες πλάτες, έδειχνε ίδιος , έκοβα το κεφάλι μου, θα τούκανα πλάκα, τον χτύπησα στον ώμο όπως στέκονταν μπροστά στο ΑΤΜ και τότε μπροστά μου εμφανίστηκε κάποιος άγνωστος με πρόσωπο χλωμό, μάτια ψυχρά, γαλάζια, φρύδια σμιχτά με κάτι τριχούλες που πετάγονταν τρομαχτικά , με ατένιζε, με κάρφωνε προσπαθώντας ν αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει μαζί μου, πάντως δεν είχε σκοπό να μ' αφήσει έτσι εύκολα, ΄΄Αν δεν απομακρυνθείς θα σε κάνω τόπι στο ξύλο!΄΄ εντάξει μεγάλε!΄΄

Κανονικά κάτι τέτοια τα περνώ εύκολα, απομακρύνεσαι λίγο, κάτι άλλο σε αποσπά, ξεχνιέσαι, πάει πέρασε, αυτό ήταν, όμως τούτη τη φορά κάτι έγινε, δε μπορούσα να σκεφτώ καθαρά, δε δούλευε τίποτα, το μυαλό είχε μπλοκάρει. Αυτά λέει είναι κόλπα που τους μαθαίνουν στα σχολειά πολεμικών τεχνών, απειλείς τον άλλον τόσο απότομα, δείχνεις τόσο τρελαμένος που του κόβεις τα πόδια κι εκεί τελειώνουν όλα, τα ήξερα όλα αυτά, μούχε ξανατύχει, και να δεις που ανησυχούσα το τελευταίο καιρό, ήθελα κάτι έντονο, νάτο λοιπόν πάλι όπως τόθελες δικέ μου, πάρε μια δόση αδρεναλίνης, όλη δικιά σου, όμως τη φορά αυτή δε μπορούσα ν αντιδράσω !

Και μέσα σ όλα αυτά ένα μήνυμα ΄΄ Δε βλέπεις ότι ε σ ύ τρέχεις πίσω μου!'' το τελειωτικό χτύπημα, με βρήκε σε στιγμή αδυναμίας, δε μπορούσα να το αναλύσω, να εξηγήσω τι είχε συμβεί, αν είχα δίκιο, αν έπρεπε να στενοχωρηθώ, με είχε χτυπήσει κατάστηθα!

Περπατούσα σα χαμένος, ομίχλη στη πόλη, πουλιά πετούσαν γύρω απ τις ψηλές λεύκες της παραλίας, σκιές κινούνταν μες το ημίφως, μια μπουλντόζα δούλευε μες τη θολούρα, πάλευε με τις λάσπες με τα φανάρια αναμμένα σ ένα λάκκο στα έργα του μετρό, κοράκια στο θόλο του Παλαί Ντε Σπορ προσπαθούσαν να ισορροπήσουν πάνω στο γλιστερό θόλο, ασθενοφόρα έμπαιναν κατά το ΑΧΕΠΑ ουρλιάζοντας, ο ήλιος σε φάση έκλειψης πίσω απ τα σύννεφα ....

Δε μπορούσα να συνέλθω, γιατί να μου μιλήσει έτσι αφού προηγούμενα μου είχε πει ''Σ αγαπώ! '' κι εγώ έτρεμα ολόκληρος, τα μηνύματα σκάγανε στη τσέπη μου καθώς το κινητό έτριζε κι όλα φαίνονταν ωραία, κορίτσια με φόρμες μαλακές περνούσαν, κορδόνια λευκά κρέμονταν απ τις κουκούλες τους, φουρκέτες βαστούσαν τα μαλλιά τους, δάχτυλα μακριά, όμορφα σα να ήταν σκαλισμένα στο μάρμαρο, νύχια στο χρώμα του μολυβιού, κάτι μπλουζάκια κόκκινα που συνδυάζονταν έξοχα με τις φόρμες, που στο καλό τάχανε βρει, πώς τόκαναν!


Σ΄ ένα λεωφορείο κόσμος πολύς, κάποια ήρθε πολύ κοντά , με κοίταζε κάτω απ τα μαύρα γυαλιά της, δάγκωνε τα χείλη της, όπως μετακινούνταν με είχε ψηλαφίσει ολόκληρο, ήθελα να γελάσω, όλα έδειχναν τόσο καλά, κόσμος πηγαινοέρχονταν σε κατευθύνσεις διάφορες, άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν σκάλες , στα μαγαζιά μπροστά στέκονταν, γκαρσόνια νωχελικά πίσω από πάγκους, ένα βουητό, μια οχλαγωγία, όλα έμοιαζαν σαν όνειρο το περασμένο βράδυ , γιατί να μου συμβεί αυτό, τι είχα πάθει ξαφνικά;

Μια σοκολάτα ήπια σ ένα μαγαζί, έκανε καλό, τα παιδιά ήρθαν μετά, ο Θανάσης δεν ήθελε τσάι, ΄΄Αυτά δεν είναι τσάγια, τσάι είναι το φλαμούρι και το βουνίσιο!΄΄ μιλούσε ζωηρά, κάτι τον είχε πειράξει κι ήθελε να ξεσπάσει κάπου, σε μια στιγμή χτύπησε τη γροθιά στο τραπέζι, όλοι τρομάξαμε κι αυτός πιο πολύ, του είχε ξεφύγει, κάποιος από κάπου έλεγε για έναν παλαβό που έψαχνε χρυσά νομίσματα σ ένα ορυχείο, όλα γύρω σκόρπια ακούγονταν, το μυαλό αποσυντονισμένο, σκόρπιο κι αυτό έπιανε κάπου κάπου κάτι λέξεις, για ένα τζιπάκι λέγανε με λίρες εγγλέζικες που καταπλακώθηκε σε μια γαλαρία, ένας τύπος είχε πάρει άδεια λέει να ψάξει, ένα όνειρο είχε δει, κάποιος του έλεγε να σκάψει σ εκείνο το μέρος, το είχε σημειώσει μάλιστα μ ένα σταυρό κόκκινο, ήταν ραβδοσκόπος, κάτι ξυλαράκια χρησιμοποιούσε που έδειχναν σε μια κατεύθυνση, χρόνια αναζητούσε το θησαυρό σ εκείνο το ορυχείο, είχε πουλήσει το λεωφορείο του, είχε αποτρελαθεί εντελώς μιλάμε , στοές κατέρρεαν καθώς τα σάπια ξύλα που τις στήριζαν έπεφταν, πέτρες και κοτρόνες κατρακυλούσαν, σε μια φάση παραλίγο να τον καταπλακώσουν και να τον θάψουν εκεί μέσα παντοτινά , τη τελευταία στιγμή είχε καταφέρει να βγει απ το στόμα της σπηλιάς πανικόβλητος!


Ύστερα από κείνο το συμβάν λέει, είχε καθίσει σε μια πέτρα και συλλογίζονταν τι να κάνει , το μέρος εκείνο πρέπει να είχε πάθει μια καθίζηση τεράστια κάποτε, η γη είχε βυθιστεί καταπίνοντας ένα κομμάτι στεριάς, ΄΄ Πύλη της κόλασης!΄΄το λέγανε εκείνο το σημείο , μυρουδιά από θάμνους πλανιόνταν στον αέρα, σχοίνα και ρείκια μύριζαν γλυκά, κοίταζε ένα καταρράχτη, οι ντόπιοι λέγανε ότι τον είχε ανοίξει ένας άγιος κάποτε, αραγμένος πάνω στο ουράνιο τόξο που έβγαινε κυρτό απ το αντικρινό βουνό, είχε χτυπήσει τα βράχια με το ραβδί του, μια αστραπή αυλάκωσε τον ουρανό κι έγινε το θαύμα!
Και τότε λέει του ήρθε η ιδέα, έψαξε κατά κείνο το καταρράχτη ένα εκκλησάκι υπήρχε εκεί πέρα, ζήτησε άδεια να το γκρεμίσει, υποσχέθηκε να το ξαναχτίσει ολοκαίνουριο κι ακόμα καλύτερο, ένα αγίασμα σα ποταμάκι μικρό έτρεχε παραπέρα, τρεις φορές επιχείρησε να το γκρεμίσει εκείνο το καταραμένο το εκκλησάκι και τρεις φορές είχε σβήσει το μηχάνημα, κατέβηκε σταυροκοπήθηκε, τι στο δαίμονα συνέβαινε, τη τελευταία φορά το γκρέμισε, το διέλυσε, δεν άφησε τίποτα, κατέσκαψε τα θεμέλια του μέχρι βαθιά στη γη , εκεί τις είχαν κρύψει οι Εγγλέζοι τις λίρες, σ ένα κιβώτιο τις είχαν βάλει, τις πιο πολλές τις πήρε η εφορία….


Όλη την ώρα αυτή η ιστορία με το τύπο που βρήκε το θησαυρό γυρνούσε στο μυαλό, με είχε αποσπάσει κι αυτό ήταν καλό, είχα πάρει την ανάσα που ήθελα, σε μια βιβλιοθήκη πήγα κατόπι, καλώδια από υπολογιστές σέρνονταν σα φίδια στο πάτωμα, κορίτσια περνούσαν τα χέρια στις άσπρες γυμνές τους ράχες, κάτι τις ενοχλούσε κατά κει, φύλλα λεπτά χρυσού περασμένα στα δάχτυλά τους, στο στήθος τους μενταγιόν κρέμονταν, κάτι κύκλοι που συμβολίζουν το καλό και το κακό απεικονίζονταν, εισχωρούν ο ένας στον άλλο, μπερδεύονται, αναμειγνύονται, ένα πράγμα γίνονται , δε μπορείς να ξεχωρίσεις τα όρια, αφαιρέθηκα, ξεχάστηκα, χάθηκα κοιτάζοντας τ' αυλάκια και τα σχέδια που σχημάτιζαν οι πτυχώσεις ενός παλτού πράσινου….

Κατά τα Διαβατά έπρεπε να πάω μετά , το αστικό σταματούσε στις γραμμές του τρένου, άκουγες τον ήχο απ τα φρένα , ένα καμπανάκι ηχούσε, μια μπάρα κατέβαινε, οι ράγες γυάλιζαν αντανακλώντας τις αχτίνες του ήλιου, στα στενά των Διαβατών γριές και γάτες σεργιάνιζαν, σκύλοι ξαπλωμένοι σε σωρούς φύλλων μάζευαν ζέστη, σουσουράδες τριπόδιζαν στο πλακόστρωτο, περιστέρια νωθρά μ αντανακλαστικά αμβλυμένα χάνονταν κάτω από ρόδες και λάστιχα, αίματα και πούπουλα έβλεπες μετά , Κινέζοι περιφέρονταν μιλώντας ακατάληπτα άντε βγάλε άκρη, Πακιστανοί πεθαμένοι απ τη κούραση σχολούσαν εκείνη την ώρα από βάρδιες νυχτερινές, δυο ζητιάνοι, ένας αέρας ξαφνικός σκορπούσε φύλλα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα,
 
Σ' ένα σπίτι ένας σκύλος με κεφάλι μαύρο και δόντια μυτερά σα δαίμονας δάγκωνε τη φόρμα μου, ΄΄Μη φοβάσαι γιατί το καταλαβαίνει, το νιώθει, μόνο σε σένα το κάνει!΄΄, - ναι καλά!, μια αφίσα σ ένα τοίχο, ένας αγώνας στη Σταυρούπολη, μέσα σ ένα κλουβί, δίχως κανόνες, όποιος αντέξει, μέχρι κάποιος να παραδοθεί, να ικετεύσει, να πέσει στα γόνατα, να κυλήσει στο πάτωμα, να ζητήσει οίκτο, αλλιώς δε σε συγχωρούν, δε σου χαρίζονται, δε ξεφεύγεις, είσαι καταδικασμένος, δεν υπάρχει έλεος, χάθηκα ξανά, δρόμοι διχάζονταν, ποιόν να πάρεις, σε ποια κατεύθυνση να κινηθείς, τι έχεις πάθει, ποιος είσαι, τι κάνεις εκεί πέρα!


Όλη νύχτα δε κοιμήθηκα, κάτι πρέπει να είχε συμβεί στον εγκέφαλο μου , κάποια κέντρα είχαν μπλοκάρει, κάποια κανάλια τα είχαν δει όλα,κάτι είχε συμβεί στο σύστημα, ο οργανισμός είχε σοκαριστεί, ήθελε χρόνο να επανέλθει, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, να ξυπνήσω, να πάρω τ απάνω μου, ν ανέβω, να ξεκολλήσω απ το τέλμα, να πάρω μπρος, ήταν σα να πέρασε μια μπετονιέρα ασήκωτη από πάνω μου, ένιωθα ότι με είχαν τσαλαπατήσει, με είχαν ισοπεδώσει με είχαν αχρηστέψει, με είχαν διαλύσει, ένα με το την άσφαλτο με κάνανε, τι είχα πάθει αναρωτιόμουν, τι ήτανε τούτο το πράγμα πάλι, ο χρόνος έμοιαζε να είχε σταματήσει, δε μούρχονταν τίποτα, όλα γύριζαν, χρειαζόμουν επειγόντως βοήθεια, το συναισθηματικό κομμάτι απόλυτα εκτεθειμένο, με είχαν απειλήσει, με είχαν ταπεινώσει, με είχαν απορρίψει, ένιωθα χαμηλά την αυτοεκτίμηση μου, στο ναδίρ, έπρεπε ν αναλύσω, να συνέλθω, να βγω απ το τούνελ όπου κατρακυλούσα ανεξέλεγκτα, κι απ΄ την άλλη ήθελα να κλειστώ σ ένα μέρος και να τραβήξω τη πόρτα πίσω μου για πάντα, ένα τηλέφωνο αργά, ο Άρης, ''Στον άγιοι Στυλιανό το πρωί!''

Την αυγή πέρασα μια στιγμή από ένα ίντερνετ καφέ, τύποι σκοτεινοί, ξενυχτισμένοι στο πατάρι έβλεπαν ταινίες, άλλοι μιλούσαν σε chat rooms, κάπνιζαν, έβριζαν, άλλοι πιο ήσυχοι, στο δρόμο παιδιά στις πλάτες των πατεράδων τους τραβούσαν για το σχολειό, μαμάδες οδηγούσαν μικρά στο σχολικό, πιτσιρικάδες με τσάντες να κρέμονται στη πλάτη έρχονταν να παίξουν μια παρτίδα LOL προτού βαρέσει το κουδούνι, συνεργεία καθαρισμού έσερναν βαριεστημένα κουβάδες κι άλλα σύνεργα, ξημέρωνε πάνω απ τη Ροτόντα ο Αυγερινός αυτός ο πολεμιστής του ουρανού κατά πως λέγαν οι αρχαίοι εμφανίζονταν στον ουρανό σκοτώνοντας τ' άλλα αστέρια καθώς χάραζε....


Στον άγιο Στυλιανό εκεί στα πανεπιστήμια μερικά παιδιά απ το χαμόγελο του παιδιού, μια δασκάλα μεσόκοπη τα πρόσεχε όμορφα, τα είχε πειθαρχημένα σ ένα πάγκο χαμηλό ξύλινο κάθονταν, μια άλλη με πρόσωπο καθαρό, χέρια άσπρα, δέρμα μαλακό, ένας παππάς έκοψε μια βασιλόπιτα, η όμορφη δασκάλα που είχε ένα βραχιόλι από κομποσκοίνι τύλιγε τις φέτες σε χαρτοπετσέτα, τα μικρά έψαχναν στα κομμάτια τους για το φλουρί, μια αίσθηση ζεστασιάς κι αγάπης που σε ηρεμεί, σε ξελαμπικάρει επιτέλους , τη δασκάλα εγώ κοιτούσα, πολύ μ αρέσουν αυτές, μια τέτοια μπορεί να με σώσει κάποτε, ένα κοριτσάκι μικρούτσικο δίπλα μου έψαχνε μες το τσουρέκι του, κάτι πιαστράκια χρωματιστά με φραουλίτσες στο κεφαλάκι του, ''Πως σε λένε γλυκιά μου;''- '' Αγάπη!''- ''Πως έρχεσαι στο σχολείο; '' - ''Με το φορτηγό του μπαμπά!'' - ''Δε φοβάσαι;'' - '' Όχι, άμα βρέχει από ψηλά βλέπω το φορτηγό να πετά νερά, γεμίζει τα τζάμια από τα άλλα αμάξια, μας φωνάζουν, εγώ γελάω, το πρωί φαίνονται τα καράβια στη θάλασσα και χιόνια στα βουνά πιο μακριά,  μια φορά είδα και τον ήλιο ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...