Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΜΩΛΩΠΑΣ ΥΠΗΝΕΓΚΑΣ

Της άρεσαν οι παλιοί ηθοποιοί, τρελαίνονταν για την Κλαούντια Καρτνινάλε, ήθελε να ξεσηκώσει   το  περπάτημα της,  σκέφτονταν  να κάνει  ακόμα κι εκείνο το κόλπο που της είχαν πει ότι έκανε  η Ιταλοτυνήσια κουκλάρα  που έκοβε δυο εκατοστά απ το τακούνι της για να έχει  πιο προκλητικό περπάτημα !

Σκεφτόμουνα ότι παραήταν νευρική,  μου  είχαν δείξει  πως είναι στη σελίδα της  αλλά δε τη περίμενα  έτσι,  ξέρεις πως είναι τώρα αυτά,  άντε να βγάλεις συμπέρασμα  απ το Facebook,   κι ύστερα είναι κι εκείνες οι αηδίες  που λένε  για τη πρώτη εντύπωση,   ε λοιπόν  σε μένα δεν ισχύει ούτε στο ελάχιστο,  οχτακόσιες φορές έχω βγει λάθος,  τις  κοιτάς πρώτη φορά και δε σου κάνουν  τη παραμικρή αίσθηση, μετά  λες ''Δεν είναι άσχημη!'' και σιγά – σιγά,  χωρίς να το καταλάβεις  κολλάς σαν ηλίθιος  και δε μπορείς  να ξεκολλήσεις με τίποτα,   το χω δει άπειρες φορές το σενάριο,  σκέφτηκα  ''Δεν έχω τίποτα να  χάσω!'' ξέρεις,   άμα σ'  ενδιαφέρει είσαι  επιφυλακτικός, δεν ανοίγεις όλα τα χαρτιά σου, άμα όμως σκεφτείς  ''Εντάξει δεν είναι για μένα!'' μπορείς  να νιώσεις άνετα.

 Δε φορούσε τίποτα ιδιαίτερο, ένα πορτοκαλί αδιάβροχο μ ένα κόκκινο σταυρό, τη σημαία της  Νορβηγίας, γρατζουνιές και σημάδια κόκκινα στη παλάμη της,   ένα χαμόγελο μόνιμο  γλυκό ζωγραφίζονταν όλη την ώρα στα χείλια της. Είχε τραβήξει τα μαλλιά στη μια μεριά  ώστε να βλέπω   την καλή της πλευρά, πρόσεξα ότι δε βιάζονταν να πιει τη σοκολάτα της,  καθόμουν και τη χάζευα,  πάντα μ εξιτάρει να βλέπω  πως είναι οι γυναίκες σ όλες τι ηλικίες τους,  στα δεκαεννιά,  στα εικοσιπέντε,  στα τριάντα τρία,  στα σαράντα δύο,  προσπαθώ να καταλάβω πως σκέφτονται κάθε φορά,  πότε είναι στην ακμή τους,  πότε αρχίζουν να σπάνε. Ένα κραγιόν έβγαλε να βάψει  τα χείλια της,  τη ρώτησα τι χρώμα  ήταν εκείνο,  έβγαλε ξανά το   κραγιόν απ τη τσάντα της  να το δω, όπως ήμασταν αντίκρυ   την είδα που  κόλλησε μια στιγμή,  το βλέμμα  των τριών δευτερολέπτων, ξέρεις τώρα,   όπως έσκυβα προς το μέρος της, μπορούσα να διακρίνω ότι  πρόσεχε τα μάτια μου, πάντα  νομίζουν ότι δεν τις βλέπεις όταν το κάνουν αυτό…

Μου  έδειχνε  φωτογραφίες στο κινητό της,  δεν ήξερε ποια να διαλέξει για εξώφυλλο, την έδειχναν δίπλα σε καταρράχτες με νερά άσπρα να στέκεται, σε παραλίες μ'  αχιβάδες,  κοχύλια μισάνοιχτα, πεταλίδες,  άμμο,  κύματα, αρμύρα, σώματα μαυρισμένα...   Της άρεσε πολύ  το καλοκαίρι,  τρελαίνονταν γι αυτή την εποχή,  στο σχολείο είχε γράψει μια έκθεση  που   ενθουσίασε  τους δασκάλους  και  την είχαν κρατήσει,  έλεγε για τα  στάχυα που κυματίζουν   στον άνεμο,  τον  ήλιο,  τους  σκονισμένους δρόμους , την  απέραντη ανοιχτωσιά του ορίζοντα.  Μου έλεγε  ότι όλο το καλοκαίρι κάνει  μπάνιο μόνο με καυτό νερό,τι βίτσιο κι αυτό,  οι φίλες της στη κατασκήνωση την άφηναν  πάντα   τελευταία  γιατί τσουρουφλίζονταν, όπως μιλούσαμε σήκωσα άγαρμπα   τη τσάντα μου  που άδειασε  σκορπίζοντας στο πάτωμα  ένα κάρο αντικείμενα,  μολύβια, ξύστρες,  χαρτιά,  καραμέλες, ότι να ναι,   έσκυψα να τα μαζέψω, γελούσε  μ  ένα γέλιο που ακούγονταν όπως το νερό που κυλάει.  Μου   έδειξε σκηνές απ την ορκωμοσία της,  τη  μάνα  της, τη γιαγιά της, ένα βιντεάκι,  ο πατέρας της σ ένα πανηγύρι στο χωριό  τραγουδούσε ‘’Γυρίζω απ’  τη νύχτα,  από τον κόσμο έλειψα πολύ καιρό!’’ ''Το ξέρεις;'' με ρώτησε...

Θέλαμε να βγούμε κι εμείς  καμιά φωτογραφία όμως τα κινητά  μας  είχαν πρόβλημα,  ζητήσαμε από δυο παιδιά που καθόταν δίπλα  αν μπορούσαν,   Σύριοι ήτανε, δέχτηκαν ευχαρίστως,    κανονικά έπρεπε  να τους είχα κάνει χιλιάδες ερωτήσεις  για τη χώρα τους,  για το πόλεμο,  πως στο δαίμονα είχαν βρεθεί κατά δω, πως  τα βλεπαν τα πράγματα,    όμως αλλού ήταν το μυαλό μου,  ήμουν  ήδη τόσες ώρες μαζί της   και δεν είχα βαρεθεί, καταλαβαίνεις, δεν είχα βαρεθεί μετά από τόση ώρα!

Τα παιδιά απ τη Συρία μας δείξανε τις φωτογραφίες που είχανε βγάλει, όπως καθόμασταν μπροστά  από τον  πράσινο  μεταλλικό πάγκο  συνδυασμοί  χρωμάτων περίεργοι   σχηματίζονταν  ανάμεσα στο πορτοκαλί  νορβηγικό μπουφάν, το βαθύ πράσινο του   πάγκου,   το  σκούρο μελαχρινό της επιδερμίδας της....
Στο μαγαζί   παιδιά με ποδιές  και κουρέματα περίεργα  έτρεχαν   να ετοιμάσουν καφέδες, ανεβοκατέβαζαν μοχλούς,  έβγαζαν   ντόνατς  και  τυρόπιτες από ψωμιέρες γυάλινες, στους πάγκους  μπολ με ρόδια και γκρέιπ φρουτ  κίτρινα,  ανεμιστήρες γύριζαν από πάνω,  στα ράφια κουβάδες με ποπ κορν, τσιγάρα, μποτίλιες ουίσκι.   Έξω απ το τζάμι δέντρα δίχως φύλλα, ομίχλη απλώνονταν  στο δρόμο,  κόσμος περνούσε, κορίτσια  κάθονταν  σε ψηλά σκαμπό παίρνοντας  πόζες,  μερικά   είχαν κάτι χαλκάδες στη μύτη  σαν αυτούς  που φορούν  οι  Αβορίγινες φύλαρχοι,  άλλων το προφίλ  θύμιζε  αγάλματα αρχαία,   έλεγαν ευχαριστώ όποτε  σηκωνόμασταν για να περάσουν απ'  το στενό διάδρομο, οι γυναίκες  είναι πλάσματα  πιο πολιτισμένα,  πιο εξελιγμένα,  πιο ραφιναρισμένα  όπως και να χει. Πιο πολύ  φοιτήτριες ήταν μα  και κάτι άλλες, πιο μεγάλες, ένα μείγμα περίεργο,  μια  σαραντάρα ξανθιά  καθόταν μπροστά μου, ένα σημάδι  σκούρο είχε  στο σαγόνι της, μια γούνα φορούσε,  δοκίμασα ν'   ακουμπήσω το δέρμα του σκοτωμένου ζώου που  ήταν απαλό πολύ,  νόμιζα ότι θα ζωντανέψει…

Το μαγαζί ανήκε σ έναν τύπο  μ ένα βλέμμα  που   θύμιζε λύκο  άυπνο  για πολλές νύχτες,  τον  φοβόμουν , του είχα  πάει κόντρα μια φορά,  το θυμόταν,  λέγανε ότι είχε πολλά λεφτά κάποτε,   είχε λέει ένα ξενυχτάδικο χτισμένο  σ ένα λόφο   έξω απ τις Σέρρες,  ''Τα Δεκατρία Φεγγάρια!'' όμως ένα βράδυ πήρε φωτιά,  κάποιοι  έλεγαν ότι του το κάψανε επίτηδες γιατί έκανε δουλειές βρώμικες,  είχε σηκωθεί νύχτα  για ν αντικρύσει τις φλόγες έξω απ το παράθυρο του να τρώνε το κτήριο,  δοκάρια κατέρρεαν με πάταγο,  κεραμίδια γκρεμίζονταν με κρότο,  είχε παραλύσει καθόταν εκεί και  χάζευε το απίστευτο θέαμα καθώς οι πορτοκαλιές φλόγες έκαιγαν το πρόσωπο του από μακριά, από τότε  τον  είχε πάρει  η κάτω βόλτα,  η γυναίκα του τον άφησε,  τα παιδιά του δεν τον θέλανε, κατέρρευσε…

Από  ένα φερμουάρ που  είχε  στο μέρος  του  στήθους   κάτι τσιγάρα   στριφτά έβγαλε,  με ρωτούσε για τη δουλειά μου ‘’Δεν προετοιμάζεσαι, για τα  μαθήματα σου,  δε διαβάζεις  βιβλία , τι τεχνικές εφαρμόζεις, τι  κείμενα  παιδαγωγικά διαβάζεις,  γνωρίζεις  την τάδε θεωρία;’’    -    ‘’ Να σου πω!'' της είπα ''Με τους μαθητές μου παίζουμε ξύλο, κάνουμε κόντρα στις κάμψεις, βάζουμε στοιχήματα, βριζόμαστε, τέτοια πράγματα,   πάντως στις εξετάσεις δε τα πάνε άσχημα,δε μπορείς να φανταστείς τι κουφά πράγματα  μπορούν  να παρακινήσουν  τους πιτσιρικάδες !’’

Βγήκαμε έξω, περπατήσαμε στο δρόμο, στ'  ανθοπωλεία  κυκλάμινα κι ορχιδέες μαβιές  πουλούσαν, ο Θερμαϊκός   μια λίμνη ακίνητη,  ο ήλιος  που τρυπούσε τα σύννεφα καθρεφτίζονταν στα καπό των αυτοκινήτων, μια γάτα έγλειφε τα χείλια  της  δείχνοντας τη κόκκινη γλωσσίτσα της.   Στα κράσπεδα της καμάρας παιδιά  με  σκουλαρίκια και κοτσιδάκια  άγρια κάθονταν, ένας σκύλος γάβγισε  τρομάζοντας  τα περιστέρια   που κούρνιαζαν  ψηλά  σ  ένα   πλατάνι, ξεχύθηκαν  όλα μαζί  και χάθηκαν πίσω από  τα κτήρια.  Μια μυρουδιά υγραερίου που ξέφυγε από κάπου  υπήρχε στην ατμόσφαιρα, λάδια χυμένα στην άσφαλτο,   κάποιο  ατύχημα  είχε γίνει το ξημέρωμα στην Εγνατία,  ένα αυτοκίνητο πήρε  σβάρνα  δυο  κορίτσια  που  είχαν σταθεί στη μέση του δρόμου, στη  διαχωριστική λωρίδα,  στην εντατική με χτύπημα στον αυχένα ήταν   ακόμα  ένα απ αυτά...

Από ένα  προποτζίδικο που  έχει κλείσει πια περάσαμε, μες τις γιορτές σκοτώσανε λέει  τον ιδιοκτήτη και το παιδί του σ ένα μακελειό κάπου στο Ωραιόκαστρο θαρρώ, μου  έλεγε    πώς έκοψε το τσιγάρο,   ξύπνησε κάποιο  πρωινό νιώθοντας   βαριά την ανάσα της   ''Πρέπει να το κόψω!'' μουρμούρισε κι ο φίλος της  από δίπλα ''Ναι καλά, σιγά μη το κόψεις!'' ε  αυτό ήταν,  δεν έπρεπε να το πει,  δεν έπρεπε να την υποτιμήσει,  σκύλιασε, το κοψε μαχαίρι, δε το ξανάβαλε το καταραμένο στο στόμα της !

Δεν ήθελα να πάω σπίτι, λίγο ακόμα ήθελα, δεν ήθελα να μείνω μοναχός, μια μελαγχολία   με πιάνει  τέτοια εποχή,  υποθέσεις που μοιάζουν να μη  τελειώνουν  ποτέ με βασανίζουν,  συσκευές κι  αντικείμενα που χαλούν και πρέπει να τα φτιάξεις, ρούχα που  φθείρονται, άνθρωποι που φεύγουν από κοντά σου και πρέπει να τους αντικαταστήσεις,  δε μπορώ, δε προλαβαίνω,   γιατί να μη κρατούν όλα  λίγο παραπάνω!
 Μια μελαγχολία με πιάνει πάντα τέτοια εποχή, φοβάμαι  το πρώτο  εξάμηνο   του χρόνου, που περνα αγχωτικά και πολύ γρήγορα,  μέχρι να το καταλάβω έχει φτάσει κιόλας  το καλοκαίρι,  αρχίζουν οι ζέστες,  είμαι για κλάματα !  Όμως φέτος   μου την έχει δώσει,  θέλω να δω  το τέλος του χειμώνα,  τις άσπρες  σιντόνιες που ανθίζουν μες το κρύο,  τις αμυγδαλιές που είναι έτοιμες να πετάξουν  μπουμπούκια,  τις κλαδεμένες τριανταφυλλιές, τις πηγές   και  τις νερομάνες που είναι έτοιμες να σκάσουν ξεχειλίζοντας με νερά αφρισμένα, τις απόκριες.

Στη πλατεία  της ΧΑΝΘ  βγήκαμε,  κάτι την έπιασε, δε χόρταινε  να κοιτάζει γύρω της '' Τι πολιτεία είναι αυτή!''    φώναζε  ''' Τι παραλία, τι πλατεία !''   έμοιαζε  σα να  ήθελε  να  κλείσει μέσα της  όλα όσα  υπήρχαν γύρω,  ''Πότε θα πάμε στο Πολύγυρο !''  μου λεγε  ''Την Τσικνοπέμπτη  να πάμε, τότε   γίνεται το καλύτερο,  κερνούν  τα πάντα  τότε, μια χρονιά   είχαμε πιει,  είχαμε φάει του σκασμού  σ όποιο  μαγαζί θέλαμε,  παντού φώτα,  φασαρία,  όργανα, όλα  τζάμπα!''

Θα ήταν ωραία κατά κει να πηγαίναμε τώρα που ξεκινά το Τριώδιο, είναι ωραία  κι αυτή η εποχή,   τα ψυχοσάββατα  στις εκκλησιές   πιατέλες στολισμένες με κανέλα και  καρύδια κι όλοι ζητούν  συγνώμη απ τους  άλλους   δείχνοντας  μεγαλοκαρδία,  πολύ μ αρέσουν  οι   ιστορίες του τριωδίου  αυτή   του Ασώτου που τη κοπάνισε και περιπλανήθηκε σα την άδικη  κατάρα   σε χώρες μακρινές κάνοντας παρέα με ρεμάλια, κι η άλλη  ιστορία μ αρέσει,  αυτή   με τον Αδάμ που   κάθεται απέναντι στον παράδεισο και   κλαίει   κι οδύρεται για  ότι έχασε,   τι να σε κάνω μεγάλε,  ας πρόσεχες, ας μην άκουγες τη γυναίκα,   κάτσε τώρα να βλέπεις  τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα χορτάρια  κι όλα τ άλλα όμορφα  ενώ εσύ είσαι  με την Εύα που δε βλέπεται πια!

Δε θέλω να τα χάσω  όλα αυτά ξανά κι αυτή τη χρονιά, τις ιστορίες για τις σάλπιγγες που ηχούνε και τα θεμέλια της γης  αναταράσσονται, οι νεκροί βγαίνουν απ τα μνήματα,  άγγελοι τρέχουν πέρα δώθε ανεμίζοντας τ άσπρα φτερά τους,   όλα τα κρυφά βγαίνουν στο φως,  μιλάμε για πολύ χαμό, μεγάλο πανικό,  ο κριτής  κάθεται στο θρόνο του κι εξετάζει τον καθένα, ελάτε δω  μάγκες,   αυτοί που έκαναν  τις αηδίες τρέμουν, χτυπιούνται,  τι να σας κάνω παιδιά, ας προσέχατε,  ετοιμαστείτε για το πυρ το εξώτερο και  τα καζάνια τα καυτά!

Δε θέλω να τα χάσω ξανά όλα αυτά   κι είναι και το Πάσχα στο βάθος μ'  εκείνα τα φοβερά  και τ'  ανατριχιαστικά'''.. .ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων... δεικνύων  αυτοίς τα του σώματος πάθη,  άπερ κατεδέξω σωτήρ μακροθυμήσας! ''  ή το άλλο ''...τους μοχλούς του αιωνίους συντρίψας και δεσμά διαρρήξας του μνήματος  ανέστης  !''  ή το άλλο  το άπιαστο ''... ως εκ σπέρματος Δαυίδ μώλωπας υπήνεγκας !'' τι είχαν δει οι παλάμες του αδερφέ μου,  τι κάρφωμα πέρα για πέρα  ήταν εκείνο, πως άντεξε,    κι ύστερα  πως το κανε ο Χριστός ρε φίλε,  πως τα πήρε όλα σβάρνα, πως τα διέλυσε όλα, πως αναποδογύρισε  το σύμπαν ολόκληρο,  μα δεν άφησε τίποτα όρθιο,  κι έπαθαν πλάκα οι στρατιώτες  κι οι γυναίκες  κι  οι άγγελοι κι όλα τα συμπαρομαρτούντα!

Συνεχίσαμε  το περπάτημα, στα πρακτορεία  ταξιδιών οι κοπέλες  πίσω από οθόνες και γραφέια χτυπούσαν υπερωρίες, άνθρωποι περνούσαν δεξιά κι αριστερά μας, κάποιος άνοιγε τη πόρτα ενός γκαράζ να βγάλει τ'  αμάξι του, τύποι περίεργοι στέκονταν έξω από τα μαγαζιά με τα φρουτάκια, ζητιάνοι έψαχναν  μέσα στους κάδους, δυο  σκύλοι ξερακιανοί  που  θύμιζαν ύαινες,   άνθρωποι περνούσαν δεξιά κι αριστερά μας, όπως τη φώτιζε το κινητό έμοιαζε με πίνακα του Ζωρζ ντε λα τουρ, τη Μαρία Μαγδαληνή μπροστά σ'  ένα κερί αναμμένο, φωτογραφίες μου έδειχνε πάλι  από τότε που ήταν  πολύ μικρή, ένα φουστάνι  κοντό πολύ  φορούσε, το πουκάμισο της μάνας της ήτανε που  είχε φάει το τόπο να το βρει,  αυτή  το  είχε σουφρώσει, το  είχε κάνει φούστα έξοχη  και φωτογραφήθηκε  μια μέρα  με λιακάδα υπέροχη  ‘’Φορούσα σορτσάκι από κάτω!’’ μου  είπε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...