Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝ ΑΙΧΜΑΙΣ


είδον
καλπάζοντας εν αιχμαίς ....

Αισχύλος , αποσπάσματα,  ''Μυσοί''

Με την άκρη του ματιού του είδε ανθρώπους να τρέχουν απ τα  γύρω πεζοδρόμια, τρόμαξε, δε μπορούσε να  πιστέψει ότι όλοι αυτοί είχαν μαζευτεί εκεί εξαιτίας του! 


Με τίποτα δεν το περίμενε, έτυχε να βρίσκεται εκεί πέρα, είδε  τον πιτσιρικά να βρίζει τους πάντες, να φωνάζει, να ωρύεται σα δαίμονας,  του φάνηκε αδιανόητο, πως γίνεται ένα  παιδί   να  έχει  τόση αναίδεια,  τόσο θράσος, ποιος του  το επέτρεψε'' Μη μιλάς έτσι!'' του είχε πει,  ο μικρός τον έγραψε κανονικά,  δε καταλάβαινε τίποτα!

Και τότε τον είχε σπρώξει τον πιτσιρικά,  ελαφρά βέβαια, τον είχε παραμαζέψει, τον είχε βγάλει από κείνο το μαγαζί όπου ο θεός ξέρει πως είχε βρεθεί, του έδωσε και δυο χτυπηματάκια, πιο πολύ σα χειρονομία αποδοκιμασίας!

 Όμως ο μικρός ήταν σατανάς κανονικός,  άρχισε να παίζει  θέατρο, έκανε  πως έκλαιγε, πως πονούσε, χτυπιόταν,  οδύρονταν  σα να τον είχε γρονθοκοπήσει ο Μάικ Τάισον, έκλαιγε, χτυπιόταν ‘’Μου έσπασε τη μέση,  με σακάτεψε!’’    οι περαστικοί που μαζεύτηκαν  τον ρωτούσαν  μ αγωνία ''Τι έχεις,  πες μας,  μη κλαις!''

 Αυτός ζήτησε  συγνώμη ''Εντάξει παιδιά,   δεν το ήθελα!''  όμως  δεν ήταν ευχαριστημένοι, κανείς δεν τον πίστευε,   ήθελαν την κεφαλή του επί πίνακι,   μια χοντρή   είχε γίνει έξαλλη,  σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπο της  ΄΄ Το σακάτεψες το παιδάκι!''  νόμιζε ότι θα του επιτίθονταν όλοι μαζί να τον λιντσάρουν, να του βγάλουν τα μάτια, να τον γδάρουν ζωντανό,  ήταν εφιαλτικό, ήταν όπως στα έργα στη τηλεόραση μόνο που εδώ συνέβαινε πραγματικά, ένας ασπρομάλλης  με μουστάκι  του φώναζε αγριεμένα  ''Δε ντρέπεσαι ρε να χτυπάς  το παιδί,  καλέστε  την αστυνομία!'' 

Φαίνεται  ότι το ν' αγγίξει,  ν' ακουμπήσει, πόσο μάλλον να χτυπήσει κάποιος μεγαλύτερος  ένα παιδί έστω και για πλάκα, έστω και γι αστείο  και μάλιστα δημόσια,   έχει γίνει  ταμπού,   στην Αμερική λέει οι δασκάλες   απαγορέυεται ακόμα και  ν'  αγκαλιάζουν τα μωρά στους παιδικούς σταθμούς,  ο κόσμος έχει  γίνει ψυχωτικός,  τα μεγαλοποιεί όλα,  τρελαίνεται αντιδρά απρόβλεπτα, είναι να φοβάσαι!

Βέβαια   άμα  δεις πως χτυπιούνται  τα μικρά,  με πόση βία,  πόσα κόλπα καράτε και τέικ  βοντό δοκιμάζουν, πόσα δολοφονικά  παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας παίζουν σκοτώνοντας  όποιον βρουν μπροστά τους,   έτσι,  δίχως λόγο,  πόσες ταινίες φρικιαστικές με ότι σαδιστικό κι ανώμαλο παρακολουθούν χωρίς κανείς να τους λέει τίποτα,   πόσο αίμα και πόση βία και πόσο θάνατο έχουν καταπιεί,   πόσα απ  αυτά βρίζουν τόσο αισχρά που δεν αντέχεις, πόσα   τρέχουν στα γήπεδα κι έχουν σαν όνειρο να δείρουν  τον  οπαδό της άλλης  ομάδας  ώσπου να βγάλει αίμα, άμα τα σκεφτείς όλα αυτά λες ‘’Τί γίνεται ρε φίλε,  έχουμε τρελαθεί όλοι !’’

Όποιος έχει δοκιμάσει να διδάξει παιδιά κι εφήβους τόχει αντιμετωπίσει, σου μιλώ για περιπτώσεις  φοβερές, άμα τ αφήσεις   μετατρέπονται σε  αγέλη, σε βλέπουν σαν αντίπαλο  μισητό,  είσαι ''ο άλλος'',  ''ο εχθρός'',  ειρωνεύονται, προκαλούν, σ αμφισβητούν ,  αλίμονο  αν  αφήσεις μια χαραμάδα και δουν τις αδυναμίες σου, θα σε σκίσουν,   και θα το χαρούν,   μιλάμε για  ένστικτα πρωτόγονα,  δεν υπάρχει λογική,  καθοδηγούνται απ αυτά,  νιώθουν άγρια ικανοποίηση όταν ταπεινώνουν τον  μεγαλύτερο,  το δάσκαλο,  οποιονδήποτε τους περιορίζει,  τους βάζει φραγμούς και όρια, έχουν μια αλαζονεία  απίστευτη!


Η  ιστορία το λέει ότι τα παιδιά  μπορούν να γίνουν αδίσταχτα,  τρομαχτικά, να  μη  λογαριάζουν τίποτα,  μη  ξεχνάς ότι  οι πιτσιρικάδες ήταν οι χειρότεροι εκτελεστές  των Ερυθρών  Χμερ στην Καμπότζη! Στην Αφρική  κάτω έχουν από μια ματσέτα και σπέρνουν τον τρόμο απ όπου περνούν χωρίς ν αστειεύονται καθόλου,  θα μου πεις δεν είσαι ειδικός, ναι καλά, τους είδαμε και τους ειδικούς, γιατί καταδικάζεις έτσι εύκολα ένα παιδί,  που ξέρεις από τι  οικογένεια  προέρχεται και τι έχει τραβήξει, ξέρεις  τώρα,  τα γνωστά των παιδαγωγών περί   ενσυναίσθησης κτλπ,  ότι πρέπει  να μπεις  στη θέση των παιδιών,   να τα καταλάβεις , να τα κατανοήσεις , να τα νιώσεις  και πάει λέγοντας, εδώ όμως φίλε μου  κάποιος σε βρίζει κατάμουτρα, σε υποτιμά εν ψυχρώ,  δε   ψάχνεις για  εξηγήσεις   επιστημονικές, δε προλαβαίνεις,   πρέπει ν'  αντιδράσεις γρήγορα,  δε γίνεται να είσαι τόσο δημοκρατικός, δεν μπορούν να έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα,   κι αν  κάποιος  έχει το κακό  και το διεστραμμένο μέσα του  κάποια στιγμή θα το βγάλει  είτε είναι  απόγονος γύφτου  είτε είναι  απόγονος εκατομμυριούχου!

Κι ούτε που θέλει κανείς να θυμάται τα παλιά σχολεία,   τι βέργα και τι σφαλιάρες  έριχναν οι πατεράδες  κι οι  μανάδες  που    είχαν  ένα χέρι απίστευτα τόσο  βαρύ που ΄σ έκανε να βλέπεις   κεραυνούς κι αστράκια και τον γαλαξία ολόκληρο,  ο γείτονας μπορούσε να σε πλακώσει ότι ώρα ήθελε άμα νόμιζε ότι  παρεκτρέπεσαι , καταστάσεις  βάρβαρες που δε θέλει  κανείς να τις θυμάται....

Και φαίνονταν ότι εκείνη η μέρα, Σάββατο ήτανε,   θα πήγαινε  κατά διαόλου,  το πρωί είχε διαπιστώσει  ότι δεν  του είχαν μείνει καθόλου  λεφτά, του είχαν τελειώσει χωρίς να το καταλάβει,  κάτι ψιλά μονάχα είχε  ίσα-  ίσα για έναν καφέ, η γυναίκα του που είχε χωριστό ταμείο  δεν ήθελε με τίποτα  να  του δώσει,   είχαν  μαλώσει τη προηγούμενη μέρα,  ούτε που θυμότανε  για ποιο λόγο  και του το κρατούσε, ήταν μια ξεροκέφαλη αυτή, δε ξεχνούσε ποτέ!

Είχε βγει   να περπατήσει λιγάκι, ακόμα νύχτα ήτανε,  όπως έβγαινε απ το διαμέρισμα σταμάτησε μπροστά  στο ασανσέρ   που    κατέβηκε  με φόρα δίχως να σταματήσει  σα να το έσπρωχνε κάποια αόρατη δύναμη, στο κρύσταλλο του θαλάμου  μια φιγούρα αντρική διακρίνονταν να χάνεται προς τα κάτω. Στο δρόμο   κάποιος κοιμόταν   με το κεφάλι καρφωμένο στο τιμόνι ενός παλιού,  γαλάζιου Οτομπιάνκι  που είχε αναμμένα τα φώτα του , ψηλά από πάνω   το φεγγάρι  γκρεμίζονταν  λαμπρό κατά τη δύση…

Ήθελε να περπατήσει κοντά στη θάλασσα να ξελαμπικάρει λίγο,  στην Όλγας  μπροστά   από ένα  παλιό  κτήριο με ξύλινη οροφή  πέρασε,   τώρα τόχουν οι πρόσκοποι.   Εκεί  ήταν κάποτε η  ‘’Αρτζεντίνα’’,  κάποτε  έρχονταν σ αυτό  η  χοντρούλα η Ρίτα Σακελαρίου  και χαλούσε κόσμο με τα σκέρτσα της,  έστριψε προς τα κάτω, πέρασε  πάνω απ την αερογέφυρα εκεί στο Μακεδονία  Παλλάς, τα αμάξια  περνούσαν σα σφαίρες και χάνονταν στο βάθος πέρα μακριά, ο ήλιος ανέβαινε   κατά τη Χαλκιδική,  ομίχλη και καυσαέριο  σκέπαζαν  τα  κτήρια…

Σε μια καφετέρια  οι σερβιτόρες  γέμιζαν με  νερό τα ποτήρια, μια γυναίκα  έβαζε  αλοιφή στα ξερά χείλια  της, σ’  ένα βενζινάδικο απέναντι  οι υπάλληλοι ξεροστάλιαζαν μες το κρύο,  ο αέρας κουνούσε τις τέντες πάνω- κάτω,   στα κλειστά ψυγεία των ψιλικατζίδικων παγωτά με φύλλο Βηρυτού διαφημίζονταν.   Η παραλία  είχε πάρει το χρώμα του βούρκου, τα κύματα έσκαγαν με πάταγο πάνω στα βράχια,  ένα καράβι παλαντζάριζε κι έλεγες ότι  θα έσκαγε κι  αυτό πάνω στη προβλήτα   άμα συνεχίζονταν   η φουσκοθαλασσιά!   Δυτικά,  αντίκρυ του,  οι σιλουέτες των ανεμογεννητριών που έχουν στήσει στα βουνά κατά το Βέρμιο διακρίνονταν, έβγαλε ένα τσιγάρο από  μια ταμπακιέρα ασημένια μ ένα ρουμπίνι κόκκινο καρφωμένο στο καπάκι της, ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο είχε βάλει  στο κουτί  κάτω από τα στριφτά του,   ο παππούς του   είχε φέρει αυτή τη  ταμπακιέρα  απ την Αμερική  καμιά εκατοστή χρόνια πριν,  φαντάσου να καπνίζεις  απ’  την ίδια ταμπακιέρα που είχε ο παππούς σου  προτού έναν αιώνα!   Ένα καραβάνι αυτοκινήτων σέρνονταν αργά στην ευθεία,  σε μια αλάνα χορτάρι ξέθωρο φύτρωνε, νερό έτρεχε στο δρόμο από μια διαρροή,   ήταν τόσο  καλά,  τόσο όμορφα εκεί πέρα,  κι εκείνες οι σερβιτόρες είχαν  ένα πρόσωπο αλαβάστρινο,  χείλια κόκκινα,  ένα βήμα τόσο ανάλαφρο,   ήταν τόσο καλές,  τόσο όμορφες,  σούρχονταν να τις ρουφήξεις  επί τόπου!

Το μεσημεράκι πέρασε κι απ το άλλο το στέκι, δεν ήθελε με τίποτα να γυρίσει στο σπίτι,  θα σκοτώνονταν πάλι  με τη γυναίκα του! 


Τους βρήκε όλους μαζεμένους εκεί , τη γυναίκα  με τη    ραφή  στο μέτωπο από κάποια εγχείριση, αυτόν που  κινούνταν  τόσο αργά  σα  βραδύποδας  του Αμαζονίου, όλους!   Είχαν ξεκινήσει   κουβέντα για την καταγωγή κάποιων  λέξεων που τους  φαίνονταν μυστήριες, για λέξεις  αρχαίες  κουβεντιάζανε,  λέξεις  με καταγωγή  στον Όμηρο και στον Αρχίλοχο!  Μερικοί απ τη παρέα είχαν μανία με την ετυμολογία,  μπορούσαν  να συζητούν  για ώρες την προέλευση μιας λέξης που   κέντριζε  συνειρμούς περίεργους στο μυαλό τους,     ‘’Από πού βγαίνει  η λέξη  λόγχη ;''  ρώτησε   κάποιος   που κρατούσε  ένα ποτήρι με  κρασί άσπρο,   ένας μαυριδερός πέταξε  ότι οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη αιχμή για να περιγράψουν τη λόγχη, το είχε δει στον Αισχύλο,  σ ένα κομμάτι από μια τραγωδία χαμένη. Ο μαυριδερός  που  έδειχνε διαβασμένος  τους  είπε   και  για κείνο το κομμάτι όπου   η  πτώση της Τροίας  αναγγέλλεται  απ τις  αλλεπάλληλες φωτιές στην  Τροία πρώτα, κατόπιν   στη Λήμνο, στον Άθω, στην Ίδη, μέχρι να δουν τη  λάμψη οι φρουροί του παλατιού στο Άργος,  τότε  κάποιος πέταξε  ότι  απ την  κορφή του Ολύμπου  ο ορίζοντας είναι τόσο ανοιχτός   που  όταν ο καιρός είναι καλός μπορείς να δεις τόσο μακριά μέχρι  την Ιταλία  κι ακόμα  μακρύτερα  ωςτα Πυρηναία, ήταν σίγουρος εκατό τα εκατό, έβαζε και στοίχημα  ‘’Το  λέει κι ο Πλούταρχος’’  ‘’Σε πιο  βιβλίο  ’’  - ‘’Πάτα στο Google <<Πλούταρχος- Όλυμπος >>και θα βγει!’

Είχε χαλαρώσει είχε ξεχάσει κι αυτή ακόμα  τη γυναίκα του, η μέρα έδειχνε να στρώνει  όταν μπούκαρε   ο πιτσιρικάς.  Όλοι τον ήξεραν,  κάποιος απ τους γονείς του δε ζούσε,  από δω κι από κει  γύρναγε, στο σχολείο δε πατούσε,  η γιαγιά του, μια  μη πω τώρα,  έρχονταν κάπου κάπου και χασκογελούσε με τον εγγονούλη της,   υποτίθεται ότι ο πιτσιρικάς βοηθούσε στο μαγαζί  άλλα στην ουσία έκανε το κομμάτι του, τους κορόιδευε όλους,  γελούσε, οργίαζε,  ότι ήθελε έκανε,  τον είχαν βαρεθεί όλοι,  δεν άντεξε αυτός,  τον έστειλε κακήν κακώς!

Τι το θελε,  όλοι χίμηξαν απάνω του,  σκέφτονταν  ότι δε θάβγαινε ζωντανός από κει,  όπως ήταν απελπισμένος ένα χέρι τον έπιασε  απ  το μπράτσο,   ένας φίλος που έτυχε να περνά από κει πέρα, αυτός   τον  έσωσε, τον  γλύτωσε, τον τράβηξε παράμερα  με τρόπο ''Πάμε να φύγουμε από δω!''   του είπε.   Όπως έστριβαν απ τη γωνιά του δρόμου οι άλλοι που είχαν μαζευτεί άρχιζαν να φωνάζουν ''Που πας ρε,  έλα δω, μη φεύγεις  δειλέ,  δε θα τη γλυτώσεις έτσι εύκολα!'' Είχε την εντύπωση ότι  το  πλήθος   ήθελε να τον κάνει   κομμάτια,  περίμενε ότι όλοι θα ξεχύνονταν να τον κυνηγήσουν,   σκεφτόταν ότι θα πλάκωνε η αστυνομία,  θα έπρεπε  να τρέχει  στο τμήμα,  θα τον έγραφαν οι εφημερίδες,  θα τον έδειχνε η τηλεόραση, όμως παραδόξως κανείς δεν κινήθηκε να τον ακολουθήσει, απλα τον βρίζανε από μακριά,  περπάτησε  γρήγορα,  ήθελε ν αρχίσει να τρέχει,  να  φύγει από κείνο το καταραμένο μέρος και να μην ξαναπατήσει ποτέ  ξανά, ο φίλος έφυγε για  την άνω πόλη, αυτός   τράβηξε προς  το σπίτι του ακολουθώντας κάτι σοκάκια...

Η γυναίκα  του κοιμόταν,  ευτυχώς,  δεν θ άντεχε αν  του έλεγε τίποτα! Όλη νύχτα    στο μυαλό του ερχότανε  εκείνο το μανιασμένο πλήθος που ήθελε  να τον κατασπαράξει, 
κάτι ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση έβλεπε φευγαλέα καθώς άλλαζε τα κανάλια,    ένας  κήπος  φθινοπωρινός με σφενδάμια  κοκκινωπά, γιαπωνέζικα,  ένα κοπάδι   μπαρακούντα   στροβιλίζονταν γύρω από ένα δύτη φτιάχνοντας ένα ζωντανό γαλάζιο   τούνελ κινούμενο, μερικοί  παρακμιακοί σκοτώνονταν για τα καταραμένα τ’  αθλητικά τους!  Ένα κοπάδι περιστέρια  σκαρφαλωμένο   σ ένα ταβλάνι  τσιμπολογούσε τους μαύρους καρπούς που έμοιαζαν με σκάγια,  κάτι του θύμιζε αυτή η εικόνα, κάπου  είχε δει κάτι παρόμοιο,  σ ένα τέμπλο ίσως,  σε κάποια εκκλησιά παλιά μ  αναλόγια και θρόνους  δεσποτικούς, εικόνες μ  αγγέλους και   πολεμιστές ,  φως που μπαίνει από τζαμάκια χρωματιστά, φωτοστέφανα χρυσαφένια, ο Διγενής με το κοντάρι του  πολεμά κάπου στην ανατολή ή στην  Αραβία…

 Ένα όνειρο είδε, ένα ποταμάκι  ήταν να περάσει λέει , το νερό κυλούσε γάργαρο,  παγωμένο,  μερικές  άσπρες πέτρες είχε βάλει κάποιος μες το ρέμα,  προσπαθούσε  να πατήσει  πάνω τους και να μη βραχεί  μα δε γίνονταν,  οι πέτρες   βούλιαζαν στη λάσπη! Ένα άλλο όνειρο, σ ένα λεωφορείο λέει ήταν τώρα που έτρεχε σα παλαβό σ ένα δρόμο υπερυψωμένο, κάγκελα δεν υπήρχαν αριστερά και δεξιά, ένιωθε ότι δεν ήταν και πολύ ασφαλής, ανά πάσα στιγμή μπορεί να γκρεμοτσακίζονταν εκείνο το λεωφορείο που έφευγε σα δαιμονισμένο στη κατηφόρα,  ένα άλλο όνειρο, ένα μέρος σκοτεινό,  σ ένα ύψωμα στέκονταν,  πλήθος περνούσε από κάτω  κραδαίνοντας λόγχες,  σπάθες, ρόπαλα, δαυλούς πυρσούς, φωνές,   κραυγές διαπερνούσαν τον αέρα, πρόσωπα αγριεμένα διάβαιναν, κάποιον γύρευαν...  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...