Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

΄΄Αγόρι μου εγώ μόνο φυσικά αποσμητικά βάζω στο σώμα μου!'' είπε η φαρμακοποιός όταν της ζήτησα να μου συστήσει κάποιο , ήταν από κείνες τις γυναίκες που εκπέμπουν μια έλξη, μια ζεστασιά, θες να τις αγγίξεις, να τις χαϊδέψεις, αποπνέουν μια αύρα θετική που σε χαλαρώνει, τριγύρω προϊόντα φυσικά, ορυκτοί κρύσταλλοι αλατιού με άρωμα ωκεανού, εκχυλίσματα γκράμπμερι για δροσερό χαμόγελο, χυμοί από βασιλικές κερασιές της Γερμανίας, κι άλλοι από άγρια μούρα δυτικής Ευρώπης, ένα μανιτάρι απ τη Κίνα που το λένε το βότανο της αθανασίας, κάτι άλλοι κρύσταλλοι διακοσμητικοί που έχουν εγκλωβίσει μέσα τους έντομα, έναν σκαραβαίο απ την έρημο της Αραβίας, έναν σκορπιό γιγάντιο απ την Ινδονησία, ένα σκαθάρι χρυσαφένιο απ την Μογγολία.

Μια κιθάρα κρέμεται στο τοίχο,  ο άντρας της φαρμακοποιού την έχει φτιάξει, ένα βερνίκι έχει απλώσει πάνω στο ξύλο κάνοντας τα νερά και τις ραβδώσεις να φαίνονται σα κυματισμοί που ρέουν , μια αλυσίδα κρέμεται πάνω από κάτι βότσαλα της θάλασσας, μια γυναίκα κάθεται νωχελικά και περιμένει σε μια άκρη, άσπροι μηροί προβάλουν μέσα απ το σκίσιμο της φούστας της, ένα εξώπλατο στο χρώμα του χώματος φοράει, μια γιαγιά με πόδια σακατεμένα περιμένει τη σειρά της, τη ξέρω αυτή  , της έχω κουβαλήσει τα ψώνια άπειρες φορές, ''Τι κάνεις μωρό μου;'' με ρωτά γλυκά , η φαρμακοποιός στρέφεται προς εμένα '' Ο μικρός σε περιμένει απάνω'', φεύγω από κει κοιτάζοντας μια αφίσα με πράσινες φυτείες τσαγιού απλωμένες στις παραδεισένιες αναβαθμίδες κάποιου λόφου.

Το παιδί , ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι πολύ όμορφο με τα γυαλιστερά μάτια της μάνας του,  έχει ταλέντο τρομερό στο γράψιμο, μια ιστορία τρόμου του έχω ζητήσει να γράψει,  ο πιτσιρικάς είναι μάστορας, θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ αν το δούλευε, δεν έχω ξαναδεί τέτοια περίπτωση , ιδέες πετάγονται απ το κεφάλι του συνέχεια, έχω πάθει πλάκα μαζί του μιλάμε, όλο θρίλερ βλέπει άλλωστε δε μπορεί να κλείσει μάτι όλη νύχτα, ζητά απ τη μάνα του να του μιλά όλη την ώρα για να μη φοβάται, ''Φέρε κάνα χυμό να πιούμε προτού αρχίσουμε'', του λέω,  ανοίγω το τετράδιο, κάτι όμορφα γράμματα σαν κοριτσίστικα, κάπως έτσι πήγαινε η ιστορία που έγραψε άμα θυμάμαι καλά:

'' Είναι η πρώτη φορά που λέω αυτή την ιστορία κι αν θέλετε τη πιστεύετε, ένα παιδί όπως περπατούσε στο σπίτι του μια μέρα σκόνταψε σ΄ ένα χαλί, ό πήγε να το βάλει στη θέση του  και είδε μια καταπακτή κρυμμένη,  κλειδωμένη με κάτι μάνταλα σκουριασμένα, δοκίμασε να την ανοίξει,  ήταν αδύνατο,  δε σηκώνονταν με τίποτα, φώναξε και κάτι άλλα παιδιά κι όλοι μαζί τη σήκωσαν με κόπο,  οι σάπιοι μεντεσέδες έτριζαν και τσίριζαν, άναψαν ένα φακό, τον έδεσαν σ ένα σκοινί και τον πέταξαν εκεί μέσα αλλά το μέρος εκείνο δε φαίνονταν να έχει πάτο,  πήγαινε όλο και πιο βαθιά,  όλο και πιο κάτω σε μια άβυσσο .

Δοκίμασαν να κατέβουν από κάτι σκάλες που υπήρχαν σε μια μεριά, κατέβηκαν σ ένα τούνελ που έμοιαζε με σπηλιά, την ώρα που προσπαθούσαν να δουν κατά που θα πάνε ξαφνικά ένας αέρας έκλεισε με πάταγο τη   καταπακτή πίσω τους,  ένιωσαν τα σώματα τους να μουδιάζουν απ το φόβο, πάνω στο χώμα υπήρχαν ίχνη από πατημασιές, ψίθυροι αδιόρατοι σφύριζαν όλη την ώρα στα αυτιά τους,  είχαν την εντύπωση ότι μάτια μες το σκοτάδι παρακολουθούσαν κάθε τους κίνηση.

  Σ'  ένα σημείο κάποιος παραπάτησε σκόνταψε κι έπεσε σ ένα χαντάκι που έμοιαζε να τον ρουφά και να τον καταπίνει, είδαν κι έπαθαν να τον βγάλουν από κει, όταν σήκωσαν το κεφάλι ρίχνοντας φως μπροστά τους με το φακό ένας τοίχος πελώριος υψώνονταν, το σχέδιο ενός βασιλιά με μια κορώνα, τυφλού στο ένα μάτι,  ήταν σκαλισμένο  μαζί με κάτι γράμματα σε μια γλώσσα ακατάληπτη, σα γρίφοι παράξενοι κι αινίγματα που έγραψε κάποιος κάποτε, τι να σήμαιναν άραγε εκείνες οι λέξεις, δεν ήξεραν τι να κάνουν όταν άκουσαν ένα γέλιο εφιαλτικό μαζί με τον ήχο μιας καμπάνας, τύμπανα χτυπούσαν ρυθμικά, στράφηκαν σε μια κατεύθυνση κι αντίκρισαν ένα θέαμα που τους πάγωσε το αίμα στις φλέβες.

Ένας τύπος σκοτεινός με μάτια γεμάτα ψυχρότητα και κακία, καθισμένος σε μια πέτρα στρογγυλή, ξεφύλλιζε κατάστιχα, έσκιζε σελίδες, μουτζούρωνε κάτι, γρύλιζε δυσαρεστημένος, ένα ραβδί βαστούσε στο χέρι του, μερικά κεριά έφεγγαν στυλωμένα κάπου, έδινε εντολές με νεύματα και λόγια συνθηματικά σε πλάσματα περίεργα που είχαν μαζευτεί τριγύρω , σε μια γυναίκα μ ένα τραύμα στο πόδι που φορούσε κάτι σανδάλια με λουράκια σα φίδια έλεγε ''Εσύ θα πας να ρίξεις ένα παιδάκι απ το παράθυρο της τουαλέτας εκείνου του κτηρίου!'', σε μια άλλη, άσπρη και χλωμή σα να την είχανε βάψει με γύψο είπε'' Εσύ θα πας να ρίξεις στη θάλασσα το άλλο το κοριτσάκι που το κουνά για να το αποκοιμίσει η μάνα του την ώρα που δε θα βλέπει κι όσο κι αν κλαίει δε θα πας να το βγάλεις,  κατάλαβες!'' , κι άλλες τέτοιες εντολές έδινε σε πλάσματα αλλόκοτα, σ έναν με μια γενειάδα που σκέπαζε το στήθος του ολόκληρο ''Εσύ θα πας στα σφαγεία όπως πάντα να κάνεις αυτό που ξέρεις!''.

Κι άλλες διαταγές εξαπέλυε δεξιά κι αριστερά με ταχύτητα διαβολική, προστάζοντας έναν βλογιοκομμένο,  κι έναν άλλον με σημάδια κόκκινα γύρω απ το λαιμό σα να είχε δοκιμάσει να κρεμαστεί κάποτε, αυτός ήταν ο πιο τρομαχτικός απ όλους , και σ έναν άλλο που ήταν κοντά εκεί μ ένα τσεκούρι καρφωμένο στο μπανταρισμένο κεφάλι σα να είχε τρακάρει με κανέναν πέλεκυ, ένας άλλος με το θώρακα τρυπημένο από βέλη που τον είχαν διαπεράσει πέρα ως πέρα στέκονταν ακίνητος , ένας κόκορας μαύρος σουλατσάριζε τριγύρω φουσκώνοντας τα στιλπνά φτερά του και τότε τους φάνηκε ότι ο αρχηγός των ξωτικών σα να έστρεψε το βλέμμα του απάνω τους κι όλο   το φυλλοκάρδι τους ανατρίχιασε.

''Παναγία μου φύλαξε μας απ αυτόν το σατανά !'' ψιθύρισε ένα κοριτσάκι απ τη παρέα, δοκίμασαν ν απομακρυνθούν από κείνο το εφιαλτικό μέρος, δεν είχαν προλάβει να κάνουν μερικά βήματα όταν ακούστηκε μια έκρηξη τρομαχτική, κόντεψε να τους κουφάνει εντελώς, έπεσαν με τα μούτρα στο έδαφος, μια λάμψη κατακόκκινη φώτισε το χώρο κι η ακτινοβολία τους στράβωσε, η γη από κάτω τους έμοιαζε να κοχλάζει, ήταν έτοιμη ν ανοίξει και να τους καταπιεί για πάντα μεσα σε μια μάυρη τρύπα , βράχοι ξεκολλούσαν από τα τοιχώματα της στοάς, ήταν σαν ο ίδιος ο θεός του κάτω κόσμου να είχε αμολήσει την οργή του καταπάνω τους .

Έπρεπε να βγουν κάπως από κει μέσα οπωσδήποτε, όπως τρέχανε σαν αλλοπαρμένοι τους φάνηκε ότι υπήρχε μια έξοδος κάπου μακριά, έβαλαν όλη τη δύναμη που τους είχε απομείνει να προλάβουν, όταν έφτασαν κοντά στο στόμιο που έβγαζε στον πάνω κόσμο ένα αγόρι πήρε στην αγκαλιά του ένα κορίτσι που φοβούνταν κι έτρεμε, όλοι μαζί κατρακύλησαν φύρδην μίγδην σε μια πλαγιά κακοτράχαλη,  ένιωθαν σα να σέρνονται πάνω σε μια στοίβα από κόκαλα που είχαν πετάξει κατά καιρούς από κείνη τη πλαγιά κάποιοι,  καταπληγώθηκαν,  πονούσαν παντού στα σώματα τους .
Για λίγα λεπτά ήταν σα ζαλισμένοι,  που στο διάβολο είχαν βρεθεί, ένα ποταμάκι με νερό θολό κυλούσε, μια γέφυρα περνούσε από πάνω του, μια βρύση βρήκαν να πλυθούν απ τη σκόνη, είχαν την αίσθηση ότι κάποιος τους περίμενε σ εκείνο το μυστήριο μέρος, ένας χοντρούλης με μια μπλούζα φωσφοριζέ τράβηξε μπροστά,  ένα σμπαραλιασμένο καρτοτηλέφωνο  βρήκανε, κάποιος είχε μια κάρτα δοκίμασαν να πάρουν ένα νούμερο αλλά η γραμμή σα να βούιζε ασταμάτητα, παράτησαν γρήγορα τη προσπάθεια, από κάπου ξεπρόβαλε  ένας σκύλος βλοσυρός, ούτε γάβγιζε ούτε τίποτα μονάχα τους κοίταζε εξεταστικά σαν άνθρωπος, ένας ήχος απειλητικός σα να τους πλησίαζε ολοένα, ''Παιδιά το ακούτε αυτό!'' είπε το κοριτσάκι.. .

Ένα αεράκι καθαρό φυσούσε στα πρόσωπά τους, είχαν χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, σα να βρίσκονταν σ ένα κόσμο διαφορετικό, ένα οροπέδιο σχηματίζονταν στον ορίζοντα, μια κολόνα με μια λάμπα σπασμένη, κάτι δέντρα μοναχικά, γυμνά, απόκοσμα, κοντά σ ένα χωματόδρομο μια ταμπέλα ξέθωρη ενός ξενοδοχείου φαίνονταν στην ερημιά, ένα σύννεφο έκρυβε το φεγγάρι,  τα μάτια τους συνήθισαν σιγά σιγά στο λιγοστό φως,  ένα μικρό διάβασε στο ιμίφως ''ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΙΣ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ!''

.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...