Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ

Αυτό το στικάκι μπορούσε να ήταν βόμβα, όταν το άνοιξε στον υπολογιστή κόντεψε να γκρεμιστεί απ τη καρέκλα του.

Είχε μέσα ονόματα γνωστά και άγνωστα, διευθύνσεις, ξενοδοχεία, και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα σε μια γλώσσα που δεν έπιανε ίσως στα ρώσικα, στο περιθώριο μερικών ονομάτων υπήρχε σημειωμένη η φράση ''...με πιστόλι!''.

Η φίλη του που δούλευε σ' ένα υπουργείο του το είχε δώσει γιατί ήθελε να το ξεφορτωθεί, σε μια τσάντα παρατημένη το είχε βρει, κάποια γυναίκα είχε έρθει στο υπουργείο και την άφησε ποιος ξέρει γιατί, ίσως επίτηδες, η κοπέλα είχε ρίξει μια ματιά αφού κανένας δε τη ζητούσε, κι ύστερα την έδωσε σ έναν προϊστάμενο παίρνοντας πρώτα το στικάκι από περιέργεια ή γιατί της άρεσε το σχήμα και το χρώμα του, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο μαραφέτι.

Αυτός δεν ήξερε τι να το κάνει , μπορεί να ήταν αυθεντικό, να μπορούσες να τα κονομήσεις, να το πουλήσεις για πολλά λεφτά σ εφημερίδες και κανάλια κι ιστοσελίδες, όλοι τρελαίνονται για συνωμοσίες και λίστες και σκοτεινά σχέδια εγκεφάλων υψηλά ιστάμενων και οργανισμών διεθνών που απεργάζονται το κακό. Σκέφτηκε να το πετάξει σε μια στιγμή, αν όμως όλα ήταν στημένα, αν τον παρακολουθούσε κάποιος και περίμενε να κάνει κάποια τέτοια κίνηση, κι αν τελικά άξιζε κάτι, γιατί να έχανε την ευκαιρία, τουλάχιστον θα μπορούσε να το ψάξει λιγάκι.

Όλη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι, κάπνιζε συνέχεια, ο τόπος όλος είχε γεμίσει στάχτες, στα γραφείο του υπήρχαν σημειώσεις και χαρτάκια παντού γιατί ξεχνούσε εύκολα, το μυαλό του σα να ήταν τρύπιο, δε συγκρατούσε τίποτα, ένα ποτήρι έσπασε δίχως να το πάρει χαμπάρι και γέμισε γυαλιά το πάτωμα, το στομάχι του ήταν σμπαράλια απ τους καφέδες, κάποια στιγμή νόμιζε ότι δεν μπορούσε ν ανοίξει τα δάχτυλα του όπως όταν παθαίνεις εγκεφαλικό, ύστερα τ άνοιξε ξανά και ξανά σα να τον ανακούφιζε που ήταν εντάξει, δε πήγαινε καλά, όλα αυτά ήταν παράνοια σκέτη, την αυγή που τον πήρε ο ύπνος τινάχτηκε ακούγοντας κάποιον να ψηλαφεί το πόμολο της κρεβατοκάμαρας του, σηκώθηκε ζαλισμένος κι αντίκρισε στο βάθος του διαδρόμου τον συγκάτοικο του να έρχεται από βραδινή έξοδο.

Μια φίλη του που είχε άκρες κανόνισε ένα ραντεβού με κάτι τύπους που ανακατεύονταν μ αυτά,''Πρόσεχε μονάχα,'' του είπε ''...αυτοί είναι μαφιόζοι, μην εμπιστεύεσαι κανέναν, καλύτερα να μη πας!''

Φοβόταν, που πήγαινε, τελικά τον νίκησε η περιέργεια, ίσως ήθελε και λίγο περιπέτεια, σ ένα στενό πλακόστρωτο βρέθηκε, κάτι κτίρια τσιμεντένια υψώνονταν κάθετα όπως στα έργα στο κινηματογράφο, μέσα στο ασανσέρ ήταν έτοιμος να φύγει, τελικά προχώρησε, ας γίνονταν ότι ήθελε, στο βάθος ενός διαδρόμου φαίνονταν μια ταμπέλα : '' ΚΡΟΝΟΣ- Ιδιωτικό γραφείο ερευνών!''

Δυο τύποι σα παλαιστές γεωργιανοί στέκονταν αριστερά και δεξιά της εισόδου, από αυτούς που μπορούν να σε σκοτώσουν κι ύστερα να πάνε για μπουγάτσα στο βαρδάρη, τα χέρια τους έμοιαζαν με φτυάρια, μια γροθιά τους μονάχα θα μπορούσε να τον διαλύσει, ένας φορούσε γυαλιά μαύρα με χρυσό σκελετό, ο άλλος είχε μια πληγή στο εσωτερικό μέρος της παλάμης και μια ουλή στο κάτω χείλος, τον σταμάτησαν και τον έψαξαν παντού, ήξερε ότι σ αυτές τις περιπτώσεις είσαι όσο πιο
χαλαρός και ήρεμος γίνεται για να μη τους αγριέψεις.

Μια αλυσίδα χοντρή κρέμονταν πάνω σένα έπιπλο, μια ξανθιά όμορφη με μαλλιά φρεσκολουσμένα κάθονταν σε μια γωνιά κοιτάζοντας το πρόσωπο της σ ένα καθρεφτάκι, μόλις μπήκε αυτός τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, ο τύπος που έκανε κουμάντο εκεί πέρα ήταν ένας αντιπαθητικός μαυριδερός με τους γιακάδες του μπουφάν σηκωμένους, καθόταν μπροστά σένα τραπέζι μ ένα ποτήρι γεμάτο ποτό μπροστά του, σε μια στάση προκλητική κι ερειστική, τα χέρια στις τσέπες, το βλέφαρο ενός απ τα μάτια του έμοιαζε να τρεμοπαίζει νευρικά, δίπλα του καθόταν ένας Κινέζος μ ένα κοστούμι φαρδύ, τι στο διάβολο γύρευε αυτός εκεί, που κολλούσε ! .

Του έκανε μερικές ερωτήσεις, όχι ουσιαστικές, πιο πολύ σα να τον ψάρευε, πρόσεχε τις συσπάσεις στο πρόσωπο του, το σώμα του και το χρώμα της φωνής του, σε μια στιγμή τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια μ έναν τρόπο που έδειχνε ότι το είχε κάνει χιλιάδες φορές στο παρελθόν, σα να έψαχνε βαθιά μέσα στη ψυχή του να βρει τι υπήρχε μέχρι το πιο απώτατο σημείο της, ένιωσε εκείνο το επίμονο βλέμμα να τον κόβει στη μέση.

Κανόνισαν ένα ακόμα ραντεβού κάπου έξω απ τη πόλη, βγήκε από κείνο το κτήριο κατατρομαγμένος, που είχε μπλέξει, αναθεμάτιζε την ώρα που έπεσε εκείνο το φλασάκι στα χέρια του, κάτι κάδοι είχαν αραδιαστεί σ ένα μέρος και του έκλειναν το δρόμο σα να τους είχε βάλει κάποιος επίτηδες, ένας αέρας που φυσούσε όλο το απόγευμα είχε μαζέψει φύλλα και χαρτιά κι άλλα παράξενα αντικείμενα σε μια γωνιά, ένας γάτος με μάτια μαύρου πάνθηρα ξεπρόβαλε από κάπου, ένας τοίχος στο στενό ήταν σκεπασμένος από μια αφίσα τεράστια που έδειχνε κάτι δέντρα πράσινα πανύψηλα να ρίχνουν τη σκιά τους σ ένα δάσος πράσινο, μερικά νυχτολούλουδα σ' ένα παρτέρι άνοιγαν τα πέταλα τους στα σκοτεινά σα να μην ήθελαν να να τα δει κανένας .

Κάποιος κοιμόταν σ ένα αμάξι έχοντας ρίξει πίσω το κάθισμα, χαλάρωσε λίγο, όλο το σώμα του ήταν σε υπερένταση, στάθηκε μια στιγμή σε μια βιτρίνα να χαζέψει τις τηλεοράσεις υψηλής ευκρίνειας, όλες έδειχναν έναν ουρανό διαυγή κάπου σε μια έρημο με άμμο που χρύσιζε, κάτι κάκτοι αγκαθωτοί, κάτι δέντρα ξερά, ένας ουρανός σε χρώμα μαβί, κομήτες έπεφταν αβέρτα- κουβέρτα από παντού σα σφαίρες που αυλακώνουν το στερέωμα.

Ύστερα κάτι πλανήτες φαίνονταν στις οθόνες, ο Κρόνος ο ομορφότερος πλανήτης με τα χρωματιστά υπέροχα του δαχτυλίδια που αποτελούνται λέει από παγοκρυστάλλους και θραύσματα πλανητών κι οργανικές ενώσεις που φτάνουν μέχρι εκεί από εκρήξεις δορυφόρων, κάποιος είχε προσέξει χάσματα χαοτικά σ αυτούς τους δακτυλίους μ ένα τηλεσκόπιο τρέχα γύρευε από τι κοσμικές εκρήξεις σχηματίστηκαν, κι ο Ποσειδώνας ,ο γαλάζιος παγωμένος πλανήτης, κι ο Δίας, αυτό το τέρας με την απίστευτη έλξη που ασκεί στο σύμπαν, όπως ήταν αφηρημένος το κινητό του χτύπησε στη τσέπη τόφερε στο αυτί, μια φωνή βαθιά με μια προφορά ξενική είπε , ''Συγνώμη λάθος!''

Το ραντεβού είχε δοθεί σε μια μάντρα με οικοδομικά υλικά, λόφοι από άμμο και χαλίκια υπήρχαν εκεί, στοίβες από σακιά τσιμέντου, σκόνη παντού, ένας σκύλος σήκωνε το κεφάλι κι αλυχτούσε σα να αποκρίνονταν σε κάποιο κάλεσμα που άκουγε μονάχα αυτός.

Ήρθαν οι τύποι όπως τους θυμόταν, ίσως ακόμα πιο χαλαροί, σα να πήγαιναν εκδρομή, όχι όλοι, έλειπε η ξανθιά κι ο Κινέζος, ήταν μονάχα οι δυο παλαιστές κι ο άλλος, ο μαυριδερός, ένας απ τους παλαιστές ήταν γεμάτος αίματα στο πρόσωπο σα να είχε σφαχτεί στο ξύρισμα, ο άλλος είχε μια οδοντογλυφίδα στα δόντια και μουρμούριζε μονότονα, βαριά μια λέξη ''Ωραίος! Ωραίος!

Δυο χέρια σα φτυάρια τον άρπαξαν απ το σβέρκο, κάποιο τον έπιασε τόσο δυνατά που του ξερίζωσε τα μαλλιά σ ένα σημείο, σ ένα αμάξι τον βάλανε, οι δυο ντουλάπες καθίσανε δεξιά κι αριστερά του, πρόλαβε να δει κάτι βράχους κάθετους σε μια στροφή του δρόμου και μια καρτούλα πεταμένη στο πάτωμα του αυτοκινήτου που έδειχνε σε μια γωνιά έναν πλανήτη με τους χρωματιστούς δακτυλίους του ...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...