Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ


''Πρέπει να χυθεί αίμα για να πάμε μπροστά, αλλιώς δε γίνεται τίποτα!'' λέει ένας στη παρέα  .

Δε ξέρω πως βρέθηκα μ ' όλους αυτούς, δυο έχουν κάνει διοικητές αστυνομίας σε μεγάλους νομούς, ένας είναι φιλοχουντικός, ''Βράζω μέσα μου...'' λέει, φοβάμαι μη κάνω κάτι που θα το μετανιώσω!'' μας μιλά αυτός για χάρτες εγκληματικότητας ανά την επικράτεια, υπάρχουν λέει περιοχές μελανές, στην δυτική Πελοπόννησο, στη Χαλκιδική, στη Κρήτη, άλλος δουλεύει στα γραφεία της χρυσής αυγής, του δίνουν στέγη και τροφή,'' Είμαστε πολύ στεναχωρημένοι μ' αυτόν που σκοτώθηκε'' λέει, φοβάται για τα ποσοστά τους.

Ένας παλιός συνδικαλιστής που τον ψήφιζαν και οι κομουνιστές μαζί μας, αυτός με πάει πολύ, δε ξέρω γιατί, ένας γέρος που τρέμουν τα χέρια του συνέχεια, είχε διωχτεί από τον ΟΤΕ όπου δούλευε στο πραξικόπημα του Ιωαννίδη το εβδομήντα τέσσερα.

Τον είχαν διατάξει να κόψει τα καλώδια των τηλεφώνων κάποιων προσώπων, δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, αργότερα στη μεταπολίτευση κάποιος τον κάρφωσε, ''Και να φανταστείς... '' μας λέει ''...ότι εγώ τον είχα φέρει στον ΟΤΕ επειδή ήταν πατριώτης μου!''. Για μένα ξέρουν ότι ήμουν παλιά κομουνιστής, στο πανεπιστήμιο, δε ξέρω γιατί αλλά δεν τους ενοχλεί, ίσα ίσα τους φαίνεται ενδιαφέρον, με ρωτούν πως ήτανε, ένας ηλικιωμένος σε μια γωνιά που του λείπει ένας αντίχειρας χαμογελά μονάχα,πίνει νερό από ένα ποτήρι, δεν ανοίγει το στόμα του .

Στο μέρος όπου καθόμαστε κάτι καρέκλες άσπρες, πλαστικές, ένα μαρμάρινο πλακόστρωτο με κάτι προβολείς φυτεμένος, ένα μάρμαρο στη μέση στο χρώμα του νεφρίτη, ιστιοφόρα παραταγμένα σε μια προβλήτα με τα πανιά τους μαζεμένα, βράχοι λευκοί στοιβαγμένοι μέσα στη θάλασσα για να κόψουν τη μανία των κυμάτων όταν έρθει η καταιγίδα, η θάλασσα φαίνεται ανάμεσα από λεύκες και ευκαλύπτους, οι ακτίνες του ήλιου όπως τσακίζονται πάνω στο νερό σκορπούν ένα φως τριγύρω, στην άλλη θάλασσα, αυτή του ουρανού, αεροπλάνα σκίζουν τα σύννεφα περνώντας ανάμεσα τους, κορίτσια με ροζ φόρμες περνούν, κι άλλα με φανελάκια ιδρωμένα σταματούν σ ένα μαγαζί να πάρουν χυμούς και φρουτοσαλάτες.

Ένας από τους πρώην αστυνομικούς διοικητές μας λέει πως ήταν στο Κιλκίς, στο πέρασμα του Αξιού γίνεται πανικός, η κοίτη του ποταμού ορίζει μια κοιλάδα τριανταπέντε χιλιομέτρων απ όπου θέλουν να το σκάσουν όλοι οι οι μετανάστες της Αφρικής και του Πακιστάν για τη βόρεια Ευρώπη, οι αστυνομικοί τάχουν παίξει, δε ξέρουν τι να πρωτοφρουρήσουν, φοβούνται.

Ο Άλλος αστυνομικός διευθυντής μας λέει για ένα μπλόκο αγροτών όπου τον έστειλαν, χάος επικρατούσε, οι χωριάτες βρίζανε, κουβαλούσαν αγκωνάρια να κλείσουν το δρόμο, ένα αμάξι δεν είχε πάρει χαμπάρι κι έπεσε πάνω σ έναν απ αυτούς, ο δύστυχος σύρθηκε πολλά μέτρα στην άσφαλτο, τα χέρια του γέμισαν γυαλιά και πληγές, έτρεχε αίμα από παντού, ένας ντόπιος γιατρός είχε σπεύσει, τον γέμισε επιδέσμους, ο διοικητής ο δικός μου τα είχε δει όλα. Κι αυτός είναι φιλοχουντικός βέβαια,'' Τότε μονάχα υπήρχε τάξη!'' λέει, άμα του κάνω καμιά δύσκολη ερώτηση υψώνει τον τόνο της φωνής του, δε θα είχε πρόβλημα να μου κοπανήσει καμιά ανάποδη, άλλωστε έτσι έκανε στους υφισταμένους του, τους ρωτούσε αν ήθελαν ποινή ή σφαλιάρα φυσικά προτιμούσαν το δεύτερο.

Μια διαδήλωση ετοιμάζεται κάπου εκεί κοντά όπου είμαστε μεγάφωνα δονούν την ατμόσφαιρα, νιώθεις όλο το σώμα σου να πάλλεται από τους εκκωφαντικούς ήχους, κάτι κορίτσια με σκισμένα παντελόνια μπαίνουν μπροστά, κάτι σκύλοι αγριεύουν μ΄ όλο το σκηνικό, γαβγίζουν στον αέρα, δείχνουν τα δόντια τους, προσέχω κάποιον που περνά από κοντά μας, φορά τέσσερα δαχτυλίδια στο ένα χέρι κι άλλα τόσα στο άλλο ,ένα μενταγιόν σα μαχαιράκι μικρό κρέμεται στο στήθος του μαύρα γυαλιά φοράει.

Θυμάμαι τις φασαρίες που κάναμε κάποτε στο πανεπιστήμιο, τη μυρουδιά των δακρυγόνων, τους αναποδογυρισμένους κάδους, τα σκουπίδια πεταμένα στο οδόστρωμα , τα σπασμένα τζάμια των τραπεζών. Θυμάμαι τους καυγάδες που κάναμε με άλλες παρατάξεις, την έξαψη που έψαχναν κάποιοι, ζούσαν γι αυτό, τους άρεσε όλο το σκηνικό,διψούσαν γι αυτήν την έξαψη, είχα κι εγώ περιέργεια άλλα ύστερα ένιωθα αηδία, καθόμουν πάντα πίσω, θυμάμαι πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα, παραμορφωμένα, συμπλέγματα σωμάτων, ανθρώπους να μεταμορφώνονται σε ζώα δείχνοντας τα κτηνώδη τους ένστικτα.

Το λόγο παίρνει ο γέρος με τον κομμένο αντίχειρα που δε μιλούσε όλη την ώρα, έχει κάτι το αξιαγάπητο και το ευπρόσιτο όπως μιλά με το γλυκό του τρόπο, αυτός ήταν στον εθνικό στρατό, ήταν παρών στη πολιορκία της Κόνιτσας απ τους αντάρτες, είχε δει καβαλάρηδες να έρχονται απ' την Αλβανία για ενίσχυση των ανταρτών που ήθελαν να σφάξουν τους φαντάρους.

Ήταν και στη πολιορκία της Νάουσας, φύλαγαν έναν αξιωματικό άρρωστο στο νοσοκομείο, οι κομουνιστές απειλούσαν να κάψουν το κτήριο, όταν τους είχαν καλέσει ήταν ψηλά από το Βέρμιο μέσα σε εικοσιπέντε λεπτά κατέβηκαν απ την κορυφή τρέχοντας μες τα ορεινά μονοπάτια . Ήταν σκοπευτής φοβερός, κυνηγούσε προτού καταταγεί εθελοντής, ούτε δεκάξι χρονών δεν ήταν τότε, σ έναν διεθνή διαγωνισμό που έγινε αργότερα μόνο ένας Ελβετός τον πέρασε με μια βολή παραπάνω εύστοχη, μια νάρκη του είχε φάει τον αντίχειρα πιο μετά, σε μια αψιμαχία ένα βλήμα είχε περάσει ξώφαλτσα από το πλευρό του αφήνοντας μια πληγή βαθιά, λίγο πιο μέσα να πήγαινε το καυτό μέταλλο θα είχε καρφωθεί στο σώμα του.

Το πενηνταπέντε είχε πάει στη Κύπρο, στα γεγονότα της ΕΟΚΑ με το Γρίβα, ''Ήταν εντελώς τρελός εκείνος!'' μας λέει, ''...από τους τριανταπέντε αξιωματικούς που είχαμε αποβιβαστεί στο νησί μονάχα οι τρεις γυρίσαμε ζωντανοί, όλοι όσοι πήγαν εκεί ήταν υποψήφιοι νεκροί!''

Τον κοιτάζω και σκέφτομαι πως είναι δυνατόν να έχεις περάσει όλα αυτά και να κοιμάσαι ήσυχος, πως γίνεται να έχεις πάρει μέρος σε τόσες μάχες και να χαμογελάς, πως γίνεται να έχεις σκοτώσει τόσο κόσμο και να μη σε βασανίζουν τύψεις;
 
Σα να διαβάζει τη σκέψη μου '' Ποτέ δεν είχα τύψεις και τέτοια πράγματα, ήταν δουλειά και καθήκον μου να σκοτώνω, έτσι είναι ο πόλεμος, προσπαθείς να φυλαχτείς από το κρύο, να στεγνώσεις το σώμα σου από τα νερά που σε έχουν μουσκέψει σαν περνάς ποτάμια και χειμάρρους, να βρεις κάτι να φας, να αποφύγεις τους αξιωματικούς που περιμένουν πίσω με το πιστόλι προτεταμένο στην περίπτωση που πας να το σκάσεις, να σκοτώσεις προτού σε σκοτώσουν, αυτό είναι όλο!

Μια φορά είμασταν σε μια πλαγιά,πίσω μας ένας κάμπος που τον λέγανε ''Της μηλιάς ο κάμπος, οι αντάρτες ήταν ψηλά κρυμμένοι ανάμεσα στις φτέρες, ήταν ένα πρωινό όνειρο, ο ήλιος έλαμπε πίσω όπως σήμερα , μια παραλία υπήρχε πίσω δεξιά, από ψηλά οι αντάρτες μας έβριζαν ''Κωλόπαιδα της Φρειδερίκης!'' κι άλλα τέτοια, σε μια στιγμή ένας απ αυτούς σηκώθηκε σα να μας αψηφούσε, στόχευσα, τον είδα καθαρά μέσα από τη διόπτρα, είχα μάτι γερό τότε και το χέρι μου δεν έτρεμε, τράβηξα τη σκανδάλη, τον ξάπλωσα κάτω σα να χτυπούσα μπεκάτσα, άκουσα ένα αχχ!!!! και τον είδα να σωριάζεται ανάμεσα στα χορτάρια, κάποιοι έτρεξαν κοντά του, οι φτέρες σείστηκαν, κανείς δε ξανασήκωσε κεφάλι.

Το είχα ξεχάσει ολότελα, το είχα σβήσει απ το μυαλό μου, μετά από πεντέξι χρόνια ξαναπήγαμε όλοι οι παλιοί λοκατζήδες ν αφήσουμε ένα στεφάνι, δε ξέρω πως ο δρόμος μ έβγαλε σ εκείνο το μέρος με τη πλαγιά και τις φτέρες, όλα ζωντάνεψαν στο μυαλό μου όπως είχαν συμβεί μόλις αντίκρισα το τοπίο .

Έναν γέρο πρόσεξα να κάθεται στην άμμο, πλησίασα, κάτι τραγουδούσε, '' Το αίμα της καρδιάς μου'', κάτι τέτοιο, ήταν πολύ λυπητερό, στενάχωρο πολύ, ένα κοριτσάκι ήταν καθισμένο στα γόνατα του πανέμορφο, ξανθό, '' Ε παππού τι τραγουδάς;!'' τον ρώτησα, '' 'Έρχομαικάθε χρόνο...'' μου είπε ''...εδωδά σκότωσαν το παιδί μου, σ εκείνη τη πλαγιά, είχαν έναν σκοπευτή άσσο , δεν άφηνε τίποτα όρθιο, αυτό είναι το παιδί του, έρχομαι εδώ κάθε χρόνο τέτοια εποχή''.

Το κοριτσάκι γύρισε κατά το μέρος μου, χαμογέλασα ένα σοκολατάκι είχα στη τσέπη μου, του τόδωσα, χαμογέλασα, το μικρό το πήρε, μου φίλησε το χέρι, ο γέρος άρχισε πάλι το τραγούδι, τα κύματα της θάλασσας έσκαγαν στην αμμουδιά, οι αχτίνες του ήλιου χτυπούσαν το νερό της θάλασσας, το κοριτσάκι ξετύλιγε σιγά- σιγά το σοκολατάκι, με κοίταζε χαρούμενο, ''Ευχαριστώ πολύ κύριε!''.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...