Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

ΛΙΠ ΓΚΛΟΣ ΒΕΡΙΚΟΚΟΥ

Έβγαλαν τα ρούχα τους και βούτηξαν στο νερό, ένιωθε μια φοβερή λαχτάρα γι αυτήν, μέσα στη θάλασσα έτρεμε ολόκληρος όπως την αγκάλιαζε, δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο ποτέ πριν.

Τα βρεγμένα μαλλιά της έπεφταν σα δαχτυλίδια στους ώμους της, η επιδερμίδα της ήταν τόσο απαλή που νόμιζε ότι μπορούσε να βυθίσει το δάχτυλο του μέσα της, την είχε δει πολλές φορές ν΄ απλώνει πάνω της ένα εκχύλισμα αλόης που εμπόδιζε την απώλεια της φυσικής υγρασίας , αυτή τύλιγε τα μπράτσα της στο λαιμό του, τα χείλη της είχαν μια γεύση βερίκοκου απ' το λιπ - γκλος ίσως, κάτι φακίδες καφετιές κάτω απ τα μάτια της, η αναπνοή του γίνονταν ολοένα και πιο γρήγορη, μια χημική αντίδραση σα να συνέβαινε μέσα του, σα να ανατινάζονταν κάτι εντός του, ''Γιατί μου μίλησες έτσι χτες;'' της είπε, ''... γιατί δεν ήρθες να βγούμε, αφού ξέρεις μπορώ να κάνω ότι θες, ότι μου ζητήσεις!''.

Στο μέρος όπου κολυμπούσαν ένα ναυάγιο είχε εξωκείλει κάποτε, φαίνονταν ο σκελετός του καραβιού που είχε ριχτεί σε κάτι βράχια σα να σκαρφάλωσε απάνω τους . Λέγανε ότι ένας ντόπιος είχε βρει το χρηματοκιβώτιο του κι είχε γίνει πλούσιος αλλά δεν το χάρηκε γιατί αργότερα πέθανε ο γιος του πέφτοντας σε μια χαράδρα με τ' αμάξι του. Γλάροι έφευγαν με φόρα σε μια κατεύθυνση παρασυρμένοι απ τον άνεμο, μια σαύρα με λωρίδες πράσινες στη ράχη της λιάζονταν πάνω σε μια πέτρα , τα κύματα έμοιαζαν να κυλούν αέναα κατά το νοτιά, κάτι δέντρα φιστικιάς είχε φυτέψει κάποιος, ένα χωράφι με τριφύλλι καταπράσινο απλώνονταν σε μια πλαγιά, τα φύλα μιας κουμαριάς γυάλιζαν στο απομεσήμερο, ο καιρός ήταν μαλακός, η εποχή εκείνη που τη λένε καλοκαίρι ινδιάνικο.

Κανονικά θάπρεπε να ήταν ευτυχισμένος αλλά μια θλίψη τον είχε καταβάλει, δε μπορούσε να καταλάβει πως σκέφτονταν αυτή, δε μπορούσε να τη διαβάσει, δεν ήταν σίγουρος, είχε ακούσει για κάποιους που αντιλαμβάνονται τους ανθρώπους, μπορούν να τους οσμιστούν από μακριά, πως στο διάβολο το κάνουν αυτό, μακάρι να μπορούσε κι αυτός, πόσο το χρειαζόταν κάτι τέτοιο, να βεβαιωθεί ότι κι αυτή τον νοιάζονταν λιγάκι, δεν τούλεγε πολλά, μονάχα ρωτούσε όλη την ώρα, ήταν κρυψίνους, υποψιάζονταν μια σκοτεινή της πλευρά αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει, τα κρατούσε όλα μέσα της, ώρες - ώρες ήταν τόσο θερμή κι άλλοτε έμοιαζε να μη τη νοιάζει, δε μπορούσε να την καταλάβει, δεν έβγαζες άκρη.

Ήταν ερωτευμένος μαζί της κι υποτίθεται ότι αυτό ήταν όμορφο, όμως εκείνη η θλίψη και η αγωνία δεν έλεγαν να τον αφήσουν, είχε ανάγκη να ξεχαστεί με κάποιο τρόπο, θα ήθελε να πιει και να μεθύσει για να τα ξεχάσει όλα, βγήκε μια βόλτα στη πόλη, όπως διέσχιζε έναν δρόμο κεντρικό σκόνταψε σ' ένα αυλάκι που είχε σχηματιστεί απ΄ την καθίζηση της ασφάλτου, παρά λίγο γκρεμιστεί εκεί μέσα.

Γυναίκες με τακούνια ψηλά, παντελόνια σκισμένα, μπλούζες με μοτίβα γεωμετρικά, έβγαιναν από ένα μαγαζί, ένα κόσμημα σαν έντομο με φτερά γαλάζια και πράσινα σέρνονταν στο ρούχο μιας απ αυτές, μια υγρασία πνιγηρή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, κάτι κόκκινα και κίτρινα λεωφορεία πέρασαν σε μια στιγμή, δεν τα είχε ξαναδεί, ''Μήπως είμαι σ άλλη πόλη;'' αναρωτήθηκε από μέσα του.

  Φώτα υπήρχαν δεξιά κι αριστερά, αμάξια ατέλειωτα, άνθρωποι ιδρωμένοι, γυναίκες δεμένες μες τα οχηματάκια τους , άνθρωποι του είδους homo erectus κινούνταν βάζοντας μπροστά το ένα πόδι , μια θάλασσα από ταξί σε μια ευθεία αραδιασμένα, κάποιος που φαίνονταν χαμένος εντελώς με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του μια διεύθυνση έψαχνε, σταμάτησε να τον βοηθήσει, ένα βατραχάκι πράσινο όπως αυτά που κολυμπούν στις λίμνες της ζούγκλας πήδηξε από ένα πάρκο κοντινό , κάπου είχε ακούσει ότι αυτό ήταν καλό σημάδι, ήθελε να πιαστεί απ το παραμικρό.

Η φαντασία του κάλπαζε αχαλίνωτη, έκανε τις πιο τρελές σκέψεις, νόμιζε ότι έβλεπε παντού στη πόλη το αυτοκίνητο της, σταματούσε να ελέγξει τον αριθμό, τον είχε πιάσει μια εμμονή, μια φίλη του ήρθε να τον δει κι όπως την αντίκρισε απ την άλλη πλευρά του δωματίου νόμιζε ότι ήταν εκείνη.

Θυμήθηκε μια ιστορία για κάποιον που δεν άντεξε κι έπεσε από ένα παράθυρο σ' ένα στενό λίγο πιο κάτω απ το σπίτι του, εκείνος ο τύπος είχε μια ψύχωση τέτοια με κάποια γυναίκα , είχε μαζέψει συγγενείς και φίλους, πριν πέσει στο κενό , σε μια καφετέρια, τους είχε κεράσει όλους σα να τους αποχαιρετούσε, οι γονείς του έχτισαν το καταραμένο παράθυρο απ όπου είχε βουτήξει, μπορούσες να το δεις άμα περνούσες από κείνο το κατηφορικό στενό.

Ένα βράδυ είχε την αίσθηση ότι άκουγε το σύρσιμο απ τα πόδια της, είχε αναστατωθεί, σηκώθηκε απ το κρεβάτι κι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, το στόμα του είχε στεγνώσει ολότελα, ήταν βέβαιος ότι κυκλοφορούσε στο σπίτι μέσα, έπαιρνε όρκο, άρχισε να ψάχνει στις ντουλάπες, πίσω απ τις πόρτες, κάτω απ τους καναπέδες, δε μπορούσε να κοιμηθεί, να ησυχάσει, από τα ανοιχτά παράθυρα ακούγονταν κρότοι, φωνές, μια φορά του φάνηκε ότι άκουσε έναν πυροβολισμό, βγήκε στο μπαλκόνι να δει τι γίνεται, μια γάτα περπατούσε στην άκρη του μπαλκονιού ισορροπώντας πάνω στο κάγκελο.

Άνοιξε το κινητό του, μια φωτογραφία της είχε όπου αυτή κοιμότανε κι ήταν σα να χαμογελούσε μ έναν τρόπο που τον τρέλαινε, τι να περνούσε απ το μυαλό της , πως μπορούσε να ήταν τόσο ήρεμη όταν αυτός τρελαίνονταν, με τα πολλά τον πήρε ο ύπνος, όνειρα έβλεπε ανάκατα με αναμνήσεις που είχε ξεχάσει όλότελα επανέρχονταν στη μνήμη του ποιος ξέρει από πια δύναμη ωθούμενες, ένα βιβλίο που είχε φέρει ο πατέρας του απ το Άγιο Όρος στριφογυρνούσε στο μυαλό του, έδειχνε τη Βηρσαβεέ να λούζεται στον εξώστη και να δεις που του θύμιζε τη δικιά του, με τα δαχτυλίδια στα μαλλιά και την άσπρη επιδερμίδα, το είχε ξεχάσει κείνο το βιβλίο, κάπου το είχε δει πρόσφατα, με τις λιθογραφίες του Ντορέ όπου ο Σαμψών γκρεμίζει τις κολώνες.

Κάποιοι έκοβαν πελώριους κέδρους του Λιβάνου σε κείνες τις εικόνες για να χτίσουν το ναό του Σολόμωντα , δυο γυναίκες φυγάδευαν κάποιον μ' ένα σκοινί κάτω απ τα τείχη μιας πόλης , ένας άγγελος μ ένα σπαθί σαν το κεραυνό του Δία εξολόθρευε το αντίπαλο στρατόπεδο θερίζοντας κεφάλια , μια βροχή από λιθάρια έπεφτε πάνω σε κάποιους . άγγελοι έκλειναν με πάταγο μια πόρτα συντρίβοντας εισβολείς σαστισμένους που βρίσκονταν πίσω της, μερικοί χεροδύναμοι κουβαλούσαν σταφύλια τεράστια από ένα μέρος όπου έρεε μέλι και γάλα.

Κι ύστερα άλλες αναμνήσεις ανέβαιναν στην επιφάνεια, ένα παιδί γυρνούσε από μια εκκλησία διασχίζοντας ένα ελικοειδές μονοπάτι σα λαβύρινθο, από ένα δέντρο έκοβε κάτι φύλλα δάφνης, ένα ψάρι ασημένιο ετοίμαζε η μάνα του στο φούρνο,το παιδί ήταν ευτυχισμένο και χαρούμενο, ένα παράθυρο στη πίσω πλευρά του παλιού τους σπιτιού , από κει μπορούσες να δεις μια αυλή γειτονική μ έναν αυλόγυρο τεράστιο, κάτι στέγες από σχιστόλιθο και λαμαρίνες, πουλιά πετούσαν ψηλά, ο ουρανός ήταν σκούρος όπως είναι το χειμώνα, εικόνες από ένα σχολείο του έρχονταν, νερό έτρεχε σ ένα αυλάκι, σφενδάμια φύτρωναν απέναντι σε μια αλάνα, ένα σιδεράδικο, κάτι γιαπιά, μια βερικοκιά υπήρχε στην αυλή , ένα φρούτο έκοψε σε χρώμα πορτοκαλοκίτρινο με κηλίδες πανω στη λέια φλούδα σαν τις φακίδες σ ένα πρόσωπο, δοκίμασε τον καρπό, μια γεύση κάτι του θύμιζε, δυο χείλη σαρκώδη τον άγγιζαν κι ήθελε αν ήταν δυνατό να τα δαγκώσει, να τα γευτεί, να σβήσει τη δίψα του!






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...