Κυριακή 26 Μαΐου 2024

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΜΕ ΤΑ 21 ΠΡΟΣΩΠΑ

Το φυλάκιο ήταν ακριβώς δίπλα στα σύνορα, από το μπαλκόνι του έβλεπες  τις πεδιάδες και τα χωριά της άλλης χώρας κάπου στο βάθος, εκεί είχαν συμβεί οι τελευταίες μάχες του εμφυλίου πολέμου πριν οι αντάρτες το σκάσουν απέναντι όπως ήταν το σχέδιο τους σε περίπτωση που όλα χάνονταν. Εκεί κοντά  υπήρχε και μια  σπηλιά που οι αντάρτες είχαν κάνει ιατρείο, μια φορά είχαν πάει και είχαν δει κάτι επιγραφές και κάτι εγκαταστάσεις πρόχειρες. Στους φωριαμούς του φυλακίου είχαν  βρει μερικές  χλαίνες που φορούσαν τότε  και παντού  μπορούσες να δεις κομμάτια από βλήματα κι οβίδες  που κάποτε έπεφταν σα βροχή εκεί  γύρω . Οι ντόπιοι από ένα χωριό εκεί κοντά έκαναν λαθρεμπόριο, όλοι το έλεγαν, κοντά στο Πάσχα  άκουγαν όλη νύχτα φασαρίες κι έβλεπαν φώτα ν’ αναβοσβήνουν  όμως δεν είχαν   καμιά εντολή να ελέγξουν τι γίνεται, δεν ήταν δουλειά τους και τις επόμενες μέρες εμφανίστηκαν χιλιάδες αρνιά στο χωριό από το πουθενά, που τα είχαν κρυμμένα οι τσομπάνηδες, φυσικά όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί.  

Για να ανεβείς εκεί πάνω περνούσες έναν δρόμο ανηφορικό, γεμάτο στροφές,  κι έβλεπες  σπίτια εγκαταλειμμένα όπου και να γύριζες το μάτι σου. Στο φυλάκιο που βρίσκονταν στο ψηλότερο σημείο, ήταν όλοι κι όλοι  τέσσερα άτομα, ένας δόκιμος αξιωματικός  που ήταν αρχιφύλακας,  ο Π,  ο Χ,  κι ένας Φιλιπινέζος που ήθελε να πάρει την ελληνική ιθαγένεια  γι αυτό και υπηρετούσε τη θητεία του στα σύνορα. Ο  Φιλιππινέζος ήταν καταπληκτικός μάγειρας κι όλο τον καιρό τρώγανε τα καλύτερα φαγητά, μια φορά τους είχε κάνει και κάτι από την πατρίδα του,  ένα εξωτικό πιάτο  γλυκόξινο με κρέας και μια γέμιση περίεργη,  τους  άρεσε πολύ, εκεί πάνω στην ερημιά τρώγανε σαν κοσμοπολίτες. Οι υπηρεσίες τους δεν ήταν πολλές, λίγο σκοπιά και κανένα περίπολο, έτσι είχαν άφθονο χρόνο κι ο Π τελείωνε την πτυχιακή του,  το ιντερνέτ εκεί πάνω ήταν το καλύτερο που υπήρχε  κι όπως είχε φέρει τον υπολογιστή του περνούσε ώρες πολλές γράφοντας και ψάχνοντας πληροφορίες. Καθώς ο χρόνος έμοιαζε μερικές φορές να έχει σταματήσει έπρεπε  να  τον γεμίσει με κάτι, έτσι διάβαζε ένα σωρό πράγματα για τον εμφύλιο που είχε τελειώσει  σ’ εκείνη την τοποθεσία,  του άρεσε να ψάχνει  κάθε ερώτημα που προέκυπτε,  τι είχε συμβεί, τι κρυβόταν πίσω, είχε μια μανία να μαθαίνει πράγματα. Δεν είχε ιδέα για τον πόλεμο μεταξύ των Ελλήνων,  κάτι τους είχαν  πει στο σχολείο, κάτι γενικά, σκοτώνονταν πολύς κόσμος τότε, οι κομουνιστές αντάρτες είχαν φαγωθεί, ενώ είχαν χάσει στην Αθήνα συνέχιζαν στα βουνά  αρπάζοντας παιδιά  από τις οικογένειες για να τα κάνουν  στρατιωτάκια,  έβαζαν φωτιές,  σκότωναν και βίαζαν,  γινόταν φοβερά πράγματα τότε που δεν τα ήξερε.

 Ο Χ ήταν άλλου είδους χαρακτήρας, από τις πρώτες μέρες είχε δείξει μια τάση περίεργη κι ο Π τον πρόσεχε συνέχεια, τον έβλεπε να καπνίζει όλη την ώρα  και να πίνει από κάτι μπουκάλια που είχαν βρει σ’ ένα μαγαζί στο μικρό χωριό που βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα μακριά,  φαίνεται ότι είχε γνωρίσει και μερικούς ντόπιους με τους οποίους μιλούσε χαμηλόφωνα. Μερικές φορές δοκίμαζε και κάτι χαπάκια άσπρα κι ο Π φοβόταν ότι θα είχαν πρόβλημα αν γινόταν κανένας έλεγχος,  ο άλλος έμοιαζε να παίρνει την κάτω βόλτα κι έπρεπε να έχει το νου του μη συμβεί κάτι κακό. Τις νύχτες ο Χ  είχε  ανήσυχο ύπνο, συχνά πετάγονταν  επάνω κι ο Π έτρεχε να δει τι είχε συμβεί,  τότε ο άλλος του έλεγε τα όνειρα του,  το πιο συχνό ήταν  ότι είχε χάσει το όπλο του και δεν μπορούσε να το βρει πουθενά,  «εντάξει εδώ είναι ρε, στον οπλοβαστό, να δες  !» του έλεγε ο Π,  τότε ο άλλος ξεφυσούσε προσπαθώντας να ηρεμήσει. Ήταν κι οι δυο από την ίδια πόλη, γνωριζόντουσαν από παιδιά, είχαν χαθεί για  πολλά  χρόνια   κι έπειτα βρέθηκαν ξανά στο στρατό,  στο ίδιο κέντρο εκπαίδευσης, στην αρχή  αντάλλαζαν καμιά  κουβέντα μόνο  αλλά από τότε που είχαν βρεθεί εκεί πάνω δέθηκαν πολύ και περνούσαν  ώρες μιλώντας για τα σχέδια που ετοίμαζαν όταν  θα απολύονταν, ο Π   είχε υπό την επίβλεψη του τον πατριώτη του,  απορούσε με τον χαρακτήρα του, τον έβλεπε να κάθεται μόνος ώρες ατέλειωτες, και το μόνο που διάβαζε ήταν ένα παλιό βιβλίο, χαρτόδετο  σαν εκείνα τα παλιά αστυνομικά. Μια φορά που ο Χ είχε κατεβεί στο χωριό πήγε στο φωριαμό του κι έβγαλε το βιβλίο  με τις τσαλακωμένες σελίδες. Απ'  έξω έγραφε  ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΜΕ ΤΑ 21 ΠΡΟΣΩΠΑ  κι αναφερόταν - απ’ ότι κατάλαβε- σε μια ιστορία γιαπωνέζικη, για κάποιον τύπο που έκανε σαμποτάζ στα προϊόντα ενός επιχειρηματία που μισούσε  βάζοντας δηλητήριο στις συσκευασίες στα σούπερ μάρκετ ...  

Ένα βράδυ με ομίχλη θα έβγαιναν μαζί περίπολο, πάντα οι δυο τους πήγαιναν, ο  Φιλιππινέζος σπάνια ερχόταν μαζί τους,  δεν του άρεσε καθόλου η νυχτερινή ομίχλη, φοβόταν πολύ όταν είχε τέτοιον καιρό.  Συνήθως δεν κάλυπταν ολόκληρη την απόσταση που χρειαζόταν τουλάχιστον δυο ώρες,  έκαναν μια μικρή βόλτα περνώντας κοντά από τη σπηλιά, καθόταν λίγο σε κάτι βράχια που έμοιαζαν να είχαν τοποθετηθεί σ’  ένα μεγάλο κύκλο,  κι έπειτα επέστρεφαν στο φυλάκιο όπου τους περίμενε ο αρχιφύλακας για να γράψει την αναφορά του. Η  νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή, θα πρέπει να υπήρχε συννεφιά στον ουρανό κι ούτε ένα άστρο δεν έλαμπε ενώ το φεγγάρι ήταν χαμένο εντελώς σα να μην είχε βγει ποτέ. Μαζί τους είχαν κι έναν σκύλο, ένα τσομπανόσκυλο που είχαν υιοθετήσει και τάιζαν με τα αποφάγια τους. Το σκοτάδι ήταν πυκνό κι έπρεπε να ανάβουν το φακό για να βλέπουν που πάνε όμως  ξαφνικά το φεγγάρι βγήκε σε μια γωνιά του στερεώματος κι  ο σκύλος  ζωήρεψε, άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση της παλιάς σπηλιάς,  τον ακολούθησαν,  φαινόταν έρημη αλλά  από την αντίθετη κατεύθυνση  άκουσαν τους ήχους ενός αυτοκινήτου που πήγαινε πολύ σιγά,  τέντωσαν τα αυτιά τους να καταλάβουν τι συνέβαινε, κάποια  αγοραπωλησία, κάποιο νταραβέρι πραγματοποιούνταν εκείνη την ώρα σίγουρα.

 «Πάμε να φύγουμε από δω !» φώναξε ο Χ που έμοιαζε να πανικοβάλλεται «έλα ρε, δεν είναι τίποτα!»  τον καθησύχασε ο Π όμως βαθιά μέσα του ανησυχούσε,  Ο Χ έδειχνε δύσθυμος  από την ώρα  που  ξεκίνησαν, τελευταία  χανόταν όλο και πιο πολύ, μιλούσε  πολύ στο κινητό που είχε φέρει μαζί του και δεν έλεγε σε κανένα για τον συνομιλητή του, μερικές φορές τον είχαν άκουσε να μιλά και σε μια άλλη γλώσσα που δεν καταλάβαιναν σα να προσπαθούσε να κρύψει κάτι.  Πλησίαζαν στο μέρος με τα βράχια όπου έκαναν συνήθως το διάλειμμα τους κι ο Χ  είπε χαμηλόφωνα  «ένα  πετραδάκι έχει μπει στην αρβύλα μου,  προχώρα εσύ κι έρχομαι σε λίγο»,  Ο Π συνέχισε να περπατά κι όταν έφτασε στις πέτρες κάθισε κι άναψε τσιγάρο κοιτάζοντας κατά τα φώτα πέρα από τα σύνορα. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει πλέον  το σκοτάδι και μπορούσε  να διακρίνει τις σιλουέτες   των βουνών. Κανένας ήχος δεν ακούγονταν πια σα να είχε σιωπήσει το σύμπαν ολόκληρο, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, το φεγγάρι είχε χαθεί πάλι, άναψε το φακό  να δει γύρω μια βόλτα και το βλέμμα του κόλλησε σ’ ένα σημείο του κύκλου με τις πέτρες. Του  φάνηκε ότι ένας βράχος είχε μετακινηθεί,  δεν ήταν στη θέση του σα να είχε βγει από  μια νοερή καμπύλη  γραμμή, φώτισε πάλι το σημείο δεν μπορεί να έκανε λάθος,  είχε δει τα βράχια τόσες φορές, σκεφτόταν μάλιστα να μετρήσει τις αποστάσεις μεταξύ τους για να δει αν είχαν κάποια πραγματική συμμετρία να όμως που τώρα  μια πέτρα έμοιαζε να έχει μετακινηθεί όμως δεν  υπήρχε κανένα ίχνος στα χόρτα, ο βράχος  ήταν ριζωμένος  όπως όλοι  οι άλλοι,  μπορεί να έκανε λάθος αλλά μόνο η σκέψη ότι κάτι είχε συμβεί εκεί πέρα τον έκανε να ανατριχιάσει.  

Τέλειωσε βιαστικά το τσιγάρο και φώναξε, «που είσαι ρε,  αργείς;» όμως  δεν πήρε απάντηση,  φώναξε πιο δυνατά όμως πάλι τίποτα δεν ακούστηκε,  ο Χ δεν φαινόταν πουθενά κάτι άσχημο συνέβαινε. Τον κάλεσε στο τηλέφωνο όμως το κινητό του άλλου  έμοιαζε να μη δουλεύει. Τηλεφώνησε αμέσως στον αρχιφύλακα μήπως  είχε γυρίσει στο φυλάκιο όμως  ο Χ δεν είχε φανεί, έμοιαζε  σα να τον είχε καταπιεί μια μαύρη, σκοτεινή τρύπα. Ο  αρχιφύλακας τα χρειάστηκε, «έχε το νου σου!» είπε  στον Φιλιππινέζο που δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί, «αν  γυρίσει πάρε τηλέφωνο αμέσως!» Μαζί με τον Χ άρχισαν να ψάχνουν κάθε σημείο, είχαν περάσει πια τα μεσάνυχτα κι η νύχτα φαινόταν ότι δεν θα τελείωνε εύκολα, οι δυο τους έψαξαν τα πιο  απίθανα μέρη, πήγαν στη σπήλια που ήταν όπως πάντα έρημη αλλά τη νύχτα σα να ζωντάνευε παράξενα, έψαξαν κάθε σημείο του περιπόλου και κατέληξαν στη γραμμή των συνόρων που τη χώριζε μια λωρίδα οργωμένης γης και κάτι κολωνάκια τετράγωνα. «Λες να πέρασε αντίκρυ ο παλαβός;»  είπε  ο αρχιφύλακας,  «τι μπορεί να κάνει εκεί πέρα, όλοι οι παράνομοι και τα λαμόγια έχουν μαζευτεί κατά κει,  που θα πάει,  ποιον θα βρει,  τι έχει σχεδιάσει ο βλάκας ;»  φώναξε ο Χ θυμωμένα όμως μέσα του σκεφτόταν ότι δεν ήξερε και πολλά για το φίλο του, είχε να τον δει  χρόνια,  τι έκανε εν τω μεταξύ ο άλλος, είχε πλησιάσει τα τριάντα, δεν ήταν  μικρός κι όλες εκείνες οι ουσίες που δοκίμαζε δεν ήταν και οι  πιο αθώες, τι ρόλο έπαιζε  τελικά ο Χ, ποιος ήταν στην πραγματικότητα;  

Ετοιμάζονταν να γυρίσουν στο φυλάκιο όταν  ακούστηκε ένας πυροβολισμός σαν ριπή  και πάγωσαν, τότε  ένα αμάξι με αναμμένα τα φώτα που κινούνταν ανάποδα  ήρθε με μεγάλη ταχύτητα και στάθηκε ακριβώς δίπλα στον Π, το παράθυρο του αυτοκινήτου άνοιξε και μέσα του υπήρχε ένας άντρας με κουκούλα όμως το πρόσωπο του δεν φαίνονταν, «Εσύ είσαι ρε βλάκα ;» φώναξε ο Π όμως ο άλλος δεν αποκρινόταν  μοναχά στέκονταν εκεί στα σκοτεινά χωρίς να δείχνει το πρόσωπο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΙΝΔΥΝΟΙΣ ΕΝ ΠΟΛΕΙ

Έμενε στην φοιτητική εστία τότε και είχε μηδενικά έξοδα, ενοίκια και λογαριασμοί δεν υπήρχαν,  έξω δεν έβγαινε και πολύ, κανέναν καφέ κάπου ...