Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019

ΑΝΕΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΚΕΡΑΣΙΕΣ

‘’Μα είναι πολύ βλάκας ο άνθρωπος !’’ είπα κάποια στιγμή   και μετά έγινε  χαμός,  ο άλλος  άρχισε να φωνάζει, να  απειλεί και να με δείχνει χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι, έβριζε και καταριόταν όποιον είχε τύχει να βρίσκεται στο μαγαζί κι εγώ  νόμιζα ότι θα ερχόταν κατά πάνω μου για να με διαλύσει, ήταν σίγουρα μεθυσμένος άσχημα,  είχα στριμωχτεί και το μόνο που καταλάβαινα εκείνη τη στιγμή ήταν  πως είχα μπλέξει άσχημα, δεν μπορούσα να ξεφύγω,  η ώρα ήταν προχωρημένη κι ήθελα να πάω στο σπιτάκι μου ν’ αράξω, αλλά δε γινόταν,  ο άλλος  συνέχιζε να φωνάζει με την ίδια μανία,  είχε  συγχυστεί  άσχημα,  πολύ καιρό είχε να μου τύχει τέτοια περίπτωση.

 Όμως δεν μπορούσα να τον αφήσω έτσι, καθόταν εκεί στη μέση του στενού διαδρόμου   δίπλα στον πάγκο  και δεν άφηνε κανέναν  να περάσει,   όταν του λέγανε  να καθίσει στην άκρη  γελούσε, δεκάρα δεν έδινε, όλοι έκαναν  τον γύρο του μαγαζιού για να μην τον  ενοχλήσουν, έπρεπε να τον ανέχονται  γιατί  ήθελε να κάνει το κομμάτι του  ε αυτό πήγαινε πολύ, μου  την είχε δώσει κι αφού αυτός ήθελε  να πουλήσει τρελίτσα  κάποια στιγμή  πέταξα την κουβέντα. ‘’Καλά του έκανες του βλάκα, μας είχε  ζαλίσει τον έρωτα!’’  είπε σιγανά ο Νίκος  που ήξερε από φασαρίες και κατέβαζε τα ποτήρια σα να έπινε νεράκι ,  είχε προηγούμενα με τον βλάκα και δεν ήταν κανένας τυχαίος, είχε πάρει μέρος  σε αγώνες πάλης  στα νιάτα του πράγμα που καταλάβαινες απ'  τον κομμένο λοβό του αυτιού του,  οι παλαιστές έχουν τέτοια κοψίματα από λαβές απότομες αλλά πρέπει να ξέρεις για να το προσέξεις , με τον Νίκο δίπλα μου δε φοβόμουν ,  αν δεν ήταν εκείνος εκεί δεν θα τολμούσα να πω βλάκα τον άλλον.  ‘’ ’Σιγά μωρέ, τι του είπες, αυτός όταν ανοίγει το στόμα του δεν ξέρει τι λέει και τώρα θίχτηκε ο κύριος, αν δεν του μιλούσες εσύ θα τον στόλιζα εγώ!’’ συνέχισε ο παλαιστής και μου έδωσε  θάρρος.

Τα λόγια του Νίκου  ήταν μια ανακούφιση  αλλά όπως και να είχε το πράγμα είχα υποστεί μια επίθεση πολύ βίαιη κι αυτό δεν ήταν πολύ ευχάριστο, ο Νίκος  που τις είχε φάει με το κουτάλι αυτές τις καταστάσεις δεν ήθελε να αρπαχτεί με τον βλαμμένο γιατί θα έμπλεκε, του πρότεινε ήρεμα  να τον κεράσει ένα ποτό ακόμα κι ο άλλος σα να ηρέμησε, το δέχτηκε τάχα μεγαλόψυχα, βλέπεις  είχε κάνει το κομμάτι του, είχε βγάλει πάνω μου  τη λύσσα που μάζευε  το κάθαρμα κι  αφού μας  είχε κάνει όλους  άνω κάτω περιλούζοντας μας με ότι νάναι   τώρα έδειχνε να καλμάρει.  

 Όμως δεν είχα ακόμα ξεμπλέξει και δεν είχα καμιά όρεξη να μιλήσω με τον ηλίθιο, το πράγμα φαινόταν να έχει κολλήσει όταν όλοι ταρακουνηθήκαμε πολύ άσχημα σαν κάποιος να δούλευε ένα  τρυπάνι τεράστιο κάτω απ’ τα πόδια μας, ένας σεισμός ήτανε και τότε  ο Νίκος που περίμενε την ευκαιρία μου φώναξε χαμηλόφωνα  ‘’Φύγε τώρα !’’   πήρα την τσάντα μου και βγήκα έξω ενώ  με την άκρη του ματιού μου πρόσεχα μήπως έρθει κατά πάνω μου, σ’ αυτήν την περίπτωση   θα έτρεχα βέβαια, δεν είχα καμιά όρεξη να πλακωθώ στη μέση του δρόμου για μια αηδία, αυτό πήγαινε πολύ,  είχα το νου μου λοιπόν   όμως δεν έγινε τίποτα, φευγαλέα   μόνο   είδα τον μεθυσμένο  να σταματά κάποιον γνωστό του οδηγό στο δρόμο και να μιλά μαζί του σα να μη συμβαίνει τίποτα  και τότε κατάλαβα ότι  όλο ήταν ένα θέατρο, μια σκηνοθεσία του άλλου για να εκτονωθεί πάνω μου,  είχα τρομάξει, είχα αναστατωθεί,  περπατούσα  τρέμοντας και παρατηρώντας ασυναίσθητα όσα γίνονταν γύρω μου , κάποιος πλανόδιος μου πρότεινε κάτι που πουλούσε,  ένας άλλος προσπαθούσε να βγάλει λεφτά από ένα μηχάνημα κι εγώ προσπαθούσα να ηρεμήσω και να στανιάρω.

Πήρα στο  τηλέφωνο την γυναίκα μου που  με ρώτησε  αμέσως τον κατάλαβες το σεισμό αυτή είχε μια ειδική ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα κύματα σα να είχε  μέσα της έναν σεισμογράφο υπερευαίσθητο, και μισό Ρίχτερ να συνέβαινε θα το ένιωθε,  πήγα να της πω κάτι αλλά με διέκοψε,   ‘’Τι  έχεις; ‘’  - ‘’  Θα σου πω στο σπίτι’’- ’’Καλά,  φέρε καφέ και τσιγάρα !’’  συνέχισα να περπατώ  προσπαθώντας να ηρεμήσω,  είχα ταραχτεί πολύ, αποφάσισα να πάω με τα πόδια μέχρι το σπίτι, θα μου έκανε καλό, σ’ ένα πάρκο απ’ όπου πέρασα  Ρωσοπόντιοι τεμπέληδες έπαιζαν ντάμα‘’ Καλά περνούν αυτοί!’’ σκέφτηκα,  στον ανηφορικό δρόμο δίπλα στα παλιά τείχη  δυο αμυγδαλιές σκόρπιζαν το βαρύ τους άρωμα στον απογευματινό αέρα, πότε είχε μπει η άνοιξη, πότε είχε περάσει ο χειμώνας, στην πόλη δεν μπορούσες να  καταλάβεις όμως οι μέρες μεγάλωναν συνέχεια,  ο καιρός γινόταν όλο και πιο ζεστός, τα κορίτσια κυκλοφορούσαν με κοντομάνικα, μύριζε καλοκαίρι.

 Σταμάτησα σ’ ένα περίπτερο να πάρω τσιγάρα ενώ το μυαλό εξακολουθούσε να τρέχει μόνο του, στην ύπαιθρο τώρα  χορτάρι θα  φύτρωνε δίπλα στ’ αυλάκια του νερού,  σαλιγκάρια θα γλιστρούσαν πάνω στις πέτρες, πως είχα χάσει αυτήν την εναλλαγή των εποχών, πως  θα μπορούσα να την ξαναβρώ, που ήταν εκείνη η εποχή όπου κάθε μήνας είχε την δική του ομορφιά, πως θα ξέφευγα  απ’  όλους  τους ανόητους και τα στέκια τους που τα είχα βαρεθεί ; Σταμάτησα στο φούρνο που έμενε ανοιχτός μέχρι αργά,   ένας αλήτης βρώμικος στεκόταν απ’ έξω ζητιανεύοντας   κι  οι γυναίκες που περνούσαν  έβαζαν τις μπλούζες στο στόμα τους για να φυλάξουν την αναπνοή τους, έφτασα  στο σπίτι, κάθισα στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση χωρίς  να δίνω σημασία , τελικά αργά τη νύχτα  μου πέρασε επιτέλους  και μπόρεσα να φωνάξω  ξεφυσώντας ‘’Τι ήταν κι αυτό ρε φίλε !’’ η γυναίκα μου με κοίταξε περίεργα, της είπα την ιστορία με τον μεθυσμένο ‘’Είναι πολύ αλήτης !’’ σχολίασε!. 

 Όλο το βράδυ συλλογιζόμουν αυτό που είχε συμβεί,  με είχε επηρεάσει, έτσι κι αλλιώς τελευταία περνούσα  μια φάση  σα να άλλαζα δέρμα  ένα πράγμα, ένιωθα τα πράγματα ν’ αλλάζουν γύρω μου και μέσα μου, ένα είδος μελαγχολίας με τριγύριζε που ήταν πολύ επικίνδυνη, ευτυχώς είχε φτάσει το  σαββατοκύριακο και θα χαλάρωνα λίγο, ξύπνησα νωρίς ακούγοντας  κάτι πουλιά  να κράζουν  στα σκοτεινά καθώς πετούσαν, που πήγαιναν άραγε, όπως έπλενα το πρόσωπο μου ακούστηκε ένα  μήνυμα στο κινητό,  Ο Νίκος, ‘’Θέλεις να έρθεις  στο εξοχικό μας ;’’ , τι ώρα είχε ξυπνήσει  ο άνθρωπος, ‘’Ρε φίλε ναι!’’ απάντησα ενώ η γυναίκα μου που δεν της ξέφευγε τίποτα με ρώτησε ‘’Ποιος είναι πρωί – πρωί;’’- ‘’ ο Νίκος, θέλει να πάμε στο χωριό του’’—‘’ Εντάξει, άσε με να κοιμηθώ τώρα μουρμούρισε  ‘’’ κι εγώ σκέφτηκα ‘’Είναι πολύ καλή όταν θέλει!’’

 Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το μάτι του από το τι συνέβαινε εκεί έξω σ’ όλη τη διαδρομή, έκανα σα να είχα χρόνια να βγω από την πόλη,  η μέρα ήταν τόσο φωτεινή που σε καθήλωνε, το χωριό του φίλου ήταν κοντά στη θάλασσα,  καθίσαμε σ εάν μαγαζί στην παραλία και βλέποντας την υδάτινη γραμμή του ορίζοντα   θυμήθηκα εκείνο που είχα διαβάσει  για τους αρχαίους, είχαν καταλάβει λέει  πως η γη είναι στρόγγυλη παρατηρώντας την καμπύλη που έκανε η θάλασσα στο βάθος μακριά, εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι είχαν πολύ περισσότερο χρόνο  κι άνεση να παρακολουθούν όλα όσα συνέβαιναν  γύρω τους,  ο χρόνος έτρεχε πολύ πιο αργά, κανείς  δεν βιαζόταν ούτε έτρεχε σαν παλαβός να προλάβει, όλο αυτό δεν μπορούσες να το φέρεις πίσω βέβαια,  η ζωή μόνο μπροστά προχωρά  όμως κάπου θα υπήρχε μια μέση  λύση, τέτοιες σκέψεις έκανα κοιτάζοντας την καμπύλη της θάλασσας πέρα μακριά.     

Αφού φάγαμε άφησα τους άλλους που είχαν πιάσει  κουβέντα  και προχώρησα  μοναχός μου κατά τη θάλασσα βουλιάζοντας μέσα στην μαλακή άμμο, κάτι παιδιά μικρά  πετούσαν ένα χαρταετό ψηλά, το  κύμα έβρεξε λίγο  τα πόδια μου όμως ούτε που έδωσα σημασία, αντίκρυ μου τα βουνά φαίνονταν στον ορίζοντα, η άνοιξη ερχόταν γρήγορα, ανάμεσα στα βότσαλα υπήρχε ένα μικρό καταπράσινο πετραδάκι   κι εκείνο το χρώμα μου έφερε στη μνήμη απ το πουθενά μια εικόνα που είχα ξεχάσει εντελώς, θυμήθηκα ένα μέρος πράσινο όπου πήγαινα μικρός μαζί  με τη μητέρα μυ να μαζέψουμε σαλιγκάρια, ήταν  γεμάτο υγρασία και ήχους από πουλιά που πετούσαν τριγύρω χαλώντας τον κόσμο, πηγές ανάβλυζαν απ’  το χώμα, ψάρια κολυμπούσαν ανάμεσα στ’  άσπρα χαλίκια,  το νερό έβγαινε μέσα από τη γη με μεγάλη ορμή σα να βιαζόταν να δει το φως του ήλιου, πως το είχα ξεχάσει αυτό το τοπίο, που υπήρχε θαμμένο μέσα στις κρύπτες του μυαλού.

 Η θάλασσα έσκαγε στα πόδια μου γεμίζοντας με αφρούς την αμμουδιά, ο βόμβος των κυμάτων που πηγαινοέρχονταν αέναα έπαιρνε τις σκέψεις μου και με ηρεμούσε, χιλιάδες μικρά βοτσαλάκια υποχωρούσαν κάτω από τα βήματα κι ο ορίζοντας φαινόταν ανοιχτός μέχρι πέρα μακριά,  στην πλαγιά  πίσω μου  ένα χωράφι γεμάτο κερασιές έτοιμες ν ανθίσουν, οι εικόνες κι οι συνειρμοί  που με τριγύριζαν  ήταν πολύ ευχάριστοι, σιγά- σιγά   οι σκέψεις μου άρχισαν να μπαίνουν σε μια σειρά επιτέλους,  μπορούσα να δω καθαρά τι έπρεπε να κάνω,  κι αν δεν είχα βρει λύση είχα ξαναβρεί  αισιοδοξία,  αυτοπεποίθηση,  ένα αίσθημα ότι θα τα κατάφερνα στο τέλος ότι κι αν γινόταν, μια δύσκολη στιγμή είχε περάσει !  

 Αποφασίσαμε να κοιμηθούμε το βράδυ στο σπίτι του Νίκου δεν θέλαμε  να γυρίσουμε τόσο γρήγορα στην πόλη η γυναίκα του Νίκου έπιασε κουβέντα ατέλειωτη με τη δική μου και δεν  θα διέκοπταν αν δεν εξαντλούσαν όλα τα ζητήματα που υπήρχαν στον κόσμο, προτού κοιμηθούμε τη νύχτα έκανα μια βόλτα στην αυλή παρατηρώντας  ένα δέντρο που ύψωνε τα κλαδιά του κατά τον ουρανό και χάνονταν ανάμεσα στα νεφελώματα  σα να αποτελούσε μέρος τους. Ήξερα ότι δεν θα κοιμόμουν καλά επειδή είχα αλλάξει κρεβάτι αλλά ούτε που μ’ ένοιαζε όλα όσα είχαν   συμβεί την προηγούμενη μέρα έμοιαζαν τόσο μακρινά σα να είχαν συμβεί πριν από πολλά χρόνια, όποτε έκλεινα  τα μάτια  έβλεπα εκείνο το χωράφι με τις κερασιές ανθισμένες  όμως και τον αέρα να θροΐζει ανάμεσα στ’  άσπρα λουλούδια,   το ξημέρωμα τα κοκόρια που πρέπει να ήταν πολλά εκεί πέρα χαλούσαν τον κόσμο, από συνήθεια ξύπνησα νωρίς κι όπως τεντωνόμουν ένας σεισμός ταρακούνησε το παλιό πέτρινο σπίτι, η γυναίκα μου ξύπνησε αμέσως, ‘’Αυτός πρέπει να ήταν πολύ κοντά!’’ είπε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...