Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

ΥΑΛΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ

Τη  μέρα του αγίου Βαλεντίνου όλοι αγόραζαν μπουκέτα και γλάστρες, στα λουλουδάδικα  επιτέλους οι άνθρωποι έβλεπαν πελάτες   μετά  από καιρό κι όλοι έφευγαν βαστώντας  τριαντάφυλλα,  κρίνους  κι ανεμώνες σε μπουκέτα,  στα  ζαχαροπλαστεία τα κορίτσια ετοίμαζαν τούρτες, πάστες  και γλυκά σε σχήμα καρδιάς, ‘’Θέλετε να γράψετε μια καρτούλα;‘’ με ρώτησαν χαμογελώντας ‘’Όχι’’ είπα και πήγα κρατώντας μια τούρτα  να βρω τα παιδιά που με περίμεναν στο πατάρι ενός  μαγαζιού.

‘’Ξέρεις πως ξεκίνησε  η γιορτή του Βαλεντίνου ;’’ μου είπε  ο  Κώστας που είχε το μαγαζί και καθόταν μαζί μας, ’’ Ένας ανθοπώλης την έφερε κάπου στις αρχές  του ογδόντα και στην αρχή κανείς δεν ασχολούνταν, όλοι τον δούλευαν, την άλλη χρόνια μερικοί τον μιμήθηκαν κι ο κόσμος άρχισε να ενδιαφέρεται κάπως, την τρίτη χρονιά είχε διαδοθεί σ’ όλη την Ελλάδα κι από τότε έμεινε!’’  Σταμάτησε λίγο να μιλά κοιτάζοντας από ψηλά τον κόσμο που περνούσε κρατώντας λουλούδια και κουτιά δεμένα με κορδέλες, ‘’Έλα το εσπρεσάκι σου!’’ ακούστηκε η Βένια, η γυναίκα του Κώστα που ήταν πολύ όμορφη, απόθεσε το πορσελάνινο φλιτζανάκι και κάθισε μαζί μας, ‘’Ούτε ένα λουλουδάκι δε μου πήρε!’’ παραπονέθηκε σε  μένα κι ύστερα τον  αγκάλιασε.

 Ο Κώστας ήπιε μια γουλιά σα να μη βιαζόταν να απαντήσει ‘’Θα φύγουμε το σαββατοκύριακο Χαλκιδική !’’ είπε  ‘’Φίλε,  κάθε τρεις και λίγο  πάω εκεί και ηρεμώ,  έχω χτίσει σπίτι  σε μια ακρογιαλιά σα  λιμανάκι φυσικό, κλεισμένη γύρω -γύρω από λόφους,  στη μια μεριά ένα βουναλάκι πράσινο αρχίζει να λουλουδιάζει τώρα που  βγαίνει ο Φλεβάρης , θα σε πάρω μια μέρα να δεις τι γίνεται έξω απ’ στο σπίτι μου κοντά στην παραλία,   ανεμώνες γαλάζιες, μαβιές και κόκκινες φυτρώνουν τέτοια εποχή  κοντά στη θάλασσα φτιάχνοντας  ένα χαλί χρωματιστό που σείεται  στο φύσημα του ανέμου, το αγόρασα από κάποιον τύπο που ήταν μερακλής, είχε φυτέψει εκεί πέρα ότι είδος δέντρου μπορείς να φανταστείς, μπροστά στη βρύση είχε κι ένα αγιόκλημα πανέμορφο που μου τόκοψε ένας βλάκας ντόπιος, τον είχα πάρει να μου κάνει κάτι δουλειές και πήγε και το πετσόκοψε, ήθελα να τον σφάξω!’’ τελείωσε τη φράση του.

‘’Ξέρεις τι ωραία περνάμε! πετάχτηκε η Βένια ‘’Όταν  είχε χιονίσει τον Ιανουάριο καθόμασταν  στο σπίτι και παρακολουθούσαμε έξω  ένα  κοπάδι από κοράκια που είχαν μαζευτεί  γύρω απ’ το αυτοκίνητο  μου, ξέρεις τι έκαναν, ανέβαιναν στο καπό του αμαξιού,  από κει γλιστρούσαν στο παρμπρίζ κι έπεφταν κάτω, μετά  πετούσαν ξανά  , για να ξαναγλιστρήσουν και να κυλιστούν στο χιόνι, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι έπαιζαν όπως οι άνθρωποι με είχαν πιάσει τα γέλια,  δεν μπορούσα να σταματήσω, ήταν ότι πιο κουφό έχω δει !’’

Έμοιαζαν ζευγάρι ευτυχισμένο σίγουρα, είχαν και δυο μικρά παιδιά  για τα οποία ο Κώστας χαλούσε κόσμο, τα αγαπούσε σαν παλαβός. Τον ήξερα από παλιά τον Κώστα κι αυτός  με πήγαινε  για κάποιο λόγο, είχε δουλέψει πολύ κι είχε αρχίσει να βαριέται, ήθελε να σταματήσει κάποια στιγμή, κάμποσα χρόνια τα είχε περάσει έξω  δουλεύοντας  στη Γερμανία με μείον είκοσι βαθμούς,  ύστερα τον έστειλαν στην Αυστρία και στη Σλοβενία,  ήταν σε μια εταιρία φύλαξης διάσημων καθώς ήταν αθλητικός  πάντα,  έπρεπε να περάσει μια εκπαίδευση πολύ σκληρή με πολεμικές τέχνες κι άλλα κόλπα από κάτι ισραηλινούς παλαβούς, λέγανε  ότι τον είχανε πάει ένα μήνα κάπου στη Μέση Ανατολή για να μάθει να επιβιώνει στους πενήντα βαθμούς,  είχε μάθει διάφορα, λαβές,  χτυπήματα,  αλλά  ποτέ δε μιλούσε γι αυτά ούτε έκανε φιγούρα, μόνο χανόταν για ώρες στο γυμναστήριο που είχε στο υπόγειο του σπιτιού του και γυμνάζονταν για ώρες με γάντια πυγμαχίας, σάκους του μποξ κι άλλα περίεργα .

 Όταν επέστεψε στην Ελλάδα,  κρατούσε το λογιστήριο  σε μια επιχείρηση,  είχε  ζοριστεί άσχημα εκεί πέρα και τελικά  αποφάσισε ανοίξει το μαγαζί με τις τυρόπιτες είχε μαζί του κι α έναν συνεταίρο, κάποιον στρατιωτικό που είχε λεφτά και δεν μπορούσε μόνος του να κάνει επιχείρηση, η  Βένια που είχε σπουδάσει ένα φεγγάρι διακόσμηση το είχε φτιάξει πολύ ωραίο  με κάτι τζάμια υαλογραφίες  σε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος που θύμιζαν παρεκκλήσι της βόρειας  Ευρώπης,   δεν τον χώνευε τον στρατιωτικό αυτή κι έλεγε για πλάκα ότι θα έπρεπε να του φάνε όλα τα λεφτά καθώς η επιχείρηση ήταν στ’  όνομα τους… 

Ένιωθα στεγνό το λαιμό μου, εκεί μέσα ήταν πολύ ζεστά,  η Βένια  βλέπεις αγαπούσε τη ζέστη, κατέβηκα  στο ισόγειο και κάθισα λίγο  σ’ ένα  ψηλό σκαμπό  χαζεύοντας  τις κοπέλες που στριφογύριζαν και πατούσαν όλη την ώρα  διακόπτες κι όλα εκείνα τα περίπλοκα μαραφέτια,  πίσω  απ’ τα τζάμια του αποχυμωτή  πορτοκάλια και μήλα πράσινα,  μπανάνες κι αχλάδια, τα   μηχανήματα έβγαζαν ατμούς, τα λαμπάκια αναβόσβηναν,  στους τοίχους   πλακάκια γυαλιστερά, μια ζέστη χαλαρωτική, μουσικές έπαιζαν απ’ τα ηχεία κι απ τα χρωματιστά τζάμια έμπαινε  το φως του ήλιου, η Βένια  ετοίμαζε κι έδινε   καφέδες και ροφήματα, χαμογελούσε  κι έδειχνε   ευγενική  μετά από τόσες ώρες δουλειάς. Ένας γέρος  πέρασε και ζήτησε  μια τυρόπιτα, έβγαλε κάτι κέρματα να πληρώσει μουρμουρίζοντας κάτω απ’ την πράσινη  μάσκα που  φορούσε    στο στόμα, οι γέροι φοβούνται πολύ κατά πως φαίνεται για την γρίπη  που σέρνεται, τρέμουν μη πάθουν τίποτα τώρα που ακούγονται διάφορα για τις εποχικές ασθένειες, πήρα ένα ποτήρι νερό  κι ανέβηκα στο πατάρι.

Από το τζάμι του μαγαζιού μπορούσες να δει μέχρι κάτω στη θάλασσα,  όπως σουρούπωνε  εκείνη τη γλυκιά ώρα του δειλινού,  όλα έπαιρναν ένα χρώμα κοκκινωπό σα να διαλύονταν σε κάποια φωτιά αόρατη, απέναντι   μπορούσες να δεις ένα αυτόματο μηχάνημα αναλήψεων που του είχαν βάλει φωτιά , κόσμος πήγαινε κι ερχόταν αέναα στην πλατεία,  ‘’Είμαι ξύπνιος απ’ τις πέντε…’’ άρχισε  πάλι να μιλά ο Κώστας που χασμουριόταν όλη την ώρα  ’’… πίσω απ το μαγαζί έχω το εργαστήριο όπου φτιάχνουμε τις ζύμες,  δίνω μπουγάτσες και τυρόπιτες  για ένα κάρο πρατήρια παντού στην πόλη,  σε λίγο θα πάω να κοιμηθώ λίγο, δε χορταίνω ύπνο!’’ συνέχισε πέφτοντας στην αγκαλιά της Βένιας που είχε ανέβει στο μεταξύ και τον κρατούσε  σα μικρό παιδάκι. 

Μιλούσαν χαμηλόφωνα λέγοντας τα δικά τους  κι εγώ δεν καταλάβαινα  τίποτα όταν  ένας τύπος απ’  το απέναντι τραπέζι  που μας  κοιτούσε  περίεργα όλη την ώρα  σηκώθηκε και μας πλησίασε, ήταν πανύψηλος, πάνω από δυο μέτρα σίγουρα,   ‘’Σε ξέρω εσένα, ψέλνεις στην εκκλησία έτσι δεν είναι; ‘’ μου είπε και μετά άρχισε να μιλά με τον Κώστα, ήταν ο στρατιωτικός  συνεταίρος του,  δούλευε  στην στρατιωτική αεροπορία κάπου στο αεροδρόμιο, ο Κώστας τον κοιτούσε κάπως περίεργα, μίλησαν για το μαγαζί κι έπειτα   άρχισαν να λένε κάτι άσχετο  για ένα μοναστήρι που ήθελαν να επισκεφτούν, ο ψηλός γνώριζε  τον ηγούμενο, ΄΄ Έχω ακούσει γι αυτόν,  λένε ότι είναι πολύ καλός  αλλά λίγο φιλοχρήματος!’’ πετάχτηκε η Βένια που εκείνη την ώρα ανέβαινε τις σκάλες , ο ψηλός την κοίταξε κάπως και συνέχισε δίχως να της δώσει σημασία όμως η Βένια  συνέχισε πεισμωμένη  ‘’Αν  είναι έτσι οι άνθρωποι της εκκλησίας καλά κάνει ο κόσμος και δεν πατά το πόδι του!’’ μονολόγησε  σα να της την έδωσε που ο άλλος αδιαφορούσε γι αυτήν, τότε ο ψηλός που έδειχνε να έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση λόγω του όγκου του  την διέκοψε ‘’ Κορίτσι μου άσε μας να μιλήσουμε, γιατί πάντα θα βρεθεί  μια γυναίκα να χαλάσει την κουβέντα!’’ 

Δεν έπρεπε  να το πει αυτό, η ατμόσφαιρα χάλασε απότομα κι ακολούθησε μια στιγμή αμηχανίας,  ο Κώστας δε μίλησε  ενώ  η Βένια τα πήρε άσχημα, καλά άμα  θύμωνε καλύτερα να μη βρισκόσουν σε ακτίνα βολής γιατί κινδύνευες, πρέπει να της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι,  μιλάμε τον πήρε παραμάζωμα τον ψηλό  κι ούτε χαμπάριασε το μπόι του, ‘’Μη  μου μιλάς έτσι εμένα, αλλά όλοι  εσείς στρατιωτικοί ίδιοι είστε, νομίζετε ότι μπορείτε να διατάζετε τους πάντες  !’’ του είπε κι ο άλλος  τα χρειάστηκε,  έκανε  πίσω σα να τον χτύπησε κάτι ενώ   αυτή  συνέχισε απτόητη  ‘’ Όλοι ίδιοι είστε, γύφτοι όταν πρόκειται να κεράσετε καμιά γυναίκα κι άξεστοι, αγενείς, ήθελα νάξερα τι σου βρήκε ο άντρας μου και σ’  έκανε συνεταίρο του !’’

Ούτε αυτό έπρεπε να το πει η Βένια όμως όταν ξεσπάσει καυγάς δεν μπορείς ποτέ να προβλέψει τι θα γίνει, ξεφεύγουν κουβέντες πάντα που δεν το περίμενες ότι θ ακουστούν δεν μπορούν όλοι ν συγκρατιούνται και να λειτουργούν λογικά. Ο ψηλός  δεν περίμενε τέτοια επίθεση, κοκκίνισε, κάτι ήθελε να πει όμως δεν έβρισκε τα λόγια, ο Κώστας πάλι αν και φαινόταν ήρεμος παρακολουθούσε κάθε κίνηση αλλά δεν έβλεπα ότι θα μπορούσε  να κάνει πολλά πράγματα με το άλλο το θηρίο που στέκονταν εκεί πέρα τρομακτικό κι ανεξέλεγκτο,  τότε ο ψηλός έκανε το δεύτερο του λάθος και κινήθηκε ενάντια  στη γυναίκα που τον έλουζε με κοσμητικά επίθετα  έχοντας συνηθίσει  φαίνεται να επιβάλλεται με κάθε τρόπο, πήγα να μπω στη μέση γιατί δεν μπορούσα να μην κάνω τίποτα όταν ο Κώστας πετάχτηκε σα διάβολος απ τη θέση του,  χτύπησε δυο τρεις φορές πολύ γρήγορα και πολύ δυνατά τον ψηλό στο λαιμό και στο στήθος, ύστερα του κατάφερε μια κλωτσιά στο πόδι κι άλλη μία κι ο άλλος σωριάστηκε σαν τον Γολιάθ στο πάτωμα, ο Κώστας πήδηξε από πάνω του,  στριφογύρισε το χέρι του άλλου κι ο ψηλός αναγκάστηκε να  πέσει μπρούμυτα ‘’Μη ξανατολμήσεις ν’  απλώσεις χέρι στη γυναίκα μου!’’ ούρλιαξε

Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο, ήταν πολύ γρήγορο και πολύ αποτελεσματικό,  κεραυνοβόλο μπορείς να πεις,  τα μάτια της Βένιας γυάλιζαν ‘’Πήγαινε κάτω !’’ την διέταξε κι αυτή δεν επέμεινε, δεν περίμενε σίγουρα  ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν  έτσι,  ο Κώστας έμοιαζε να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση ‘’Εντάξει-  εντάξει σταμάτα, άσε με!’’ φώναζε ο ψηλός κι ο Κώστας τον άφησε, όταν σηκώθηκε ξανά όρθιος ανάσαινε βαριά και το μόνο που είπε ήταν ‘’Θα τα πούμε!’’ ύστερα κατρακύλησε τις σκάλες και βγήκε έξω στο δρόμο με μεγάλα βήματα.

Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα, μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν όπως στις ταινίες ακριβώς όπου όλα γίνονται πολύ γρήγορα μόνο που αυτό ήταν αληθινό κι είχε συμβεί μπροστά μου,  καθώς έφευγα απ’  το μαγαζί χαιρέτησα τη Βένια που έμοιαζε ταραγμένη όμως συνέχιζε να εξυπηρετεί τον κόσμο ανεβοκατεβάζοντας λεβιέδες κι αναβοσβήνοντας διακόπτες,  οι ατμοί  εξακολουθούσαν να βγαίνουν από τα μηχανήματα του καφέ νοτίζοντας  πλακάκια στους τοίχους, ο ήλιος που χανόταν κάτω στην παραλία εκείνη την  ώρα τρυπούσε για τελευταία  φορά τα  τζάμια διαθλώντας το φως του σε όλα τα χρώματα της ίριδας,   έξω στην πλατεία ο ψηλός είχε χαθεί ανάμεσα στη βουή του κόσμου που πήγαινε κι ερχόταν αέναα, στα λουλουδάκια ακόμα έδιναν μπουκέτα κι ανθοδέσμες... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...