Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

ΝΕΡΑ ΥΦΑΛΜΥΡΑ


Ο παππούς της έδερνε τη γυναίκα του, έτσι ήταν οι πόντιοι, βίαιοι, τα είχε ακούσει αυτά από τη γριά γιαγιά της που είχε ζήσει ως τα εκατό, είχε μεγαλώσει σ’ ένα χωριό όπου έπιναν νερό υφάλμυρο, την πρώτη γυναίκα του εκείνος ο παππούς την είχε χτυπήσει άσχημα κι ύστερα έτρεχε με το κάρο στον γιατρό να τη σώσει γιατί ήταν έγκυος, φυσικά η γυναίκα πέθανε μαζί με το παιδί κι ο παππούς της πήρε την γιαγιά της που κι εκείνη φυσικά την έδερνε, αυτά ήταν συνηθισμένα πράγματα τότε, όλοι τα δέχονταν, οι άντρες έδερναν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έβαζαν τις νύφες να τους πλένουν τα πόδια, ήταν μέρος της ζωής, η παράδοση τους. Ο πατέρας της πάλι είχε έρθει από την Κρήτη στην Μακεδονία, ήταν χωροφύλακας κι είχε πολεμήσει με τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές υπό τον στρατηγό Φράιμπεργκ τον Νεοζηλανδό, της είχε αφήσει κι ένα μετάλλιο από κείνες τι μάχες που το είχε φυλάξει σαν κειμήλιο. Στο μέρος όπου τον είχαν στείλει γνώρισε την μάνα της, κόρη εκείνου του τύπου του βίαιου, την είχε πάρει κάτω στην Κρήτη κι εκεί της έκανε εντύπωση που έβαζαν μια πετσέτα άσπρη στα πόδια των αντρών όταν έτρωγαν, δεν το είχε ξαναδεί, το σπίτι του χωροφύλακα το πατρικό έβλεπε κατά το Λιβυκό Πέλαγος, όταν φυσούσε από κει ήταν ο θεός να σε φυλάει, σήκωνε τον τόπο ολόκληρο, πήγαιναν μαζί στα βράχια της παραλίας και μάζευαν σταμναγκάθια, πολύ της άρεσαν, πολύ πιο νόστιμα απ τα ραδίκια, είχαν μια γεύση αρμυρή από το αλάτι που τις έλουζε όποτε έπιανε αέρας και γέμιζε σταλαγματιές θαλασσινές τα βράχια, το μόνο άσχημο εκεί κάτω ήταν το νερό, δεν πίνονταν.

Η μάνα κι η γιαγιά γυρνούσαν όλη την ώρα στο μυαλό της. Ξημέρωνε ψυχοσάββατο και κάθε χρόνο τους έφτιαχνε κόλλυβα για να διαβαστούν στην εκκλησία τα ονόματα τους, το βράδυ της παρασκευής ένιωθε κάπως περίεργα, δε την έπιανε ο ύπνος και είδε μια ταινία μ ένα ζευγάρι που είχε αποκτήσει ένα παιδί προβληματικό και δεν ήξερε τι να το κάνει, είχε χάσει κι αυτή ένα παιδί, το είχε σχεδόν ξεχάσει αλλά εκείνο βρισκόταν κάπου θαμμένο κι έβγαινε τώρα στην επιφάνεια, είχε μείνει έγκυος κι οι γιατροί της είπαν ότι θα έβγαινε με κάποια δυσμορφία, είχε κάνει έκτρωση κι εκείνη η εμπειρία ήταν η χειρότερη της ζωής της, ο άντρας της δεν είχε ασχοληθεί καθόλου σα να μη τον ένοιαζε, από τότε είχε κρυώσει μαζί του και τελικά τον χώρισε. Το πρωί πήγε κόλλυβα στην εκκλησία, σκόπευε έπειτα να πιει ένα καφέ με μια φίλη της που είχε κι εκείνη κάτι θεματάκια με τον άντρα της, την είχε απειλήσει, είχε αρχίσει να σηκώνει και χέρι κι αυτή ήταν πάντα ευαίσθητη σε κάτι τέτοια, θυμόταν τη γιαγιά και τη μάνα της.
Όταν ο παπάς διάβασε τα ονόματα που είχε δώσει κι άκουσε αυτό της μητέρας της κάτι σκίρτησε μέσα της, πολύ της είχε στοιχίσει η απώλεια της, ήταν εργατική κι άξια γυναίκα, δεν σήκωνε και πολλά απ’ τον βλαμμένο τον παππού της γι αυτό και παντρεύτηκε πολύ μικρή για να το σκάσει, με τον κρητικό μετακόμισαν πρώτα σε μια κωμόπολη όπου έχτισαν το σπίτι τους, μόνη της είχε σκάψει τα θεμέλια του σπιτιού , άκου τώρα τι γινόταν τότε, έσκαβε πόσες μέρες εκεί πέρα κι ύστερα την έκοβε κι από σχέδιο, όλο παρατηρήσεις έκανε στον μηχανικό που σήκωσε τα ντουβάρια, ο άνθρωπος είχε πάθει πλάκα αλλά δεν πρόσεχε τον εαυτό της και το είχε πληρώσει. Όλη εκείνη η γενιά βέβαια είχε φύγει και φεύγει αδιάβαστη , είχαν βρεθεί σ’ εποχές ευμάρειας, δουλειές υπήρχαν παντού κι είχαν πέσει με τα μούτρα να προκόψουν, ήταν δουλευταράδες άνθρωποι μαθημένοι στα χωράφια κάτω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες δεν ήθελαν να κάθονται στο σπίτι και να νταντεύουν παιδιά, στα εργοστάσια και στις βιοτεχνίες βρήκαν το στοιχείο τους, στα χωράφια περνούσαν ώρες ατελείωτες οπότε η δουλειά στο εργοστάσιο ήταν παιχνίδι, με παρέα και κουβεντολόι ούτε καταλάβαινες πότε βράδιαζε. Δούλευαν δύο και κάποιες φορές τρεις βάρδιες, δε χόρταιναν, κι έπαιρναν βέβαια και λεφτά καλά, πάντρεψαν τα παιδιά , έφτιαξαν σπίτια, άνοιξαν λογαριασμούς όλα όμως έχουν το αντίτιμο τους γιατί σακατεύτηκαν, τα σώματα τους τσάκισαν, δίπλωσαν, δεν πήγαιναν και τακτικά στους γιατρού, εξετάσεις προληπτικές και τσεκ απ δεν ήταν πολύ γνωστά τότε κι έτσι όλοι καθάρισαν γρήγορα, εκεί γύρω στα εξήντα -εξήντα πέντε μη σου πω και πιο νωρίς, άρχιζαν να σπάνε και να εμφανίζουν ένα κάρο προβλήματα, τα πόδια, τα χέρια, η καρδιά, το στομάχι, η μηχανή είχε πάθει μπλακ άουτ, όλα θέλουν μια ρέγουλα, ένα κράτημα κι εκείνη η γενιά δεν το είχε σκεφτεί, κατέρρευσε πολύ γρήγορα.
Ο πατέρας της πάλι είχε ζήσει ακόμα λιγότερο, τον θυμόταν να μαγειρεύει γιατί του άρεσε, μια φορά τους είχε φτιάξει μυδοπίλαφο κι από τότε ήταν το αγαπημένο της φαγητό, κανείς δεν το έφτιαχνε όπως ο πατέρας της. Οι απώλειες των γονιών την είχαν τρομάξει κι είχε το νου της συνέχεια, δεν είχε σκοπό ν’ αποχαιρετήσει τον κόσμο τόσο νωρίς, πρόσεχε την διατροφή της, απέφευγε τα λιπαρά, πήγαινε γυμναστήριο, έκανε όλες τις εξετάσεις, αξονικούς , ακτινογραφίες, ήθελε να ζήσει περισσότερο από την μητέρα της κι όταν είχε ανακαλύψει ένα όγκο τρόμαξε παρά πολύ όμως οι γιατροί της είπαν να μη φοβάται, όγκος είχε πετρώσει με κάποιον τρόπο μαζεύοντας άλατα γύρω του κι είχε απενεργοποιηθεί, ένιωθε πάντως ικανοποιημένη που τον είχε εντοπίσει…
Περπατώντας στη γειτονιά της έκοψε ένα κλαράκι από μια πασχαλιά που είχε ανθίσει, οι πασχαλιές ήταν από τα λίγα λουλούδια που άντεχε στο δωμάτιο, πολλές φορές γέμιζε ένα βάζο μεγάλο με μπουκέτα και το κρατούσε μέρες πολλές , ότι άλλο λουλούδι τύχαινε να βάλει στο σπίτι το πήγαινε στο μπαλκόνι, την έπνιγαν, δεν τα μπορούσε, ειδικά τα ζουμπούλια που είχαν εκείνο το βαρύ άρωμα της έφερναν λιποθυμία, το ίδιο ένιωθε και με τις δυνατές κολόνιες που της φαινόταν ανυπόφορες, αν τύχαινε να νιώσει καμιά τέτοια στο λεωφορείο κατέβαινε αμέσως. Οι πασχαλιές όμως ήταν άλλο πράγμα, της θύμιζαν την μητέρα της που πάντα έβρισκε να φέρει μαβιά λουλούδια την άνοιξη, βαδίζοντας προς το κέντρο είδε ένα γέρο ζητιάνο που άπλωνε το χέρι απέναντι στον ήλιο, μια μουσική έπαιζε από κάπου, του έριξε ένα κέρμα, τους γέρους και τις γριές τις λυπόταν όχι όμως εκείνα τα πονηρά τα μικρά που τα είχαν από κοντά οι μανάδες τους, κάτι γύφτισσες απαίσιες, αυτές δεν τις χώνευε καθόλου, σχεδόν τις μισούσε, ποτέ δεν τις είχε δώσει ούτε μια δραχμή !
Όταν βρήκε την φίλη της αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, το αριστερό της μάτι ήταν μαυρισμένο, ‘’Χτύπησα κατά λάθος!’’ της είπε όταν ρώτησε αλλά εκείνη ήταν σίγουρη ότι ο άντρας της το είχε καταφέρει αυτό, όλο της έλεγε πόσο ηλίθια ήταν που δεν τον χώριζε, αν μη τι άλλο είχαν περάσει δεκαετίες από τότε που ο παππούς της, εκείνος ο βάρβαρος κι αναίσθητος, κοπανούσε την γιαγιά της όμως η φίλη της ήταν ξερό κεφάλι κι επέμενε ‘’Θα έρθει από δω ο άλλος, κανόνισε μη μιλήσεις !’’ της είπε με το που τον είδε όμως το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της. Οι δυο γυναίκες λέγανε τα δικά τους κι εκείνος έδειχνε αδιάφορος, η φίλη της είπε για ένα όνειρο που είδε, έπινε λέει από μια πηγή με νερό γλυφό, πίστευε σε κάτι τέτοια, ‘’Το ξέρεις ότι παλιά έδιναν μεγάλη σημασία στα όνειρα, ο Ιωσήφ για παράδειγμα έγινε σύμβουλος του Φαραώ επειδή εξήγησε αυτά που είχε δει στον ύπνο του ο αιγύπτιος βασιλιάς ’’ είπε η φίλη κι αμέσως πετάχτηκε ο δικός της ‘’Καλά είστε πολύ βούρλα να πιστεύετε τέτοια παραμύθια, που ζείτε ρε φίλε, τ’ ειν αυτές οι γυναίκες !’’ έκανε γεμάτος ειρωνεία μ’ έναν αέρα απίστευτα αλαζονικό και τότε εκείνη δεν άντεξε ‘’ Βρε αγράμματε , αυτό που εσύ θεωρείς ξεπερασμένο είναι η βάση όλου του δυτικού πολιτισμού !’’ του πέταξε με την οργή να πλημμυρίζει το σώμα της κι ο άλλος έμεινε κόκαλο, τι στο διάβολο ήταν αυτό που του έλεγε, ποιος ήταν ο δυτικός πολιτισμός κι εκείνη η βάση τι σήμαινε, τι ακαταλαβίστικα ήταν αυτά, γιατί δεν του τα είχαν πει νωρίτερα να είναι προετοιμασμένος, δεν είπε τίποτα, κοκκίνισε, κατάπιε τη γλώσσα του, η φίλη ήθελε να γελάσει και κρατιόταν, ήταν μια βιβλική σκηνή!
Έφυγε κατασυγχυσμένη από κει πέρα, κι ούτε είχε όρεξη για τίποτα, στο σπίτι στριφογυρνούσε στα δωμάτια προσπαθώντας να ηρεμήσει, πόσο ανόητος ήταν ο τύπος, πόσο σκεπάρνι, και πως ήταν δυνατόν μέσα στην άγνοια του να είναι τόσο επηρμένος, πως ήταν δυνατό να είναι τόσο ζώα οι άντρες κι οι γυναίκες πάλι πόσα χρόνια, πόσους αιώνες θα χρειαζόταν για να βρουν μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια, είχαν γίνει τόσες επαναστάσεις, τόσες αλλαγές κι όμως στην ουσία πάντα ο ισχυρός είχε το πάνω χέρι. Ξάπλωσε λίγο κι ένοιωσε κάτι να την πνίγει, φοβήθηκε ότι μπορεί να έφταιγαν οι πασχαλιές, και τις έβγαλε στο μπαλκόνι, εκείνη τη νύχτα είδε ένα όνειρο :
ήτανε λέει κλεισμένη στο σχολείο που είχε πάει μικρή μαζί με κάτι παιδιά και δεν μπορούσαν να βγουν, το μέρος ήταν σκοτεινό, από πουθενά δεν έμπαινε φως, κάτι απειλητικό πλανιόταν στον αέρα όπως συμβαίνει στα όνειρα χωρίς να μπορείς να το προσδιορίσεις, με πολύ κόπο κατάφερε ν ανοίξει την πόρτα κι έβγαλε τα παιδιά έξω σ’ ένα μέρος πράσινο με τον φόβο μήπως γυρίσει αυτός που τα είχε σφαλίσει εκεί μέσα, μήπως φανεί εκείνη απειλή που δεν προσδιορίζεται, ύστερα γκρέμισε την σκεπή του σχολείου, ήταν ο μόνος τρόπος να μπει φως στο σκοτεινό εκείνο μέρος, τα παιδιά, κάτι μικρά με κεφαλάκια ξανθά και σκούρα καθόταν στο χορτάρι φοβισμένα σα να μη πίστευαν ακόμα ότι ξέφυγαν , κατόπι άρχισαν να περπατούν στοιχισμένα σ’ ένα μονοπάτι όπου είχαν σκορπίσει τα πέταλα μιας αχλαδιάς παντού στο χώμα σα να είχε χιονίσει, ανάμεσα τους ήταν και το δικό της, εκείνο που είχε χάσει, θέ μου πόσο είχε μεγαλώσει, πως τα είχε καταφέρει μόνο του, γιατί  δεν της είχαν πει τίποτα , καθόταν εκεί μαζί του περνώντας τα δάχτυλα στα μαλλιά του, γύρω έπεφταν συνέχεια πέταλα άσπρα σα να χιόνιζε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...