Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

‘’Έλα πάρτε γλυκά , είναι απ’ την Καρβάλη, οι καλύτεροι κουραμπιέδες που υπάρχουν!’’ είπε ο Χάρης προσφέροντας το κουτί κι εμείς σπεύσαμε να τσιμπήσουμε κάνα κομμάτι προσέχοντας μη λερωθούμε από την σκόνη, όλο μας έταζε ότι θα έφερνε κι όλο το ξεχνούσε, ξέραμε βέβαια ότι δούλευε στο πιο φημισμένο μαγαζί εκεί έξω απ’ την Καβάλα που έφτιαχνε κουραμπιέδες ξακουστούς, καλύτερους απ’ αυτούς που φτιάχνουν οι τούρκοι οι οποίοι υποτίθεται έχουν το όνομα, φορτηγά ολόκληρα έστελναν στη Γερμανία κι ο ζαχαροπλάστης είχε πιάσει όλη την αγορά από τότε ειδικά που ο ανταγωνιστής του είχε χάσει απίστευτα ποσά στο καζίνο της Ξάνθης κι είχε χρεοκοπήσει αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο.

‘’Πάρτε παιδιά !’’ φώναξε πάλι ο Χάρης κάνοντας ένα γύρο το κουτί σ’ όλη την παρέα που άπλωνε τα χέρια, είχαμε μέρες να τον δούμε, ακούγαμε ότι έκανε τον οδηγό για τον ζαχαροπλάστη κι έβγαζε καλό μεροκάματο όμως δεν του έμενε τίποτα, όλα τα έτρωγε από δω κι από κει πίνοντας, απ’ όταν είχε χάσει τη γυναίκα του είχε καταρρεύσει, λέγανε ότι ήταν μια μελαγχολική, περίεργη, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε γίνει και πως είχε συμβεί το πράγμα, το σίγουρο ήταν ότι αυτός είχε πια πάρει την κάτω βόλτα και δεν σταματούσε, δεν πήγαινε καλά, ήθελε να πουλήσει κι ένα οικόπεδο που είχανε με τον αδερφό του κι ήταν στα μαχαίρια.

Κανείς δεν ήξερε κι ούτε ρωτούσαμε λεπτομέρειες, τρώγαμε μονάχα τους κουραμπιέδες που πραγματικά ήταν τέλειοι. Ήμασταν εκεί κάμποση ώρα, μερικοί είχαν κλείσει οκτάωρο, είχαν έρθει από νωρίς, δεν είχαν δουλειά άλλωστε καθώς στην αγορά δεν κινούνταν ούτε φύλλο, ήταν πια απόγευμα προχωρημένο προς βράδυ, κείνη την ώρα σταματούσαν στο στέκι που καθόμασταν κάτι παιδιά από μια ταχυδρομική εταιρεία να φάνε ένα σάντουιτς και να ξεκουραστούν από τα αλλεπάλληλα δρομολόγια καθώς είχαν πουντιάσει μες τον αέρα και στο κρύο όλη την ώρα. Ένας πλανόδιος μάζευε αργά τα βιβλία που πουλούσε και τα παλιά νομίσματα τοποθετώντας τα σ’ ένα κουτί , απέναντι μας ένας τύπος που κοιμόταν στο αυτοκίνητο του έβγαινε να ξεπιαστεί λιγάκι, κοπάδια από κοράκια προσγειώνονταν στις κεραίες των πολυκατοικιών καθώς σκοτείνιαζε, δυο σειρές από κολώνες φώτιζαν τους δρόμους που έβγαζαν κατά τη θάλασσα, τα βουνά αντίκρυ στεφανωμένα με χιόνια λούζονταν στο κόκκινο φως του ήλιου που είχε χαθεί, αεροπλάνα έβγαιναν μέσα απ’ τα σύννεφα με τους προβολείς αναμμένους σα διαστημόπλοια αλλόκοτα.

‘’ Έχω κι άλλους, μη τρελαίνεστε!’’ ακούστηκε ξανά ο Χάρης ξεκουμπώνοντας ένα σακίδιο που είχε στη πλάτη ‘’ Φεύγω για το Όρος, θα κοιμηθώ ένα βράδυ στην Ουρανούπολη και μετά θα κλειστώ εκεί πέρα λίγες μέρες να ηρεμήσω!’’ συνέχισε γελώντας, έδειχνε χαρούμενος, νηφάλιος, σοβαρός, ζήτησε και συγνώμη από μένα επειδή μια βράδια που ήταν πιωμένος είχαμε αρπαχτεί, ‘’Είχες δίκιο!’’ παραδέχτηκε κι έπειτα συνέχισε τα δικά του ‘’Θα πάω εκεί λίγο παιδιά να ηρεμήσω, τελευταία έχω κάτι πονοκεφάλους, μ’ έχουν σαπίσει, δοκίμασα χάπια και φάρμακα, δε γίνεται τίποτα και το μόνο που απομένει είναι να φύγω για λίγο, εκεί πέρα ξεχνιέμαι κι όλα περνούν!’’ αποτέλειωσε τα λόγια του λέγοντας ότι θα πήγαινε να βοηθήσει έναν καλόγερο φίλο του σ ένα μοναστήρι όπου επικρατούσε αναστάτωση γιατί κάποιος είχε κλέψει μια λειψανοθήκη παλιά που έλεγαν ότι περιείχε κομμάτια από το αγκάθινο στεφάνι του Χριστού, την είχαν εκεί από αιώνες πολλούς, ήταν το καμάρι του μοναστηριού, από τότε που είχε χαθεί είχαν γίνει όλα άνω κάτω και πολλοί καλόγεροι είχαν αποσυρθεί στις σκήτες τους.

‘’Ξέρεις πως μου ακούγεται η βροχή εκεί στο όρος, σαν μουσική απ’ τα πλήκτρα του πιάνου …’’ συνέχισε ο Χάρης που είχε κάνει μια παύση μιλώντας με κάποιον στο κινητό ‘’ Έτσι μου φαίνεται όταν βρέχει τη νύχτα και το πρωί κατεβαίνω κάτω στην παραλία από ένα μονοπάτι γεμάτο γούρνες με νερό καθαρό, βγαίνω στην αμμουδιά που έχει πάρει σχήματα απ’ το κύμα που σκάει όλη την ώρα και ηρεμώ, ξεχνιέμαι, μου περνούν όλοι οι πονοκέφαλοι, είναι το καλύτερο φάρμακο σας λέω, περπατώ ανάμεσα στα βότσαλα κι αδειάζει το μυαλό μου απ’ όλες τις άσχημες σκέψεις, κοιτάζω τα άστρα το βράδυ ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό και νιώθω πιο ελαφρύς σα να έχουν φύγει από πάνω μου οχτακόσιοι τόνοι που με πατούσαν και με πίεζαν, δε μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλη ανακούφιση είναι να βλέπω το νερό της θάλασσας που πάει κι έρχεται ασταμάτητα και να σκέπτομαι πόσο μικρή είναι η ζωή, πόσα χάνουμε κυνηγώντας κάθε μέρα ένα κάρο βλακείες, λεφτά και σπίτια, αμάξια και περιουσίες, φιλοσοφώ εκεί πέρα, νιώθω άνθρωπος !’’

Ο Χάρης σώπασε και κανένας δε μίλησε για λίγη ώρα σα να ταξιδεύαμε μαζί του σ’ εκείνο το μέρος με τα βότσαλα, τα άστρα που σκαρφάλωναν τη νύχτα στο στερέωμα και τη θάλασσα που πηγαινοέρχονταν αέναα. Ήταν πολύ όμορφα αυτά που μας περιέγραφε , του άρεσε πολύ το Όρος, ηρεμούσε κι ήμασταν σίγουροι ότι στο βάθος του μυαλού του το είχε σαν μια εναλλακτική αν όλα πήγαιναν στραβά, του πήγαινε η ερημιά κι η ησυχία, μας το είχε πει πολλές φορές, παρατηρούσε τα πάντα γύρω του τα πουλιά και τις κουκουβάγιες που χουχούλιαζαν τη νύχτα, τα κουνάβια και τα γεράκια , τους σπίνους και τις καρδερίνες, του άρεσε κι η βροχή που ήταν συχνή τέτοια εποχή τον βοηθούσε να κοιμηθεί και να ξαλαφρώσει, οι σταγόνες που έπεφταν πάνω στις σκεπές τον ησύχαζαν καθώς κουδούνιζαν στ’ αυτιά σαν μουσική απαλή κατά πώς έλεγε.

Πολλές φορές μας είχε πει ότι ήθελε να φύγει, σκεφτόταν να φτιάξει ένα αγρόκτημα κάπου στην επαρχία, έλεγε ότι πια η πόλη δεν τον τραβούσε, είχε χάσει την παλιά λάμψη της, δεν υπήρχαν πια τα μαγαζιά κι οι ταβέρνες που μάζευαν τόσο κόσμο κάποτε, οι συνοικίες είχαν αδειάσει, καφενεία έκλειναν, στόρια κατέβαιναν, άνθρωποι χανόταν πίσω από πόρτες που σφάλιζαν, μια εικόνα παρακμής, ένα κάρο παιδιά είχαν φύγει στο εξωτερικό, κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε, οι πρόσφυγες που είχαν έρθει εκεί πέρα δεν τα ήξεραν όλα αυτά και πως θα μπορούσαν άλλωστε, δεν καταλάβαιναν και δεν τους ένοιαζε, αυτοί ήθελαν να φύγουν για την Ευρώπη κι εδώ ήταν ένας σταθμός τίποτα άλλο.

Όλο έλεγε ότι θα φύγει ο Χάρης κι όλο εκεί μαζί μας ήτανε βέβαια, όλους μας βαστούσε κάτι που είχε αυτή η πόλη, μολονότι είχαν αλλάξει όλα μπορούσες ακόμα να δεις τις πολεμίστρες των κάστρων ανάμεσα στις γκρίζες πολυκατοικίες, στις γκρεμισμένες αψίδες των πυλών που υποδέχονταν κάποτε τους επισκέπτες, οι γάτες περπατούσαν και σουλατσάριζαν αγνοώντας εντελώς την ιστορία, στην μεγάλη πλατεία τύποι με μαλλιά σχοινένια έπαιζαν κάτι περίεργα όργανα σαν τύμπανα στρογγυλά που έβγαζαν έναν ήχο μαλακό, ο κόσμος σταματούσε να τους δει, άλλοι έβγαζαν βίντεο με τις κάμερες τους κι εκείνες τις στιγμές όλα μεταμορφώνονταν μαγικά κι αποκτούσαν μια λάμψη όπως παλιά.

’’Έ, αφήστε και κανένα κουραμπιέ για μένα !’’ είπε κάποιος κι όλοι γυρίσαμε να δούμε έναν μεγαλόσωμο τύπο με ξυρισμένο κεφάλι που άρπαξε ένα κέρασμα τινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα του, ‘’Φιλαράκι πως είσαι ρε, χρόνια και ζαμάνια!’’ απευθύνθηκε στον Χάρη κι εκείνου τα μάτια άστραψαν, ‘’Που είσαι αδελφέ!’’ φώναξε και τον αγκάλιασε, ύστερα πιασαν κουβέντα οι δυο τους σα να μην υπήρχε γύρω κανείς άλλος, γνωριζόντουσαν από παλιά, από τότε που δούλευαν κι οι δυο τους παρκαδόροι σ’ ένα παρκινγκ κάποιου μπουζουξίδικου κι έβρισκαν πεταμένα στα καθίσματα πιστόλια και σακουλάκια με σκόνες περίεργες, ο ξυρισμένος δούλευε σε μια εταιρία που έκανε έλεγχους στα βενζινάδικα βρίσκοντας ένα σωρό κλοπές κα λαμογιές, φώναζαν δυνατά σα να καυγάδιζαν, λέγανε για τα παλιά στέκια και για τα μούτρα της νύχτας, για κάτι πιστολάδες κι άλλους μάγκες φουσκωτούς, φλυαρούσαν μιλώντας για κάτι παλιές ντισκοτέκ όπου γινόταν διαγωνισμοί χορού και για γυναίκες ωραίες που χαλούσαν κόσμο κάποτε, κι ύστερα το γυρνούσαν για το ταξίδι του αναχωρητή που θα πήγαινε σ’ εκείνη τη σκήτη να βοηθήσει τον καλόγερο με τις επισκευές γιατί έπιαναν τα χέρια του.

Κάποια στιγμή σταμάτησαν για λίγο οι κουβέντες σα να σκέφτονταν καθένας αυτά που είχαν ειπωθεί, ο Χάρης έσβησε το τσιγάρο που κρατούσε κι άρχισε να μιλά σιγά στο φίλο του, αμέσως έγινε σιωπή απόλυτη κι όλοι προσπαθούσαμε ν’ ακούσουμε σα να καταλάβαμε ότι κάτι σημαντικό θα ήταν αυτό που επρόκειτο να πει: ‘’ Κοντά στην σκήτη που επισκευάζουμε έχει ένα ρέμα γεμάτο λακκούβες και πολλές φορές βρίσκεις ψαράκια να κολυμπούν μέσα του, μια μέρα είχα πάει να μαζέψω ξύλα για τη φωτιά, όπως κατεβαίνω το ρυάκι βλέπω μπροστά μια μεγάλη λακκούβα γεμάτη νερό καθαρό και κάτι να κινείται μέσα της, πλησιάζω να δω τι ήτανε κι όπως σκύβω ακούω έναν κρότο σα να τσάκιζε κάποιος ξύλα με μεγάλη δύναμη ενώ πουλιά πετάγονταν τρομαγμένα απ’ όλες τι μεριές, γυρνώ πίσω μου κι αντικρίζω ένα από κείνα τα μεγάλα οχήματα , τα ούνιμοκ που έχουν εκεί πέρα για τις δουλείες τους , να έρχεται κατά πάνω μου με τις μπάντες, κάποιος βλάκας μοναχός που δεν ήξερε να οδηγεί είχε χάσει τον έλεγχο κι έφευγε φουνταριστός για τη θάλασσα, δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο για να ξεφύγω από το να βουτήξω στο νερό της λακκούβας που ήταν καθαρό σαν κρύσταλλο, βουτάω καθώς το ουνιμοκ φεύγει με φόρα και καρφώνεται ίσια στη θάλασσα, δεν πρόλαβα να δω τίποτα άλλο.

Με το που έβαλα το κεφάλι μου κάτω απ’ το νερό βλέπω βυθισμένο στη λάσπη ένα κουτί γυαλιστερό με σχέδια απάνω του, αμέσως κατάλαβα ότι ήταν η κασετίνα που είχε χαθεί, ξέχασα εντελώς τον παλαβό τον καλόγερο και τι είχε απογίνει, ήμουν εντελώς καρφωμένος στο γυαλιστερό κουτί και μου φάνηκε ότι έμεινα κάτω απ’ το νερό ώρα πολύ μέχρι που κόπηκε η ανάσα μου, βγήκα γρήγορα έξω, ο καλόγερος είχε πεταχτεί πανικόβλητος με τα ράσα μουσκεμένα ενώ το ούνιμοκ είχε γείρει στο πλάι μες τη θάλασσα με τα κύματα να σκάνεν πάνω του, ξαναβούτηξα και τράβηξα την κασετίνα απ’ το βυθό, ξεκόλλησε εύκολα, την έβγαλα στο φως, ήταν άθιχτη, ποιος ξέρει πως είχε βρεθεί εκεί μέσα, την κράτησα λίγο στα χέρια μου, πολύ ψιλοδουλεμένη γύρω -γύρω και στο μπροστινό σημείο κάτι γράμματα αρχαία, δοκίμασα το καπάκι κι άνοιξε, κάτω από το τζαμάκι υπήρχε κάτι σαν κλαδάκι μαυρισμένο, το αγκάθι από το στεφάνι του Χριστού, έμεινα κάμποση ώρα εκστασιασμένους να το κοιτώ, από πού είχε έρθει εκεί πέρα και πόσοι το είχαν προσκυνήσει, τι όμορφο που το είχαν φτιάξει, τι ευλογία να το βρω με τέτοιο τρόπο, ήταν υπέροχο, ξαφνικά ένιωσα να παγώνω, ήμουν μούσκεμα, έπρεπε να στεγνώσω γρήγορα, πίσω μου ο καλόγερος έβγαινε στην κι εκείνος τσαλαβουτώντας, ξεκίνησα ν’ ανεβαίνω το μονοπάτι ακολουθώντας το ρέμα, όπως σήκωσα το κεφάλι είδα ένα σύννεφο να κατεβαίνει χαμηλά φτιάχνοντας μια χοάνη όπως αυτή των ανεμοστρόβιλων που έφτανε μέχρι ψηλά στο στερέωμα, ήμουνα σίγουρος ότι ήταν η πύλη του ουρανού’’.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...