Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

ΚΑΤΑΓΜΑ ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟΥ

Πάνω απ’ τον ποταμό που κυλούσε αφρίζοντας κρέμονταν μια γέφυρα παλιά, στερεωμένη σε συρματόσκοινα σκουριασμένα, μας είπαν ότι ήταν γερή, δοκίμασα να περάσω απέναντι, έκανα μερικά βήματα μα όσο προχωρούσα τόσο περισσότερο παλαντζάριζε, φοβήθηκα, το ρεύμα φαίνονταν αρκετά βαθύ, όταν έφτασα στη μέση τρόμαξα, το ξύλινο πάτωμα έτριζε κάτω απ’ τα πόδια μου ενώ τα λασπωμένα νερά κατέβαιναν απειλητικά, εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα μέσα μου ‘’Άμα πέσεις εδώ μέσα μάγκα μου την έχεις βαμμένη!’’, στράφηκα γρήγορα προς τα πίσω και βγήκα από κείνο το καταραμένο μέρος, η γυναίκα μου που με παρακολουθούσε όλη την ώρα μου έριχνε κάτι ματιές άγριες για τις κουταμάρες που έκανα …

Παρά την τρομάρα που πήρα η εκδρομή έδειχνε τέλεια, περνούσαμε καλά, ήμασταν τέσσερα άτομα, είχαμε ξεκινήσει νωρίς με το αμάξι να δούμε αυθημερόν εκείνη την ξένη χώρα για την οποία είχα ακούσει ένα κάρο ιστορίες. Το πρωί, την ώρα της αναχώρησης, έβρεχε αλλά αυτό έκανε πιο ευχάριστη και δροσερή την ατμόσφαιρα, στα σύνορα ούτε που μας κοιτάξανε, έριξαν μόνο μια ματιά στις ταυτότητες και μας άφησαν να περάσουμε, πολύ εύκολο μου φάνηκε. Σ’ ένα πρατήριο όπου όλοι μιλούσαν ελληνικά βάλαμε βενζίνη που ήταν πιο φτηνή και μετά σταθήκαμε σ’ ένα χωριό να πιούμε έναν καφέ δίπλα στο ποτάμι με την κρεμαστή γέφυρα. Το τοπίο εκεί πέρα ήταν θαυμάσιο, πανέμορφο, τα δέντρα έριχναν τον ίσκιο τους, το νερό έτρεχε με ορμή κάτω απ’ τα φυλλώματα, πιο πέρα σε μια όχθη μερικοί νεαροί ετοιμάζονταν για ράφτινγ ρίχνοντας στο ποτάμι τα φουσκωτά τους ενώ φορούσαν τις αδιάβροχες στολές τους. Τα στενά μέσα από τα οποία κυλούσε το ποτάμι έμοιαζαν με τα Τέμπη μόνο που εδώ πέρα ο φυσικός διάδρομος ανάμεσα στα βουνά που ανοίχτηκε από τη ροή του ποταμού μέσα στις χιλιετηρίδες, εξακολουθούσε για καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα. Το τοπίο ήταν πραγματικά θαυμάσιο αλλά τους κατοίκους πρέπει να τους έδερνε πολλή φτώχεια κάποτε, τα χωριά τους έμοιαζαν απαρχαιωμένα, λίγα παράθυρα είχαν παντζούρια κι έπειτα δεν ήταν κι ο πιο καθαρός λαός, σκέψου ότι τα λύματα τους τα έριχναν στο ποτάμι, από κει μπορούσες να καταλάβεις, στις κωμοπόλεις τους πάλι έχασκαν κάτι κτίρια άγαρμπα, κακοφτιαγμένα, βρώμικα, θύμιζαν όλα την εποχή του κομουνισμού τότε που οι άνθρωποι στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον...

Ο οδηγός μας ο Μπάμπης έδειχνε ορεξάτος κι όλη την ώρα έλεγε ιστορίες ενώ κατά καιρούς ζητούσε απ’ τη γυναίκα του το μπουκάλι με το νερό να σβήσει τη δίψα του, ‘’Κάποτε κάναμε μέχρι και πέντε ώρες να περάσουμε το τελωνείο!’’ μας έλεγε’’ Τότε με τον κομουνισμό κανείς δε βιαζόταν, σ’ άφηναν στην ουρά να χτυπιέσαι, μας έβαζαν σε καραντίνα, ζητούσαν λάδωμα, δεν έδιναν δεκάρα άμα είχες σκάσει απ’ το κακό σου, αυτό ήταν το σύστημα!’’ Αφού περάσαμε εκείνα τα στενά με το ποτάμι που ήταν και το πιο ωραίο κομμάτι της διαδρομής, το τοπίο γίνονταν πιο επίπεδο, παντού υπήρχαν χωράφια, η χώρα ολόκληρη ήταν γεμάτη δάση, κοπάδια, πράσινο, τα δέντρα εκεί πέρα πρέπει να φύτρωναν πολύ εύκολα ρε φίλε, έπαιρνες μια ιδέα για το πώς είναι όλη η κεντρική Ευρώπη με τις συννεφιές της και την έλλειψη της καλοκαιρινής ζέστης, τα στάρια και τ’ άλλα γεννήματα μεγαλώνουν για πολύ καιρό, μέχρι τον Αύγουστο και η ξυλεία είναι τόσο άφθονη που οι νταλίκες τους κουβαλούν κορμούς σ’ όλο τον κόσμο! ‘’Κάποτε...’’ μας είπε ο Μπάμπης ‘’ ...όλη αυτή η απέραντη έκταση ήταν ένα πελώριο βοσκοτόπι προτού το ξεχερσώσουν και το κάνουν χωράφια οι άνθρωποι , εδώ έβοσκαν πριν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια ελέφαντες και μαμούθ λιοντάρια, άλογα και βίσονες, καλά η Ευρώπη πρέπει να ήταν πολύ περίεργη κάποτε!’’

Προορισμός μας ήταν η πρωτεύουσα, καθώς πλησιάζαμε όλο και πιο κοντά προσέχαμε μήπως χάσουμε την έξοδο από την εθνική οδό και φύγουμε στον αγύριστο! Τελικά όλα πήγαν καλά και μπήκαμε από έναν περιφερειακό δρόμο στην πόλη η οποία ήταν χαραγμένη παντού από τις σιδερένιες ράγες των τραμ που την διέσχιζαν. Ο Μπάμπης ήταν σίγουρος ότι ήξερε τα κατατόπια , βέβαια είχε χρόνια να πάει κατά κει και την τελευταία φορά δεν οδηγούσε αυτός, τον είχε φέρει ο γιος του που σπούδαζε κάμποσα χρόνια εκεί πέρα. Αυτό που δεν θα ξεχνούσε ποτέ και ήθελε οπωσδήποτε να μας το δείξει, ήταν ένα στενό όπου ένα βράδυ τρεις τύποι είχαν δοκιμάσει να τον ληστέψουν, τους δυο τους είχε κάνει καλά, τον ένα πρέπει να τον σακάτεψε, τον άκουσε που βογκούσε καθώς έφευγε, ο τρίτος τον παραφύλαγε και σε μια στιγμή τον χτύπησε στο πρόσωπο με κάτι πολύ σκληρό, πρέπει να ήταν σιδερογροθιά και του είχε τσακίσει το ζυγωματικό, θα του έμενε το κουσούρι στο πρόσωπο σίγουρα αν δεν  είχε ένα φίλο πλαστικό χειρουργό που του τόφτιαξε κάνοντας μια πολύ λεπτή τομή και  εφαρμόζοντας πλάκες τιτανίου πάνω στο ραγισμένο οστό, μιλάμε ο άνθρωπος είχε κάνει απίστευτη δουλειά!

Αφήσαμε το αυτοκίνητο σ ένα πάρκινγκ υπόγειο κάπου στα προάστια σημαδεύοντας το μέρος για να το βρούμε όταν θα επιστρέφαμε. Σ’ ένα ανταλλακτήριο αλλάξαμε τα λεφτά μας και πήραμε το τραμ για το κέντρο, ο Μπάμπης ήθελε εξάπαντος να μας δείξει ένα ακριβό ξενοδοχείο όπου είχε πάει κάποτε σ’ έναν γάμο, όπως διασχίζαμε τη πόλη εντύπωση μου έκανε που σε κάθε διασταύρωση υπήρχε ένας αστυνομικός καθισμένος σ’ ένα κουβούκλιο υπερυψωμένο απ’ όπου έλεγχε ότι γινόταν κάτω. Κατεβήκαμε μπροστά σ’ ένα μουσείο με δυο μεγάλα μαύρα λιοντάρια που στέκονταν σα φρουροί στην είσοδο του, πίσω απ το μουσείο υπήρχαν ερείπια βυζαντινά όπου γινόταν ανασκαφές, μια επιγραφή στα αγγλικά έλεγε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε ιδρύσει εκείνη την πόλη κι ότι κάποιος παλιός περιηγητής που είχε περάσει από κει ανέφερε ότι κάποια εκκλησία ήταν γνωστή με το όνομα Αγία Κυριακή. Ε βέβαια, οι βυζαντινοί τους είχαν δώσει τη γραφή, τη θρησκεία, τον πολιτισμό τους είχαν κάνει ανθρώπους! Σε μια άλλη εκκλησία που πήγαμε οι τοιχογραφίες ήταν ρωσικές, σε μια άλλη έμοιαζαν με βυζαντινές, είδαμε κάπου και μια εικόνα με ελληνικά γράμματα, ένα συνονθύλευμα! Παντού είχαν γάμους, Κυριακή ήταν άλλωστε, οι νεόνυμφοι και όλοι γύρω έμοιαζαν πολύ σοβαροί, πολύ πιο σοβαροί απ ότι τα ζευγάρια στους γάμους τους δικούς μας, στο πάτωμα σκορπίζανε χόρτα για καλοτυχία η κάτι τέτοιο, ανάμνηση σίγουρα από το βουκολικό παρελθόν τους. Παρατήρησα ότι κανείς τους δε φώναζε όλα γινόταν ήσυχα, δε μπορούσα να καταλάβω τι είδους χώρα ήταν αυτή, οι άνθρωποι συζητούσαν χαμηλόφωνα, δε μιλούσαν δυνατά, δεν κορνάριζαν, δεν έβριζαν, όλες οι χειρονομίες τους ήταν συγκρατημένες, έμοιαζαν να έχουν βγει από έναν λήθαργο μακροχρόνιο, μπορώ να σου πω ότι εγώ ήμουν ο πιο ζωηρός, όπως κοντραριζόμουν με τη γυναίκα επειδή όλα της φαίνονταν αξιοπερίεργα και δε σταματούσε να φωτογραφίζει ότι της χτυπούσε στο μάτι, δυο κοπέλες που μας πρόσεξαν έβαλαν τα γέλια, είχαμε γίνει θέαμα!

Τελευταία πήγαμε να δούμε την πιο μεγάλη τους εκκλησία, τον καθεδρικό τους ναό, ανεβήκαμε κάτι σκαλοπάτια, δρασκελίσαμε την είσοδο και είδαμε ένα χώρο τεράστιο με κάτι σαν δεσποτικό, πολύ ψηλό. Μπροστά στο τέμπλο άνθρωποι γονατιστοί στο πάτωμα προσεύχονταν ακούγοντας έναν παπά, από κάπου ερχότανε οι ήχοι μιας χορωδίας, δε μπορούσα να βρω από πού, τελικά ανακάλυψα τους τραγουδιστές στο υπερώο, σ ένα χώρο κρυμμένο κάπως σα καμαράκι μυστικό. Αυτό που μου φάνηκε αστείο πραγματικά ήταν οι τοιχογραφίες, ειδικά ο τρούλος, όλα ήταν ζωγραφισμένα σε ένα ύφος σαν αυτό στα βιβλία των ιεχωβάδων, δε περίμενα ποτέ ότι θα έβλεπα εκκλησία ζωγραφισμένη μ’ αυτόν τον τρόπο, πάντως ο χώρος όλος ήταν τεράστιος, επιβλητικός, υποβλητικός!

Μετά από εκείνη την τεράστια εκκλησία ήξερα ότι τα είχα δει όλα, είχα πάρει μια ιδέα της χώρας, διαισθητικά τα καταλαβαίνεις κάποια πράγματα, δε χρειάζονταν να δω περισσότερα. Το ίδιο ακριβώς μου είχε συμβεί και στην Αγγλία, με το που μπήκα στο βρετανικό μουσείο κατάλαβα ότι δε μ’ ενδιέφερε καθόλου κι ήθελα να φύγω από κει πέρα όπως ήμουνα! Και να τώρα πάλι είχα δει ότι ήθελα όμως δε μπορούσα να πω στους άλλους ότι εγώ είχα τελειώσει, αυτοί ήθελαν να δουν κι άλλα πράγματα οπότε έπρεπε να το βουλώσω και να μη μιλάω! Βασικά δεν την αντέχω τη ξενιτιά, οτιδήποτε μακριά από τον τόπο μου με κάνει άνω κάτω, δεν ένιωθα και πολύ καλά, ευχόμουν να τελείωνε γρήγορα όλο αυτό, από το άγχος ένοιωσα μια φιγούρα στο μπράτσο σαν να με είχε τσιμπήσει κάτι, ήταν το ψυχοσωματικό που μου έβγαινε, έμοιαζε σα να περπατά κάτι κάτω από το δέρμα μου δημιουργώντας εξανθήματα κόκκινα, ευτυχώς πέρασε γρήγορα.

Όπως είχε περάσει η ώρα κι είχαμε το δρόμο  της επιστροφής  πήραμε το τραμ για να γυρίσουμε στο πάρκινγ όπου είχαμε το αμάξι μας, τα βαγόνια  πήγαιναν  πολύ αργά στρίβοντας κάθε τόσο πάνω  στις  σιδερένιες ράγες, ένιωθα ανακούφιση που φεύγαμε επιτέλους, το τρενάκι σερνόταν για ώρα, η πόλη έμοιαζε ατέλειωτη,  έπρεπε να κατέβουμε κάπου και μετά από κάποια στιγμή ο Μπάμπης άρχισε ν’  ανησυχεί καθώς δεν ήταν σίγουρος για το που έπρεπε να κατεβούμε. Ρωτήσαμε τον οδηγό, κάποιους επιβάτες, μια κοπέλα ειδικά που έδειχνε να καταλαβαίνει λίγα πράγματα όμως δε μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, όλοι μιλούσαν μόνο τη γλώσσα τους, τίποτε’ άλλο,  ήταν κι εκείνες οι επιγραφές σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη που σε μπλοκάριζαν, δε σου θύμιζαν τίποτα, μα πόσο σπαστικό ήταν ρε φίλε, τελικά κατεβήκαμε κάπου καθώς ο Μπάμπης νόμιζε ότι είδε κάτι οικείο και βάλθηκε να γυρεύει το υπόγειο πάρκινγκ.

Αποδείχτηκε ότι δε θυμόταν τίποτα, είχε χρόνια να ταξιδέψει εκεί πέρα κι όλα του φαινόταν αλλαγμένα, διαφορετικά, παράξενα. Μπερδεύτηκε, αγχώθηκε, στρεσαρίστηκε, μας άγχωσε κι εμάς, γυρνούσε στα στενά σα χαμένος, έκανε κύκλους επιστρέφοντας συνέχεια στο σημείο απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει, ρωτούσε τον κόσμο που περνούσε όμως δε μπορούσε να βρει άκρη. Τη στιγμή που είχαμε αρχίσει να κλονιζόμαστε  φώναξε ενθουσιασμένος: ‘’Αυτό είναι!’’   κι όλοι γυρίσαμε να δούμε : ‘’Εδώ ήταν που με είχαν χτυπήσει εκείνα τα καθάρματα με τη σιδερογροθιά, τότε ήταν ερημιά και τώρα τό χουν κάνει κυριλέ γι αυτό δε μπορούσα να γνωρίσω το μέρος, να αυτό το άγαλμα το τσιμεντένιο ήταν και τότε εδώ!’’ είπε δείχνοντας έναν τεράστιο στρατιώτη λίγο άγαρμπο,  ‘’  Όλη η πόλη ήταν  γεμάτη τέτοια αγάλματα τότε, μετά  γκρέμισαν  τα πιο πολλά!’’ Αφού είχε βρει εκείνο το σημείο μπορούσε να προσανατολιστεί πλέον και βρήκαμε εύκολα το γκαράζ, κατεβήκαμε στο υπόγειο, ήταν σκοτεινά, μόνο αυτοκίνητα έβλεπες, μια σιωπή καταλυτική απλώνονταν στο χώρο που θύμιζε ταινία αμερικάνικη. Βρήκαμε το αμάξι και οδηγήσαμε κατά την ανηφορική έξοδο όμως  όταν φτάσαμε εκεί η μπάρα δε σηκώνονταν, ο φύλακας,  ένας τύπος σωματώδης μ’ ένα μουσάκι βγήκε από το κουβούκλιο του, πλησίασε και μας ζήτησε κάτι.

Δε καταλαβαίναμε τι ήθελε, μάλλον τα χαρτάκια, τις αποδείξεις που είχαμε βγάλει όταν μπήκαμε στο γκαράζ, δεν μπορούσαμε να τις βρούμε, ψάχναμε στις τσέπες,  στα πορτοφόλια,  που στο διάβολο ήταν! Του δείχναμε τις ταυτότητες μας, κουνούσε το γιγάντιο κεφάλι του, προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε, δε καταλάβαινε, μα τι τούβλο ρε φίλε! Αρχίσαμε να εκνευριζόμαστε, ο Μπάμπης έπιασε να φωνάζει, ο άλλος πήγε στο κουβούκλιο και βάρεσε το συναγερμό, εμφανίστηκαν  άλλοι δυο γίγαντες και μας είπαν να βγούμε απ’  το αμάξι ‘’’ Μπάμπη την έχουμε βαμμένη!’’ του είπα σκεπτόμενος ότι θα μας μπουζούριαζαν εκεί πέρα και θα μας κάνανε τόπι στο ξύλο, μπορεί και να μας φυλακίζανε όπως στα παλιά γκανγκστερικά έργα με τους κατασκόπους που δοκιμάζουν να βγάλουν από μια χώρα  φιλμάκια, όπλα,  κι άλλα μυστήρια, μπορεί και  να μας πήγαιναν  σε τίποτα μπουντρούμια σκοτεινά που είχαν μείνει απ'  την εποχή του κομουνισμού.  Κουρασμένοι από την ταλαιπωρία  της μέρας το μόνο που θέλαμε ήταν να σηκωθούμε να φύγουμε και να μη ξαναπατήσουμε εκεί πέρα αλλά άντε να  εξηγήσεις των ιλιθίων!  Τα είχαμε παίξει,  δε ξέραμε τι να κάνουμε,  το σύμπαν έμοιαζε να έχει συνωμοτήσει εναντίον μας, ο Μπάμπης που είχε υποστεί ξανά σκληρή μεταχείριση σ εκείνη τη χώρα βαστούσε ήδη το στερεωμένο με τις πλάκες τιτανίου ζυγωματικό του,   ‘’Μα τι άχρηστοι που είστε!’’ ακούστηκε μια φωνή  και είδαμε  τις  γυναίκες μας να πλησιάζουν κραδαίνοντας στο χέρι τα δυο χαρτάκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...