Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

ΧΑΛΚΕΟΣ ΑΡΗΣ

...διά δε χρόα καλόν έδαψεν, 
εκ δε δόρυ σπάσεν αύτις · ο δ’ έβραχε χάλκεος Άρης
όσσον τ’ εννεάχιλοι επίαχον ή δεκάχιλοι  
ανέρες εν πολέμω  έριδα ξυνάγοντες Άρηος.

ΗΛΙΑΔΟΣ Ε 858- 861


Από το πουθενά εμφανίστηκε μπροστά του ένα κοπάδι σκύλων  που ούρλιαζαν καθώς έβγαιναν στο δρόμο, ήταν εντελώς αναπάντεχο, πανικοβλήθηκε, τάχασε, δε προλάβαινε ν’ αντιδράσει, ασυναίσθητα έστριψε το τιμόνι κατά τα χωράφια που απλώνονταν δεξιά του, βγήκε από το δρόμο κι όπως υπήρχε ένα ύψωμα δίπλα σ’ ένα χαντάκι το καβάλησε και βρέθηκε στον αέρα, εκείνη τη στιγμή ήταν σα να σταμάτησαν όλα γύρω του, σα να μη λειτουργούσε τίποτα, ‘’Αυτό ήτανε!’’ σκέφτηκε ‘’Έχε γεια κόσμε!’’

Σ’ όλη τη διαδρομή δεν αισθάνονταν καλά, κάτι πρέπει να είχε συμβεί με  το ποτό, ένα ποτήρι μονάχα ήπιε  όμως το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει, δε μπορούσε να δει καλά, όλη την ώρα έσφιγγε τα μάτια του μήπως καθαρίσει το βλέμμα κι οδηγούσε αργά για κάθε ενδεχόμενο, κάτι πρέπει να είχαν βάλει σ αυτό που είχε πιει. Καθώς ο πονοκέφαλος έμοιαζε να υποχωρεί χαλάρωσε λίγο, ο δρόμος έδειχνε έρημος, δεν κινούνταν τίποτα εκείνη την ώρα, η αυγή ετοιμαζόταν να χαράξει πάνω από τα χωράφια με τους ηλιόσπορους που πλαισίωναν το δρόμο, σε λίγο θα ξημέρωνε. Άναψε ένα τσιγάρο και δοκίμασε ν’ ανοίξει το ραδιόφωνο, μα τι ηλίθιος ήταν ο άλλος που τον νόμιζε και φίλο του, άκου να δεις τώρα, είχε φαγωθεί να τον καλεί στο μαγαζί του που ήταν υποτίθεται το πιο πολυσύχναστο σ’ όλο το νησί κι ο χαμένος του είχε δώσει ποτό πειραγμένο, φίλος να σου πετύχει, καλά άμα τον είχε μπροστά του εκείνη την ώρα θα τον έκοβε κομματάκια, θα του έχωνε μπουνιά, μα πόσα νεύρα είχε  όμως έτσι όπως ένιωθε  το μόνο που ήθελε  ήταν να φτάσει στο σπίτι του,  να βάλει το κεφάλι κάτω απ΄ το νεροχύτη και να αφήσει το παγωμένο νερό να τρέξει   και να καθαρίσει τον σκοτισμένο του εγκέφαλο. Πλησίαζε στο χωριό του προσπαθώντας  να θυμηθεί τι ακριβώς είχε συμβεί την προηγούμενη  νύχτα όμως η μνήμη του  ήταν κενή, τρύπια, τι στο διάβολο είχε πάθει  και γιατί φορούσε σακάκι ενώ έκανε ζέστη, ένα κάρο σκέψεις περνούσαν από το τρύπιο μυαλό του όταν είδε εκείνα τα δαιμονισμένα σκυλιά να εμφανίζονται σα φαντάσματα μπροστά του.

Στα δευτερόλεπτα που ήταν ιπτάμενος το μυαλό του εκεί που είχε κολλήσει πήρε φόρα απότομα κι άρχισε να δουλεύει πολύ γρήγορα σαν κάτι να τον πίεζε με δύναμη τρομερή ώστε να κάνει ταυτόχρονα εκατομμύρια σκέψεις. Όπως κοίταζε από ψηλά του φάνηκαν όλα γνωστά,  την ήξερε τη περιοχή πολύ καλά παρ’ όλο που έλειπε από το νησί χρόνια τώρα.  Όταν ήταν δεκαεφτά -δεκαοχτώ χρονών ερχόταν εδώ πέρα να δουλέψει με μια παρέα φίλων του σ’ ένα φούρνο που έβγαζε κεραμίδια, το εργοστάσιο ήταν πρωτόγονο και κάθε φορά που έβγαζαν μια φουρνιά έπρεπε να τη σκεπάσουν με λαμαρίνες για να τη χτυπήσει ο ήλιος όλη μέρα και να τη στεγνώσει αλλιώς ο πηλός διαλύονταν και θρυμματίζονταν σε χιλιάδες κομματάκια ψημένου αργίλου. Εδώ κάπου υπήρχε το κτίριο που ήταν το εργοστάσιο κάποτε, λίγο πιο πέρα βρίσκονταν μια ταβέρνα όπου τρώγανε κάθε βράδυ και πιο δίπλα ένα κανάλι που έβγαινε στη θάλασσα, εκεί μέσα έριχναν το πρωί τα καρπούζια που αγόραζαν από έναν ντόπιο και το βράδυ είχανε παγώσει και ήταν απίστευτα δροσερά! Μετά από τόσες ώρες βαριάς δουλειάς είχαν τέτοια πείνα που τρώγανε σα λυσσασμένοι, ο ταβερνιάρης είχε τρομάξει, ένα κάρο λεφτά του είχαν αφήσει. Τότε βέβαια ήταν γερός σα βόδι, δε καταλάβαινε τίποτα, μια φορά όπως δούλευε ξενυχτισμένος του είχε φύγει μια αρμαθιά κεραμίδια και σκορπίσανε τριγύρω, ο γιος του αφεντικού, ένα βλαμμένο που πουλούσε μούρη, έτυχε να περνά εκείνη την ώρα από κει να δει τι γίνεται, έτυχε πάνω στη σκηνή και του είχε φωνάξει κάτι που τον πρόσβαλε ‘’Πρόσεχε ρε ηλίθιε!’’ Είχε θυμώσει τόσο πολύ που ήθελε να σηκωθεί και να φύγει όπως ήταν από κει πέρα, ‘’Κάτσε εσύ εδώ πέρα εσύ όχι για πολύ, ένα τέταρτο μονάχα κι άμα αντέξεις έλα να μου μιλήσεις!’’ πέταξε στο βλαμμένο που είχε καταπιεί στη γλώσσα του, δεν ήξερε τι να πει είχε λυσσάξει από το κακό του, ύστερα απ’ αυτό τον διώξανε, ούτε που τον ένοιαξε. Σκεφτόταν τότε να μπαρκάρει, θα πήγαινε Αυστραλία ή Αμερική, είχε ένα κάρο συγγενείς  εκεί πέρα, με το που θα αποβιβάζονταν δε θα γυρνούσε πίσω, θα έμενε εκεί πέρα για πάντα, ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε τον τρόπο,  ήθελε να δοκιμάσει τη τύχη του, πήγε στον πατέρα του και τον παρακάλεσε, έπεσε στα πόδια  να του υπογράψει το δελτίο γιατί ήταν ανήλικος, ο γέρος αρνήθηκε, δεν τον άφησε, τελικά έφυγε για τη πρωτεύουσα…

Όλα αυτά πέρασαν από το νου του σαν αστραπή  καθώς το αυτοκίνητο διέγραφε μια τροχιά κι άρχισε σιγά- σιγά να χαμηλώνει ,  δε φορούσε ζώνη οπότε είχε σφιχτεί ολόκληρος για το τρομερό τράνταγμα που θα ακολουθούσε, του είχαν μείνει μερικές στιγμές ακόμα προτού τσακιστεί όμως εξακολουθούσε να είναι ήρεμος. Σκεφτόταν ότι δε θα προλάβαινε να τελειώσει το σπίτι που έφτιαχνε στο χωριό όλο το καλοκαίρι, είχε ξεκινήσει να διορθώνει το μπάνιο μαζί μ’ έναν υδραυλικό, μέρες τώρα πάλευαν με τα πλακάκια και τους σοβάδες, μετά είχε περάσει καινούριο κλιματιστικό, ξήλωσε όλα τα σανίδια του δαπέδου που είχαν αρχίσει να σαπίζουν, άλλαξε τις πόρτες, έβαλε κουφώματα στα παράθυρα, ήθελε να το κάνει σούπερ, σκόπευε να περνά εκεί το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου. Για το τέλος είχε αφήσει το μπαλκόνι, εκείνο ήταν ρε φίλε το καλύτερο σημείο του σπιτιού, αντίκρυ  από κει μπορούσες να δεις μια ακτή όχι πολύ μακριά   όπου λέγανε ότι κάποτε είχε λάβει χώρα μια  πολιορκία που κράτησε πολλά χρόνια κι είχαν σκοτωθεί ένα κάρο κόσμος,  οι θεοί λέει  είχαν ανακατευτεί σ’  αυτόν το   χαμό και μάχονταν με τους ανθρώπους,   μερικές  δε φορές,  άκου να δεις  τώρα,  οι θνητοί δε καταλάβαιναν  τίποτα, ορμούσαν και τους  έκαναν να πονέσουν τους θεούς,   άκου εποχές ρε φίλε! Καθόταν λοιπόν κάθε πρωί με το που ξυπνούσε κι έπινε τον καφέ του  κι αγνάντευε εκείνη την ακτή όπου κάποτε υψώνονταν κάστρα και τείχη, στα ερείπια εκείνων των τειχών που διακρίνονταν αχνά,  κάθε αυγή ο  ήλιος  ανέβαινε αργά ανασύροντας   το πύρινο άρμα του από τη θάλασσα κι όλη η περιοχή βάφονταν κατακόκκινη ... 

Το αμάξι είχε χαμηλώσει τόσο πολύ που  μπορούσε να δει το χώμα μπροστά του,  ευτυχώς δεν υπήρχαν πέτρες ή βράχια εκεί πέρα να πέσει απάνω τους και να γίνει λιώμα αυτός και οι λαμαρίνες του αυτοκινήτου, τα πλαστικά και τα ηλεκτρονικά του συστήματα! Όπως δε μπορούσε να κάνει τίποτα είχε παραδοθεί στη μοίρα του, ότι ήτανε να γίνει ας γίνονταν, μερικές φορές δεν έχεις άλλη επιλογή από το να περιμένεις το αναπόφευκτο. Το όχημα είχε πάρει μια κλίση προς το πλάι και καθώς η βαρύτητα το τραβούσε προς τα κάτω με δύναμη τρομακτική προσγειώθηκε πάνω σ’ ένα πλάτωμα ακαλλιέργητο, για κάποιο λόγο με το που ακούμπησε στο χώμα η πρόσκρουση ήταν πολύ ήπια, δεν ταρακουνήθηκε σχεδόν καθόλου, εκείνες τις μέρες πρέπει να είχε βρέξει κάνοντας τη γη εξαιρετικά μαλακή. Ένιωσε να γκελάρει μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές  και μετά να φεύγει ανεξέλεγκτα προς ένα σταροχώραφο καθώς οι τριβές απορροφούσαν την τρομερή ενέργεια της αδράνειας, σύρθηκε καμιά πενηνταριά μέτρα και τελικά σταμάτησε μπροστά σε μια συστάδα θάμνων αγκαθωτών με κατεύθυνση την ανατολή όπου ο ήλιος άρχιζε να βγαίνει σιγά- σιγά από την απέναντι ακτογραμμή πάνω απ’ τα ερείπια των αρχαίων τειχών.  

Με το που σταμάτησε το αμάξι επικράτησε μια ηρεμία τόσο εκκωφαντική που ήθελε να βάλει τις παλάμες στ’ αυτιά του. Άνοιξε με προσοχή τη πόρτα και βγήκε έξω παίρνοντας  ένα μπουκάλι νερό που είχε μαζί του,  το  σήκωσε και το ήπιε μονορούφι, αμέσως ένιωσε να ιδρώνει όλο του το σώμα  σα να ήθελε να βγάλει από μέσα του όλη την ένταση. Περπάτησε μερικά βήματα  για  να ελέγξει τι είχε συμβεί, κοίταξε τα χνάρια από τους τροχούς που είχαν σχηματίσει μια γραμμή βαθιά μέσα στο έδαφος σα να πέρασε  από κει ένα κάρο ή ένα τρένο που χώθηκε στη λάσπη. Δοκίμασε  να βάλει μπρος τη μηχανή  μήπως μπορέσει να  βγάλει το αυτοκίνητο  από κει μέσα, δε κουνιόταν με τίποτα, οι ρόδες είχαν σφηνώσει τόσο βαθιά που θα χρειαζόταν γερανό να το σηκώσει.  Έβγαλε το καταραμένο σακάκι που τον ενοχλούσε, γιατί το είχε φορέσει, και πως είχε βρεθεί να φορά αθλητικά, ήταν σίγουρος ότι φορούσε τα καλά του  παπούτσια όταν έφυγε από το σπίτι, κι από που είχαν πεταχτεί εκείνα τα σκυλιά τα δαιμονισμένα, τι στο διάβολο είχε συμβεί ! Ήταν πολύ παράξενα όλα όσα είχαν γίνει, πως ήταν δυνατό να είχε φύγει με τέτοια φόρα από το δρόμο και να είχε προσγειωθεί τόσο ομαλά, όπως δε φορούσε ζώνη θα έπρεπε να είχε πεταχτεί το κεφάλι του μέσα από το παρμπρίζ όμως το έδαφος είχε απορροφήσει όλη την ενέργεια κι όλη την ταχύτητα, κι αυτός δεν είχε πάθει τίποτα ούτε γρατζουνιά ήταν τυχερός σίγουρα!  Στην αρχή ήθελε να θυμώσει με το άλλο το τσόγλανο που του έχει δώσει εκείνο το πιοτό, τη μπόμπα, αλλά μετά σκέφτηκε ότι την είχε γλυτώσει πολύ φτηνά, θα του έλεγε βέβαια του άλλου μερικές κουβέντες όταν τον συναντούσε.

Όπως ήταν σαστισμένος απ’ ότι είχε συμβεί κάθισε σε μια πέτρα κάτω από ένα δέντρο που  φύτρωσε δίπλα στο χαντάκι  και  τα πεσμένα λουλούδια του  είχαν στρώσει ένα χαλί κόκκινο πάνω στο χορτάρι, μέσα στο άνοιγμα που έχασκε  μια μοτοσικλέτα κλεμμένη με τα καθίσματα της σκισμένα κείτονταν.  Πήρε το μπουκάλι κι άδειασε τη τελευταία γουλιά,  το κεφάλι του άρχισε πάλι να κουδουνίζει,  μια θολούρα τύλιγε τα πάντα γύρω,  έκλεισε τα μάτια σφιχτά μια  φορά ακόμα μήπως μπορέσει  να δει λίγο πιο καθαρά κι όταν  τα άνοιξε του φάνηκε πως εκεί κάτω,  κατά την απέναντι ακτή,  ένα σύννεφο υψώνονταν σα να γίνονταν μια μάχη,  ένα βουητό  κάλυπτε όλη την ατμόσφαιρα και μέσα στη βουή φωνές ξεχώριζαν  σα κάποιοι να  σκοτώνονταν,   άλλοι να  πέθαιναν, άλλοι να κλαίγανε  και να ουρλιάζουν,  η γη τραντάζονταν συθέμελα από τα  ποδοβολητά αλόγων που  έτρεχαν να κρυφτούν, κλαγγές  ασπίδων που δέχονταν χτυπήματα σπαθιών και κονταριών αντηχούσαν  και πίσω απ τα  τείχη  γυναίκες και τα παΐδια λουφάζαν με το φόβο μη μπουν μέσα οι εχθροί,  έκλεισε τα μάτια μια φορά ακόμα με όση δύναμη μπορούσε μήπως καθαρίσει το μυαλό του... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...