Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΒΕΛΛΕΡΟΦΟΝΤΗΣ

Το κινητό μου γλίστρησε από τα χέρια  κι έπεσε  στην άσφαλτο ανάμεσα σε λάστιχα και ρόδες, το έβλεπα εκεί πέρα να κείτεται στο δρόμο κι από πάνω του να περνούν αμάξια και μοτοσικλέτες με ταχύτητα μανιασμένη σα να το στόχευαν,  παράτησα το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο κι έτρεξα να το μαζέψω προτού το τσαλαπατήσει κανένα αυτοκίνητο, σήκωσα το χέρι για να κάνω σήμα, μερικοί σταμάτησαν, ένα μηχανάκι με αγνόησε σα να μην υπήρχα και πέρασε με φόρα από δίπλα μου, έσκυψα κάτω από ένα παρκαρισμένο αμάξι, εκεί όπου το είδα να κυλάει , από κει κάτω φαίνονταν οι μεταλλικές κοιλιές των αυτοκινήτων, τα πόδια των πεζών,  σε μια μεριά κείτονταν το τηλεφωνάκι μου, σύρθηκα και το μάζεψα γρήγορα- γρήγορα ανάμεσα σε κόλαση από κορναρίσματα όλων εκείνων που δεν καταλάβαιναν τι στην οργή έψαχνα, το κράτησα στα χέρια μου,  η οθόνη φαίνονταν εντάξει, από θαύμα είχε μείνει άθικτο.

Το είχα νιώσει στη τσέπη μου να χτυπά και δοκίμασα να το βγάλω, αυτό ήταν λάθος βέβαια, η τσέπη ήταν στενή και με δυσκόλευε, όπως προσπαθούσα να το τραβήξω με το ένα χέρι μου έφυγε, όταν είσαι πάνω σε δυο ρόδες δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα. Καθώς δεν υπήρχαν λεωφορεία για πάνω από μια βδομάδα χρησιμοποιούσα το ποδήλατο, είναι λέει η καλύτερη γυμναστική όμως ήταν πολύ κουραστικό ειδικά στην αρχή μέχρι να συνηθίσουν τα πόδια το πεντάλ που πρέπει να δουλεύει συνέχεια . Ένα κάρο δρομολόγια έπρεπε να κάνω από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη, οι ανηφόρες ήταν σκέτος σακατεμός, πιτσιρικάδες γυμνασμένοι με προσπερνούσαν κι εξαφανίζονταν, μια φορά μου βγήκε η αλυσίδα κι έτρεχα σ’ ένα συνεργείο να μου διορθώσουν το σύστημα με τις ταχύτητες και τα γρανάζια, έπρεπε να συνεχίσω το πρόγραμμα μου με κάποιο τρόπο, δε γινόταν διαφορετικά . Δεν ήξερα πως θα τα έβγαζα πέρα, πως θα έκανα όλα όσα είχα να τελειώσω, είχα πάντα μια καταραμένη αίσθηση ότι έμενα πίσω και τα πράγματα με προσπερνούσαν, σ’ ένα σημείο κάπου ανατολικά χρειάστηκε να περάσω από την αριστερή στη δεξιά μεριά του δρόμου, όπως ήμουν αφηρημένος δεν έλεγξα καλά πίσω κι ένας ταξιτζής κορνάρισε τρελαμένος ‘’Τι κάνεις εκεί ρε φίλε!’’ φώναξε από το ανοιχτό παράθυρο .

Αν συνεχίζονταν για μερικές μέρες ακόμα η απεργία δεν θα άντεχα, κάθε πρωί έβγαζα σηκωτό το ποδήλατο από το σκοτεινό υπόγειο όπου το κλείδωνα μη το πάρει κανένας, στο τέλος θα έκανα και μπράτσα! Κείνη την ώρα ο βενζινάς της γειτονιάς άνοιγε την αλυσίδα για να μπουν τα αμάξια στο πρατήριο του κι εγώ ξεκινούσα για το χάος της πόλης, μια φορά όπως περνούσα από τα έργα του μετρό ένα φορτηγό με στρίμωξε στις μπάντες, σχεδόν τις άγγιξα, μ έπιασε πανικός, αν χτυπούσα εκεί πέρα θα μ’ έπαιρναν παραμάζωμα όσοι έρχονταν από πίσω. Και σα να μην έφτανε που έτρεχα παντού με το ποδήλατο είχα και το αφεντικό που δε με πλήρωνε, μου είχε σπάσει τα νεύρα, όλη μέρα όσο δουλεύαμε σα μαύροι ήταν όλα καλά, το βράδυ που ήταν να δώσει το μεροκάματο έβρισκε ένα κάρο δικαιολογίες, σου μιλάω κάθε φορά η ίδια δουλειά, ‘’Ήρθε η ΔΕΗ και δεν μπορώ , μετά ήταν το ενοίκιο, η εφορία, η δόση, - άι στο διάβολο !’’ Μου την έδωσε, πες μου κάτι καινούριο ρε φίλε, όλη την ώρα το ίδιο τροπάρι, ένα βράδυ τον πήρα παραμάζωμα, τον έστειλα στον αγύριστο, δε καταλάβαινα τίποτα, αμέσως τσακίστηκε να βρει τα χρήματα, μου έδωσε και ρεπό στο καπάκι!

Μια παύση ήταν απαραίτητη αλλιώς θα γινόμουν κομμάτια, ήθελα να βγω καμιά βόλτα να δω λίγο τι κάνει ο κόσμος γύρω μου, έβρεχε συνέχεια εκείνες τι μέρες όμως το μεσημέρι έκανε μια ζέστη ασυνήθιστη. Το καλοκαίρι πλησίαζε φουριόζικο, το ένιωθες στην ατμόσφαιρα, τα μανάβικα φόρτωναν τους πάγκους με κεράσια τεράστια, κατακόκκινα απ’ τον Κολινδρό, στα σούπερ μάρκετ έφερναν καρπούζια απ’ την Πελοπόνησσο και στις λαϊκές πουλούσαν σαρδέλα μαγιάτικη που είναι η καλύτερη που υπάρχει όλο το χρόνο κατά πως λένε. Οι γυναίκες φορούσαν παντόφλες με χώρισμα στο μεγάλο δάχτυλο, άλλες ήταν ντυμένες μ’ αθλητικά ρούχα και άσπρα παπουτσάκια κι άλλες με παντελόνια δροσερά και φούστες χρωματιστές που ανέμιζαν γύρω απ’ τη μέση τους. Πολλές φορές σταματούσα στο μαγαζί κάποιου φίλου να πάρω μια ανάσα, είχε μαγαζί κάπου στη Βενιζέλου, μου έλεγε ότι κάτω από το δρόμο βρήκανε λέει μια τεράστια μπάλα από ψευδάργυρο, μαζεύτηκε εκεί κάτω από τα χαλκουργεία και τα εργαστήρια που υπήρχαν στην περιοχή από το Βυζάντιο, τον χρησιμοποιούσαν αιώνες πολλούς για να καθαρίσουν το ασήμι και τ’ άλλα μέταλλα από τις προσμείξεις, είχε κυλήσει με τα χρόνια και είχε μαζευτεί όλη η ποσότητα σε μια μάζα ενός τόνου κοντά που είναι τοξική κι επικίνδυνη και πρέπει λέει να την αποδομήσουν, ‘’Τι σημαίνει αυτό;’’ ρώτησα ‘’ Να την απομακρύνουν’’ μου είπε, τα είχε μάθει όλα αυτά από έναν μηχανικό που δούλευε εκεί πέρα .

Καλά εκείνα τα άτιμα τα έργα για το μετρό δεν έλεγαν να τελειώσουν, θα τραβούσαν για καιρό ακόμα μέχρι να ξεφορτωθούν τον ψευδάργυρο και να λύσουν όλα τα θέματα με την αρχαιολογία. Τα πράγματα δε πήγαιναν καλά στην αγορά, ο δικός μου έδειχνε ανήσυχος, πάντα έτσι νευρικός κι αδύνατος ήτανε βέβαια γι’ αυτό και δεν έβαζε κιλό. Είχε ένα παράστημα ωραίο, ένα στυλ περίεργο που μου άρεσε, δούλευε λαχειοπώλης κάποτε, τον πετύχαινα κάπου -κάπου τα καλοκαίρια στα στενά να πουλά ιδρωμένος τα λαχεία του ενώ γύρω επικρατούσε ερημιά κι αυτός έμοιαζε σα στοιχειό μες το καταμεσήμερο. Είχε παρατήσει πλέον τα λαχεία κι έφτιαχνε φερμουάρ και κουμπιά εκεί μέσα στην παλιά αγορά με τους θόλους, τις αψίδες και τις στοές, έκανε παράπονα ότι δεν είχε δουλειά, το μετρό και η κρίση τους είχαν σκοτώσει. Όσο μιλούσαμε καθισμένοι στον καναπέ που είχε στο μαγαζί  για να κοιμάται λίγο τα μεσημέρια, ο Βελλεροφόντης, ο τεράστιος γκρίζος γάτος του με την απαλή γούνα, άνοιγε τα τεράστια μάτια του και με κοιτούσε σα να έλεγε ‘’Τώρα τι θέλει αυτός εδώ πέρα!’’ Έπειτα ερχόταν στον καναπέ και πλάγιαζε ήσυχα ακουμπώντας τα μαλακά άσπρα ποδαράκια του στα γόνατα μου ‘’Μόνο σε σένα το κάνει αυτό!’’ μου έλεγε πάντα φίλος μου.


Μιλούσαμε περιμένοντας μήπως ο αέρας που ερχόταν από τη θάλασσα μας δροσίσει λιγάκι, ένα κτίριο με κόκκινα τούβλα κατάλοιπο λουτρών απ’ την τουρκοκρατία, φύτρωνε στη μέση του δρόμου κι έκοβε το ρεύμα. Άπειρες φορές είχαμε χαζέψει ανεπαίσθητα τα κεραμίδα, τα τούβλα, τα τοξωτά παράθυρα, τους αρμούς, όλες τις λεπτομέρειες από κείνο το κτίσμα που ήταν κάποτε λουτρά. Όλος εκείνος ο χώρος γύρω από την παλιά αγορά μου άρεσε, είχε κάτι γραφικό με τα προποτζίδικα όπου οι ρωσοπόντιοι κι οι Αλβανοί έπαιζαν κίνο και στοίχημα, έξω από τα πολυκατάστημα τα κορίτσια άνοιγαν κιβώτια ένα σωρό με καλλυντικά κι μπιχλιμπίδια διάφορα, γέμιζαν κατόπι τα ράφια με δαύτα, με τις βροχές το διπλανό παρκάκι είχε ξανανιώσει, περιστέρια που έψαχναν όλη την ώρα κάτι μες τα τριφύλλια και τις δροσοσταλίδες, δέντρα πράσινα φύλλωναν ανάμεσα στις πολυκατοικίες κι αν προχωρούσες λίγο παρακάτω μπορούσες να δεις στο βάθος την ασημένια η θάλασσα, όπως ήμουν ταλαιπωρημένος κι ένιωθα τα πόδια μου πιασμένα ευχαρίστως θα καθόμουν εκεί όλη μέρα.


Το διάλειμμα με το φίλο με είχε χαλαρώσει τόσο που μου βγήκε όλη η κούραση, τα πόδια μου άρχισαν να κόβονται όμως δεν είχα τελειώσει ακόμα! Υπήρχε το καθήκον της μέρας, έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο να δω τι γίνεται η μάνα μου που έπνεε τα λοίσθια εδώ και καιρό και δεν ήξερα τι θ’ απογίνονταν, ευτυχώς δεν την είχαν πάει μακριά, η κλινική της ήταν κάπου στο κέντρο κι η διαδρομή ήταν εύκολη. Στην είσοδο του νοσοκομείου δυο έλατα με βελόνες καταπράσινες, ολόφρεσκες, κι ένας ευκάλυπτος ξεραμένος απ’ την παγωνιά, δεν είχα ξανα πάει εκεί πέρα και δε μπορούσα να βρω που την είχαν μεταφέρει, σ’ εκείνο το κτήριο έχανες τον προσανατολισμό σου. Ανέβηκα κάτι ορόφους με το ασανσέρ, δοκίμασα να τηλεφωνήσω, δε λειτουργούσε τίποτα, ρώτησα κάτι νοσοκόμες, δε ξέρανε, κατέβηκα ξανά στο ισόγειο και πήγα στην υποδοχή όπως ήταν υπερυψωμένο το κτίριο ο ήλιος από τη θάλασσα με χτυπούσε κατευθείαν στο πρόσωπο και με τύφλωνε, καθώς χαμήλωνε προς τη δύση ερχόταν αντίκρυ κι όλα γινόταν ένα κουβάρι μπροστά στα μάτια , οι άνθρωποι, η θάλασσα, τα καράβια, οι σιδερένιοι γερανοί του λιμανιού, όλα μπερδεύονταν μες το μυαλό και γίνονταν ένα συνονθύλευμα. Ύστερα από ώρα την ανακάλυψα τη μάνα μου σ’ ένα θάλαμο, είχε αδυνατίσει αλλά ήταν σε καλή διάθεση, μιλούσαμε φωναχτά, ήθελα να τη δω καλά, ποιος ξέρει τι θα μας έβγαζαν εξετάσεις της και πως θα την έβρισκα την επομένη, δυο γιατροί μπήκαν και μας είπαν να μη φωνάζουμε, η μάνα μου έδειχνε ήσυχη κι εγώ είχα αρχίσει να ηρεμώ.


Τα πόδια μου εξακολουθούσαν να είναι κομμένα, το μόνο καλό ήταν ότι ο δρόμος από το νοσοκομείο για το σπίτι ήταν κατηφορικός, ξεκούραστος, το ποδήλατο κυλούσε μόνο του. Περνούσα ξυστά από τα πλαϊνά των αυτοκινήτων, πάνω από φρεάτια που προεξείχαν και σε τράνταζαν απότομα, αυτά ήταν και τα πιο επικίνδυνα, στις στροφές το μόνο που είχα να κάνω ήταν να γέρνω το σώμα προς τη μια μεριά έχοντας το νου μου στα φρένα μη βγει ξαφνικά κανένας βλάκας από τα στενά και καρφωθώ απάνω του. Κυλώντας στην άσφαλτο σκεφτόμουν τι με περίμενε , έπρεπε να ξεκουραστώ με κάθε τρόπο και να πλαγιάσω νωρίς, ποιος ξέρει τι θα έβγαζαν οι γιατροί για τη μάνα μου την άλλη μέρα. Όσο ήμουν στο νοσοκομείο  είχε ψιχαλίσει, οι δρόμοι ήταν μουσκεμένοι και γυάλιζαν αντανακλώντας τα κόκκινα και τα πράσινα φανάρια, σε μια διασταύρωση οι οδηγοί περίμεναν ανυπόμονα τους απέναντι να περάσουν προτού ξεχυθούν με φόρα προς όλες τις κατευθύνσεις, ονειρευόμουν ένα ζεστό μπανάκι, είχα ιδρώσει κι ο αέρας πάγωνε τον ιδρώτα στο σώμα μου, ένα κρυολόγημα τώρα θα ήταν ότι χειρότερο, όπως έτρεχα προσπαθώντας να συμβαδίζω με το ρεύμα των οχημάτων  έσφιξα το μπουφάν πάνω μου με το ένα χέρι όταν ακούστηκε το στρίγκλισμα κάποιων φρένων  κι  ένας όγκος τεράστιος από λαμαρίνα σκέπασε τα μάτια μου.

Δε θυμάμαι πολλά απ’  όσα έγιναν κατόπι, κάτι άνθρωποι μαζεύτηκαν   από πάνω μου, μερικοί φορούσαν  φόρμες και ήθελαν  να με βάλουν σ’ ένα φορτηγάκι, ‘’Είμαι καλά!’’ φώναξα  κι ας πονούσα παντού, δε φάνηκαν να πείθονται. Μετά βρέθηκε από κάπου εκείνος ο φίλος μου που έφτιαχνε φερμουάρ και με πήρε στο μαγαζί του, ξάπλωσα στον καναπέ του και  μου έφερε μια πορτοκαλάδα ή μια λεμονάδα κάτι τέτοιο κι ύστερα μου είπε ‘’Περίμενε λίγο, θα σε πάω εγώ σπίτι.’’Προσπαθούσα να καταλάβω τι  είχε συμβεί, γιατί δε μπορούσα ν’  ανακαλέσω τίποτα, τι είχα πάθει,  ήταν σαν κάποιος να  είχε αδειάσει ένα κομμάτι απ’  το μυαλό μου, κάτι είχε πάθει η μάνα μου αλλά  δεν ήξερα τι, ήπια λίγη πορτοκαλάδα νιώθοντας  ότι κάποιος με παρακολουθούσε,  ήταν  ο Βελλεροφόντης που με κοίταζε συνεχώς με τα τεράστια μάτια του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...