Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΣΧΑΣΗΣ

Μας είχε πιάσει  μια τέτοια πείνα που φάγαμε με μια ανάσα όλες τις σαλάτες και τα τυριά, ήπιαμε όλα τα νερά και τα ποτά προτού μας φέρουν τα κανονικά  πιάτα, δεν κρατιόμασταν ρε φίλε!

Και ήταν λογικό μετά από τέτοια  ταλαιπωρία, είχαμε ξεκινήσει το απόγευμα για να πάμε  στο  πανηγύρι, είχαμε καθυστερήσει  κι  ο ηλίθιος ο Χ καθόταν εκεί μια ώρα να καθαρίσει το καταραμένο το παρμπρίζ του που είχε γεμίσει σκοτωμένα μυγάκια, έψαχνε   νερό και πανιά σα να το έκανε επίτηδες ενώ ήξερε ότι βιαζόμασταν!  Κανονικά  έπρεπε να οδηγεί ο Νάσος  αλλά ο άλλος  που ήθελε  ν’ ανακατεύεται παντού  πετάχτηκε και ζήτησε να πάρει  το τιμόνι  ο ίδιος γιατί ήξερε λέει το δρόμο,  είχε πάει κάποτε υποτίθεται προς τα κει. Δεν τον χώνευα καθόλου τον Χ, μόνο που τον έβλεπα μου ανέβαινε η πίεση όμως οδηγούσε πραγματικά καλά που να τον πάρει,  μπορεί και να προλαβαίναμε να φτάσουμε προτού νυχτώσει. Στο δρόμο ο Νάσος έβαλε το JPS και μας καθοδηγούσε, το διαβολεμένο το μηχάνημα μας έλεγε που να στρίψουμε, προς τα πού να πάμε, πόση απόσταση έμενε, ήταν σαν κάποιος  να μας παρακολουθούσε από ψηλά.

Με το Νάσο ήξερα ότι θα περνούσαμε καλά, ήταν φοβερή παρέα. Είχα χρόνια να τον δω, μόλις είχε επιστρέψει  απ’ τη Γαλλία όπου είχε πάει  να πουλήσει κάτι πίνακες σε μια έκθεση, ζωγράφος ήτανε.  Δε τη γούσταρε καθόλου τη Γαλλία και ειδικά τη νότια , ‘’Όλοι σοβινιστές χαμένοι είναι κατά κει!’’  έλεγε. Θα περνούσαμε καλά  όπως  τότε που ήμασταν στο πανεπιστήμιο,  τότε που κολλούσαμε αφίσες και κάναμε φασαρίες κι άλλα  χαζά, εγώ τα είχα ξεχάσει αυτός όμως μου έλεγε ότι ήμουν αφασία και στον κόσμο μου, άκου να δεις τώρα. Εκείνον τον καιρό ήμασταν  αχώριστοι, κάθε βράδυ συναντιόμασταν σ’  ένα καφέ λίγο παρακμιακό μαζί με κάτι άλλους και τα λέγαμε για ώρες. Όταν τον είχα πρωτογνωρίσει ήξερε  τη πιάτσα, από  δεκάξι χρονών ήδη  ήταν στα μέσα και στα έξω, γνώριζε  όλες τις φίρμες κι όλους τους τυπάδες που κυκλοφορούσαν εκεί γύρω απ’  τη παραλία τότε που τα μαγαζιά φουλάριζαν από κόσμο μέχρι το ξημέρωμα, ‘’Τέσσερα μαγαζιά δούλευαν κάργα!’’ μου έλεγε αναφέροντας  ονόματα από ιδιοκτήτες,  πορτιέρηδες, γκόμενες της εποχής  κι αυτούς με τους οποίους είχε πλακωθεί κατά καιρούς, πολλοί από δαύτους  είχαν γίνει μεγάλοι και τρανοί, τους έβλεπες και στη τηλεόραση τα βράδια.

Ήταν ευχάριστο να τα θυμάμαι ξανά όλα αυτά, κι ακόμα πιο ευχάριστο  να βλέπω  ότι ο φίλος μου δεν είχε αλλάξει με τα χρόνια, ήταν όπως τον ήξερα, αυτό που δε  μπορούσα να καταλάβω ήταν  γιατί είχαμε πάρει μαζί μας τον Χ, μια χαρά θα περνούσαμε χωρίς αυτόν τον χαμένο!  Ευτυχώς είχαμε  τη γυναίκα του Νάσου, μια  εντυπωσιακή τύπισσα  που δε χάριζε κάστανα, μόλις ο βλάκας άρχισε να λέει  χαζομάρες  του   έβαλε τις φωνές, μιλάμε του έβαλε κάτι γκάζια, τον έπιασε απ’ το λαιμό, τον πήρε παραμάζωμα, δε καταλάβαινε τίποτα! Αυτός δεν την ήξερε, στην αρχή  τα έχασε, μετά τα χρειάστηκε, σου λέει τι ‘’Γίνεται εδώ, ποια είναι αυτή;’’ ,τρόμαξε, συγχύσθηκε , έτοιμος να πεταχτεί από το κάθισμα ήτανε.  Του έβαλε χέρι κανονικό, του τάχωσε για τα καλά,  μέσα μου σκεφτόμουν ‘’Πάρτα τώρα ιλίθιε !’’ μα μας είχε πρήξει, σιγά μη τον λυπόμουν, μετά με πιάσανε τα γέλια, με το ζόρι συγκρατιόμουν και  πρόσεχα μη με δει απ’ τον καθρέφτη,  ήθελα να του πω ‘’Φίλε βρήκες το μάστορα σου!

Από κείνη τη στιγμή ο άλλος έπαψε να μιλά και ησυχάσαμε, καλά που είχε φέρει ο Νάσος τη γυναίκα του, τώρα μπορούσα να κοιτάξω έξω από το αυτοκίνητο,  δεν είχα πάει ποτέ σ’  εκείνα τα  μέρη αλλά μου άρεσε το σκηνικό, μες απ’  τα χορτάρια πετάγονταν βράχοι επιβλητικοί, μια σανσιβιέρια τεράστια είχε φυτρώσει σ’ ένα ξέφωτο  προβάλλοντας τα άγρια αγκάθια της. Το καλοκαίρι βρισκόταν τις αρχές του, δεν είχαν πιάσει ακόμα εκείνες οι ζέστες οι καταραμένες που σε πεθαίνουν. Είναι  ωραία εποχή πραγματικά, οι ορίζοντες παίρνουν  να θολώνουν κι ο ήλιoς  δε σ’  αφήνει να δεις μακριά, μια διάθεση σα μελαγχολία σκορπάει  στην ατμόσφαιρα, τουρίστες κυκλοφορούν παντού στην πόλη με τα καπελάκια τους, μαυροπούλια τσιμπολογούν χοροπηδώντας στα γρασίδια, σκύλοι αδέσποτοι ξαπλώνουν στην άσφαλτο κι άλλοι περνούν αμέριμνα το δρόμο. Λένε ότι ο Μάιος είναι ο πιο ωραίος μήνας , όλα πρασινίζουν και λουλουδιάζουν και γίνονται υπέροχα,  εγώ πάλι τον φοβόμουν πάντα τον Μάιο γιατί  ακολουθεί  το καλοκαίρι που όλα είναι στον αέρα, δε ξέρεις τι θα προκύψει, που θα σε βρει, πως θα τελειώσεις, πως θ’ αντέξεις. Ήταν κι εκείνο που  είχα ακούσει κάπου  ότι τα άστρα λέει προέβλεπαν  περίεργα πράγματα αυτήν την εποχή κι όχι για καλό, μπορεί να μην είναι για  σένα  μα για κάποιον δικό σου,  δεν είναι να εφησυχάζεις, από κάπου θα σε χτυπήσει...

Στη διαδρομή έμαθα ένα κάρο νέα που αγνοούσα, η ώρα περνούσε ευχάριστα, στο χωριό όπου πήγαμε όλα ήταν πολύ καθαρά, στην επαρχία οι άνθρωποι είναι πολύ πιο νοικοκυρεμένοι από μας στις βρωμερές μας πόλεις. Στο εκκλησάκι όπου γινόταν το πανηγύρι όλα ταχτοποιημένα ήτανε, τα μάρμαρα γυαλισμένα στα πατώματα, τριαντάφυλλα και γκαζόν είχαν φυτέψει στο προαύλιο, πιο δίπλα κτήματα με κερασιές φορτωμένες κι άλλα δέντρα γεμάτα καρπό, ο απογευματινός αέρας φυσούσε δροσερά κι  όλο το τοπίο ξεκούραζε το μάτι.  Όταν νύχτωσε ο ουρανός δε  σκοτείνιασε,  παρέμεινε  φωτεινός όπως γίνεται το καλοκαίρι γύρω στο σούρουπο, κείνη την ώρα που υποχωρεί  η ζέστη,  όλα γίνονται πιο γλυκά,  μπορείς   επιτέλους ν΄  ανασάνεις…

Είχαμε όλοι ωραία διάθεση,  τελικά ήταν πολύ καλή ιδέα εκείνο το πανηγύρι, δεν το είχαμε μετανιώσει διόλου. Και μετά μας έπιασε απότομα μια τέτοια πείνα που δεν βλέπαμε μπροστά μας , θα πρέπει να δώσαμε κακή εντύπωση στους γύρω μας αλλά δεν κρατιόμασταν! Αφού ηρεμήσαμε  κάπως ο Νάσος έπιασε να μας μιλά για την ιστορία εκείνης της περιοχής, πότε είχε κατακτηθεί από του Τούρκους,  πότε είχαν περάσει οι Σλάβοι.  Είχε ψώνιο με την ιστορία,  μιλάμε ένα φοβερό πράγμα, ήξερε τα πάντα  ειδικά σε ότι αφορούσε  το μεσαίωνα, θυμόταν όλους τους βασιλιάδες, τους  βυζαντινούς ηγεμόνες και τους τοπικούς αξιωματούχους, άμα άρχιζε να μιλάει γι’  αυτά δε σταματούσε, μπορούσε να σου  αραδιάσει εκεί επί τόπου όλες τις δυναστείες κι όλες τις λεπτομέρειες , ποιος ήταν ωραίος, ποιος ήταν άσχημος, ποιος παντρεύτηκε ποια, βιβλία ολόκληρα είχε στο μυαλό του μιλάμε!

Κανονικά έπρεπε να είχε γίνει ιστορικός αλλά  για κάποιο λόγο  ακολούθησε τη ζωγραφική, όμως πάντα είχε τρέλα με τα ιστορικά, τελικά όμως είχε πάει να σπουδάσει στη Γαλλία μαζί με τη γυναίκα του,  αυτή  που  είχε πάρει παραμάζωμα τον Χ και μας είχε απαλλάξει από τις βλακείες του.  Η γυναίκα του ήταν μια ξανθιά,  όχι πολύ ψηλή αλλά μ’ ένα ταμπεραμέντο απίστευτο,  εκρηκτικό κι  άκου τώρα  να δεις πως την είχε γνωρίσει.  Ένα βράδυ που ήμασταν σε μια ταβέρνα κι είχαμε πιει λίγο καθόμασταν παράμερα σ’  ένα παγκάκι σκοτεινό, κάτω από κάτι δέντρα και μιλούσαμε. Εγώ είχα πάει μέχρι το περίπτερο να πάρω κάτι κι όταν γύρισα ο Νάσος  μου είπε ‘’Δε θα το πιστέψεις τι έγινε μόλις τώρα, όπως καθόμουν στα σκοτεινά ήρθε μια γυναίκα και με φίλησε,  φίλε ήταν υπέροχο,  ήταν τόσο απαλή,  τόσο γλυκιά,  τόσο  δροσερή, η ανάσα της μοσχοβολούσε. Με τύλιξε με τα μπράτσα της, χάιδεψε το λαιμό μου,  κι ύστερα έφυγε απότομα σα να την κυνηγούσαν, δε πρόλαβα να δω παρά  μόνο τη σιλουέτα της όπως έφευγε,  δε μπορώ να καταλάβω, πρέπει να με πέρασε για κάποιον άλλον,  νομίζω ότι τρόμαξε και λίγο’’’

Όλο το βράδυ  είχε χαλάσει τον κόσμο για να τη βρει, καθώς δεν την είχε δει καθαρά σχημάτιζε με το μυαλό του ότι ήθελε,  ότι του άρεσε  ρωτούσε παντού,  κοίταζε όλες τις κοπέλες στην ταβέρνα μήπως του θυμίσουν κάτι,  δεν ήταν  σίγουρος,  κι όταν νόμιζε ότι την είχε ανακαλύψει  δεν του άρεσε ‘’Δεν μπορεί να ήταν  αυτή!’’ έλεγε ‘’Είναι πολύ χάλια ρε φίλε !’’ Μέρες μου είχε φάει τ’ αυτιά να μου μιλά για κείνη, είχε σκάσει, ρωτούσε τους γνωστούς έναν προς έναν, εκείνη η κοπέλα η άγνωστη του είχε γίνει έμμονη ιδέα.  Στο τέλος είχε απελπιστεί, είχε κουραστεί, δε μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο και μια μέρα καλοκαιρινή που ο τόπος έβραζε , όπως διέσχιζε την άσφαλτο ένα μηχανάκι πέφτει απάνω του και τον ρίχνει κάτω , καθώς είναι ξαπλωμένος στο δρόμο ακούει μια φωνή ‘’Είστε καλά, συγνώμη δεν πρόσεχα!’’ ανασηκώνεται νιώθει ότι πονά κάπου στο πόδι , γυρνά,  βλέπει μια φιγούρα γυναικεία από πάνω  του να σκύβει και θυμάται ότι  το σκουλαρίκι που φορά, ένα κόκκινο ποτηστηράκι με πράσινο λαιμό, αυτό το σκουλαρίκι φορούσε εκείνη η γυναίκα που  τον φίλησε στην ταβέρνα.

Του φάνηκε ότι αυτό όλο ήταν γραφτό, δε γίνονται τυχαία  αυτά τα πράγματα, κάποια δύναμη ανώτερη πρέπει να τα είχε φτιάξει έτσι ώστε να συναντιώνται κάθε φορά με τον πιο απροσδόκητο τρόπο κι όταν όλα είναι κανονισμένα από κάπου εσύ δε μπορείς να κάνεις τίποτα ακολουθείς μόνο. Από τότε άρχισε να την κυνηγά παντού,  αυτήν ήταν από κείνες τις γυναίκες τις σκληρές που δε νοιάζονται καθόλου για τούς άντρες κι αυτό τους προκαλεί περισσότερο, εμένα δε μου άρεσε,  δε μπορούσα να καταλάβω τι της έβρισκε,  ίσως ήταν καλή στο κρεβάτι. Ο Νάσος από κείνη τη μέρα έχασε πια το μυαλό του, τον είχαμε χάσει, την ακολουθούσε παντού κι όταν αυτή είχε αποφασίσει να πάει στη Γαλλία πήγε μαζί της μολονότι δε ήθελε  με τίποτα να φεύγει στο εξωτερικό.

Το πιο δύσκολο ήταν στην αρχή όταν  του ζητούσε να της στείλει κάτι βιβλία για τις σπουδές της γιατί δε  μπορούσε λέει  να  τα βρει εκεί πέρα.  Μερικές φορές έπρεπε  να περιμένει ώρες ολόκληρες στα ξένα αεροδρόμια για ν’  αλλάξει αεροπλάνο, δεν ήξερε ποιον  να ρωτήσει,  όλα του φαίνονταν παράξενα,  αλλόκοτα,  οι άνθρωποι, οι ομιλίες, ο καιρός, τα κτήρια, ένα πιάνο που είχαν βάλει στη μέση του πουθενά σε μαι αίθουσα αναμονής,  του είχε φανεί το πιο παράξενο. Καθόταν εκεί  χαζεύοντας το πιάνο που στέκονταν βουβό,  για να περάσει η ώρα άνοιγε τα βιβλία της γυναίκας που σπούδαζε φυσική ή κάτι τέτοιο,  προσπαθούσε να καταλάβει τι λέγανε οι λέξεις των βιβλίων που  χόρευαν μπροστά στα μάτια του,  δεν μπορούσε να εννοήσει  εκείνους  τους όρους τους επιστημονικούς που λέγανε για αποσύνθεση των πυρήνων, για τα θραύσματα σχάσης, τις ενέργειες των νετρονίων,  τα εναλλασσόμενα μπλοκ ουρανίου, την κρισιμότητα του αντιδραστήρα.  Όλα έμοιαζαν τεράστια, κρύα, περίεργα,  ήταν σα να πήγαινε ταξίδι στον άλλο κόσμο, φοβόταν,  ήθελε να γυρίσει πίσω όπως ήτανε, να τα παρατήσει όλα και να φύγει από κει, τελικά το συνήθισε….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...