Κυριακή 30 Απριλίου 2017

ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΥ

Δοκίμασε να πάρει το μικρό φέρετρο όπου κείτονταν το σώμα του μικρού παιδιού, o παπάς είχε διαβάσει τις ευχές, όλα είχαν τελειώσει, ήταν η ώρα να το πάνε κατά τα μνήματα κι αυτός έπρεπε να κάνει αυτή τη δουλειά όμως η μάνα που έκλαιγε σιγανά όλη αυτή την ώρα πετάχτηκε απότομα, έπιασε γερά το ξύλινο κοφίνι και δεν το άφηνε με τίποτα, τα μάτια της γυάλιζαν , σκέφτηκε ότι η γυναίκα ήταν τρελή, δυο βραδιές το ξενυχτούσαν, τόσον καιρό έδειχνε ότι δεν θα γλύτωνε, έπρεπε να το περιμένει, να έχει προετοιμαστεί κάπως, να το πάρει απόφαση, αλλά άντε να της το πεις, το μητρικό της ένστικτό ήταν τόσο δυνατό που θα μπορούσε να μείνει μαζί με το πεθαμένο παιδάκι της για πάντα!

Το αγοράκι είχε πεθάνει στο νοσοκομείο, δεν άντεξε, από τότε που γεννήθηκε είχε πρόβλημα, ένα σωρό χημειοθεραπείες του είχαν κάνει, όταν τελείωναν με το ένα όργανο του ανακάλυπταν ότι είχε πρόβλημα κι αλλού, κι εκείνο το καημένο ποτέ του δεν είχε γκρινιάξει, είχε δείξει υπομονή άπειρη σα να ήταν κανένας άντρας ώριμος, όλο γελούσε, τελικά δεν άντεξε. Τη νύχτα είχαν μεταφέρει με το αεροπλάνο την άψυχη σωρό, οι γονείς έμοιαζαν σα να είχε πέσει ο ουρανός απάνω τους, στην κάμαρα όπου είχαν αποθέσει το σώμα έκανε τόση ζέστη που δε μπορούσες να σταθείς, καλοκαίρι στις αρχές του ήτανε, λιβάνια έκαιγαν από παντού, η ατμόσφαιρα έμοιαζε αποπνικτική, μερικές γριές κουνούσαν βεντάλιες μπροστά στα πρόσωπα τους,  όλα είχαν καθυστερήσει, η ώρα περνούσε, η γυναίκα είχε κολλήσει εκεί πέρα κρατώντας το μικρό φέρετρο και δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει.

Το πράγμα έδειχνε ότι θα τραβούσε για πολύ όμως κι αυτός τι χρωστούσε ρε φίλε, ένα απλός νεκροθάφτης ήτανε που σ’ εκείνο το παραλιακό χωριό τα αναλάμβανε όλα, την ετοιμασία, την μεταφορά, την ταφή, έπρεπε να κάνει τη δουλειά του. Καλά όποτε είχε να θάψει νεαρά παλικάρια και μικρά παιδιά ήταν το πιο δύσκολο,  όσο σκληρός κι αν είσαι αυτό δεν αντέχεται, σκεφτόταν τα δικά του τα παιδιά που μπορούσαν να βρίσκονται στη θέση των πεθαμένων κι η καρδιά του σφίγγονταν, ευτυχώς συνέβαινε πολύ σπάνια.

Κάμποσα χρόνια έκανε αυτή τη δουλειά, είχε αναλάβει να θάβει τους γέρους του χωριού που αποδεκατίζονταν σιγά- σιγά, έδειχνε να μην είναι τόσο άσχημα, έβγαζε καλό μεροκάματο. Είχε συνηθίσει να ξεθάβει πεθαμένους μόλις συμπληρώνονταν τρία ή τέσσερα χρόνια, φορούσε κάτι γάντια πλαστικά και μάζευε τα κόκαλα τους που είχαν σαπίσει, δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, τα πιο πολλά είχαν χωνευτεί καλά από τη γη, μετά έπρεπε να τα μεταφέρει σε μια γωνιά των νεκροταφείων όπου υπήρχε μια βρύση για να τα πλύνει και να τα τοποθετήσει στο ξύλινο κουτί που παραδίδονταν στους συγγενείς για να  το τοποθετήσουν  στο οστεοφυλάκιο μαζί με μια φωτογραφία.  Είχε θάψει όλα αυτά τα χρόνια ένα σωρό κόσμο, για μερικούς λυπόταν πραγματικά, ειδικά για κάποιους που ήξερε καλά, αυτούς που είχαν πιει μαζί ούζα και κρασιά στο καφενείο, όταν πέθαινε κανένας μεθύστακας ή κανένα ρεμάλι ούτε που τον ένοιαζε, ‘’ Στον αγύριστο ! ΄΄ έλεγε από μέσα του καθώς τον σκέπαζε με χώμα.

Δεν ήταν και καμιά βαριά δουλειά, το χώμα σ’ εκείνα τα μνήματα όπου είχαν ταφεί γενιές και γενιές είχε γίνει μαλακό, σκάβονταν εύκολα, χωρίς κόπο. Στην πραγματικότητα όλη η περιοχή γύρω   πρέπει  να ήταν νεκροταφείο από πολύ παλιά, σε μια μεριά του οικοπέδου οι αρχαιολόγοι είχαν ξεθάψει  χρόνια πριν ένα κάρο ευρήματα,  καρφίτσες χρυσές,  πόρπες ασημένιες, ακόντια στολισμένα με τρόπο  περίεργο κι ένα κράνος που δεν υπήρχε πουθενά,  φτιαγμένο από φύλλα χρυσού και λίθους πολύτιμους, ένα πράγμα  σωστό αριστούργημα,  θεωρούνταν από τα πιο σημαντικά που είχαν βρεθεί ποτέ, οι ειδικοί το είχαν πάρει σ’  ένα μουσείο μεγάλο και το εξέταζαν πολύν καιρό, λέγανε  ότι  ήταν το μοναδικό επιζών από ένα ζευγάρι που είχε φτιαχτεί σ’ ένα απ’  τα καλύτερα εργαστήρια της  αυτοκρατορίας,  το είχαν ονομάσει ‘’Το Κράνος του Πορφυρογέννητου!’’  
 

Tα βράδια όποτε περνούσε με το αγροτικό του αυτοκίνητο έξω από τα νεκροταφεία ο νεκροθάφτης,  σταματούσε να ρίξει μια ματιά αν ο μαρμαράς είχε κάνει καλή δουλειά σε κάθε καινούριο μνήμα, όπως περπατούσε ανάμεσα στους τάφους ένιωθε να τον κοιτούν οι φωτογραφίες μέσα στα κουβούκλια που φωτίζονταν από τα καντήλια, όλους τους ήξερε εκεί πέρα έναν προς έναν, τους πιο πολλούς αυτός τους είχε παραχώσει. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του ότι θα μπορούσε να κάνει αυτή τη δουλειά, μικρός φοβόταν πολύ τις ιστορίες όπως εκείνη που του έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά του για μια γυναίκα που πήγε να μπήξει ένα καρφί σε κάποιο μνήμα τα μεσάνυχτα μετά από κάποιο στοίχημα. Από το φόβο της λέει εκείνη η γυναίκα κι επειδή ήθελε να ξεμπερδεύει γρήγορα κάρφωσε το φουστάνι της, καθώς έκανε να φύγει ένιωσε κάτι να την τραβά και νόμιζε ότι ήταν ο πεθαμένος που βγήκε απ’ την κάσα και την άρπαξε, καλά είχε τρομάξει όσο δε λέγεται μ’ εκείνη την ιστορία, όποτε περνούσε νύχτα από τα μνήματα την θυμόταν πάντοτε....

Τώρα όμως είχε μπλέξει άσχημα και δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει, η μέρα εκείνη του είχε φανεί ατελείωτη, ποτέ δεν του άρεσαν τα καλοκαίρια, το χειμώνα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα, μέχρι να το καταλάβεις είχε βραδιάσει κι άλλαζες σελίδα, μπορούσες να κοιτάξεις το αύριο, ν’ αφήσεις πίσω τα παλιά, το καλοκαίρι μ’ εκείνο το φως το ανελέητο που σε διέλυε έμοιαζε τόσο μακρύ που δεν αντέχονταν!

Το ήξερε το μικρό αγοράκι, πολλές φορές το είχε δει στην παραλία, στο μικρό λιμάνι, να περπατά με τη μάνα του, μια φορά μάλιστα το είχε ακούσει να μιλά και είχε εντυπωσιαστεί από το πόσο καθαρά πρόφερε ο μικρός τις λέξεις, δεν είχε ξανακούσει παιδί να μιλά έτσι όμορφα!  Η παραλία  ήταν το πιο ωραίο μέρος στο χωριό, συχνά κατέβαινε κατά κει όταν ήταν φορτωμένο το μυαλό του από καμιά κηδεία ψυχοπλακωτική  να καθαρίσει λίγο το μυαλό του, εκεί συναντούσε και το μικρό με τη μάνα του μια ψηλή, ωραία μελαχρινή.  Όποτε είχε όρεξη  πήγαινε να βρει τον αδερφό του που δούλευε εκεί πέρα λύνοντας και δένοντας το σκοινί του πλοίου όταν ερχόταν κι όταν σαλπάριζε, μια φορά ένας ηλίθιος ο οδηγός όπως κατέβαινε άγαρμπα από το καράβι  τον είχε ρίξει στο νερό και μετά εξαφανίστηκε, αυτός είχε δει τη σκηνή κι εξοργίστηκε τόσο πολύ με τη συμπεριφορά του που χάλασε τον κόσμο να τον βρει, είχε γυρίσει όλα τα μαγαζιά, είχε ρωτήσει όποιον έβρισκε μπροστά του, αν δεν τον έβρισκε θα έσκαγε, τελικά τον είχε ανακαλύψει σ’ ένα μπαρ να πίνει, είχε τόσα νεύρα που ήθελε να τον σκοτώσει εκεί επί τόπου, τελικά τον κατήγγειλε στην αστυνομία που τον συνέλαβε.

Μόλις τελείωνε μ’  αυτήν τη κηδεία θα κατέβαινε πάλι στην προβλήτα να συναντήσει κανέναν φίλο του, να πιει κάτι,  να ζαλιστεί, να ξεχάσει, στο μεταξύ όμως όλα έμοιαζαν να έχουν κολλήσει, η ώρα περνούσε κι ο κόσμος είχε αρχίσει να μουρμουρίζει, κάτι γριές σταυροκοπιούνταν, ο παπάς που θα μπορούσε να πει κάτι  δεν ήταν κι ο πιο γενναίος άνθρωπος που υπήρχε,  στέκονταν άβουλος εκεί πέρα κοιτάζοντας το κενό, οι συγγενείς δεν ήξεραν τι να κάνουν, ο πατέρας του παιδιού έμοιαζε χαμένος, δεν μπορούσε να καταλάβει  τι συνέβαινε. Ο νεκροθάφτης  προσπάθησε να συνεφέρει την νεαρή γυναίκα μιλώντας της όσο μπορούσε πιο μαλακά, της εξήγησε ότι δεν είχε νόημα όλο αυτό,  αλλά αυτήν έδειχνε να έχει παραλογίσει και δεν ήταν καμιά ψόφια, μια  όμορφη κοπελάρα,  γεροδεμένη μέχρι εκεί πάνω ήτανε που μπορούσε να τα βάλει με άντρα, δεν ήξερε πως να την κουμαντάρει. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του καθώς κανείς δεν έκανε τίποτα, κάτι έπρεπε  να γίνει,  κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι  να λύσει το γόρδιο δεσμό,  δεν κρατιόταν άλλο, σε μια στιγμή που είδε τη μάνα να χαλαρώνει κάπως πήγε να πάρει το φέρετρο, με το που τον αντιλήφθηκε όμως η νεαρή γυναίκα πετάχτηκε σαν άγριο ζώο με μια αποφασιστικότητα πρωτόγονη ,  τον έσπρωξε με μια δύναμη τρομακτική  και  τον έριξε κάτω στο πάτωμα σα φρόκαλο.

Αιφνιδιάστηκε εντελώς, δε περίμενε ποτέ μια γυναίκα να έχει τόση δύναμη, είχε σοκαριστεί,  πολύ γρήγορα όμως όπως σηκώνονταν  ένας θυμός γέμισε τα μέσα του και τον έκανε έξαλλο, για ποιο λόγο θα έπρεπε να το υποστεί αυτό, πως είχε βρεθεί εκεί πέρα; Αυτό πήγαινε πολύ, η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει, ο καθένας έχει τις  αντοχές του, τα όρια του, δε μπορούσε να πιστέψει ότι αυτά όλα συνέβαιναν πραγματικά, ήταν σαν ένα όνειρο, σαν εφιάλτης. Παρενέβησαν τότε επιτέλους μερικοί άντρες, ο παπάς κάτι μουρμούρισε, η γυναίκα σα να ξύπνησε από λήθαργο και λύθηκε  ξεσπώντας σε λυγμούς. Τώρα πλέον  μπορούσε να κάνει τη δουλειά του όμως κάτι είχε ραγίσει μέσα του, αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει, ήταν σκληρός αλλά όχι και τόσο, αλλιώς ήτανε όταν είχε κανένα παππού τελειωμένο ή κάναν άρρωστο υπερήλικα, αυτό το μικρό παιδάκι και τη μάνα τους  έβλεπε τρεις μέρες συνέχεια  στον ύπνο του,  τον είχαν  στοιχειώσει,   έπρεπε να τελειώνει η ιστορία, μετά απ’ αυτήν τη κηδεία θα τα παρατούσε κι ας πήγαιναν στο δαίμονα και τα λεφτά τους και τα καλά τους!

Ξεμπέρδεψε όπως -όπως με τα διαδικαστικά,  με του που έφυγαν όλοι σκέπασε πρόχειρα  το μνήμα  ρίχνοντας μερικές φτυαριές, θα περνούσε αργότερα να το ταχτοποιήσει, έπρεπε επειγόντως να  ξεθολώσει με κάποιο τρόπο. Μπήκε στο αυτοκίνητο και  τράβηξε  προς τη θάλασσα, εκείνη την ώρα ήτανε χάρμα, ο άνεμος που φυσούσε στο πρόσωπο του έφτιαχνε μικρά χρυσαφένια αυλάκια πάνω στην επιφάνεια του νερού, μπορούσε  να ηρεμήσει  λίγο. Τα καράβια πήγαιναν στο απέναντι νησί γεμάτα αμάξια και κόσμο, τουρίστες με καπέλα χρωματιστά θορυβούσαν, τύποι μαυριδεροί ξεφόρτωναν δοχεία γεμάτα μύδια, φωνές ακούγονταν, κοπάδια από μικρά ψαράκια στροβιλίζονταν στο νερό δίπλα στις άγκυρες, ένα πουλί έπινε  νερό από μια λακκούβα  ανασηκώνοντας κάθε τόσο τα κεφαλάκι του  για να καταπιεί.  Περπάτησε στην άκρη της προβλήτας για μια μεγάλη απόσταση  μέχρι που έφτασε σε μια αμμουδιά,  έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε, το νερό τον σκέπασε  ήταν σα να βυθίζονταν σ’  ένα υλικό διάφανο που διαπερνούσε το σώμα του καθαρίζοντας τον από καθετί.  Έμεινε κάμποση ώρα εκεί κάτω,  όταν βγήκε συνειδητοποίησε ότι η ώρα είχε περάσει, τα μουσκεμένα  βράχια στη ακτή άστραφταν στο φως του δειλινού, μια ησυχία απέραντη βασίλευε, ένα βάρος ασήκωτο που κουβαλούσε  εξαφανίζονταν αργά –αργά,  ήταν η πρώτη, η πρώτη  φορά που ένιωθε καλά  εδώ και μέρες.  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...