Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

ΑΠΑΣΤΡΑΠΤΟΝ ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ

Μπροστά στα μάτια μου τον είδα να γλιστράει και να γέρνει κάτω απ’  το πέτρινο κάγκελο του γυναικωνίτη,   μια γυναίκα πίσω μου  πετάχτηκε  να τον κρατήσει όμως αυτός όπως ήταν  μισοκοιμισμένος  έγειρε μ’  όλο του  τον όγκο  και γλίστρησε προς τα κάτω,  την τελευταία στιγμή κατάφερε να πιαστεί  απ’ το μαρμάρινο  κάγκελο.

Δικιά του ιδέα ήταν  ν’ ανέβουμε στον εξώστη, εκεί κανονικά πήγαιναν οι γυναίκες αλλά αυτός προτιμούσε να παρακολουθεί από κει,  ήταν σα να έβλεπες σινεμά, έμοιαζε  με μπαλκόνι εσωτερικό   όπου υπήρχαν καθίσματα βαθμιδωτά, διαλέξαμε  μια θέση μπροστά- μπροστά και καθίσαμε βλέποντας τους παπάδες που φορούσαν μαβιά άμφια να στέκονται μπροστά στην ωραία πύλη,  εγώ είχα αρχίσει να βαριέμαι όμως ο Βασίλης το έβρισκε ενδιαφέρον όλο το σκηνικό,  μάλιστα άναψε   και μια λαμπάδα  όπως όλοι εκεί μέσα γιατί φώτα δεν υπήρχαν καθόλου.

Η εκκλησία ήταν παλιά,  βυζαντινή,  από κείνες με τα κόκκινα τούβλα και τους τρούλους, όμορφη. Το εσωτερικό της ήταν  σχεδόν σκοτεινό,  δεν ακουγόταν  τίποτα παρά μόνο η βραχνή φωνή κάποιου που  διάβαζε κάτι.

Ιδέα δικιά του ήταν να πάμε εκεί πέρα εκείνο το απόγευμα,  ήξερε την εκκλησία από τη μάνα του.  Το μέρος όπου ήταν  χτισμένη θύμιζε παλιό νταμάρι, ένα τέτοιο πράγμα, οι πολυκατοικίες που την περιέβαλαν  είχαν χτιστεί πάνω στις πέτρες και δημιουργούσαν μια αλλόκοτη αίσθηση, πιο δίπλα υπήρχαν μονοκατοικίες ακατοίκητες,  αυτοκίνητα εγκαταλειμμένα,  κοράκια περπατούσαν όπως να ναι στις λάσπες, σ’ ένα κτίριο  από πάνω  ένα κοριτσάκι στέκονταν και μας κοιτούσε, σήκωσα το βλέμμα για να το δω, ο ήλιος που έπεφτε εκείνη την ώρα με τύφλωνε.

Δεν είχε ακόμα βραδιάσει κι οι καμπάνες από παντού γύρω χτυπούσαν για την ακολουθία της Μεγάλης Βδομάδας  δεν την γνώριζα καθόλου την περιοχή,  για να βγεις εκεί έπρεπε να στρίψεις   από κάτι στενά, μετά περνούσες  από ένα δρόμο που έκανε μια καμπύλη τέλεια, πρώτα κατέβαινε μέχρι κάτω βαθιά κι έπειτα ανέβαινε βαθμιαία κι αργά σα να έβγαινες από κάποιον λάκκο, σε μια γωνιά ένα καφενείο παλιό όπου δυο τρεις  γέροι έβλεπαν ποδόσφαιρο,  αναρωτιόμουν που στο καλό πηγαίναμε  όταν μετά από μια στροφή βγήκαμε τελικά μπροστά στην  εκκλησία...

Όλη εκείνη τη μέρα ήμουν σα χαμένος, ο Βασίλης- αυτό ήταν το όνομα του- φώναζε ‘’Ξύπνα ρε !!’’ όμως εγώ  δε μπορούσα να συγκεντρωθώ καθόλου. Καθώς είχε αλλάξει η ώρα η μέρα έμοιαζε ατελείωτη, δεν έλεγε να βραδιάσει, οι θερμοκρασίες όλο κι ανέβαιναν, οι κοπέλες που έμοιαζαν να ζεσταίνονται πιο πολύ απ’ όλους τα πετούσαν όλα, είχαν μείνει με τα αμάνικα. Ανάσταση έρχονταν και στους δρόμους πουλούσαν λαμπάδες χρωματιστές, οι πασχαλιές είχαν ήδη ανθίσει, στα πάρκα φύτευαν τουλίπες πολύχρωμες κι αν πήγαινες μια βόλτα έξω απ’ τη πόλη έβλεπες στα ξέφωτα τα χορτάρια να έχουν ψηλώσει μέχρι το γόνατο ενώ  τα δέντρα ήταν  έτοιμα να μπουμπουκιάσουν και να πρασινίσουν φέρνοντας εκείνη την έκρηξη βλάστησης που βλέπεις την άνοιξη….

Δε ξέρω για ποιο λόγο πάντως ο Βασίλης  με συμπαθούσε, με καλούσε  όλη την ώρα να πάω μαζί του στις εκκλησιές και στα ταξίδια που έκανε, όλο βόλτες πήγαινε, πολύ του άρεσε, μιλάμε τρελαίνονταν, είχε πάει στη Βουλγαρία, στο Βελιγράδι, στη Ρουμανία, είχε γυρίσει όλα τα Βαλκάνια!  Στο υπόγειο όπου δούλευε, τον βοηθούσα να παραλάβει  εμπορεύματα και να τα ταχτοποιήσει σε στήλες,  περνούσε όλη τη μέρα του σα φυλακισμένος σ’  εκείνο το υπόγειο,   με ήθελε για παρέα  ‘’Δε θέλω να μου στέλνεις τον άλλο τον χτικιάρη!’’ είχε πει στο αφεντικό, ‘’Θα μου στέλνεις τον Αποστόλη!’’

Πολλές φορές μέναμε μέχρι αργά στο μαγαζί, το αφεντικό ούτε που πατούσε, εμείς κλείναμε. Ήταν λίγο ευτραφής με μια γενειάδα τεράστια σα Ρώσος καλόγερος αλλά κατά τα άλλα ήταν εντάξει. Όμως ήτανε πολύ ξεροκέφαλος ρε αδερφέ, δεν έχεις δει τέτοιο πράγμα, δε σήκωνε ούτε μια παρατήρηση, ούτε μια λέξη κριτικής, χαλούσε τον κόσμο, έχω δει ξεροκέφαλους, αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε, μιλάμε ένα πράγμα τρομερό,  μπορούσε να σε σκάσει !

Το πιο δύσκολο ήταν όταν έπρεπε να κάθομαι και να τον ακούω ‘’Κάτσε ρε, κάτσε μια στιγμή να μιλήσουμε!’’ μου έλεγε βγάζοντας κανένα νερό από το ψυγείο να ξεδιψάσει την τεράστια δίψα του, καθόμουν λίγο όμως η κουβέντα του δεν υποφέρονταν ρε φίλε, ήταν τόσο πεσιμιστής, τα έβλεπε όλα τόσο μαύρα που μετά από λίγο ήθελες να εξαφανιστείς από κει πέρα!

Πολλές φορές τον έβρισκα  σ’ ένα καφέ που είχε ανοίξει πρόσφατα, εκεί  μαζεύονταν κάθε καρυδιάς καρύδι, πιτσιρικάδες με σκισμένα παντελόνια που ζητούσαν παγωτό, γέροι βαρεμένοι και κάτι άλλοι μαυριδεροί μυστήριοι που ο Βασίλης τους ήξερε και τους χαιρετούσε επειδή αγόραζε απ’  αυτούς εκείνα τα τσιγάρα που είχαν απάνω τους φωτογραφίες αρρώστων και πεθαμένων. Δε μπορούσα να σταθώ εκεί ούτε στιγμή, το μέρος όλο απέπνεε μια παρακμή αυτού όμως του άρεσε, όλη του τη ζωή την είχε περάσει στο πεζοδρόμιο,  ήταν το σπίτι του.

Είχα αρχίσει να τον συνηθίζω,  κάθε πρωί περνούσε από το σπίτι μου με το  αμάξι του και πηγαίναμε μαζί στη δουλειά, κείνη την ώρα όλοι οι τρελαμένοι σταματούσαν έξω από τα μαγαζιά να ξεφορτώσουν την πραμάτεια τους, οι οδηγοί που είχαν μπλοκαριστεί φώναζαν, έβριζαν, χτυπιόταν, ένα χάος πραγματικό!

 Ήταν ένα   πρωινό  Μεγάλης Εβδομάδας και   τον περίμενα ως συνήθως  στη στάση.  Με το που τον αντίκρισα  δε μπορούσα να το πιστέψω, είχε κόψει τη γενειάδα του Ρώσου καλόγερου και δε γνωρίζονταν, έμοιαζε δέκα χρόνια μικρότερος καλά ήταν πολύ τρελό! Και του τόχα πει ‘’Κόψτα τα καταραμένα!’’ αλλά δε μ άκουγε.  Καλά είχε γίνει πολύ σένιος, γελούσε μέχρι τ’ αυτιά όμως εγώ βρήκα ευκαιρία όπως τον είδα στα καλά του και του ζήτησα κάτι δανεικά που μου χρωστούσε. Είχε περάσει καιρός από τότε που του τα είχα δώσει κι αυτός δεν ανέφερε τίποτα, ετοίμαζε κάποιο ταξιδακι πάλι κι έκανε τον ανήξερο.  Εγώ όμως τα χρειαζόμουν, δεν ήταν δα και κανένα φοβερό ποσό αλλά ρε φίλε δεν ήθελα να με πιάνουν κορόιδο, να μου τρώνε τα λεφτά, να με θεωρούν ηλίθιο, αυτό με τρέλαινε ! ‘’Ρε βλάκα θα στα δώσω, μη φοβάσαι!’’ μου είπε κι ύστερα μιμήθηκε τον τρόπο που μιλούσε το αφεντικό,  μ’ έπιασαν κάτι γέλια απίστευτα που μ’ έκαναν να ξεχάσω τα καταραμένα τα δανεικά.

Το απόγευμα θα κλείναμε εμείς το μαγαζί για να πάμε στην εκκλησία καθότι Μεγάλη Βδομάδα, ήμασταν χαρούμενοι που δεν θα είχαμε τον άλλον  να μας πρήζει με τα μίζερα του, ότι δεν υπάρχουν λεφτά, ότι έχει στεγνώσει η αγορά , ότι δε βγαίνει με τίποτα και θα κλείσει την επιχείρηση, μας είχε μαυρίσει τη ψυχή ενώ εμείς ξέραμε ότι είχε ένα κάρο ακίνητα κι ένα σωρό λεφτά στην άκρη ο γύφτος!  Όποτε ανεβαίναμε στο  γραφείο του μας κορόιδευε, ‘’’Τα πτυχία σας, και τι κάνατε στα πανεπιστήμια,  και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν τα κλείνουν!’’ μα τι κομπλεξάρα ρε φίλε! Εμείς δε λέγαμε τίποτα περιμέναμε μόνο και μόλις έλεγε καμιά πατάτα, μόλις έκανε κανένα λάθος συντακτικό, με το που πετούσε κανένα μαργαριτάρι τον καρφώναμε πατώντας κάτι γέλια και τότε ήθελε να σκάσει, να πεθάνει απ’ το κακό του αλλά εμάς στα παλιά μας τα παπούτσια, δεν δίναμε δυάρα, ήταν η εκδίκηση μας!

Αφήσαμε  κάτι τιμολόγια στο γραφείο  και πήραμε  το ασανσέρ, εκεί μέσα έπαιζε μια μουσική από κάπου  τόσο ωραία που δεν θέλαμε να βγούμε, αυτό το ασανσέρ με τη μουσική  ήταν το καλύτερο πράγμα  που είχε η οικοδομή. Με το που κατεβήκαμε στο δρόμο είδαμε  από  μακριά το βλαμμένο το αφεντικό,   τι στο δαίμονα ζητούσε , σίγουρα θα μας έχωνε κάπου,  βιαστήκαμε να εξαφανιστούμε πριν μας πάρει χαμπάρι! Ο Βασίλης έψαχνε μια ώρα  το μέρος όπου είχε παρκάρει, πάντα έτσι έκανε,  εγώ για να περάσει η ώρα  χάζευα τη βιτρίνα ενός μαγαζιού που πουλούσε καθρέφτες, θήκες για κινητά, γυαλιά χρωματιστά κι άλλα πραγματάκια  που γυαλοκοπούσαν...

Και μετά καθώς βράδιαζε φτάσαμε στην εκκλησιά εκεί στο παλιό νταμάρι.   Με το που βρήκαμε θέση στο γυναικωνίτη της εκκλησίας πιάσαμε τη κουβέντα  μέχρι που κάποιος μας  έκανε  παρατήρηση.  Πρόλαβα να μάθω ότι  σε μια κρύπτη της εκκλησίας κρατούσαν τα λείψανα από ένα κάρο αγίους και κάτι άλλα κειμήλια πολύτιμα ανάμεσα τους ένα  δισκοπότηρο απαστράπτον. Ο  Βασίλης που το είχε δει έλεγε ότι ήταν πανέμορφο,  στολισμένο με κύβους από κυανά και άσπρα γυαλάκια ενώ στη βάση του υπήρχαν μοτίβα από κατακόρυφες  εραλδικές σάλπιγγες αυτό το δισκοπότηρο έπρεπε να το δω κάποια  στιγμή!  

Δίχως να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος,  ήμουν τόσο κουρασμένος, στο όνειρο μου έβλεπα, ότι περνούσα πάνω από ένα ποταμάκι με νερό πολύ ορμητικό και κινδύνευα να πέσω μέσα,  δε μπορούσα όσο κι αν προσπαθούσα  να κρατηθώ με τίποτα!  Ένα τρίξιμο ανεπαίσθητο με ξύπνησε   και με το που άνοιξα τα μάτια  αντίκρισα  τον Βασίλη να γλιστρά και να κρέμεται στο κενό κρατώντας το κάγκελο με τα ακροδάχτυλα του. Ξαφνικά όλοι σα να ξύπνησαν κι άρχισαν να φωνάζουν στρεφόμενοι  κατά το μέρος μας για να δουν το φίλο μου που κρέμονταν έτοιμος να πέσει.   Είχε πιαστεί απ’  την άκρη του κάγκελου κι αγωνιζόταν να κρατηθεί  όμως  ήταν αδύνατο εξαιτίας του βάρους  του,  αιωρήθηκε  εκεί ψηλά για  μια στιγμή που έμοιαζε με αιωνιότητα,   κι ύστερα  έπεσε με τα χέρια ανοιχτά, ένας γδούπος τρομερός ακούστηκε καθώς έσκαγε  στο μαρμάρινο πάτωμα.

Επικράτησε χάος, τα φώτα άναψαν κι οι παπάδες μαζί με όλους τρέξανε στον πεσμένο,  εγώ κατέβηκα άρον- άρον να δω τι είχε πάθει ο φίλος μου, δεν έδειχνε να έχει ματώσει,  όλοι είχαν μαζευτεί από πάνω του κανείς όμως δεν τολμούσε να τον ακουμπήσει.  Τότε ένας παπάς,  ο πιο ηλικιωμένος,  που φαίνεται ήξερε από πρώτες βοήθειες και τέτοια τον πλησίασε, γονάτισε κι άρχισε να ψηλαφεί  τα χέρια, τα πόδια και τα πλευρά   του. Ο Βασίλης ανάσαινε βαριά αλλά έδειχνε  παραιτημένος,   μια έκφραση πόνου είχε απλωθεί στο πρόσωπο του.  Ο παπάς έσκυψε, τον κοίταξε βαθιά  και κάτι του είπε σιγανά  στο αυτί,  μετά σηκώθηκε και μας είπε ‘’Είναι καλά,  μην ανησυχείτε’’’. 

Καλά ήμουν μες τα νεύρα, τι στο καλό έλεγε,  ο άλλος είχε σωριαστεί από τόσο ύψος κι ο παπάς έλεγε ότι όλα ήταν εντάξει,  ετοιμαζόμουν να πω καμιά κουβέντα, όταν έκπληκτος είδα το φίλο μου  αργά-  αργά να σηκώνεται και να στέκεται στα πόδια του σα να μην έτρεχε τίποτα, δε μπορούσα να το πιστέψω, όλοι γύρω κοίταζαν απορημένοι, αυτός  έκανε μόνο το σταυρό του τρεις φορές και μετά μου είπε: ‘’Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι πετούσα!’’

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...