Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

ΚΟΡΤΙΖΟΝΗ

Στη μέση του κτήματος πάνω σ’ έναν λόφο, ένα κτήριο σαν παλάτι ξεχώριζε, γύρω –γύρω στις πλαγιές αμπέλια απλώνονταν και το περιστοίχιζαν, από το λόφο ψηλά μπορούσες να δεις τη θάλασσα στο βάθος όπου κοπάδια από θαλασσοπούλια προσγειώνονταν το νερό πλαταγίζοντας τις φτερούγες τους.

Το κτήμα βρίσκονταν στους πρόποδες ενός βουνού μ’ ασπρισμένες κορυφές κάπου προς τα σύνορα. Ο χειμώνας εκείνη τη χρονιά ήταν βαρύς, οι πορτοκαλιές, οι λεμονιές κι ένα σωρό άλλα φυτά ξεράθηκαν σα να είχαν καεί από ένα κύμα φωτιάς που τις είχε σαρώσει, τα κλήματα άντεχαν και δε βιάζονταν να μπουμπουκιάσουν. Όταν άρχισε να μαλακώνει ο καιρός τα χιόνια έπιασαν να λιώνουν και τ’ αμπέλια γέμισαν με τόση λάσπη που δε μπορούσες να σταθείς, όλο το πόδι σου βυθίζονταν στο βούρκο. Όταν άρχισαν τα κλαδέματα οι εργάτες που δούλευαν στο αγρόκτημα υπέφεραν, ήταν απίστευτα δύσκολο να κάνεις τη δουλειά σου μέσα σ’ εκείνο το βούρκο.
Κανείς δεν ήξερε τους ιδιοκτήτες, ακούγονταν ότι ήταν κάτι καλόγεροι που έκαναν επιχειρήσεις κι έπαιρναν επιδοτήσεις αβέρτα, αυτοί είχαν βρει και το συνεργείο, τα τέσσερα άτομα που έπρεπε να κλαδέψουν όλο εκείνο το αχανές κτήμα, ένας Αλβανός κάπως ηλικιωμένος, ένας μαυριδερός απροσδιόριστης καταγωγής και δυο Έλληνες, ο ένας απ’ αυτούς κάπως σκοτεινός με τρομερή δύναμη, δε κουράζονταν ποτέ, οι μυς του ήταν σαν κούτσουρα, αν σ’ έσφιγγε μπορούσε να σε πεθάνει. Το πρωί προτού μπούνε μέσα στο χωράφι καθόταν και χάζευαν το αρχοντικό πάνω στο λόφο που έμοιαζε με παλιό μοναστήρι, μετά έπρεπε να χωθούν μες τη λάσπη βαστώντας το αεοψάλιδο που χρειάζονταν μεγάλη προσοχή μη σου πάρει κάνα δάχτυλο, ύστερα έκοβαν κληματόβεργες ώσπου να δύσει ο ήλιος. Όλα έπρεπε να γίνουν σωστά, σε κάθε κλαδί άφηναν τόσα μάτια ώστε να μπορεί να ταϊστεί το σταφύλι που θα γέμιζε χυμούς το καλοκαίρι, έπρεπε ακόμα να κόψουν τα ξερά και άχρηστα βλαστάρια, να προσέχουν μη τυχόν υπάρχουν άρρωστα, να καθαρίσουν το ξύλο μέχρι να βγει το υγιές μέρος του, να δώσουν τέλος σχήμα στα νεαρά αφήνοντας μερικές αμολητές βέργες, ήθελε τέχνη όλο αυτό.

Υποτίθεται ότι το κτήμα θα τους παρείχε τροφή αλλά εκεί πέρα είχαν ένα σύστημα μυστήριο, έμοιαζε με καλογερικό, όλη την ώρα τρώγανε όσπρια και τέτοια αλάδωτα κιόλας που ήταν μια αηδία, όταν πεινούσαν πολύ κι ήθελαν κάτι να τους χορτάσει έπρεπε να τη βγάλουν μ’ εκείνα τα νεροζούμια, κρέας δεν είχανε δει ποτέ, όλο νηστεία, είχαν σιχαθεί! Ακούγονταν ιστορίες ότι μέσα στο κτήριο οι παπάδες τρωγόπιναν καλά όμως κανείς δεν επιτρέπονταν να μπει στα ενδότερα, απαγορεύονταν αυστηρά, κατά καιρούς μόνο κάτι τύποι κουστουμαρισμένοι έμπαιναν κι έβγαιναν παρέα με του καλόγερους που έμοιαζαν να έχουν άνεση μαζί τους. Και σα να μην έφτανε η δίαιτα μια ομίχλη κρύα κατέβαινε συνέχεια από το βουνό που σάπιζε τα κόκαλα, τις μέρες εκείνες δεν δούλευαν καθόλου, οι καλόγεροι που ήταν πολύ προσεχτικοί λέγανε ότι το κλάδεμα με υγρασία κάνει κακό στο αμπέλι και περίμεναν μέχρι να ξαναβγεί ο ήλιος. Κάθε φορά που είχε ομίχλη δεν ήξεραν τι να κάνουν σ εκείνη την ερημιά, δεν υπήρχε τίποτα να περάσεις την ώρα σου, η μόνη λύση ήταν ένα καφενείο στο κοντινό χωριό όπου είχε τηλεόραση καλωδιακή, εκεί έβλεπαν άλλοτε μπάσκετ κι άλλοτε ντοκιμαντέρ με ζώα, κοπάδια γκρίζων λύκων να κυνηγούν ελάφια που έτρεχαν σε κοιλάδες δίπλα σε ποτάμια, βούβαλους να σκάβουν το χιόνι για να βρουν λίγο χορταράκι, καθόταν εκεί και παρακολουθούσαν μια το μπάσκετ μια τα ζώα κι έτσι περνούσε η ώρα κάπως ευχάριστα...

Είχαν κάπου μια βδομάδα τώρα που δούλευαν και δεν είχαν προχωρήσει καθόλου εξαιτίας της λάσπης, οι καλόγεροι γκρίνιαζαν, είχαν αρχίσει να τα παίζουν όλοι εκτός από κείνον τον χεροδύναμο που έμοιαζε με βούβαλο και δεν είχε πρόβλημα. Ο γηραλέος Αλβανός είχε αποφασίσει να φύγει, μέρες τώρα ήταν άρρωστος, οι καλόγεροι που τον εμπιστεύονταν γιατί ήταν ο πιο έμπειρος κουβάλησαν έναν γιατρό που τον πλάκωσε στις κορτιζόνες αλλά θα του έπαιρνε μέρες να συνέλθει . Οι τρεις εναπομείναντες ήταν αδύνατο να τελειώσουν όλα τα χωράφια μόνοι τους, δεν ήξεραν τι θα γίνονταν όταν ακούστηκε ότι θα έρχονταν κάποιος καινούριος για ενίσχυση, όλοι είχαν περιέργεια να δουν ποιος θα ήταν, μέσα στη βαρεμάρα που ένιωθαν μια αλλαγή ήταν ευπρόσδεκτη, όταν θα έφτανε ο καινούριος θα τον σάπιζαν, θα τον έχωναν κανονικά, ήταν η αλλαγή τους όπως στο στρατό. Ένα βράδυ όπως γύριζαν στο υπόστεγο όπου κοιμόταν είδαν κάποιον να τους περιμένει, του έριξαν μια ματιά ερευνητική, ΄΄ Ποιον διάβολο μας έστειλαν!’’ , ο Έλληνας όμως, όχι ο βούβαλος, ο άλλος, όταν τον είδε του έπεσε απ’ τα χέρια το μπουκαλάκι με το νερό που κρατούσε.

Γιατί ρε φίλε, αν έχεις το θεό σου, απ’ όλους τους ανθρώπους του κόσμου ποιος νομίζεις ότι ήρθε να δουλέψει μαζί τους σ εκείνο το κτήμα κοντά στα βουνά των συνόρων με την ατέλειωτη λασπουριά, ποιον νομίζεις ότι είχαν διαλέξει οι καλόγεροι, αυτός που ήρθε ήταν ο μικρός αδερφός του με τον οποίο είχαν χρόνια να μιλήσουν από τότε που ο μικρός έκανε εκείνη τη μαμουνιά κι έφαγε όλη την περιουσία του πατέρα τους βάζοντας τον να υπογράψει ενώ ο γέρος ήταν ετοιμοθάνατος. Αυτό το λαμόγιο είχε έρθει εκεί πέρα μαθαίνοντας ποιος ξέρει από που ότι υπήρχε δουλειά και τώρα έπρεπε να τον έχει μαζί του, ήθελε να τον σκοτώσει, δεν ήξερε τι να κάνει, πως να φερθεί, όταν είχε κάνει εκείνη τη δουλειά με τον πατέρα τους είχανε πιαστεί και στα χέρια, υπήρχε μια εποχή που τον μισούσε και σκεφτόταν να του κάνει κάποια ζημιά να τον εκδικηθεί, να βγάλει το άχτι του!

Νάτος λοιπόν ο μικρός σ εκείνο το μοναστήρι στην ερημιά με τα χιόνια που έλιωναν, νόμιζε ότι μετά από τόσο καιρό θα του είχε φύγει το μένος όμως με το που τον είδε σα να ξύπνησε μέσα του η οργή, που στο διάβολο τον είχε ανακαλύψει και είχε έρθει εκεί πέρα, δε μπορεί να ήταν σύμπτωση ποιος του το είχε πει, γιατί δεν τον άφηνε ήσυχο! Εκείνο το μικρό το αδερφάκι του που το είχε μεγαλώσει από μια σταλιά, εκείνο το τσογλάνι που το είχε ξελασπώσει ένα κάρο φορές από ένα σωρό προβλήματα, εκείνο το καταραμένο που αποδείχτηκε ένα φίδι και μισό, ε όχι ρε φίλε, τώρα που το είχε πετύχει θα του τα έχωνε χοντρά για όλες τις λαμογιές του, θα το έσκιζε, ευκαιρία ήτανε, αν χρειαζόταν θα τον πλάκωνε και στο ξύλο ! Βέβαια αν γινόταν κάτι τέτοιο και το μαθαίνανε οι καλόγεροι θα τους έδιωχναν κακήν κακώς από κει κι αυτός τα χρειαζόμουν τα καταραμένα τα λεφτά τους, τι θα έκανε ;

Καθόταν τα βράδια κι έσπαζε το κεφάλι του, πως στο διάολο είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, γιατί να τυχαίνουν όλα σ αυτόν, πως έπρεπε να το χειριστεί όλο αυτό ; Την Κυριακή που είχαν ρεπό δεν πήγε στο καφενείο, τράβηξε κατά το βουνό να σκεφτεί, είχε ανακαλύψει μια διαδρομή ωραία που ακολουθούσε ένα μονοπάτι όπου το χιόνι δεν είχε λιώσει ακόμα, σ’ εκείνο το μέρος ζούσαν ένα κάρο πουλιά περίεργα, πήγαινε σ’ ένα ρέμα και σκόρπιζε ψίχουλα, έπειτα καθόταν κρυμμένος παρακολουθώντας ένα σωρό πτηνά που έρχονταν να φάνε, μερικά ήταν πολύ όμορφα ρε φίλε, κόκκινα με λοφία σαν καρδινάλιοι, μαύρα με ράμφη κιτρινωπά κι άλλα με βούλες και κοιλιές χρωματιστές τόσο πολύ του άρεσε το θέαμα εκείνων των πουλιών που ξεχνιόταν για ώρες, μερικές φορές έβγαζε και φωτογραφίες με το κινητό του.

Σκόρπισε ψίχουλα και σπόρια στο χώμα κοντά στο ρέμα και τραβήχτηκε πίσω από έναν βράχο περιμένοντας, όλη την ώρα σκεφτόταν τι θα έκανε έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, αν ακολουθούσε το θυμό του θα έκανε καμιά βλακεία πάλι και θα το μετάνιωνε, έτσι την είχε πατήσει και με τη γυναίκα του όταν χώρισαν και του πήρε το παιδί , έπρεπε να είναι προσεχτικός, να συγκρατηθεί, να φερθεί έξυπνα. Όπως δεν είχε κοιμηθεί καλά το βράδυ ένιωσε τα βλέφαρα του να χαμηλώνουν, έκλεισε για λίγο τα μάτια απολαμβάνοντας την ησυχία, όμως σε λίγο τα πουλιά άρχισαν να εμφανίζονται σα να τον παρακολουθούσαν από κάπου, σα να τον θυμόντουσαν, σα να τον περίμεναν όλα εκείνα τα υπέροχα χρωματιστά πετεινά του ουρανού που κατέβαιναν απ’ όλες τις μεριές να φάνε, με το που τα είδε χάρηκε τόσο πολύ που τα ξέχασε όλα, και τον αδερφό του, και τις κληρονομιές, και τις λαμογιές, και το καταραμένο κτήμα με τις λάσπες του.

Τα πουλιά τσιμπολογούσαν και χόρευαν και χοροπηδούσαν σα να είχαν ανακαλύψει κάποιον θησαυρό απ’ το πουθενά, έβγαλε προσεχτικά το κινητό να τραβήξει μια φωτογραφία, καλά όταν την έδειχνε στο γιό του ο μικρός θα τρελαίνονταν, έψαχνε τις ρυθμίσεις και εστίασε αλλά στην οθόνη μαζί με τα πουλιά διέκρινε να κινείται μέσα από τις φυλλωσιές ένα πράγμα σα γάτα μεγάλη με τρίχωμα παχύ. Στην αρχή τρόμαξε, δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, υποτίθεται ότι δεν υπάρχουν αγριόγατες στη Ελλάδα αλλά αυτή μπορεί να είχε περάσει τα σύνορα με τις παγωνιές του χειμώνα, μπορεί να είχε έρθει από το βορρά περπατώντας μέρες και νύχτες, με τέτοια γούνα παχιά που να το περάσει κρύο, τα ζώα όπως ξέρεις δεν γνωρίζουν όρια, κινούνται κατά κει που υπάρχει τροφή περιπλανώμενα. Ήταν πολύ όμορφο εκείνο το γκρίζο γατί ρε φίλε, αθόρυβο και γρήγορο, στην οθόνη του κινητού που ήταν εξαιρετικό και το είχε πάρει πρόσφατα ήταν όλα τόσο καθαρά που έμοιαζαν εξωπραγματικά, οι βούλες τα μουστάκια, τα μάτια, έμοιαζε φοβερά με μεγάλη γάτα σπιτικιά, παραμόνευε αρκετή ώρα υπομονετικά και μετά συσπειρώθηκε και τινάχτηκε με απίστευτη χάρη αρπάζοντας ένα πουλάκι απρόσεχτο, μια χαψιά το έκανε ενώ τα υπόλοιπα έσπευσαν να εξαφανιστούν πανικόβλητα.

Περίμενε μερικά λεπτά μέχρι το άγριο γατί να εξαφανιστεί αργά μέσα στο χιονισμένο μονοπάτι και μετά σηκώθηκε, αν είχε τραβήξει καλά τη σκηνή πρέπει να ήταν τρομερή, ανυπομονούσε να γυρίσει στο υποστατικό να τη δει με την ησυχία του.

Εκείνο το βράδυ τον έπιασε πυρετός, καιγόταν ολόκληρος, ο Αλβανός σίγουρα τον είχε κολλήσει, οι καλόγεροι έφεραν πάλι εκείνο τον γιατρό που χορηγούσε αντιβιώσεις και κορτιζόνες σα να ήταν καραμέλες, τον ακροάστηκε στη ράχη και του έγραψε κάτι φάρμακα ανάμεσα τους κι ένα λάδι ευκαλύπτου που τον μπούκωνε και του έκοβε την αναπνοή.

Τις επόμενες μέρες δε μπορούσε να σηκωθεί απ΄ το κρεβάτι του, κάποια στιγμή τον έπιασε παραλήρημα μάλλον από την κορτιζόνη, ένιωθε ότι άλλοτε κατέβαινε με ασανσέρ μέχρι τον πάτο της γης κι άλλοτε ανέβαινε στην επιφάνεια, μια φορά μες την ζαλάδα του νόμιζε ότι είδε κάποιον να ψάχνει τα πράγματα του και να του παίρνει το κινητό αλλά μπορεί να ήταν και όνειρο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...