Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

XAOΣ

Χιόνι πυκνό έπεφτε το πρωί που βγήκε απ’ το σπίτι, χοντρές νιφάδες στοιβάζονταν στο τζάμι του αυτοκινήτου του, δεν είχε ξημερώσει ακόμα, σε κάποια στάση μια γυναίκα περίμενε μόνη το αστικό, ο σκούφος της πρέπει να είχε μαζέψει ένα κιλό χιόνι, γύρω οι προβολείς φώτιζαν αλλόκοτα το χώρο και σαν άρχισε να χαράζει όλο το μέρος θύμιζε τοπία που έβλεπε όταν ήταν μικρός, χιόνιζε τότε σχεδόν κάθε χρόνο και το βαστούσε για μέρες, οι άνθρωποι περπατούσαν βουλιάζοντας στο μαλακό άσπρο πράγμα που απλώνονταν παντού φορώντας κάτι κουκούλες, το σκηνικό του θύμισε μια εικόνα ενός παλιού αναγνωστικού που είχε κάποτε στο σχολείο με στέγες σκεπασμένες από χιόνι κι έναν χωρικό με μια κάπα να περπατά σ’ ένα μονοπάτι, ο τίτλος πάνω απ’ την εικόνα έγραφε: ‘’ΧΕΙΜΩΝΑΣ !’’

Μέρες τώρα προτού χιονίσει είχαν παγώσει τα πάντα γι αυτό και ξεκινούσε πιο αργά απ’ το προάστιο πάνω απ’ την πόλη όπου ζούσε περιμένοντας μήπως ζεστάνει λίγο. Με το που έβγαινε απ’ το σπίτι είχε τόσο κρύο που δε μπορούσε ν’ ανασάνει, πονούσε η μύτη του, ένας αέρας τσουχτερός τρυπούσε τα πάντα, εκείνη τη στιγμή δεν το είχε καταλάβει αλλά κατά πως είπανε αργότερα τέτοιο κρύο είχε να κάνει καμιά πενηνταριά χρόνια. Το μόνο κάπως ζεστό μέρος εκεί πάνω στο προάστιο ήταν ένα κοίλωμα σε μια ανηφόρα προς τα βουνά που το χτυπούσε ο ήλιος, εκεί έκοβε λίγο και τα πουλιά πετούσαν το ένα κοντά στο άλλο σα να προσπαθούσαν να ζεσταθούν, κοράκια στέκονταν πάνω στα δέντρα υπομένοντας καρτερικά το ψύχος , ένα σμήνος από γλάρους είχε ανακαλύψει κάτι σκουπίδια κι έκρωζε κάνοντας βόλτες κυκλικές, κοτσύφια πετάριζαν ανάμεσα στα χαμόκλαδα ενός δέντρου που έμοιαζε να κοκκινίζει στον ήλιο που ανέτειλε εκείνη την ώρα, κοιτούσε τα πουλιά κι αναρωτιόταν πως είχαν καταφέρει να επιβιώσουν όλες αυτές τις μέρες εκεί έξω…

Φτάνοντας στην πόλη πάρκαρε το αμάξι του μακριά απ’ το κέντρo, πιο κάτω δεν θα έβρισκε ούτε πεζοδρόμιο άδειο, το χιόνι συνέχιζε να πέφτει κι έδειχνε ότι δεν θα σταματούσε εύκολα, στο μαγαζί του πάντως δεν υπήρχε περίπτωση να πατήσει άνθρωπος, άλλο τίποτα δε μπορούσε να κάνει παρά να σκεπάσει με πανιά όλα τα ρολόγια του νερού που ήταν εκτεθειμένα. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να το ρίχνει πιο πυκνό, φόρεσε την κουκούλα από το αδιάβροχο του και κίνησε για το αμάξι του, από μια λαϊκή που πέρασε δυο τύποι τρελαμένοι τόλμησαν μόνο να εμφανιστούν κι εκείνοι βιάστηκαν να φύγουν καθώς δε μπορούσες να δεις ούτε δίπλα σου, όπως περπατούσε μέσα απ’ την πόλη οι δρόμοι όλοι είχαν ασπρίσει, ψυχή δεν κινούνταν μόνο κάτι μικρά πουλάκια φτεροκοπούσαν ρίχνοντας τις νιφάδες από πάνω τους, όλα πάντως είχαν γίνει ξαφνικά πολύ όμορφα...

Και τις μέρες προτού να χιονίσει βέβαια το κέντρο ήταν έρημο, σχεδόν όλα τα μανάβικα σφραγισμένα, κάνα δυο χασάπηδες τουρτουρίζανε και ξεροστάλιαζαν μοναχοί, φοιτητές έτρεχαν στα μαγαζιά ν’ αγοράσουν σώματα ηλεκτρικά καθώς τα σπίτια τους είχαν γίνει ψυγεία, τα πανεπιστήμια, οι βιβλιοθήκες όλα κλειστά, έμοιαζε σα να έπεσε ξαφνικά βόμβα. Οι άκρες των δρόμων ήταν γεμάτες πάγο από σωλήνες του αερίου που έσπασαν με τόσο χαμηλές θερμοκρασίες, σε μια κατηφόρα όπου είχαν φύγει νερά και κανείς δεν νοιάστηκε να ρίξει αλάτι ένας δύστυχος ντελιβεράς σωριάστηκε στην άσφαλτο με το μηχανάκι του να γλιστρά μόνο του, έτυχε να δει τη σκηνή κι έτρεξε να τον βοηθήσει, ο ντελιβεράς σηκώθηκε αμέσως, τινάχτηκε μια στιγμή κι έφυγε ξανά σα δαίμονας για να χωθεί σε κάποιο στενό. Το πιο εντυπωσιακό πάντως είχε σχηματιστεί από μια διαρροή ενός γραφείου σε κάποιον όροφο ψηλά, το νερό είχε πέσει σ’ ένα δέντρο κι όταν πάγωσε το είχε κάνει σαν παραμυθένιο με κλαδιά κρυστάλλινα, εξωπραγματικά, ένα κομμάτι πάγου συμπαγές και γυαλιστερό που είχε πέσει στο χώμα στραφτάλιζε σα διαμάντι τεράστιο…

Με το που τό στρωσε για τα καλά στην πόλη έγινε χαμός, τα αμάξια δεν ήξεραν που να πάνε και πώς να στρίψουν, ντεραπάριζαν και πάλευαν να κρατηθούν στο οδόστρωμα, στον κεντρικό δρόμο είχε σχηματιστεί μια στρατιά αυτοκινήτων με τζάμια βρώμικα και τα φωτάκια τους αναμμένα σε μια σειρά ατέλειωτη, το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Περπατούσε πατώντας στο μαλακό χιόνι που δεν γλιστρούσε κι έτσι μπορούσε να πάρει λίγη ώθηση παραπάνω αλλιώς έπρεπε να κάνει διπλή προσπάθεια για να κρατηθεί στο γλιστερό οδόστρωμα, σε μια διασταύρωση επικρατούσε κόλαση, περνούσε όποιος ήθελε, στριμώχνονταν και μπλόκαραν ο ένας τον άλλον, οι τροχονόμοι είχαν εξαφανιστεί , όλοι κορνάριζαν, έβριζαν, ένα χάος απίστευτο! Το χιόνι που είχε λιώσει από τα αμέτρητα λάστιχα είχε γίνει πολύ επικίνδυνο, όπως πήγε να περάσει ανάμεσα από τα οχήματα γλίστρησε κι έπεσε με τον γοφό, κάποιος έτρεξε και τον ρώτησε ‘’Χτύπησες;’’ ’’ Ευχαριστώ!’’, φώναξε ‘’ Είμαι εντάξει!’’

Συνέχισε να περπατά, το σώμα του είχε ζεσταθεί κι όλο και πιο πολύ του άρεσε αυτό που γινόταν, όλοι οι δρόμοι είχαν γίνει τόσο άσπροι σα να καθάρισαν ξαφνικά και να έγιναν με τρόπο μαγικό διάφανοι, ένα κορίτσι πέρασε δίπλα του και χαμογέλασε καθώς περνούσε ένα ζευγάρι γάντια στα δάχτυλα της. Έφτασε στο αμάξι και ξεκίνησε σιγά σιγά, στην αρχή πήγαινε καλά όμως καθώς ο άσπρος όγκος σωρεύονταν τον δυσκόλευε, γίνονταν ολοένα και πιο δύσκολο, το όχημα έφευγε όπου να ναι και σε μια φάση ένιωσε ότι οι τροχοί δεν υπάκουαν. Έστριψε σε κάτι στενά κι εκεί έπεσε πάνω σ’ ένα κάρο οδηγούς που είχαν εγκλωβιστεί και δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν επρόκειτο να φτάσει ποτέ στο σπίτι του αν συνέχιζε έτσι και στο πρώτο κενό που βρήκε έβαλε το αυτοκίνητο σημειώνοντας την οδό, κλείδωσε την πόρτα και σκέφτηκε τι μπορούσε να κάνει.

Είχε φτάσει κοντά στην έξοδο της πόλης, μπορούσε να περιμένει μήπως περάσει κάποιο λεωφορείο, είχε δει ότι κυκλοφορούσαν ακόμα, η στάση πρέπει να βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά, προχώρησε προς μια κατεύθυνση όμως όλο εκείνο το άσπρο τον μπέρδευε, δε μπορούσε να προσανατολιστεί, χανόταν, δεν έβρισκε ένα σημείο σταθερό, τι στο καλό συνέβαινε; Είχε αρχίσει να κουράζεται, πρέπει να είχε κάνει κάποιο λάθος, η στάση δε βρίσκονταν πουθενά μόνο κάτι μικρά σπιτάκια στη σειρά φαίνονταν, όλα σκοτεινά εκτός από ένα όπου ένα φως θαμπό έκαιγε, αποφάσισε να τραβήξει κατά κει.

‘’Κάπως έτσι πρέπει να ναι στο βορρά...’’ σκεφτόταν προχωρώντας αργά προς το φωτάκι ‘’...κι όμως δεν έχουν πρόβλημα, γιατί λοιπόν εγώ να ζορίζομαι;’’ Στο κάτω κάτω ο χειμώνας ήταν το στοιχείο του, το καλοκαίρι δεν το άντεχε, μια χρονιά που είχε ρίξει ένα γόνατο στο προάστιο κι είχε κλειστεί τρεις μέρες στο σπίτι, ένιωθε πολύ όμορφα. Εκείνες τις μέρες είχε δει στη τηλεόραση μια ταινία μ’ έναν άνθρωπο που κλείστηκε χωρίς να το καταλάβει σ’ ένα πιθάρι και δεν μπορούσαν να τον βγάλουν έξω με τίποτα, πρέπει να ήταν το ΧΑΟΣ των Ταβιάνι βασισμένο σε τρία διηγήματα του Πιραντέλο, όποτε χιόνιζε πάντα έρχονταν στο μυαλό του εκείνη η ταινία.

Δεν είχε πρόβλημα με το κρύο, στο στρατό ήταν λοκατζής, έπεφτε από το αεροπλάνο στη θάλασσα κι έπρεπε μετά να κολυμπήσει έξι μίλια μες το παγωμένο νερό, όταν έβγαινε έξω τα δόντια του κροτάλιζαν, δεν μπορούσε να βρει τα χέρια και τα πόδια του, όμως ευχαρίστως το ξανάκανε. Τον γοήτευαν οι ιστορίες ανθρώπων που επιβίωναν σε συνθήκες απίστευτα δύσκολες και θερμοκρασίες πολικές, μια φορά βέβαια που ταξίδεψε στη Ρωσία είχε πάθει πλάκα με το πόσο άνετοι ήταν εκεί οι άνθρωποι στους μείον τριάντα, πίστευε όμως ότι όλα συνηθίζονται. Κάποιος μάλιστα του είχε μιλήσει ότι πιο πέρα απ’ τη Ρωσία, μετά τα Ουράλια, στη Σιβηρία, στην Τάϊγκα, εκεί πέρα μόνο τα δέντρα μπορούσαν να επιβιώσουν, κι αν πήγαινες προς τον Ειρηνικό, κατά την Κορέα μεριά, η υγρασία που ερχόταν απ’ τον ωκεανό μπορούσε να σε σκοτώσει για να μη μιλήσουμε για κάτι χωριά στο Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό όπου η επιβίωση είναι σχεδόν αδύνατη.

Είχε φτάσει πια στο φωτάκι όμως εκεί δεν υπήρχε σπίτι αλλά μια εκκλησίτσα μικρή, κάποιος είχε αφήσει αναμμένη μια λάμπα μπροστά στον νάρθηκα, ‘’Αν είναι ανοιχτά θα μπω μέσα...’’ σκέφτηκε ‘’...να πάρω μια ανάσα και βλέπουμε. ’’ Για να μπει στην εκκλησίτσα έπρεπε να διασχίσει ένα μικρό γεφυράκι δίχως κάγκελα κι εκεί παραλίγο να γλιστρήσει στο ρέμα που υπήρχε από κάτω, έφτασε τελικά, έσπρωξε τη πόρτα που άνοιξε εύκολα και πέρασε μέσα. Το εκκλησάκι φωτίζονταν μόνο από ένα μικρό καντήλι όμως και μόνο που δεν φυσούσε ούτε χιόνιζε ήταν πολύ καλύτερα, έβγαλε τα παπούτσια του που είχαν πάρει ένα σωρό υγρασία, κάθισε σ’ ένα στασίδι και τότε μόνο διαπίστωσε ότι το πόδι του ήταν μούσκεμα από τη στιγμή που είχε πέσει, ένιωθε κουρασμένος, χρειαζόταν λίγη ξεκούραση, λίγο ύπνο,εδώ και μέρες έτρεχε συνέχεια δεξιά κι αριστερά, έσφιξε πάνω του το μπουφάν και χωρίς να το καταλάβει τον πήρε ο ύπνος.

Εκεί είδε ένα όνειρο, πίσω από το εκκλησάκι λέει βρισκόταν ένα πορτάκι που έβγαζε σ ένα ξέφωτο σα μικρό λιβάδι κρυμμένο με λίγα χιόνια πάνω στο πράσινο γρασίδι που απλώνονταν κι ένα πιθάρι τεράστιο θαμμένο στο χώμα. Από μια ραγισματιά του πιθαριού κελαρυστό νερό έτρεχε κυλώντας σ ένα αυλάκι και στις όχθες της νεροσυρμής μια τούφα από λουλούδια μαβιά και κίτρινα φύτρωνε ανάμεσα σε ψηλό χορτάρι ξεραμένο. Τα λουλούδια δίπλα στο λευκό χιόνι, το πράσινο γρασίδι, το νερό που έτρεχε, εκείνο το μυστήριο το πιθάρι που κάποιος είχε καρφώσει στη γη, όλα ήταν τόσο όμορφα που δεν μπορούσες να μην θαυμάσεις εκείνο το μέρος κι όταν φυσούσε ο άνεμος περνώντας πάνω απ’ τα ξερά χόρτα το θρόισμα του ακούγονταν σαν τραγούδι της άνοιξης.

Όταν ξύπνησε ένιωθε μια φρεσκάδα σα να είχε κοιμηθεί για ώρες, βγήκε έξω απ την εκκλησία για ν’ αντικρίσει ένα άσπρο απέραντο που απλώνονταν μπροστά του σκεπάζοντας τα πάντα παρθένο κι απάτητο, στάθηκε για μια στιγμή δίχως να μπορεί ν αποφασίσει τι θα κάνει κι ύστερα άρχισε να περπατά κατά κει που νόμιζε ότι έπρεπε να πάει, τα πόδια του βούλιαζαν μερικά εκατοστά αφήνοντας πίσω μικρές λακκούβες, όταν έκλεινε τα μάτια μαβιά και κίτρινα λουλούδια σαν κρόκοι εμφανίζονταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...