Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ

Δεν την είχε προσέξει μέχρι τότε αλλά ένα βράδυ που έψαχνε απελπισμένα για πάρκινγκ στα στενά γύρω απ’ τη γειτονιά του την είδε, ήταν μια παλιά μονοκατοικία που έχασκε μόνη της στη μέση μιας αλάνας, σε κάθε της γωνιά δέντρα πανύψηλα τυλιγμένα στον κισσό υψώνονταν, έμοιαζε με σπιτάκι στο κέντρο κάποιου δάσους σκοτεινού σαν αυτά που περιγράφονται στα παραμύθια απ’ τον βορρά, σαν εκείνο το σπιτάκι όπου κλείστηκαν ο Χάνσελ κι η Γκρέτελ , μόνο που αυτό δεν ήταν σοκολατένιο. Είχε περάσει από κει άπειρες φορές κι όμως ποτέ δεν του έιχε κινήσει το ενδιαφέρον τώρα όμως καθώς σουρούπωνε άλλαζε όψη όπως όλα τα πράγματα όταν πέφτει η νύχτα, έδειχνε αλλόκοτο, κάπως τρομαχτικό, κάτι μάρμαρα άσπρα αρχαία βρίσκονταν στοιβαγμένα στα δεξιά του και μπροστά στην είσοδο ένα κυπαρίσσι βαθυπράσινο ύψωνε τον συμπαγή του όγκο προς τα πάνω, στάθηκε εκεί λίγη ώρα και το χάζευε…

Είχε βγει ν’ αγοράσει μερικά πράγματα, στο διανυκτερεύων φαρμακείο όπου ζήτησε ένα σιροπάκι για το βήχα κάποιος με άσπρη ποδιά εμφανίστηκε πίσω από ένα σιδερένιο πλέγμα, του έφερε ένα κουτάκι και μετά βιάστηκε να χαθεί στο βάθος. Στις γωνιές των δρόμων ζητιάνοι κι άστεγοι με σκισμένα παλτά προσπαθούσαν να σκεπάσουν τα παγωμένα σώματα τους, ένας τύπος προσπαθούσε να λυγίσει ένα τεράστιο σιδερένιο εξάρτημα για να το βάλει στο καρότσι του, σ ένα γηπεδάκι ποδοσφαίρου άνθρωποι με φόρμες έτρεχαν κάτω από αναμμένους προβολείς. Στις διαβάσεις τα φανάρια άλλαζαν αέναα από πορτοκαλιά σε πράσινα, κάποιος από απέναντι του έκανε σινιάλο να περάσει δίνοντας του προτεραιότητα, πίσω απ’ τις βιτρίνες των καταστημάτων οι κούκλες σάλευαν αδιόρατα. Στο σούπερ μάρκετ τα ψυγεία βούιζαν αδιάκοπα, γυναίκες πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους ψάχνοντας στα ράφια και στους πάγκους, η ατμόσφαιρα έξω μύριζε κρύο και υγρασία, η Άνοιξη αργούσε ακόμα...

Άφησε το αμάξι του κάπου κοντά σ’ εκείνο το σπιτάκι το στοιχειωμένο, βιαζόταν να πάει για ύπνο, δεν κλείδωσε, πάντα έτσι άφηνε το αυτοκίνητο και ποτέ δεν τον είχαν κλέψει. Στο σπίτι του έκανε κρύο διαβολεμένο, ο χειμώνας τελείωνε όμως η άνοιξη δεν έλεγε να φανεί στον ορίζοντα, τέτοια εποχή την προηγούμενη χρονιά οι αμυγδαλιές, οι σιντόνιες και κάτι άλλα δεντράκια ήταν κιόλας γεμάτα λουλούδια ψιλούτσικα, φέτος ούτε δείγμα δεν έβρισκες, τι ήταν αυτό το πράγμα, ο χειμώνας δεν έλεγε να περάσει με τίποτα, οι αλκυονίδες είχαν καθυστερήσει, όταν εμφανίζονταν ο ήλιος οι άνθρωποι σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή έβγαιναν να μαζέψουν όση ζέστη μπορούσαν.
Από κείνο το βράδυ εκείνο το σπιτάκι που έμοιαζε στοιχειωμένο γύριζε συνέχεια στο μυαλό του, περνούσε ταχτικά να το δει, φαινόταν ακατοίκητο, πώς να ήταν άραγε από μέσα, σε τι κατάσταση βρίσκονταν, έδειχνε πάντως γερή κατασκευή. Για κάποιο λόγο τον τραβούσε, ήθελε να μάθει λεπτομέρειες γι’ αυτό, άραγε θα μπορούσε να το νοικιάσει, πόσα να ζητούσαν, αν μπορούσε να εγκατασταθεί εκεί πέρα θα ήταν τζάμι, θα γλύτωνε ένα σωρό έξοδα, κοινόχρηστα, ασανσέρ, πετρέλαια, ένα κάρο βλακείες!. Θα ξεφορτώνονταν και τον σπιτονοικοκύρη του που του είχε γίνει τσιμπούρι, του χρωστούσε βέβαια τα νοίκια ενός χρόνου αλλά αυτό το είχε σαν αρχή, απ’ όποιο σπίτι περνούσε έπρεπε ν’ αφήνει κάποιο χρέος, σηκωνόταν κι έφευγε αφήνοντας πίσω τα πράγματα του κι άντε να τον βρεις, πρέπει να το είχε κάνει καμιά δεκαριά φορές αυτό το πράγμα. Και δεν ήταν μόνο οι νοικάρηδες του που χρωστούσε, όλη την αγορά είχε φεσώσει, δεν υπήρχε προμηθευτής να μη τον κυνηγά, τον φώναζαν Ρασπούτιν γιατί θύμιζε τον Ρώσο καλόγερο μ’ εκείνη τη γενειάδα και το τρελό βλέμμα , δεν σε κοιτούσε ποτέ ευθεία κι αυτό λένε ότι είναι ύποπτο, ακούγονταν ότι πατέρας του ήταν παπάς αυτός όμως ποτέ δεν το παραδέχονταν…

Βέβαια έτσι όπως τα είχε καταφέρει δεν θα τη γλύτωνε στο τέλος, από κάπου θα τον έπιαναν γι αυτό είχε πάντα το νου του, δεν χαλάρωνε ποτέ, όλα του φαινόταν ύποπτα, στα γραφεία των δικηγόρων όπου πήγαινε όταν είχε κάνα δικαστήριο επικίνδυνο παρακολουθούσε πάντα στους τοίχους τα σχέδια διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς, προσπαθούσε να καταλάβει πως θα το έσκαγε ακολουθώντας σκαλοπάτια και μπαλκόνια και διαδρόμους κρυφούς. Τελευταία είχε στριμωχτεί πολύ, οι δουλειές δε πήγαιναν καλά, αν κατάφερνε να εγκατασταθεί στο σπιτάκι εκείνο το στοιχειωμένο μια χαρά θα ήταν, ζέστη το χειμώνα, δροσιά το καλοκαίρι, οι παλιοί ήξεραν πως να χτίζουν, κι αν χρειαζόταν τίποτα επισκευές θα έβρισκε κάναν Αλβανό να του δουλέψει τζάμπα για να το σουλουπώσει, θα μπορούσε έτσι να κάνει κι ένα σωρό παζάρια με τον ιδιοκτήτη, καλά σ’ αυτά δε παίζονταν !

Ένα πρωί αποφάσισε να πάει να βρει τον ιδιοκτήτη, δεν ήταν σίγουρος αν κατοικούνταν αλλά αποβραδίς είχε δει φως οπότε κάποιος θα έμενε εκεί μέσα, τη μέρα δεν έδειχνε και τόσο τρομαχτικό, μόνο τα ψηλά δέντρα πάνω στα οποία ο κισσός είχε τυλιχτεί σα φίδι έστεκαν απειλητικά. Δίστασε μια στιγμή, έπειτα πλησίασε και χτύπησε την πόρτα, περίμενε λίγη ώρα, δεν απαντούσε κανείς, ετοιμάζονταν να φεύγει όταν αργά- αργά η θύρα άνοιξε τρίζοντας κι ένας γεράκος εμφανίστηκε στην είσοδο λέγοντας του να περάσει. Όπως διέσχιζε το μικρό χωλάκι σκεφτόταν ότι τον γέρο τον είχε του χεριού του, θα του πουλούσε έναν πρόλογο σούπερ, θα τον ζάλιζε στο μπλα μπλα, θα έκλεινε τη δουλειά στο φτερό. Ο παππούς προχώρησε μερικά βήματα προς ένα δωμάτιο που έμοιαζε να είναι σε καλή κατάσταση, σίγουρα κάποια γυναίκα είχε περάσει από κει πρόσφατα, και κάθισε σε μια πολυθρόνα μπροστά από ένα παράθυρο. Εκείνη την ώρα ο ήλιος βρίσκονταν ακριβώς πίσω απ’ τις κουρτίνες κι οι ακτίνες του έμοιαζαν να λούζουν τον γέρο μ’ ένα πράγμα σα φωτοστέφανο, ο Ρασπούτιν χώθηκε σ’ έναν καναπέ και τον παρατηρούσε όπως μιλούσε σιγανά με τον ήλιο να τον έχει τυλίξει σ’ ένα φως περίεργο. Δεν είχε αντίρρηση να νοικιάσει το σπίτι, θα μπορούσαν να πιάσουν και μια σειρά από δουλειές στο νοίκι, ο ένας τοίχος είχε αρχίσει να γέρνει και υποστηρίζονταν με κάτι δοκάρια μεταλλικά, ο Ρασπούτιν γελούσε από μέσα του, καλά ο γέρος φαινόταν πολύ ηλίθιος κι αν περίμενε να πάρει φράγκο απ’ αυτόν ήταν πολύ γελασμένος, θα του άνοιγε μια δουλειά εκεί πέρα ατελείωτη, θα το τραβούσε με τις επισκευές όσο μπορούσε και τελικά θα τον παρατούσε το γέρο σύξυλο όπως είχε κάνει άπειρες φορές. Κουβέντιασαν λίγη ώρα για τις λεπτομέρειες, είχαν σχεδόν συμφωνήσει όταν ο γέρος σηκώθηκε με τον ήλιο να τον φωτίζει πάντα γεγονός που είχε αρχίζει να εκνευρίζει τον άλλον, και του έθεσε έναν όρο περίεργο, μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλο το σπίτι εκτός από ένα δωμάτιο, εκεί πέρα απαγορεύονταν να μπει, έπρεπε να παραμείνει σφραγισμένο, θα έμενε κλειστό οπωσδήποτε.

Του εξήγησε ότι σ’ αυτό το δωμάτιο είχε σκοτωθεί ο αδερφός του, όταν έφευγαν οι Γερμανοί στην κατοχή ανατίναζαν τα πάντα, το σπίτι τους το είχαν επιτάξει κι έμενε μαζί τους ένας αξιωματικός, στο υπόγειο είχαν μαζέψει ένα κάρο πολεμοφόδια, βλήματα, όλμους, πολυβόλα, σφαίρες, ρουκέτες. Μια μέρα εκεί που καθόταν αυτός με τον αδερφό του ακούστηκε ένας κρότος φοβερός κι ένα κομμάτι σίδερο βγήκε από το υπόγειο και κάρφωσε τον αδερφό του στην κοιλιά, πέθανε επί τόπου, από τότε η μάνα του είχε κρατήσει την κάμαρα κλειστή σε ένδειξη πένθους για το παιδί της κι έτσι το είχαν διατηρήσει όλα τα χρόνια αργότερα.

Ο Ρασπούτιν δεν είχε αντίρρηση, συμφώνησε στα γρήγορα επειδή ήθελε να ξεμπερδεύει με τον γέρο- βλαμμένο, όμως από κείνη τη στιγμή η περιέργεια τον έτρωγε, είχε λυσσάξει, θα έσκαγε! Ήταν σίγουρος ότι άλλος ήταν ο σκοπός του παππού, δεν τον είχε πιστέψει ούτε μια στιγμή, κάτι κρύβονταν εκεί πέρα, μπορεί να ήταν λίρες, λεφτά, κοσμήματα, κάτι στο διάβολο που ν’ αξίζει δε μπορούσε να τ αφήσει έτσι δίχως να το ψάξει, έπρεπε να μπει απαξάπαντος σ εκείνο το δωμάτιο αλλιώς θ’ αρρώσταινε. Το άλλο βράδυ με το που πήρε τα κλειδιά η πρώτη το δουλειά ήταν να πάει κατευθείαν να δει τι στο δαίμονα υπήρχε.

Τη νύχτα το σπιτάκι έδειχνε διαφορετικό, έμοιαζε μ εκείνη τη φορά που το είχε πρωτοδεί, θύμιζε κάτι από παραμύθια και ταινίες τρόμου με ζόμπι και ξωτικά και τέρατα της κόλασης που εκτυλίσσονται σε δάση βαθύσκιωτα. Τώρα μάλιστα που ήξερε ότι κάποιο παιδί είχε πεθάνει εκεί μέσα το πράγμα έδειχνε ακόμα πιο αλλόκοτο, φοβόταν, δίσταζε αλλά η περιέργεια του και κάποιου είδους διαστροφική ικανοποίηση που δίνει η αίσθηση ότι καταπατάς κάτι ιερό κι απόκρυφο τον έσπρωχναν να συνεχίσει. Μπήκε στο σπιτάκι με μια μικρή ανατριχίλα να τον διαπερνά, και πήγε προς την κάμαρα, γύρισε το πόμολο αλλά η πόρτα δεν άνοιγε, δοκίμασε όλα τα κλειδιά που του έδωσε ο γέρος αλλά δε γινόταν τίποτα, πήγε στο αμάξι κι έφερε ένα κατσαβίδι, τελικά δεν ήταν δύσκολο. Στο σκοτάδι δεν μπορούσε να βρει πουθενά τον διακόπτη, άνοιξε το κινητό του να φωτίσει λίγο όταν ένιωσε κάτι να τον ακουμπά στην πλάτη και τινάχτηκε μέχρι το ταβάνι, τελικά ήταν ένα πολύφωτο που κατέβαινε μέχρι χαμηλά. Όλα έδειχναν ταχτοποιημένα, τα σανίδια έμοιαζαν γυαλιστερά σαν κάποιος να έμπαινε ταχτικά και να τα λουστράριζε, τίποτα ασυνήθιστο δεν μπορούσε να διακρίνει, το μόνο που τραβούσε την προσοχή ήταν ένα καγκελάκι ξύλινο σε μια γωνιά που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί υπήρχε, το ψηλάφησε και τότε κατάλαβε ότι υπήρχε μια σκάλα που κατέβαινε προς τα κάτω τώρα, τα νεύρα του ήταν τεντωμένα, ήταν σίγουρος ότι κάτι κρύβονταν εκεί πέρα και ρε φίλε να δεις που ο γέρος ο βλαμμένος ήθελε να το κρατήσει μυστικό, γι αυτό είχε αραδιάσει όλες εκείνες τι αηδίες για το πεθαμένο αδερφάκι του, καλά τον είχε καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή.

Τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν στο σκοτάδι, στο υπόγειο υπήρχαν αράχνες παντού, όταν φώτισε με το κινητό το πάτωμα διέκρινε μια σειρά αποτυπωμάτων από παπούτσια μικρούτσικα πάνω στο τσιμέντο που ήταν νωπό κάποτε, γυρίζοντας το βλέμμα του φάνηκε ότι είδε ένα μικρό φωτάκι σε μια μεριά και στράφηκε προς τα κει. Το φωτάκι ήταν μια μικρή λάμπα σα καντήλι ηλεκτρικό που έφεγγε μπροστά σ’ ένα τετράγωνο πλαίσιο όμοιο με εικονοστάσι, στο κάτω μέρος του ξύλινου πλαισίου υπήρχε ένα συρταράκι, το έσυρε, μέσα είχε κάτι χαρτιά κιτρινισμένα, δυο στεφάνια από κάποιον γάμο και μερικές φωτογραφίες, παλιές αλλά πολύ καθαρές που εικόνιζαν ένα παιδάκι.

Περίμενε κάτι καλύτερο, πέταξε εκείνα τα άχρηστα χαρτιά, τα στεφάνια και τις φωτογραφίες, δεν έβρισκε τίποτα, είχε αρχίσει να τρελαίνεται, τελικά τράβηξε ολόκληρο το συρτάρι και είδε ότι από πίσω υπήρχε κάτι, το τράβηξε αλλά εκείνο αντιστέκονταν, έχωσε το κινητό στο κενό που είχε σχηματιστεί και είδε ότι ήταν κάτι σαν αγαλματάκι αρχαίο, μπρούτζινο που απεικόνιζε κάποιον αρχαίο ποιητή ή κάτι τετοιο. Δεν ενθουσιάστηκε όμως όπως το είδε καλύτερα πρόσεξε ότι ο ένας μηρός του γυάλιζε ασυνήθιστα, ήταν σίγουρος ότι ήταν φτιαγμένος από χρυσό, κάπου είχε διαβάσει έναν μύθο για τον Πυθαγόρα τον φιλόσοφο πως είχε το ένα πόδι του μαλαματένιο σημάδι της καταγωγής του από τον θεό ήλιο, με κάποιον τρόπο το είχαν σφηνώσει εκεί και δεν ξεκολλούσε με τίποτα.

Έβαλε όλη τη δύναμη του βρίζοντας εκείνο τον γέρο που του το είχε κρύψει, αν χρειαζόταν θα έσκαβε ολόκληρο τον τοίχο που βρίσκονταν από πίσω του, σε μια στιγμή το ένιωσε να αποσπάται κάπως, λίγο ακόμα ήθελε, επιτέλους το είχε, ήταν έτοιμος να ουρλιάξει από χαρά όταν ένας θόρυβος απίστευτος του βούλωσε τ’ αυτιά, μια λάμψη πορτοκαλιά πρόλαβε να δει μονάχα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...