Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

ΛΕΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΚΟΝΤΕΣ

Κάποιος είχε πει ότι φέτος θα χει πολύ κρύο κι είχε πέσει μέσα ο άτιμος, η παγωνιά τραβούσε κάνα μήνα, μες τις γιορτές είχαμε ξυλιάσει, τα χέρια μου είχαν σκληρύνει σα να έβγαλαν φολίδες, όλοι έμοιαζαν να χουν τρελαθεί, σκυλιά σχημάτιζαν κοπάδια και περιφέρονταν αγριεμένα στην πόλη ψάχνοντας για κάνα κόκαλο, γάτες αναμαλλιασμένες έτρεχαν να κρυφτούν μέσα σε τρύπες νιαουρίζοντας γκρινιάρικα, στην Αριστοτέλους ένα τρελός που τουρτούριζε είχε σταματήσει μπροστά στο φυλάκιο του αστυνομικού τμήματος και μιλούσε ασυνάρτητα στον φύλακα για πόση ώρα δεν ξέρω, ο χωροφύλακας δεν ήξερε τι να κάνει, ένας άλλος τύπος είχε διπλώσει το σώμα του στο χείλος ενός κάδου κι ήταν έτοιμος να χωθεί μέσα για να πιάσει κάτι, το βλέπαμε και δεν το πιστεύαμε...

Ένα πρωινό καθώς έβγαινα απ’ το σπίτι είδα χιόνι ψιλό να έχει στρωθεί στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ψηλά εκεί στις Συκιές έξω από μια εκκλησιά άστεγοι ελεεινοί περίμεναν να φάνε, μυρουδιές έβγαιναν απ’ το υπόγειο καθώς οι γυναίκες ετοίμαζαν το συσσίτιο, πάνω απ’ το γήπεδο του ΒΑΟ σ’ ένα σημείο με θέα φοβερή ναρκομανείς ρωσοπόντιοι είχαν φτιάξει ένα στέκι, οι μάγκες είχαν διαλέξει το κατάλληλο μέρος, φοβόσουν να περάσεις από κει, εμένα βέβαια όσες φορές πέρασα δε μούπανε τίποτα μόνο με κοίταζαν κάπως και κάτι έτρεχαν να κρύψουν, είχαν κουβαλήσει κάνα δυο καρέκλες και καθόντουσαν να χαζέψουν την πόλη, το λιμάνι, τα καράβια και τον ορίζοντα μέχρις εκεί που έφτανε το μάτι. Όποτε κατέβαινα με τα πόδια για να πάω στην εκκλησία αγριευόμουν λίγο αλλά πότε δεν έτυχε τίποτα, περπατούσα δίπλα στα κάστρα και περνούσα έξω από την αγία Αικατερίνη, έναν παλιό ναό με τούβλα κόκκινα χαμένο μες την δόμηση, τα παραθύρια άνοιγαν εκείνη την ώρα, τα αυτιά μου πονούσαν από τον βοριά, στην εκκλησία πάντως έκανε ζέστη…

Το σπίτι ήταν ψυγείο, τα καλοριφέρ δεν δούλευαν, ο θερμοστάτης στο υπόγειο είχε μπλοκάρει, κατέβηκα να δω τι γίνεται, ο διάδρομος μύριζε πετρέλαιο, το παραθυράκι στα σκαλιά ήταν κλειστό, το άνοιξα να μπει αέρας καθαρός στο υπόγειο μια σειρά από τετράγωνα μηχανήματα που επικοινωνούσαν με σωλήνες μαυρισμένους, πάντως έκανε ζέστη, όλα τα μοτόρια γουργούριζαν συνέχεια μόνο το δικό μας είχε βουβαθεί, έψαξα το κουμπί να το βάλω μπρος, δεν μπορούσα να το βρω, δεν είχα και το κινητό μαζί να φέξει λίγο, τελικά ψηλαφίζοντας το βρήκα και το πάτησα, αμέσως πήρε μπρος κι άρχισε ν’ αγκομαχάει. Με το που άναψαν τα σώματα παίξαμε μια παρτίδα χαρτιά με τη γυναίκα μου, αμέσως άπλωσε τις καρτούλες της στο τραπέζι και τις χάζευε τόσο τέλειες που ήτανε ενώ εγώ δεν μπορούσα να κατεβάσω ούτε μία, ρε φίλε με είχε σκίσει, δε μ’ άφηνε σε χλωρό κλαρί, μου την έδωσε, λύσσαξα, άφρισα, δεν μπορούσα να κρατηθώ και τα σκόρπισα όλα, διέλυσα την τράπουλα, με κοίταζε και δεν το πίστευε, παρεξηγήθηκε, ζήτησα συγνώμη, ‘’Δεν την θέλω!’’ μου είπε.

Σε μια τράπεζα που πήγα κόσμος ατέλειωτος περίμενε να κλείσει τις υποθέσεις του, ο χρόνος έκλεινε και κανείς δεν ήθελε ν’ αφήσει εκκρεμότητες πίσω του, στη δουλειά το αφεντικό μου είχε σπάσει τα νεύρα, μα τι άχρηστος, πάγωνε και παραπονιόταν σπαστικά όλη την ώρα ‘’Τα πόδια μου, η μέση μου, το κεφάλι μου ’’ πολύ ψοφίμι ρε φίλε, σκεφτόμουν να σηκωθώ να φύγω από κει να μη τον ακούω που μας είχε πρήξει! Εγώ πάλι ήμουν μια χαρά, όλη την ώρα στη γύρα κρατιόμουν ζεστός, αυτός όμως είχε το χαβά του, πλακώθηκε δίχως λόγο με τον Βασίλη που ήταν ο καλύτερος μας πελάτης, αρπάχτηκαν, σκοτώθηκαν, μόνο που δεν πιαστήκαν στα χέρια, ο Βασίλης τον ήξερε και τον αγνοούσε, μ’ έψαχνε, κάθε χρόνο περνά να με δει κοντά στην πρωτοχρονιά, ‘’Που είναι ο Αποστόλης¨’’ ρωτούσε.

Πουλούσε σύκα ξερά απ’ την Εύβοια, δαμάσκηνα απ’ την Σκόπελο, κρασιά απ’ τα Μεσόγεια που βγάζουν λέει το καλύτερο σταφύλι, λάδι εκλεκτό από κάπου απ’ τη Λαμία, το χωριό του ήταν σ’ ένα νησί κι από κει τη νύχτα μπορούσε να δει τα φώτα μιας πολιτείας αντίκρυ, εκείνο το στενό ανάμεσα στο νησί και την πολιτεία ήταν λέει παλιά πέρασμα των καραβιών κι εκεί υπάρχουν ναυάγια πολλά στο βυθό...
Αφού σκοτώθηκε με το βλαμμένο το αφεντικό ξαναβρήκε το κέφι του, πρέπει να είχε πουλήσει πολύ πράγμα στα μαγαζιά, έβγαλε από τ’ αμάξι του και μας κέρασε μερικά πακετάκια σύκα τυλιγμένα με μια κορδελίτσα πράσινη, μας έλεγε για τ’ αμπέλια που έχει στο νησί φυτεμένα σε βαθμίδες στις πλαγιές, για τα λιόδεντρα που κάνουν καρπό μια φορά στα τρία χρόνια, μαζεύονται λέει τότε όλα τα ξαδέρφια για να τρυγήσουν τα δέντρα που φύτεψε ο παππούς τους, μένουν λέει τότε όλοι σ ένα καλύβι πέτρινο που είχε χτίσει ο παππούς και είναι πολύ γερό ακόμα, καλά εκείνος ο παππούς πρέπει να ήταν πολύ προκομμένος ! Με την δουλειά του ταξίδευε συνέχεια ‘’Έχετε πάει ποτέ κατά την νοτιοδυτική Ελλάδα; ‘’ μας ρώτησε, Καρπενήσι, Αράχωβα, Δελφοί, Ιτέα, Γαλαξίδι, Μεσολόγγι, Αμφιλοχία, Άγραφα, Αστακός, κι ακόμα Ιόνιο, νησιά, θάλασσα πράσινη μέχρι απάνω, Άρτα Ηγουμενίτσα, εγώ τρελαίνομαι για κείνα τα μέρη, πρέπει να πάτε, παιδιά καμιά σχέση με ότι έχετε δει!’’

Σαν σχόλασα πήγαμε με τον Βασίλη για καφέ σ’ ένα μαγαζί με μια τζαμαρία που κοίταζε κατά τη θάλασσα, πήγαινα συχνά κατά κει, ήταν ζεστά, τρεις τύποι που είχαν έρθει από νωρίς είχαν πιάσει το καλύτερο μέρος και δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν με τίποτα, κάποια στιγμή πέρασε κι εκείνος ο ξένος που είχαμε πάει μαζί κάποτε στην Κοζάνη σ’ ένα δικαστήριο, είχε χιονίσει πολύ εκείνη τη χρονιά. Δεν τον είχα ξαναδεί, άκουγα ότι έδερνε τη γυναίκα του, τη Τζούλια κι όταν αυτή τον κατήγγειλε την είχε κοπανήσει για το εξωτερικό, μόλις τον είδα τον γνώρισα, ‘’Είσαι ο Γκ έτσι;’’ του πέταξα κι αυτός αστραπιαία θυμήθηκε τ’ όνομα μου, βιάστηκε να τελειώσει το ποτό του και να φύγει...

Βγήκαμε μια βόλτα στην αγορά να ξεμουδιάσουμε, κόσμος πολύς στα μαγαζιά, ζητιάνοι παντού, έχει γεμίσει η πόλη από δαύτους, στον παραλιακό δρόμο μια θάλασσα από φώτα χρωματιστά, ένα αστέρι γυάλιζε ανάμεσα σε δυο κτίρια που έφτιαχναν ένα φαράγγι από τσιμέντο, σε μια γωνιά μπροστά σε μια βιτρίνα ένα φλιτζάνι του καφέ κι ένα ποτήρι, κάποιος τα είχε παρατήσει για να τα μαζέψουν, ο αέρας που φυσούσε έσερνε στην άσφαλτο ένα ζευγάρι γάντια μοτοσικλετιστή και μια τσάντα μεγάλη αεροδρομίου, νομίζαμε ότι είχε φύγει από κάποιο μαγαζί κι ανοίξαμε την πόρτα από ένα κατάστημα να ρωτήσω, ‘’Δεν είναι από μας!’’ μου είπε ένα παιδί που δούλευε εκεί πέρα ‘’Είδατε αν έχει τίποτα μέσα;’’, την ανοίξαμε , ήταν άδεια, τελικά την πετάξαμε σ’ έναν κάδο…

Όταν γυρίσαμε πίσω στο μαγαζί οι τρεις τύποι ήταν ακόμα εκεί, μου φάνηκε απίστευτο που δεν είχαν φύγει, αν έχεις το θεό σου πρέπει να είχαν χτυπήσει οχτάωρο, μα πως μου την είχαν δώσει, ‘’Καλά δεν έχετε σπίτι;’’ ήθελα να τους πω. Ο Βασίλης κατάλαβε τι σκεφτόμουν ‘’’Άστους να κάτσουν όσο θέλουν!’’ είπε ‘’Κάποτε δεν άντεχα κι εγώ να μένω μόνος τις γιορτές, ένα βάρος στο στήθος με πλάκωνε, ένας φόβος, νόμιζα ότι θα πεθάνω από μελαγχολία, πήγαινα τότε στον παππού μου, αυτόν που φύτεψε τ’ αμπέλια κι έφτιαξε εκείνο το υποστατικό το πέτρινο, μ’ αγαπούσε, περνούσα εκεί τις γιορτές, πολύ μ άρεσε, είχε χτίσει ένα διώροφο έξω απ το χωριό και περνούσε την ώρα του σ’ έναν μπαξέ τεράστιο. Όποτε ήμουν εκεί μ’ έβαζε να ποτίζω τα χειμωνιάτικα που έβαζε ο παππούς, κρεμμυδάκια, σπανάκια, λάχανα, παντζάρια, κουνουπίδια, η γη ήταν ξερή απ’ τις παγωνιές και μόλις έβρεχα το χώμα με το λάστιχο ένα πουλάκι μικρούτσικο σαν κοκκινολαίμης ερχόταν κάθε φορά σα να με θυμόταν χωρίς να φοβάται και με κοίταζε, είχε καιρό να δει βροχή και πρέπει να του είχε λείψει, καθόταν μέχρι αργά σ’ ένα κλαδάκι κι έβγαζε μια φωνούλα σιγανή ώσπου βράδιαζε...’’

‘’Μια χρονιά...’’ συνέχισε Βασίλης πιάνοντας μια καρέκλα ‘’...ο παππούς μου ήταν στα τελευταία του και με φώναξε να τον ξυρίσω, τα γένια του είχαν γίνει σα σκοινιά, μέχρι να τα καθαρίσω έφαγα κάνα δυο ώρες, έπρεπε να προσέχω μη τον κόψω με καμιά άγαρμπη κίνηση και γεμίσει αίματα, στο τέλος τον έπλυνα καλά καλά, ευχαριστήθηκε και μου είπε, ‘’Έχεις ακουστά για τα ναυάγια στ’ ανοιχτά, μια φορά προτού πενήντα χρόνια είχα βουτήξει για χταπόδια, βλέπω σε μια καταβόθρα ένα πράγμα σα πλώρη καραβιού, πλησιάζω και βλέπω το ακρόπρωρο τυλιγμένο στα φύκια, τραβώ τις πρασινάδες και βλέπω ένα πράγμα περίεργο σα λιοντάρι σκαλιστό, σαν δράκο φαγωμένο απ το νερό αλλά πάλι ήταν τόσο όμορφο που ήθελα να το ξηλώσω και να το φέρω στο σπίτι, όπως δοκίμαζα να δω αν ξεκολλά με την άκρη του ματιού βλέπω κάτι να γυαλίζει, βουτώ πιο βαθιά και βγάζω έναν τενεκέ μικρό γεμάτο νομίσματα, τα έχω θαμμένα κάτω από ένα δέντρο, θα σου πω που, πήγαινε και παρ τα !’’

‘’ Το βράδυ ο παππούς έπεσε σε λήθαργο, την άλλη μέρα πέθανε, μαζεύτηκε όλο το σόι να κάνουμε την κηδεία, εγώ τώρα να έχω τρελαθεί, το μυαλό μου ήταν συνέχεια σ εκείνο το τενεκεδάκι, περιμένω και μόλις φεύγουν όλοι πάω κατευθείαν και πιάνω να σκάβω μ’ έναν κασμά εκεί που μου είπε, κάτω από μια φλαμουριά, όλη την ώρα να κοιτάζω γύρω μήπως με βλέπει κανένας, τίποτα, ερημιά μόνο και κρύο, είχα σκάψει κάμποσο όταν βλέπω να έρχεται εκείνος ο κοκκινολαίμης, να κάθεται σ’ ένα κλαδάκι και να με κοιτά σα να ήξερε τι κάνω. Είχα σκάψει σχεδόν κάνα μέτρο βαθιά και δεν είχα βρει τίποτα ‘’Πάει με κορόιδεψε ο παππούς!’’ σκεφτόμουν και τότε χτυπώ σε μια πέτρα μεγάλη, άσπρη, ίσια σα μάρμαρο, άρχισα να ιδρώνω την καθαρίζω και βλέπω απάνω ένα σημάδι σαν άστρο, αυτό ακριβώς μου είχε πει ο παππούς. Σκάβω γύρω γύρω απ την πέτρα, την σηκώνω με τα χίλια ζόρια και βρίσκω ένα τενεκεδάκι σκουριασμένο, το βγάζω, το κουνάω κι ακούω να κουδουνίζει, ήταν γεμάτο κέρματα σα σκουριασμένα, τα πιάνω στα χέρια μου ήταν γεμάτα χώματα, τα καθαρίζω λίγο με τα δάχτυλα, άρχισαν να γυαλίζουν, πάω στη βρύση και τα πλένω, ήταν καμιά εκατοστή, όχι πολύ χοντρά όμως όσο τα γυάλιζες τόσο λαμποκοπούσαν, τ’ αράδιασα στο τοιχάκι της βρύσης και τα χάζευα, εκείνη τη στιγμή ο κοκκινολαίμης έρχεται, κάθεται στη βρύση τόσο κοντά που μπορούσα να τον πιάσω κι αρχίζει να τραγουδάει, μόλις τέλειωσε ένα άλλο πουλί από κάπου άρχισε κι εκείνο και μετά ακόμα ένα, οι τρίλιες τους γέμιζαν τον αέρα σα να πανηγύριζαν για κάτι, χωρίς να το καταλάβω άρχισα να γελώ μοναχός μου, ήταν η πιο ωραία στιγμή της ζωής μου’’.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...