Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

SALVA NOS DOMINE VIGILANTES

Μια φιγούρα στο παράθυρο κάποιου ξενοδοχείου έμοιαζε να παρακολουθεί στα σκοτεινά  πίσω απ’  τις κουρτίνες,  το ξημέρωμα αργούσε ακόμα, το φως σε μια κολόνα χόρευε αναβοσβήνοντας,   σ’ ένα γραφείο τελετών ένας γέρος λαγοκοιμόταν σε μια καρέκλα,  οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα, ούτε αστικά ούτε ταξί κυκλοφορούσαν εκείνες τις μέρες, όλοι απεργούσαν, ένας χαμός γίνονταν κι ο κόσμος στριμώχνονταν στα λιγοστά λεωφορεία που κυκλοφορούσαν  με προσωπικό ασφαλείας. Στο πλάι των δρόμων είχαν συσσωρευτεί σωροί σκουπιδιών με ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, έπιπλα, πολύφωτα, ρούχα, τα αμάξια περνούσαν πάνω απ’ τις σακούλες, οι γάτες σκαρφάλωναν στους κάδους, ένα βράδυ είχα δει σε μια ερημιά δυο τρία μικρά σκυλάκια να σκάβουν μες τα σκοτεινά για να βρουν τίποτα φαγώσιμο.

 Όλο το πρωινό ήμουν κάπως θολωμένος, τα καναρίνια που είχα  στο δωμάτιο  ξύπνησαν κι αυτά κι άρχισαν να τεντώνουν τις φτερούγες τους,  κάποιο φταρνίστηκε κιόλας μερικές φορές, όπως ήταν νύχτα ακόμα ύστερα από λίγο ξανάχωσαν το κεφάλι του μες τα φτερά τους και συνέχισαν τον ύπνο τους.  Βγαίνοντας απ’ το σπίτι κοίταξα τις εφημερίδες που έβγαζε εκείνη την ώρα ο κουτσός περιπτεράς, αργούσε ακόμα το ξημέρωμα, έπρεπε να πάω στο αεροδρόμιο, κάποιος φίλος έφευγε κι ήθελα να τον αποχαιρετήσω.  

Το αστικό που πήρα ήταν κατάφορτο, όλοι ήταν στριμωγμένοι, οι γυναίκες συζητούσαν για τους τσαντάκηδες, κάτι τύποι ύποπτοι που η ανάσα τους μύριζε αλκοόλ φτηνό, οι κοπέλες απέστρεφαν τα πρόσωπά τους όταν τις πλησίαζαν, ένας με μαύρα γυαλιά μόλις είχε βγει από το αστικό και λέγανε ότι αυτός μ’ έναν συνεργό του βουτούσαν τις τσάντες, σε μια στροφή ένα παλιό το αυτοκίνητο είχε κλατάρει, κάποιος το έσπρωχνε κρατώντας το τιμόνι, πίσω οι οδηγοί κορνάριζαν βρίζοντας σαν κολασμένοι…

Δεν πήγαινα καλά, είχα χωρίσει πρόσφατα και κινδύνευε να με πάρει από κάτω αν δεν με είχε πάρει ήδη, όταν με άφησε πήρε ένα σωρό πράγματα που ήταν και δικά μου, δε μ' ένοιαζαν τα άλλα,  το μόνο που ήθελα ήταν να μου δώσει ένα αντίγραφο από κείνο το αρχείο με τα βιντεάκια όπου μου μιλούσε κι εγώ κοιμόμουν και μ’ έκανε να παραμιλώ, κι ένα άλλο σε μια παραλία όπου τρώγαμε σε μια ταβέρνα κι ήταν σα να έβλεπα  τον εαυτό μου να παίζει σε κάποια ταινία ακούγοντας τη φωνή μου όπως την ακούν οι άλλοι , κι ένα άλλο όπου έτρεχα κοντά σε μια γούρνα, δίπλα σ ένα τεράστιο λιοντάρι που κείτονταν για αιώνες στις λάσπες ενός ποταμού, οι αρχαιολόγοι το είχαν ξεθάψει απ τη λάσπη και το στήσανε σ’ ένα βάθρο μαρμάρινο όπου περιμένει τα μαγικά λόγια για να ξυπνήσει και να πεταχτεί αγριεμένο…

Ήταν κι οι φωτογραφίες που μου είχε πάρει από εκδρομές που πηγαίναμε τις Κυριακές σ ένα μέρος γεμάτο νερά και πράσινο και πλατάνια, κάτι άνθρωποι χόρευαν δίπλα στο ρέμα, φωτογραφίες που είχαμε βγει έξω από μια μια ντισκοτέκ σαραβαλιασμένη πια, εκεί όπου  μου είχε πει ότι ένα αγόρι της κρατούσε τη γυμνή πλάτη κάτω απ’ το μπλουζάκι κάποτε ενώ ακούγανε ένα τραγούδι λίγο ξενέρωτο, όλα εκείνα τα είχα χάσει...

Στο αεροδρόμιο ήθελα κάτι να φάω αλλά δεν μπορούσα να βρω τίποτα, παντού ουρές περίμεναν για καφέ. Έναν καφέ έπρεπε να πιω κι εγώ, κοιμόμουν όρθιος, όλη νύχτα δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, μια υπερένταση με είχε καταλάβει, είχα ανοιχτό το ραδιόφωνο κι άλλαζα σταθμούς όλη την ώρα μέχρι που σταμάτησα σ έναν που είχε ψαλμωδίες, κάτι λόγια ξεχώριζαν  : «Και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου» και  κάτι  άλλα  ‘’Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι …’’ Αναρωτιόμουν που τα είχα ακούσει εκείνα τα λόγια, μετά θυμήθηκα, ένας καλόγερος κάποτε τα είχε αναφέρει σε μια κουβέντα, είχε περάσει πολύς καιρός , δε πήγαινα σ’ εκείνο το μοναστήρι μες την πόλη που είχε ξενώνες για όσους μοναχούς έρχονταν από μακριά να διανυκτερεύσουν, τους ξενώνες τους έβλεπα μόνο από ένα μαγαζί με δίσκους όπου έβαζα τα ακουστικά να ακούσω τραγούδια ενώ από ψηλά διακρίνονταν  τα καμαρωτά παράθυρα και τα μαγειρεία της μονής όπου μια μαγείρισσα  με είχε  βάλει να φάω κάποτε...

Ήξερε πολλά εκείνος ο καλόγερος, που συναντούσα,  έλεγε για την Παναγία ότι δεν άφησε κάποιο κείμενο δικό της αλλά μίλησε στον Λουκά και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, μιλούσε και για κάποιον Ανδρέα σαλό (τρελό) που είδε την Θεοτόκο στις Βλαχερνές, στο παρεκκλήσι, σε κάποια αγρυπνία βαθιά μες τη νύχτα να έρχεται κατά πάνω του με συνοδεία,  διηγήθηκε το όραμά του σ’ έναν άνθρωπο δικό του που αργότερα έγινε αρχιεπίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη και διέσωσε την ιστορία. Εκείνος ο καλόγερος ο ονειροπόλος  που ήταν λίγο τρελός, λίγο ονειροπόλος είχε αναφέρει και τα λόγια από  τους ψαλμούς που είχα ακούσει τη νύχτα, σηκώθηκα μες τη νύχτα κι έψαξα τα βιβλία μου, ήταν από τους ψαλμούς θαρρώ  εικοστός δεύτερος, γι αυτόν τον στίχο λέει ο Καντ ο φιλόσοφος είπε ότι δεν  διάβασε   κάτι ωραιότερο στη ζωή του...

Κατά τις τρεις το πρωί καθώς η υπερένταση δεν έλεγε να μ αφήσει  έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για κάποιον μουσικό που είχε καταδικαστεί σε μια φυλακή κάποιας χώρας της Λατινικής Αμερικής – μάλλον της Κολομβίας – για ναρκωτικά ή κάτι τέτοιο. Εκεί λέει δεν αστειεύονται, από κείνα τα κελιά δύσκολα βγαίνεις, το πιο φοβερό ήταν ότι η φυλακή όπου τον είχαν κλείσει τον μουσικό ήταν χτισμένη σ’ ένα μέρος ομορφιάς ασύλληπτης κοντά σε ένα καταρράκτη θεόρατο, οι φυλακές  λέει ήταν παλιά κοιτώνες μοναχών μιας ιεραποστολής, καλά  εκείνο το μέρος δε παίζονταν, οι τουρίστες ερχόταν να το  φωτογραφίσουν ,  στην έισοδο των φυλακών υπήρχε  μια επιγραφή από των καιρό των φραγκισκανών που  έλεγε στα λατινικά  ''salva nos domine vigilantes''  όμως οι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να δουν τίποτα, άκουγαν μόνο το αδιάκοπο βουητό του νερού,  μόνο μερικοί που έκαναν κάποιου είδους καταναγκαστική εργασία έβγαιναν κατά καιρούς να σκάψουν για ένα είδος ασβέστη που υπήρχε στο γειτονικό βουνό κι αντίκριζαν εκείνο το απίστευτο θέαμα. Τον μουσικό όπως έλεγε το ντοκιμαντέρ τον είχε σώσει η κιθάρα που έπαιξε στους κρατουμένους, τα βράδια κοιμόταν δίπλα σε κάτι ψυγεία,  ο ήχος των μηχανών που συνδυάζονταν παράξενα με το βουητό από το νερό των καταρρακτών τον ηρεμούσε βοηθώντας τον να τραγουδά. Μετά από κείνο το πρόγραμμα είχα ηρεμήσει κι εγώ και κοιμήθηκα λίγο βλέποντας όνειρα με φυλακές, φοβόμουν πολύ τις χώρες της Λατινικής Αμερικής εκείνο το διάστημα,  η γυναίκα μου είχε φύγει κατά κει κι εγώ αγωνιούσα μη την απαγάγουν, μη την σκοτώσουν,  μήπως χρειαστεί να ταξιδέψω κι εγώ  μέχρι την άλλη άκρη της γης...

Στο αεροδρόμιο κάθισα σ έναν πάγκο χαζεύοντας τα αεροπλάνα που σηκώνονταν μες το σκοτάδι, σε λίγο ήρθε ο φίλος που θα έφευγε αμέσως, είχε αργήσει, αποχαιρετιστήκαμε κι εγώ σκεφτόμουν ότι θ’ αργούσα να τον ξαναδώ, επειδή τα λεωφορεία αργούσαν πολύ είπα να περπατήσω λίγο, τελικά σταμάτησα σε μια στάση που είχε διαλυθεί όταν μια γυναίκα  είχε καρφωθεί  με το αυτοκίνητο πάνω της και σκότωσε κάποιον που περίμενε, το είχε δείξει κι η τηλεόραση.  Τα διαλυμένα κάγκελα από ένα διπλανό φράχτη και τα σμπαραλιασμένα σίδερα της κατασκευής φαίνονταν ακόμα, όποτε περίμενα σ’ εκείνη τη στάση κοιτούσα τα αυτοκίνητα με τα φώτα τους αναμμένα να περνούν σα δαιμονισμένα και  σκεφτόμουν,  ''Δεν μπορεί,  κάποιο θα ξεστρατίσει και θα καρφωθεί πάνω μου...''

Όλη μέρα στη δουλειά σερνόμουν, προσπαθούσα να ξεκλέψω λίγο χρόνο να ξεκουραστώ,  είχε αρχίσει να χειμωνιάζει  και βράδιαζε γρήγορα, σχολώντας δεν υπήρχε περίπτωση να βρω κάτι να με πάρει οπότε κίνησα με τα πόδια. Η εταιρία που δούλευα βρίσκονταν κάπου στα προάστια σ’ ένα ύψωμα κοντά σ’ ένα παλιό νταμάρι, για να κόψω δρόμο πέρασα μέσα από κάτι σκοτεινά μονοπάτια κι έπεσα πάνω σ’ έναν  γέρικο σκύλο που κοιμόταν αμέριμνος και τρόμαξε πιο πολύ από μένα ενώ κάτι άλλοι ελεεινοί  που είχαν κατά κει το γιατάκι τους γαύγιζαν δείχνοντας τα δόντια τους.  Αλλά φίλε μου αυτοί δεν ήταν σκύλοι σωστοί, σκύλοι κανονικοί ήταν αυτοί στα μαντριά στο χωριό μου που κάποτε σκότωσαν έναν δύστυχο γιατί πέρασε από κει πηγαίνοντας στα χωράφια με το κάρο του, τα τσοπανόσκυλα τρόμαξαν το άλογό του που πανικοβλήθηκε κι άρχισε να τρέχει μες τη νύχτα ρίχνοντας κάτω τον οδηγό του κοντά σε μια γέφυρα όπου λένε κάποιοι ότι τον έχουν δει τα βράδια να περνά με το κάρο του καθισμένος στη θέση του οδηγού, φαίνεται απαράλλαχτος  μοναχά που του λείπει το κεφάλι του…

Είχα βαρεθεί  να περπατώ μετά από ώρα επιτέλους έφτασα στο κέντρο,  οι  ταξιτζήδες είχαν σταματήσει την απεργία  και είχαν βγει προς  άγραν πελατών,  πολλοί απ’  αυτούς  αραδιάζονταν κάτω από μια αρχαία πύλη με  σκαλισμένους  καβαλάρηδες και άλογα  φαγωμένα απ’ τους καπνούς και την  μόλυνση, πιο κάτω στο μουσείο,  τα φυλαγμένα πέτρινα αγάλματα πρέπει να περνούν καλύτερα, τις νύχτες που όλοι κοιμούνται μπορούν να βολτάρουν στους σκοτεινούς διαδρόμους.  Αποφάσισα να πάρω ταξί, σταμάτησα ένα,  άνοιξα την πίσω πόρτα και μπήκα μέσα,  μια γυναίκα καθισμένη δίπλα  μου κρατούσε μια τσάντα κάπως βαριά, όπως κοίταξα μια στιγμή μου φάνηκε σαν να είχε μέσα κάτι χέρια κι ένα κεφάλι ξανθό που σάλευε, αυθόρμητα μου ήρθε στο νου εκείνη η επιγραφή στην είσοδο της φυλακής που είχα δει στο  ντοκιμαντέρ ''Salva nos domine vigilantes!''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...