Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΕΓΑ ΝΕΦΕΛΩΜΑ ΤΟΥ ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΥ

 Ένας  πυροβολισμός ακούστηκε στο φαράγγι, ο αντίλαλος του αντήχησε μέχρι ψηλά στα  βουνά όπου η βλάστηση απλώνονταν σα χαλί παρδαλό σ’  όλα τα χρώματα, κόκκινο, πράσινο, καφετί, κίτρινο, εμείς είχαμε βγει να μαζέψουμε κάστανα, τριγυρνούσαμε κάτω απ’ τα δέντρα σε κάτι μονοπάτια μες τις σκιές, ρε φίλε δεν είχε ούτε για δείγμα, μόνο στοίβες κούτσουρα που  είχαν αφήσει οι ξυλοκόποι, με πολύ κόπο ανακαλύψαμε μερικά μικρούτσικα τυλιγμένα στ’ αγκάθια τους, είχαμε βαρεθεί, ψάχναμε  μονοπάτι να βγούμε από το πυκνό δάσος όταν εμφανίστηκε  ο  κυνηγός, φόρμες στρατιωτικές φορούσε, το κεφάλι του  ξυρισμένο σύρριζα, έναν ασύρματο βαστούσε στο ένα χέρι,  στο άλλο την καραμπίνα, ‘’Μη ψάχνετε άδικα!’’ φώναξε, ‘’  Τα μάζεψαν όλα!’’
 

Της  Βαϊας ιδέα  ήταν να πάμε για κάστανα,  όλο ιδέες φαεινές είχε, αποβραδίς είδε  ένα πολύ ωραίο όνειρο, δεν θυμόταν ακριβώς μόνο έλεγε ότι όταν ξύπνησε είχε στα μάτια της ένα φως σαν εκείνο που βλέπεις να βγαίνει από τον τρούλο των εκκλησιών το πρωί όταν οι αχτίνες του ήλιου  φτάνουν μέχρι το πάτωμα,  όταν έβλεπε τέτοιο όνειρο η μέρα της θα πήγαινε καλά, ήταν σίγουρη, είχε  πείσει   κι έναν ντόπιο γνωστό της   να έρθει μαζί μας για  να μας δείξει το δρόμο.  Αυτός ήξερε καλά τα μονοπάτια, σ ένα ρέμα είχαμε χωθεί με δέντρα τόσο ψηλά που έκρυβαν τον ήλιο όμως ο οδηγός  μας ήταν τόσο καλός που δεν ανησυχούσαμε, μας φιλοξενούσε  για ένα τριήμερο  στο εξοχικό του και περνούσαμε τζάμι,  το είχε φτιάξει τόσο ωραίο που δεν έβρισκες τέτοιο σ’ ολόκληρη την περιοχή, όσοι έρχονταν κατά κει τρελαίνονταν  ήθελαν να το φωτογραφίσουν τόσο όμορφο ήτανε! 

Στην αυλή του  λωτοί κιτρινωποί, ώριμοι  έγερναν τα κλαδιά τους, μηλιές  γεμάτες φρούτα κατακόκκινα, γλυκά, τραγανά, τα ρόδια είχαν αρχίσει να σκάνε, κρόκοι μαβιοί φύτρωναν μέσα στο χορτάρι που σκέπαζε την αυλή, τριανταφυλλιές άσπρες και ροζ, θάμνοι χαμηλοί σχημάτιζαν φράχτες κάθετους, φυτά αναρριχώμενα με λουλούδια γαλάζια σα χωνάκια απλώνονταν στους τοίχους, τι ωραίο κήπο που είχε φτιάξει  ρε φίλε ο τύπος! Εμείς μαζεύαμε κούμαρα και  καρύδια κουνώντας τα μικρά δέντρα,  ‘’ Τα κούμαρα να τα αφήσετε στο μπαλκόνι μαζί με τα κυδώνια να ωριμάσουν!’’ μας φώναζε ο οικοδεσπότης…
 

Το σπίτι ήταν παλιό, χρόνια πολλά είχε μείνει εγκαταλειμμένο και ρήμαζε, μας έδειξε φωτογραφίες στο κινητό, κάτι μαστόρους Αλβανούς φώναξε που γκρέμισαν την διαλυμένη σκεπή, καθάρισαν τους τοίχους με αμμοβολή, έβγαλαν τις φαγωμένες ξυλοδεσιές στις γωνιές, αρμολόγησαν τα ντουβάρια, έβαλαν δοκάρια περιμετρικά στα ταβάνια, διόρθωσαν το κελάρι  και τις καμάρες στις εισόδους, έστρωσαν πλάκες στην αυλή, μέχρι κι έναν ξυλόφουρνο που κανείς δεν ήξερε ότι υπήρχε κάτω από μια σκάλα ανακάλυψαν και τον ξανάφτιαξαν, όλο το κτίσμα έμοιαζε μεγαλόπρεπο, ωραίο,  τέλει,  μονάχα άμα πήγαινες στην πίσω πλευρά έβλεπες κάτι γκρεμίσματα, κάτι τοίχους σμπαραλιασμένους, μπάζα παντού, ένα χάλι, απορούσαμε γιατί δεν το είχε φτιάξει κι εκείνο το σημείο μοναχά το άφησε έτσι ρημάδι…
 

Όλα τα λεφτά που έιχε μαζέψει όλα τα χρόνια  δουλεέυοντας στα καράβια τα είχε ρίξει ο νοικοκύρης σ’ εκείνο το σπίτι, του άρεσε η ησυχία εκεί πάνω, μπορούσε να μείνει μόνος για μέρες, βδομάδες, μήνες,  έιχε συνηθίσει απ'  τα βαπόρια,  δεν είχε πρόβλημα, όταν ήταν μικρός ο πατέρας του τον έστελνε σ ένα μαντρί με πρόβατα που είχε ένας θείος του, το σόι του όλοι βοσκοί ήτανε, έπρεπε να διανύσει μια μεγάλη απόσταση με τα πόδια περνώντας από ένα  νταμάρι απ’ όπου κουβαλούσαν πέτρες για τα σπίτια τους, δεν έβγαζαν πλέον πέτρες από το λατομείο κι είχε απομείνει μια τεράστια τρύπα, κάποτε απ’  την κοινότητα πήγαν να φυτέψουν ένα δάσος για να καλύψουν λίγο την ασχήμια, τη μέρα φύτευαν τα δεντράκια  τη νύχτα οι βοσκοί  τα ξερίζωναν να μη χαθούν τα βοσκοτόπια τους κι έτσι έμεινε το νταμάρι να χάσκει μες την ερημιά γυμνό, με τον καιρό βέβαια είχε γίνει κι εκείνο μέρος του τοπίου κι οι ντόπιοι ερχόντουσαν τις Πρωτομαγιές κατά κει να ψήσουν σε  κάτι ψησταριές τσιμεντένιες που είχε στήσει κάποιος κοινοτάρχης…
 

Φθινόπωρο ήτανε, καιρός καλός, μαλακός, τα βράδια  στην κουζίνα του παλιού αρχοντικού o άντρας  που έιχε εκείνο το σπίτι καθόταν με το εγγόνι του ένα μελαχρινό κορίτσι κάπου δεκαπέντε - δεκάξι χρονών και του μιλουσε για  τα ταξίδια του τότε που γύριζε στις νότιες θάλασσες και τις νύχτες μπορούσε να δει αστερισμους που δεν υπάρχουν στο βόρειο ιμισφαίριο σαν τον Χαμελαίοντα, την Οκταδα, τον Ιπτάμενο ιχθύ και κυρίως το πιο λαμπρό σχηματισμό,  αυτόν που βλέπανε οι θαλσσοπόροι σαν διέσχιζαν τις ακτες της Νότιας Αμερικής  το περίφημο  Μέγα Νεφέλωμα του Μαγγελάνου που έιναι γεμάτο από γιγάντιους  κυανούς αστέρες...  
 

Καθώς έμπαινε ο χειμώνας η γυναίκα του έβγαζε απ’ τις ντουλάπες τις κουβέρτες και τα χαλιά   για το μεγάλο δωμάτιο των καλεσμένων, σε μια μεριά του δωματίου  υπήρχε ένα τζάκι τεράστιο μπροστά στο οποίο   τα βράδια καθόμασταν και μιλούσαμε, ο οικοδεσπότης δεν έλεγε τίποτα φαίνονταν όμως ευχαριστημένος που μας άρεσε εκεί πάνω, ‘’Τι ωραίο σπίτι που έχετε!’’ του είπε ένα βράδυ  η Βάϊα ‘’Μόνο που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το πίσω μέρος είναι τόσο χάλια, φαίνεται πολύ άσχημο έτσι,  γιατί δεν κάνετε τίποτα !’’ –‘’ Δεν είναι δικό μας!’’ πετάχτηκε η γυναίκα του οικοδεσπότη ‘’Είναι του κουνιάδου μου, ξέρετε τι έχουμε τραβήξει, τι προβλήματα μας έχει δημιουργήσει, τι μηνύσεις μας έχει κάνει ο κουνιάδος μου που είναι κι αστυνόμος’’- Σταμάτα πια!’’ πετάχτηκε ο άντρας της κάπως αγριεμένος σαν κάτι να είχε πάθει κι  άρχισε να μιλά με τόσο μένος για τον αδερφό του  που σε κάποια στιγμή φοβηθήκαμε, μάλιστα χρησιμοποίησε και κάτι κουβέντες βαριές, κάτι βρισιές που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα εκστόμιζε εκείνος ο άνθρωπος.

Η βραδιά είχε χαλάσει,  η Βαϊα έφταιγε που είχε φαγωθεί να ρωτά,  τι την ένοιαζε για τα μπάζα, πολύ μυστήρια ήταν φίλε μου, όλα να τα ξέρει ήθελε, μας είχαν  φερθεί τόσο καλά κι εμείς  τα είχαμε  κάνει μαντάρα,   σκεφτόμασταν ότι την  άλλη μέρα θα μαζεύαμε τα μπογαλάκια μας και πάνε τα τζάκια κι οι κιτρινωποί λωτοί και τα λουκάνικα που ψήναμε, όλα έμοιαζαν χαμένα όμως μετά κάτι του είπε η φίλη μας κάτι κουβέντιασαν στα κρυφά- καλά σ αυτά δεν παίζονταν-  και προτού κοιμηθούμε ο οικοδεσπότης μας ρώτησε αν θα θέλαμε την άλλη μέρα να πάμε μια βόλτα στο μοναστήρι που υπήρχε εκεί κοντά σ ένα οροπέδιο. Άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς, αυτό έμοιαζε λίγο με περιπέτεια, πρωί πρωί ξεκινήσαμε  ακολουθώντας έναν χείμαρρο  ξερό, με τόσο  ποδαρόδρομο είχαμε λυσσάξει απ' την πείνα, ευτυχώς κουβαλούσαμε μαζί μας σαλάμια, ψωμιά, κασέρια, τυριά ότι θες, η Βαϊα κρατούσε ένα θερμός με καφέ ασημένιο τυλίγοντας όλη την ώρα τα δάχτυλα της γύρω του, χωρίς αυτό δεν πήγαινε πουθενά. Όπως είχαμε ξεθεωθεί στο περπάτημα τα μπουκάλια μας άδειασαν από νερό οπότε τραβήξαμε κατά το μοναστήρι,  ευτυχώς δεν ήταν μακριά,  απ’ έξω δεν φαίνονταν  εντυπωσιακό, ένα τείχος το περικύκλωνε κι από ψηλά ένας πύργος απ΄ όπου μπορούσες να κατοπτεύσεις το οροπέδιο.  Διαβήκαμε την παλιά μαρμάρινη πύλη, στην αυλή  μια γυναίκα σκούπιζε το λιθόστρωτο, σε μια πλευρά περιφραγμένη  ζαρκάδια έτρεχαν στις πέτρες μιας πλαγιάς, πλησιάσαμε να τα ταΐσουμε βελανίδια που υπήρχαν άφθονα στο χώμα,  ήσυχα ήτανε,  κάπως χαζά, μεγάλα μάτια και μια σειρά από βούλες σαν στίγματα στη ράχη τους, τα ελάφια λέει γίνονται πιο ψηλά, σαν άλογα, αυτά εδώ ήταν σα κατσίκια αλλά πιο όμορφα, κάποια στιγμή λέει οι καλόγριες τα αμολούσαν στα κορφοβούνια κι αυτά μάθαιναν  να επιβιώνουν μόνα τους, έψαχναν  για νερό που  ήταν το πιο  δύσκολο, τροφή υπήρχε άφθονη, συνήθως κατέληγαν  σε μια περιοχή με πηγές, αν προλαβαίναμε θα πηγαίναμε…
 

Αφήσαμε τα χαζά ζαρκάδια και τραβήξαμε προς την εκκλησιά, στην είσοδο αγιογραφίες με τον παράδεισο και την κόλαση, στο ιερό μπροστά   ένα τέμπλο βαρυφορτωμένο γεμάτο κόλπα και σχέδια, περιστέρια, λιοντάρια, ρόδακες, παγόνια,  ότι ήθελες, σε κάμποσα σημεία του η χρυσή μπογιά είχε ξεβάψει,  φαίνονταν το ξύλο, στην οροφή θόλοι ψηλοί γεμάτοι ζωγραφιές, στο αναλόγιο βιβλία παλιά, γεμάτα κεριά που στάξανε , μια καλόγρια ξερακιανή  πηγαινοέρχονταν φουριόζα, ‘’Οι γυναίκες να φορέσουν φούστες !’’γρύλισε σε μια στιγμή κι όλοι τρομάξαμε, ύστερα άλλαξε τροπάρι ‘’Μπορείτε να μας βοηθήσετε να ξεφορτώσουμε κάτι άχυρα;’’  Ρώτησε.  Τι να κάναμε, την ακολουθήσαμε, ανεβήκαμε οι άντρες σ ένα μικρό φορτηγό γεμάτο χόρτο, φορτωνόμασταν στην πλάτη τις μπάλες  και τις αδειάζαμε σ’  έναν μύλο παλιό που τον είχαν κάνει αποθήκη, δεν ήταν και πολύ κουραστικό, στο τέλος εκείνη η καλογριά η σπαστική μας ευχαρίστησε κι αυτό μας φάνηκε πολύ περίεργο, περιμέναμε ότι θα μας έριχνε καμιά κατάρα…
 

Και μετά η Βάϊα πρότεινε να πάμε για κάστανα και μούρα,  κατάλαβες φίλε μου, εμείς θέλαμε να πάμε για  κάνα ντουζάκι  και να την πέσουμε κι αυτή ήθελε να μαζέψει φρούτα του δάσους, τι να κάναμε, μπήκε μπροστά ο οικοδεσπότης κι εμείς  ακολουθήσαμε, αφήσαμε το οροπέδιο και μπήκαμε στο δάσος όπου δεν έβλεπες τη μύτη σου  τόσο σκοτεινά ήταν,  περπατούσαμε πάνω σε αχινούς άδειους,  πριν από μας πρέπει να είχε περάσει από κει ένα κάρο κόσμος και δεν είχαν αφήσει τίποτα  παρά μόνον αγκάθια,  τι γκαντεμιά ρε φίλε , όπως ήμασταν απελπισμένοι ακούσαμε εκείνη τη ντουφεκιά και πεταχτήκαμε εκεί μέσα στα σκοτεινά,  θα μπορούσαμε να φάμε καμιά αδέσποτη και να πάμε αδιάβαστοι, ο οδηγός μας ανησύχησε και βιάστηκε να βρει κάποια έξοδο σε μέρος ανοιχτό όπου μπορούσες να δεις  τι γινότανε. 
 

Με το που βγήκαμε σ’ ένα ξέφωτο πέσαμε  σ’  εκείνον τον κυνηγό με τα στρατιωτικά και τον ασύρματο,  όταν τον είδε ο οικοδεσπότης μας άλλαξε χρώμα ενώ ο άλλος φάνηκε να μαζεύεται κι έσφιξε στα χέρια του το όπλο, στεκόμασταν εκεί και τους κοιτάζαμε, δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε  την αιτία της  έντασης,  ήταν μια στιγμή δύσκολη, χρειαζόταν  κάποιος να προσέξει ότι μοιάζανε  και τότε καταλάβαμε τι συνέβαινε. Για ένα διάστημα που μας φάνηκε ατελείωτο παρακολουθήσαμε μια φιλονικία  εκεί πάνω στα βουνά με τα καφετιά,  τα κόκκινα  και τα κίτρινα χρώματα, εμείς φυσικά ήμασταν με τον οικοδεσπότη όμως ο άλλος βαστούσε το όπλο και δεν ήταν για να παίζεις,  η Βάϊα έτριβε τα δάχτυλα της στο θερμός,  μια κοπέλα που ήταν  μαζί μας άρχισε να κλαίει ενώ οι δυο άντρες έβγαζαν την επιφάνεια λεπτομέρειες και ιστορίες που διαφορετικά  δεν θα έβλεπαν το φως και δεν έπρεπε να ακουστούν,  όλο το σκηνικό γύρω ήταν σα θέατρο τεράστιο και δεν ξέραμε πως θα τέλειωνε όλο αυτό  όταν τελικά μέσα απ’ το δάσος βγήκαν δυο ακόμα κυνηγοί,  πλησίασαν σιγά- σιγά εκείνον  με τον ασύρματο,  του πήραν ήρεμα το όπλο κι όλα ησύχασαν πάλι…
 

Όλοι ξεφυσήσαμε ανακουφισμένοι και καθίσαμε σε κάτι πέτρες να ηρεμήσουμε λίγο,  ‘’Πηγαίνετε μόνοι σας,  ξέρετε το δρόμο,  εγώ θα καθίσω λίγο μόνος μου!’’ είπε ο άντρας που μας φιλοξενούσε κι εμείς βιαστήκαμε να φύγουμε από κει,   όπως περπατούσαμε δίπλα στον ξερό  χείμαρρο γυρίζαμε πίσω να δούμε αν έρχεται, για ώρα πολλή δεν φαίνονταν,  τελικά είδαμε τη φιγούρα του να μας ακολουθεί από μακριά,  στο βουνό πάνω απ’  τα κεφάλια μας  ντουφεκιές ακούγονταν μέχρι ψηλά πάνω στις πλαγιές…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...