Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

ΥΠΕΡΘΕΡΜΑΝΣΗ ΚΙΝΗΤΗΡΩΝ

Όπως προσπέρασε μια κλούβα φορτωμένη με ζώα και βγήκε στον ανοιχτό δρόμο ένιωσε κάτι πολύ δυνατό να τον σπρώχνει στην άκρη κατά τις μεταλλικές μπάρες, πανικοβλήθηκε, ενστικτωδώς αρπάχτηκε γερά γερά από την μηχανή όμως ένας παλιός του είχε πει ότι ακριβώς στις πιο επικίνδυνες στιγμές χαλαρώνεις, δεν κάνεις σπασμωδικές κινήσεις, φρενάρισε όσο πιο μαλακά μπορούσε, η μηχανή έμοιαζε να σταθεροποιείται και να ισορροπεί, νόμιζε ότι τη γλύτωσε όμως απότομα η πισινή ρόδα ντεραπάρισε και τον έριξε στην άσφαλτο.

Εκείνη τη στιγμή πρέπει να έτρεχε κοντά στα διακόσια χιλιόμετρα, στην ανοιχτή ευθεία χτυπούσε και διακόσια πενήντα, μια φορά είχε πιάσει και πάνω από τριακόσια αλλά φοβήθηκε, σ αυτές τις ταχύτητες όλα συμβαίνουν τόσο γρήγορα που το μυαλό δεν προλαβαίνει να σκεφτεί ούτε ν’ αναλύσει τίποτα, γίνεσαι σκόνη και κομμάτια δίχως να προλάβεις να καταλάβεις τι έγινε, είναι μια άλλη διάσταση...

Πλησίαζε στην έξοδο για τον επαρχιακό δρόμο, λίγα οχήματα κινούνταν που τα περνούσε γέρνοντας από τη μια κι από την άλλη μεριά, όταν οδηγούσε δίπλα από νταλίκες ήταν το πιο επικίνδυνο, δημιουργούνταν ένα ρεύμα ισχυρό που μπορούσε να σε πετάξει έξω απ’ το δρόμο δίχως να το καταλάβεις, κάποιος του είχε μιλήσει για ένα σημείο κατά κει όπου φυσούν αέρηδες πολύ δυνατοί κι άμα δεν έχεις το νου σου μπορούν να σε στείλουν στις μπάρες, δεν είχε δώσει σημασία τότε...

Άφησε τη βαριά μηχανή να κυλά στο οδόστρωμα κι αφέθηκε να τον παρασύρει η αδράνεια, το κράνος και το χοντρό μπουφάν τον προστάτευαν, στα πόδια φορούσε πάντα επιγονατίδες όμως δεν ήξερε που θα κατέληγε αυτό το σύρσιμο, εκείνη τη στιγμή δε τον ένοιαζε τίποτα, σκέφτονταν ότι γλιστρώντας στο δρόμο βλέπεις τα πράγματα από μια άλλη οπτική γωνία, από χαμηλή σκοπιά, από άλλη οπτική γωνία, όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, αισθάνθηκε το σώμα του να κατρακυλά στο χορτάρι που υπήρχε στην άκρη του δρόμου και τελικά βρέθηκε πεσμένος σ ένα χαντάκι σκοτεινό. Μια λάμπα σε μια κολώνα ψηλά έριχνε φως και μπορούσε να δει ένα φυτό ανθισμένο, άσπρο που απλώνονταν μες το χαντάκι, δοκίμασε να κουνήσει το χέρι του κι ένωσε μια υγρασία που πρέπει να είχε πέσει στη διάρκεια της νύχτας, έβγαλε προσεχτικά το κράνος του, δεν πονούσε πουθενά, σηκώθηκε αργά αργά να δει που βρίσκονταν, όλως παραδόξως όλο αυτό το διάστημα δεν είχε περάσει ούτε ένα αυτοκίνητο, γύρω δεν υπήρχε ψυχή, αναζήτησε τη μηχανή του,την βρήκε καμιά διακοσαριά μέτρα παρακάτω να κείτεται βουβή, την σήκωσε και την δοκίμασε, πήρε μπρος με το πρώτο, δεν είχε τίποτα σοβαρό. Μια ζαλάδα αισθάνονταν, δεν μπορούσε να πατήσει καλά σα να περπατούσε πάνω σε μπάλες στρωμένες παντού, μουδιασμένος όπως ήταν σταμάτησε σ’ ένα μαγαζί που παρέμενε ανοιχτό να πιει λίγο καφέ, δυο παιδιά ξενυχτισμένα έδιναν τυρόπιτες και νερά στους ταξιδιώτες, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο και μετά ξεκίνησε πάλι για τον φίλο του, όπως είχε συνηθίσει στην φαρδιά λεωφόρο με το που μπήκε στο χωριό τα στενά που ήταν γεμάτα χαλίκια και τα μικρά σπιτάκια του φάνηκαν άλλος κόσμος …

Μετά από κείνο το συμβάν δίχως να το καταλάβει άλλαξε, άρχισε να τα βλέπει όλα διαφορετικά σα να συνειδητοποίησε ότι ο χρόνος του σ’ αυτόν τον κόσμο ήταν μετρημένος, παλιά τα σχετικά με τη θρησκεία τον άφηναν αδιάφορο εντελώς όμως τώρα ήταν αλλιώς, είχε ανακαλύψει κάποιον καλόγερο που είχε το χάρισμα, σε ενέπνεε. Το πιο φοβερό ήταν ότι ο καλόγερος ήξερε από μηχανές, ποτέ δεν του είπε από που τα είχε μάθει αλλά καθόντουσαν μαζί και συζητούσαν ώρες για θέματα όπως οι φυσαλίδες στο σύστημα ψύξης, οι θερμοκρασίες των κυλινδροκεφαλών, η υπερθέρμανση κινητηρων, οι πληκτροφορείς και οι εκκεντροφόροι, τα αμφικόχλια, οι δονήσεις, οι κρούσεις κι άλλα τέτοια κουφά.

Μαζί είχαν κάνει ένα σωρό δουλειές στο μοναστήρι όπου ασκήτευε ο μοναχός, ξαναέφτιαχναν κάτι παλιά ξωκλήσια που τα είχαν κάψει οι Τούρκοι έναν καιρό και είχαν απομείνει για αιώνες ερείπια, κάποτε το μοναστήρι όπου έμενε ο καλόγερος ήταν κέντρο σημαντικό, είχε ένα σωρό κτήρια από τα οποία δεν σώζονταν παρά μόνο χαλάσματα, μαγειρεία, ξενώνες, αποθήκες, ακόμα κι ένα σχολείο. Προσπαθούσαν να αναστηλώσουν ότι μπορούσαν, τα είχαν φτιάξει πολύ ωραία, είχε ξοδέψει εκεί σχεδόν όλο το καλοκαίρι, όλη μέρα δούλευε στο μοναστήρι και τη νύχτα πήγαινε στο φούρνο που είχε να ετοιμάσει τα ψωμιά, όταν δεν άντεχε άλλο ξάπλωνε λίγο σε μια γωνιά περιμένοντας τη ζύμη να φουσκώσει. Ο φούρνος δούλευε καλά, του πατέρα του ήτανε, τον κρατούσε μαζί με τ’ αδέρφια του, δεν υπήρχε άλλος στο χωριό, έβγαζε λεφτά, είχε αγοράσει κι εκείνη τη μηχανή τη μεγάλη που πάντα ήθελε, μ’ αυτήν είχε οργώσει όλη την Ελλάδα, στο εξωτερικό δεν γούσταρε να πάει, δε τον ενδιέφερε, κατέβαινε ταχτικά στην Αθήνα, το έκανε σε τρεις ώρες με τρεις στάσεις για να γεμίσει το ντεπόζιτο και να ξεπιαστεί λίγο…

Εκείνος ο καλόγερος του είχε πει να κάνει ένα προσκύνημα στον Άθω,στην κορυφή του βουνού την γιορτή της Μεταμόρφωσης, στην καρδιά του καλοκαιριού ‘’Πήγαινε εκεί πάνω και θα γαληνέψεις, θα τα ξεχάσεις όλα!’’ του είχε πει και τελικά αποφάσισε να πάει μ έναν φίλο. Έφτασαν στο όρος, κοιμήθηκαν σ ένα μοναστήρι και το πρωί ξεκίνησαν, στην αρχή υπήρχε δάσος και μπορούσες να περπατήσεις στη σκιά, αυτό ήταν το καλύτερο, τα φυλλώματα σκέπαζαν το μονοπάτι κι οι ακτίνες που έφταναν μέχρι το χώμα έμοιαζαν να παίζουν, περπατούσαν άνετα αλλά μετά όσο ανέβαιναν το τοπίο γίνονταν γυμνό, μόνο πέτρες ξέθωρες, ξασπρισμένες και πουρνάρια έβλεπες, ο ήλιος έκαιγε τα βράχια κι ήταν ανυπόφορο να περπατάς εκεί πέρα, λέγανε ότι οι πιο έμπειροι ξεκινούσαν τη νύχτα πολύ προτού χαράξει ώστε να κάνουν το πιο δύσκολο δρομολόγιο με τη δροσιά, προτού πιάσει η ζέστη και πυρώσει ο τόπος, πριν το μεσημέρι ήταν κιόλας στην κορυφή και ξεκουράζονταν.

Όπως ανέβαιναν συναντούσαν κι άλλους προσκυνητές, μερικοί είχαν τρόφιμα μαζί τους και τους πρόσφεραν, ξηρούς καρπούς, παξιμάδια, μέλι για ενέργεια, νερό, υπήρχε μια ωραία διάθεση, απαντούσες εκεί πέρα κόσμο απ’ όλη την Ελλάδα και ξένους μαζί να κουβεντιάζουν για ότι να ναι κάνοντας την πεζοπορία λιγότερο βαρετή, κατά καιρούς σταματούσαν να πάρουν μια ανάσα ατενίζοντας την θέα από κάτω που όσο ψηλότερα ανέβαιναν τόσο πιο μαγευτική γίνονταν, κάποιοι παλιοί τους εξηγούσαν ποια νησιά ήταν εκείνα που διακρίνονταν μέσα στη θολούρα της θάλασσας, γελούσαν, όλοι είχαν γίνει μια παρέα, καλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην το ξανακάνει του χρόνου.

Σε κάποια φάση είχε μείνει μόνος του, ο φίλος του είχε φύγει λίγο μπροστά, όπως έστριβε σ ένα μονοπάτι κι ήταν χαμένος στις σκέψεις του ξαφνικά ένας μαύρος σκύλος πετάχτηκε μέσα απ’ τα χόρτα, μιλάμε του κόπηκε η αναπνοή, από που είχε εμφανιστεί εκείνο το πράγμα, ευτυχώς ξοπίσω του έτρεξε το αφεντικό του, ένα μεσόκοπος με μουστάκι και τον περιμάζεψε, τελικά δεν ήταν άγριος ο σκύλος μόνο το παρουσιαστικό του ήταν τρομαχτικό και θύμιζε δαίμονα. Όπως πλησίαζαν στην κορυφή σκέφτονταν ότι είχε αφήσει πίσω τη φυσική του κατάσταση, δεν περπατούσε και τώρα όλο το σώμα του πονούσε, είχε σακατευτεί μιλάμε, οι ξασπρισμένες πέτρες που υπήρχαν παντού γύρω θόλωναν τα μάτια του, σ ένα σημείο είδε λίγο πράσινο, μερικά λουλούδια κόκκινα κίτρινα κι άσπρα φύτρωναν ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, σκήτες καλόγερων πρέπει να ήτανε κάποτε, όπως έστεφε πίσω ο βλέμμα του κοίταζε μερικά πεύκα είχαν φυτρώσει στους γκρεμούς και κρέμονταν στο κενό, από κάτω τους η θάλασσα στραφτάλιζε φτιάχνοντας ένα θέαμα ήταν μαγευτικό.

Το πρωινό πάνω στην κορφή του βουνού ήταν πραγματικά εντυπωσιακό, όλοι σχεδόν είχαν σηκωθεί αγουροξυπνημένοι να δουν το θέαμα κι αυτός μαζί τους, κάτι καλόγεροι ετοίμαζαν τα καζάνια για το φαγητό κι άλλοι έφερναν τα σκεύη για την λειτουργία που θα γίνοταν. Ανακάθισε στο στρώμα του, όλη τη νύχτα είχε παγώσει, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί μια στιγμή, χωμένος μες το σλίπινγκ μπαγκ τουρτούριζε μέχρι το πρωί, άλλοι βέβαια που το είχαν κάνει πολλές φορές του έλεγαν ότι ήταν από τις λιγότερο κρύες νύχτες, ‘’Φίλε, δεν έχεις δει τίποτα!’’. Του χρόνου θα ερχόταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένος, δε χρειαζόταν να κουβαλά τόσο νερό μαζί του, κοντά στην κορφή υπήρχε πηγή με νερό παγωμένο, τέλειο μιλάμε, μπορούσες να πιεις όσο ήθελες, μόνο κάνα μπουκάλι για το δρόμο θα έπαιρνε και φυσικά μια χοντρή φόρμα για να μην ξυλιάζει το βράδυ.

Το απόγευμα αργά είχαν φτάσει στον προορισμό τους κι απόθεσαν τους σάκους σ ένα πλάτωμα, τριγύρω υπήρχαν εκατοντάδες επισκέπτες ξαπλωμένοι και καθισμένοι γύρω από μια εκκλησία πέτρινη, όλοι είχαν αφήσει τα πράγματα τους κι αναπαύονταν, μερικοί δοκίμαζαν να ανεβούν λίγο πιο ψηλά, σ ένα σημείο όπου είχε στηθεί ένας σταυρός ξύλινος σημάδι ότι εκείνο ήταν το πιο ψηλό μέρος του όρους, αυτός με το που ξάπλωσε στο χώμα ένιωσε μια γαλήνη και μια ηρεμία απίστευτη σα να ήταν αυτό που ήθελε από πάντα να κάνει. Όταν έδυσε ο ήλιος κι άρχισε να νυχτώνει ένα αεράκι κρύο πήρε να φυσά κι έπεσε μια τέτοια παγωνιά που έλεγες ότι χειμώνιασε απότομα παρ’ όλα αυτά μέχρι αργά εξακολουθούσαν να καταφτάνουν προσκυνητές με τα φαναράκια και τους φακούς μες τα σκοτεινά, καλά αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, μερικά μονοπάτια ήταν τόσο απόκρημνα που καλύτερα να μην έβλεπες κάτω πόσο μάλλον να περπατάς με το σκοτάδι όμως ένιωθες ότι μια δύναμη μυστήρια σε προστάτευε. Πλάγιασε για λίγο, γύρω στα μεσάνυχτα τον ξύπνησαν κάτι μουρμουρητά και φωνές, μερικοί σκληροπυρηνικοί έκαναν αγρυπνία, είχαν ανάψει κεριά που έφεγγαν απόκοσμα μες την ερημιά, όλη τη νύχτα δε μπορούσε να κοιμηθεί απ'  το κρύο,  κοντά στην αυγή σφάλισαν για λίγο τα μάτια του  και είδε ένα όνειρο  που του φάνηκε απίστευτα αστείο,  γελούσε συνέχεια, ο φίλος του που κοιμόταν από δίπλα καθόταν και τον άκουγε απορημένος...

Με το που ξημέρωσε έψαχνε τον ήλιο να ζεστάνει λίγο τα κόκαλα του, μια ανησυχία παντού επικρατούσε, κάτι γενειοφόροι με ράσα άναβαν φωτιά να κάψουν τα καζάνια για το μεσημεριανό, άλλοι κουβαλούσαn  κούτσουρα και κλαδιά  κι άλλοι κάρφωναν λαμπάδες πάνω σε πρόσφορα για να διαβαστούν, η σκιά του ήλιου που ανέτειλε άρχισε να πέφτει μέχρι πέρα μακριά στη θάλασσα σκεπάζοντας εκείνο το νησί που πήρε και το όνομα Σκιάθος από το φαινόμενο, όλοι εκστασιασμένοι έβγαλαν τα κινητά να αποθανατίσουν τη σκηνή, ένα αεροπλάνο που περνούσε από πάνω ζωγραφίζοντας άσπρες γραμμές στον γαλανό ουρανό...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...