Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

TRUMPETS

...your love feels like high summer
your life is like an ocean
...your love feels like trumpets

The Waterboys


Στο χωριό το βράδυ έκανε ψύχρα μες το κατακαλόκαιρο, είχαμε παγώσει, κι ήταν κι εκείνα τα νερά τα κρύσταλλα που έτρεχαν παφλάζοντας σε μια γούρνα πέτρινη, καλά ήταν τέλεια και να σκεφτείς ότι όλη μέρα είχαμε πεθάνει απ’ τη ζέστη, υποφέραμε στα καταραμένα τα λεωφορεία περνώντας από χωριά έρημα και χωράφια γεμάτα στάρια θερισμένα και τριφύλλια που ποτίζονταν από στήλες νερού, έσκαγε ο τζίτζικας, επιβάτες κάθε τρεις και λίγο ανέβαιναν και κατέβαιναν τραβώντας και γυρνώντας απ τη θάλασσα κι εκεί πάνω στο χωριό ρε φίλε ήταν ο παράδεισος επί γης, δροσιά, νερά κρύα και κάτι φαγητά που τα ξεσκίσαμε, ο αέρας φυσούσε ανάμεσα στα παλιά σπίτια με τους χοντρούς τοίχους, καλά ήταν τέλεια!

Τα βράδια κοιμόμασταν μια χαρά σ εκείνο το χωριό, εγώ να σκεφτείς δεν μπορώ να κοιμηθώ σ’ άλλο κρεβάτι εκτός απ’ το δικό μου, όλη νύχτα στριφογυρνώ σα δαίμονας εκεί όμως κοιμόμουν σαν πουλάκι. Το πρωί δυο καρδερίνες με μια λωρίδα κόκκινη γύρω απ’ το λαιμό φλερτάριζαν πάνω σ’ ένα καλώδιο της ΔΕΗ καθώς ξεκινούσαμε για τη θάλασσα, η Β δεν τρελαίνονταν με τα νερά της παραλίας, δεν ήταν καθαρά γιατί ένα ποτάμι κατέβαζε απ το βουνό χώματα και πέτρες όλο το χειμώνα, δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να μπει, τελικά μπήκε, την ακολούθησα αφού με πασάλειψε πρώτα με κάτι κρέμες. Κολυμπούσε σα δελφίνι, εγώ ποτέ δεν τη χώνεψα τη θάλασσα, προτιμούσα πάντα τα δροσερά βουνά, μετά από λίγο βγήκαμε στην ακτή, καθίσαμε κάτω από κάτι πλατάνια πολύ ψηλά, μια παρέα Κινέζων, που στο δαίμονα βρεθεί κατά κει δε μπορούσα να καταλάβω, χαλούσαν τον κόσμο τρώγοντας νουντλς και καβούρια τεράστια, σανδάλια φορούσαν όλοι στα πόδια τους, για κάποιο λόγο ήμουν ήρεμος, δε βαριόμουν ένα περίεργο πράγμα, ‘’Τελικά δεν είσαι κακός για παρέα!’’ μου είπε ‘’Περίμενα ότι θα με έπρηζες με τα αγχωτικά σου αλλά τελικά είσαι εντάξει, θα σε ξαναπάρω μαζί μου !’’

Είχε το λόγο της βέβαια που φοβόταν, την τελευταία φορά που είχαμε πάει μαζί διακοπές είχα χάσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, δε μπορούσα να καταλάβω που στο διάβολο είχαν εξαφανιστεί, ‘’Καλά εσύ παιδί μου είσαι ντιπ βλάκας!’’ μου είχε πετάξει ‘’Κοιμάσαι όρθιος!’’ είχα φάει τον τόπο να τα βρω εκείνα τα κλειδιά τα καταραμένα, όλο πράγματα έχανα, ‘’ Δε μπορείς να σκέφτεσαι λιγότερο!’’ μου είχε πει, είχε δίκιο βέβαια, το κορίτσι ήθελε να χαλαρώσει κι εγώ όλο βλακείες έκανα, βέβαια το καλοκαίρι, οι γυναίκες είναι μες τα νεύρα, δεν αντέχουν καθόλου , μοιάζουν να τρελαίνονται, το παραμικρό τις ενοχλεί, τους προκαλεί ανησυχία κι ενόχληση, δεν θέλουν κανένα δίπλα τους, τρώγονται με τα ρούχα τους, θέλουν να τα πετάξουν όλα, μπορούν να σε πλακώσουν στο ξύλο…

Ύστερα απ’ τη θάλασσα γυρνούσαμε στο χωριό που ήταν χτισμένο ψηλά σ ένα βουνό, ωραία περνούσαμε σ εκείνο το χωριό με τα νερά τα παγωμένα που έτρεχαν μέσα σε γούρνες πέτρινες, πολύ παλιές, άλλες φορές σταματούσαμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο με σιροπιαστά, θα μπορούσα να φάω όλο το κουτί που παραγγέλναμε αν δεν ήταν η Β, καλά ήταν φοβερό σημείο, τα δέντρα από πάνω υψώνονταν πανύψηλα ρίχνοντας τον ίσκιο τους, από δίπλα δαμασκηνιές με φυλλώματα βυσσινιά, πεύκα και πικροδάφνες άσπρες, πελώριες, γεμάτες λουλούδια έξοχα! Φυσούσε συνέχεια σείοντας αέναα τις ροζ πικροδάφνες, σε μια αλάνα κοντά σ’ έναν φράχτη φτιαγμένο από κέδρους σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου καρακάξες στραπατσαρισμένες απ τη ζέστη της μέρας τσαλαβουτούσαν ανάμεσα στα χορτάρια ψάχνοντας κάτι να φάνε, λένε ότι είναι απ’ τα πιο έξυπνα πουλιά που κουβαλούν στη φώλια τους νομίσματα χρυσά κι ότι τους γυαλίσει, αν βρεις λέει το λημέρι τους μπορεί να χουν εκεί μέσα τίποτα λίρες και δαχτυλίδια, εμένα πάντως όπως χοροπηδούσαν αδέξια κι άγαρμπα στραπατσαρισμένες απ’ τη ζέστη μου φαίνονταν εντελώς ηλίθιες!

Τις είχα λυπηθεί όμως τις καημένες τις καρακάξες, τα ζώα υποφέρουν το καλοκαίρι, είναι μια εποχή σκληρή ειδικά για όσους ζουν στην πόλη, ούτε που ήθελα να θυμάμαι την κατάσταση που είχα αφήσει πίσω μου, μερικές μέρες δεν φυσούσε ούτε για δείγμα μια ανάσα να πάρεις, ζητιάνοι κι άστεγοι κοιμούνταν στα παγκάκια, ένα πρωί σε μια πιάτσα ταξιτζήδων είχα δει μια μικρή λίμνη αίματος, στην αρχή νόμιζα ότι ήταν σοκολάτα από κάποιο παγωτό ή κάτι τέτοιο μετά όμως πρόσεξα ότι ήταν αίμα, βαθύ κόκκινο σχεδόν μαύρο, ποιος ξέρει τι είχε συμβεί το βράδυ εκεί πέρα, οι ταξιτζήδες πάντως έδειχναν αδιάφοροι, μερικοί κοιμόταν με το κεφάλι πάνω στο τιμόνι, όταν ξαναπέρασα από κει είχαν ξεπλύνει με νερό τον τόπο, τα μάρμαρα είχαν ξαναγίνει άσπρα, δεν υπήρχε τίποτα πλέον...

Την είχα ξεχάσει εντελώς την πόλη, είμαστε πια αρκετές μέρες σ εκείνο το μέρος με τα παγωμένα νερά, αργόσχολος όπως ήμουν περνούσα την ώρα μου με τους χωρικούς, άλλωστε δεν ήταν σοφό να μένω πολύ ώρα με τη Β, οι υψηλές θερμοκρασίες ήταν ότι χειρότερο γι αυτήν, όταν είχε νεύρα μπορούσε να γίνει τόσο κακιά, μα τόσο κακιά σα μάγισσα! Ήταν ικανή να σε τρομάξει του θανατά, εγώ βέβαια ήξερα, η ίδια μου το είχε πει, ότι σ αυτούς που αγαπούσε έδειχνε τον χειρότερο εαυτό της σα να ήθελε να τους δοκιμάσει, να τους προειδοποιήσει κι όποιος αντέξει, τα κάνουν αυτά οι γυναίκες συχνά, δεν πρέπει να τσιμπάς, τα ήξερα όλα αυτά αλλά ώρες ώρες γίνονταν τόσο αφόρητα σπαστική που ήθελα να τη στείλω στο διάβολο να τελειώνουμε, πλησίαζαν όμως τα γενέθλια της κι έκανα υπομονή...

Έβρισκα κάτι να κάνω πάντα, κάποτε πήγαινα στη λαϊκή που γίνονταν εκεί πέρα να ψωνίσω, ωραία ήταν, όλες οι γυναίκες μαζεύονταν γύρω από τον πάγκο με τα λουλούδια, αγόραζαν μαστιχιές, ορτανσίες, μολόχες σε γλάστρες μεγάλες, βασιλικούς, ζέρμπερες, γαρύφαλλα κινέζικα, μπουκαμβίλιες, πετούνιες και κάτι άλλα λουλούδια αναρριχώμενα με τεράστια πέταλα κατακόκκινα. Κατόπιν σταματούσα στο καφενείο, είχα γνωρίσει κι έναν γέρο σ’ αναπηρικό καροτσάκι που όποτε έπινε ούζο έβγαζε έναν στεναγμό ευχαρίστησης ααααχ! Κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα σουγιαδάκι με λάμα γυαλιστερή, μ αυτό έτρωγε, μ’ αυτό καθάριζε τα φρούτα, λέγανε ότι είχε πολλά λεφτά, είχα ακούσει ότι στο σπίτι του είχε κι ένα διαμάντι πολύτιμο που προέρχονταν απ’ το στέμμα του Αλή Πασά, οι πρόγονοι του λέει ήταν γιατροί στην αυλή του Αλβανού και τους το είχε δώσει ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους, λέγανε ότι η αξία του ήταν ανεκτίμητη, δεν τό βρισκες εύκολα τέτοιο πετράδι, είχε την ιδιότητα να μη χάνει τη λάμψη και τη λαμπερότατα του με τα χρόνια, ήταν ένα κομμάτι εξαιρετικό, σπουδαίο!

Μια μέρα ο ανάπηρος ο παππούς μου ζήτησε αν μπορούσα να του πάω στο μάστορα ένα πράγμα ασήκωτο που έμοιαζε με κοχλία ατσαλένιο, ούτε που ήξερα που στο δαίμονα το χρησιμοποιούσε, μια βίδα είχε σπάσει στο εσωτερικό του κι έπρεπε να βγει με κάποιο τρόπο, έψαχνα έναν τεχνίτη μες τη ζέστη καταϊδρωμένος, τη μέρα εκείνη έκανε ζέστη διαβολεμένη ακόμα κι εκεί πάνω, ρώτησα κάτι χωρικούς, μ’ έστειλαν σ’ έναν τύπο με φόρμες γεμάτες γράσα που είχε ένα μαγαζί σαν τρύπα στενόμακρη , πήρε τον τεράστιο κοχλία, τον στερέωσε στον τόρνο κι έμπηξε ένα έμβολο στην καρδιά του γεμίζοντας τον τόπο ρινίσματα και στενές κορδέλες μετάλλου. Καθόμουν και χάζευα τον τύπο με τα γράσα, στο μαγαζί υπήρχαν ότι εργαλεία μπορείς να φανταστείς, σφυριά, βαριοπούλες, κοπίδια, χιλιοστόμετρα, ένα τενεκεδάκι με νερό όπου κρύωνε το καυτό μέταλλο. Δούλευε με ακρίβεια κι επιμονή ο τύπος με τα γράσα, προσπαθούσε να βγάλει τη βίδα που είχε κολλήσει μες τον κοχλία, μετά τον τόρνο χρησιμοποίησε την ηλεκτροσυγκόλληση κι όλος τόπος γύρω γέμισε σπίθες λαμπερές που χοροπηδούσαν στο πάτωμα μέχρι να σβήσουν, κρατούσε μια μάσκα μ ένα μεταλλικό μαύρο γυαλάκι μπροστά της που προστάτευε τα μάτια του απ’ το τρομερό φως που έβγαζε το μηχάνημα της κόλλησης, ζορίστηκε, γύρισε το μεταλλικό κομματικό απ’ όλες τις μεριές, δεν του άρεσε, ξανάπιασε τον τόρνο…

Καθόμουν και περίμενα να μου φτιάξει ο τύπος με τα γράσα τον κοχλία, έξω απ το μηχανουργείο βρήκα μια καρέκλα διαλυμένη και κάθισα κοιτάζοντας τον τύπο με τα γράσα που δούλευε όλη την ώρα το μέταλλο, αναρωτιόμουν πως θα ήταν την άλλη μέρα η Β, θα ήταν καλή μαζί μου ή θα με έπαιρνε σβάρνα, τελικά ο τεχνίτης που πρέπει να αν ικανός πολύ, το έφτιαξε όπως ήθελε, μέτρησε με το χιλιοστόμετρο, πήρε ένα κομμάτι σίδερο και το σφυρηλάτησε ακριβώς στο μέγεθος που είχε η βίδα που έλειπε, μετά τα γυάλισε όλα με τον τροχό, σαν καινούριος έδειχνε ο κοχλίας, το ατσάλι είχε ξαναγίνει γυαλιστερό εντελώς, ο γέρος θα έμενε σίγουρα ευχαριστημένος! Το πήρα εκείνο το κομμάτι το ατσαλένιο που έμοιαζε πολύ βαρύ και κίνησα για το σπίτι του παππού, τον βρήκα να καθαρίζει με το σουγιαδάκι του ένα ροδάκινο, πήρε τον κοχλία στο χέρι, τον ζύγισε στον αέρα, τον εξέτασε απ όλες τις μεριές, ‘’Καλή δουλειά!’’ μουρμούρισε...

Την άλλη μέρα το πρωί της αγόρασα μια τούρτα, την καλύτερη που βρήκα, μέχρι και κεράκι είχε ρε φίλε αλλά είχε τόσα νεύρα που ούτε καταδέχτηκε ν’ ανοίξει το κουτί, την περίμενα να ξεκινήσουμε πόση ώρα, είχα αρχίσει να κόβω φλέβες, φτάσαμε στην παραλία γύρω στο μεσημέρι κι όλες οι ξαπλώστρες ήταν πιασμένες, όπως έμπαινα στο νερό στο βυθό είχε κάτι πέτρες κοφτερές σα λεπίδια, παρά λίγο να σακατέψω τα ποδαράκια μου, η Β φυσικά κολυμπούσε σα ψάρι, γελούσε ολόκληρη, το υγρό ήταν το στοιχείο της,’’Χρόνια πολλά! Της είπα, ‘’Να τα κατοστήσεις!’’- ‘’Μα τι άχρηστος που είσαι!’’ μου φώναξε ‘’Ούτε μια ευχή δε ξέρεις να λες σωστά!’’ Ύστερα μ’ αγκάλιασε μες το νερό, το δέρμα της ήταν απίστευτα απαλό σάμπως η θάλασσα να το έκανε πιο διαυγές και πιο μαλακό, ο ήλιος έπεφτε πάνω στην επιφάνεια που αντανακλούσε εκατομμύρια ακτίνες σ όλες τις κατευθύνσεις, ‘’Χρόνια πολλά!’’ της είπα ξανά, με πήρε και με φίλησε στο στόμα μες το νερό, τα χείλη της ήταν κάπως προς το γλυκό, ντρεπόμουν λίγο αλλά δε με πείραζε, όπως άγγιζε τα χείλη μου μια μουσική που προέρχονταν απ το μυαλό μου και θύμιζε τρομπέτες βούιζε στ’ αυτιά μου...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...