Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΚΟΧΥΛΙΑ ΑΛΙΠΟΡΦΥΡΑ


 Ξαφνικά ο αέρας άλλαξε κατεύθυνση κι έστρεψε τη φωτιά κατευθείαν πάνω του, όπως ήταν αφηρημένος άργησε πολύ να το καταλάβει μέχρι που αντίκρισε τις φλόγες και το πορτοκαλί ντουμάνι να τρέχει με μανία προς το μέρος του, ευτυχώς είχε τη μηχανή του τρακτέρ αναμμένη, ο πατέρας του έλεγε πάντα να μη σβήνει ποτέ το τρακτέρ όταν ήταν μόνος στο χωράφι, πήδηξε στο τιμόνι κι έβαλε μπρος με κατεύθυνση τη φωτιά, έπρεπε να βγει γρήγορα από κει μέσα, τα χόρτα και οι θάμνοι καίγονταν με απίστευτη ταχύτητα καθώς ήταν ξερά σαν φρύγανα τόσες μέρες με λιοπύρι και θερμοκρασίες Σαχάρας, γκάζωσε τη μηχανή νιώθοντας τις λαμαρίνες να φλέγονται.


Ο ηλίθιος ο γείτονας που είχε βάλει φωτιά στην καλαμιά έφταιγε, εκείνος ο βλάκας ήθελε να κάψει τα κλαδιά που είχαν απομείνει απ’ το κλάδεμα και μετά του ξέφυγε, καλά αν γλύτωνε από κει μέσα θα τον σκότωνε, πόσο χαμένος ήταν να βάζει φωτιά σε τέτοιες θερμοκρασίες, και του τόχε πει να προσέχει όμως εκείνος ότι σκουπίδια μάζευε ήθελε να τα καίει, δεν άφηνε τίποτα, καλά ο τύπος ήταν πυρομανής! Απ’ το διπλανό χωράφι οι φλόγες είχαν περάσει γρήγορα στο δικό του κτήμα κατακαίγοντας ότι έβρισκαν στο δρόμο τους και τώρα κινδύνευε να γίνει ψητό κοτόπουλο, όπως περνούσε με το τρακτέρ μέσα απ’ το πύρινο μέτωπο σκεφτόταν ότι αυτό ήτανε, δεν θα έβγαινε ζωντανός από κείνη τη κόλαση !


Μα πόση ζέστη έκανε εκείνες τις μέρες ρε φίλε, βασικά ολόκληρο το καλοκαίρι ήταν καυτό, κουραστικό, ατελείωτο, έτσι του είχε φανεί, από νωρίς είχαν πιάσει οι ζέστες και δε λέγανε να ησυχάσουν ούτε μια μέρα, τα δελτία ειδήσεων μιλούσαν για φωτιές σ όλη τη χώρα αλλά κι αλλού, σε διάφορες μεριές του πλανήτη, δάση και σαβάνες καίγονταν σα λαμπάδες, φαίνεται ότι είχαν καλοκαίρι και κατά κει και φλέγονταν. Η ζέστη είχε επηρεάσει τους ανθρώπους, τις προάλλες που είχε κατεβεί στην πόλη του έκανε εντύπωση που όλοι μες τα αστικά είχαν νεύρα, όλοι ήθελαν να πλακωθούν μεταξύ τους, οι σκύλοι κοιμούνταν ξεροί στην άσφαλτο μετά την ζέστη της νύχτας, αμάξια τρακάριζαν στα σταυροδρόμια γεμίζοντας τον τόπο γυαλιά και θρύψαλα, ‘’Ο κόσμος στην πόλη σαλτάρει το καλοκαίρι!’’ σκεφτόταν. Το μόνο πράγμα που του είχε αρέσει στην πόλη ήταν μια καφετερία σ ένα κτίριο ψηλό με κάτι σημαίες που ανέμιζαν και πλατάγιζαν αδιάκοπα, ενώ παντού γύρω καίγονταν το σύμπαν εκεί πάνω είχε δροσιά, σχεδόν κρύο, στα μαρμάρινα τραπέζια παραδίπλα υπήρχαν φλιτζανάκια του καφέ και κάτι λουκούμια χρωματιστά πορτοκαλιά και κίτρινα, από κάτω απλώνονταν η θάλασσα με κάτι καράβια φορτηγά κι ένιωθες ότι ήσουν στην κορυφή κάποιου κρουαζιερόπλοιου κάνοντας περιοδεία ανάμεσα σε νησιά, καλά ήταν φοβερή φάση! Το βράδυ είχε μείνει σ ένα ξενοδοχείο, δε μπορούσε να δροσιστεί, κυλιόταν στο κρεβάτι σέρνοντας σεντόνια και μαξιλάρια, αργά τη νύχτα βγήκε στο διάδρομο κι άνοιξε ένα παράθυρο να καπνίσει, ένας νεαρός εμφανίστηκε απ’ το βάθος του διαδρόμου κουβαλώντας μια τεράστια φιάλη νερού, με το που την προσάρμοσε στον ψύκτη χιλιάδες φυσαλίδες άρχισαν ν ανεβαίνουν σαν πεταλούδες μικρούτσικες που πετούν όλες μαζί προς τα πάνω.. 

Και στο χωριό έκανε ζέστη τρομακτική εδώ και μέρες κι ήταν επόμενο όλα να είναι έτοιμα για μπουρλότο, όπως έτρεχε να ξεφύγει τη φωτιά σκεφτόταν ότι αν δεν προλάβαινε να τη σβήσει θα μπορούσε να κάψει όλον το στάβλο και τα ζώα μαζί που ήταν δεμένα εκεί μέσα και ήδη μουγκάνιζαν διαισθανόμενα το κακό, όσο για τον αχυρώνα, καλά αυτός αν έπαιρνε φωτιά θα γίνονταν το σώσε, τα δεμάτια του σανού άναβαν απ’ τη ζέστη και το μέρος όταν έμπαινες μέσα σε πλάκωνε με κείνη την αποπνικτική βαριά μυρουδιά του χορταριού που είναι φρέσκο ακόμα, εκεί μάζευαν όλο το τριφύλλι , το άχυρο και κάτι άλλα χόρτα άγρια που του είχε δείξει ο πατέρας του, μέσα σε μεγάλα βαρέλια είχαν τους γιαρμάδες όπως τους λέγανε, τα αλεσμένα καλαμπόκια δηλαδή όλα αυτά θα γίνονταν στάχτη!


Ο αχυρώνας θα καίγονταν ο στάβλος όμως πιθανόν να τη γλύτωνε, αυτός ήταν άλλο πράγμα, ήταν χτισμένος από πέτρα και τα ζώα κοιμούνταν ήσυχα το βράδυ στη δροσιά του βγάζοντας αναστεναγμούς βαθιούς χορτάτα από φαΐ και νερό. Ο γέρος του είχε φέρει έναν μάστορα κι έφτιαξε το στάβλο γερό, σταθερό, στην αρχή σκόπευε να κάνει τον στάβλο σπίτι κατοικήσιμο, μετά άλλαξε γνώμη όμως οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι είχαν απομείνει από τότε, πολλές βραδιές όταν είχε ζέστη ανυπόφορη στο σπίτι τους ο γέρος έρχονταν και κοιμόταν στο στάβλο κουβαλώντας το ντιβάνι και τα σεντόνια του. Ο πατέρας του βέβαια δεν καταλάβαινε τίποτα όταν επρόκειτο για τον ύπνο του, δεν τον έχανε με τίποτα, αφού κάποτε που δεν έβρισκε δροσιά πουθενά είχε πάρει το τρακτέρ και πήγε σ ένα ξωκλήσι χτισμένο σ ένα ύψωμα γεμάτο βράχια όπου έμενε μόνο ένα καλόγερος παράξενος, ένας ονειροπόλος, κοιμήθηκε εκεί πάνω τη νύχτα και το φχαριστήθηκε, στο ξωκλήσι φυσούσε αέναα όλο το χρόνο ότι και να γίνονταν...


Ο γέρος του ήταν μυστήριος, έβλεπε μπροστά, το είχε φτιάξει ωραίο το κτήμα, δούλευε μέρα νύχτα εκεί πέρα, που τον έβρισκες που τον έχανες το γερο του πάντα στο κτήμα ήτανε σκάβοντας , κλαδεύοντας, χτίζοντας αποθηκούλες και κοτέτσια, μέχρι και μια δεξαμενή νερού στην άκρη του χωραφιού είχε φτιάξει όπου μάζευε νερό της βροχής για το πότισμα των δέντρων που είχε φυτέψει. Στην πραγματικότητα βέβαια εκείνη την δεξαμενή την είχε φτιάξει ο παππούς του, άλλη περίπτωση κι εκείνος, από κάποιο νησί είχε έρθει και ήξερε από λειψυδρία και ξέρα, ο παππούς είχε κατασκευάσει στο κτήμα και πατητήρι για τα σταφύλια με εσωτερική επίστρωση από ένα μίγμα που περιείχε κεραμίδι σε σκόνη με μια υφή σα γυαλί, αυτή ήταν η μόνωση του και δεν έχανε σταγόνα από κείνο το κρασί στο χρώμα του ήλιου που έφτιαχνε. Τον θυμόταν τον παππού να του μιλά για τις παλιές στέρνες και τις υδατοδεξαμενές στα νησιά που βρίσκονταν εκεί από τα αρχαία χρόνια μέσα στα κάστρα για τις περιόδους πολιορκίας από πειρατές κι άλλους δαιμόνους, τις έχτιζαν λέει εκείνες τις δεξαμενές χρησιμοποιώντας τέφρα που υπήρχε άφθονη στο νησί και λειτουργούσε σαν τσιμέντο δένοντας τις πέτρες, όλα τα σπίτια στο νησί τα φτιάχνανε χρησιμοποιώντας αυτήν την τέφρα. Όταν κάποτε είχε τύχει να πάει στο νησί του παππού του είχε δει ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα πολύ παλιά τέτοιες στέρνες ακριβώς με τοιχώματα κοκκινωπά, ένας αρχαιολόγος του είχε εξηγήσει ότι οι νησιώτες καμιά φορά έβαζαν στο μίγμα της μόνωσης σκόνη από κοχύλια που χρησιμοποιούσαν για να βάψουν τα υφάσματα, στο νησί λέει κάποτε φτιάχνονταν υφάσματα περίφημα που πουλιούνταν σ ολόκληρη τη Μεσόγειο, εκείνα τα κοχύλια έδιναν στην επίστρωση ένα χρώμα αλιπόρφυρο. Και τη δικιά τους στέρνα έτσι την είχε φτιάξει ο παππούς του, μ εκείνο το αργιλώδες κονίαμα από άμμο και μια σκόνη παράξενη που έδινε στα τοιχώματα υφή στιλπνή, υπέροχη, όταν ήταν μικρός καθόταν στο χείλος της στέρνας και χάζευε εκείνη την επίστρωση με τα εκατομμύρια κόκκων που άστραφταν στον ήλιο ...


Τώρα είχαν αλλάξει βέβαια οι εποχές αλλά η σοφία των παλιών ήταν πάντα χρήσιμη κι αυτός κοίταζε τι μπορούσε να κάνει σ εκείνο το κτήμα όπου το νερό κάθε χρόνο λιγόστευε, πόσο δεν είχε ψάξει, τι βιβλία δεν είχε διαβάσει, τι προγράμματα επιδοτούμενα προσπαθούσε να βρει που θα τον βοηθούσαν, πολύ τον είχε βασανίσει αυτό το θέμα, τώρα όμως είχε άλλα προβλήματα, έτρεχε να γλυτώσει απ’ τη φωτιά, ήξερε ότι αν απλώνονταν σ’ όλο το χωράφι και τον κύκλωνε την είχε βαμμένη, παντού γύρω καίγονταν και λαμπάδιαζαν θάμνοι που είχαν φυτρώσει όλον αυτόν τον καιρό, ακακίες, πουρνάρια, φτελιές, ένα σωρό δαίμονες που όλο έλεγε να τους καθαρίσει κι όλο βαριότανε τώρα θα τον έκαιγαν ζωντανό, έπρεπε να βγει γρήγορα από κει μέσα, στο κουβούκλιο του τρακτέρ η ζέστη ήταν τρομερή, ακόμα και το τιμόνι είχε αρχίσει να καίει, το χειρότερο θα ήταν να κολλήσει σε καμιά λακκούβα λασπωμένη και να καεί, καλά αυτό θα ήταν μεγάλη γκαντεμιά !


Έκανε ελιγμούς με το τρακτέρ προσπαθώντας να οδηγεί από σημεία που του φαίνονταν λιγότερο επικίνδυνα, οι καπνοί ήταν πυκνοί πολύ και δεν έβλεπε τη τύφλα του, όλο αυτό το πράγμα είχε κρατήσει μερικά λεπτά όμως του είχε φανεί σα να βρίσκονταν εκεί πέρα διακόσια τόσα χρόνια, είχε αρχίσει να τα παίζει, ευτυχώς το μέτωπο της φωτιάς δεν ήταν μεγάλο, αν είχε λίγο βάθος ακόμα δεν θα άντεχε, με το που βρήκε από κείνο το χαμό πήδηξε απ το τρακτέρ κι έτρεξε κατευθείαν στη στέρνα που υπήρχε στην άκρη του κτήματος, τα ρούχα του έκαιγαν, το σώμα του φλογίζονταν, πήρε φόρα και βούτηξε όπως ήτανε, η στέρνα είχε βάθος κάπου ενάμιση μέτρο και το κεφάλι του άγγιξε τον πάτο, το σώμα του ένιωσε την ευεργετική αίσθηση του υγρού στοιχείου. Όπως έβγαινε απ’ το νερό με την άκρη του ματιού είδε εκείνη την στιλπνή επίστρωση που τόσο του έκανε εντύπωση όταν ήταν μικρός, το μυαλό του καθάρισε αυτόματα, ένιωσε καλύτερα, βγήκε μουσκεμένος ως το κόκαλο, τα ρούχα έσταζαν και κρέμονταν πάνω του, πήρε βαθιές ανάσες, πίσω του η φωτιά είχε ήδη ξεθυμάνει καθώς ο αέρας άλλαξε πάλι κατεύθυνση και την γύρισε προς τα πίσω όπου ξεθύμανε καθώς δεν είχε τίποτα άλλο να κάψει, έψαξε το μπουκάλι του νερού που είχε κάτω απ’ το κάθισμα του τρακτέρ και ήπιε λαίμαργα, το μάτι του έπεσε στα κίτρινα λουλούδια μιας αγκαθωτής φραγκοσυκιάς που σείονταν στον άνεμο ποτέ δεν είχε καταλάβει πως φύτρωσε εκείνο το πράγμα στο κτήμα του, πήρε μια βαθιά ανάσα και τότε μόνο κατάλαβε πόσο είχε κινδυνέψει.


Το τρακτέρ τον είχε σώσει, αν δεν ήταν εκείνο δε θα τη γλύτωνε το ήξερε πάντα ότι οι συμβουλές του πατέρα του δεν ήταν τυχαίες, κι εκείνη η στέρνα πάλι που είχε βουτήξει τι πράγμα ήτανε, λες και την είχαν φτιάξει γνωρίζοντας ότι θα γίνονταν αυτό κάποτε, έπρεπε ν ανάψει από μια λαμπάδα στο μπαμπά και στον παππού του που ήταν πια μακαρίτες, όπως ηρεμούσε σιγά σιγά ένιωθε τη γάμπα του να μουδιάζει, δε μπορούσε να λυγίσει το πόδι του, είχε πάθει κράμπα απ’ την υπερένταση κι ούτε που το είχε πάρει χαμπάρι, έτριψε τον μαλακό μυ να τον ηρεμήσει λίγο, η ζέστη έμοιαζε να υποχωρεί, ο αέρας μύριζε καμένο χορτάρι, μια ομάδα από μαύρα σύννεφα μαζεύονταν κατά τη δύση προαγγέλλοντας καταιγίδα, πέρα μακριά μερικά πρόβατα τραβούσαν κατά το μαντρί τους καθώς νύχτωνε, ένα απ αυτά είχε απομείνει μοναχό του πίσω βόσκοντας, όταν διαπίστωσε ότι τα άλλα είχαν απομακρυνθεί άρχισε να τρέχει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...