Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Στο υπόγειο που κατέβηκε ο υδραυλικός το μέρος ήταν γεμάτο μετρητές του νερού και του ρεύματος, το κτήριο ήταν παλιό, τουλάχιστον πενήντα χρόνων, ένας ήχος σαν γουργουρητό υπόκωφο ακούγονταν από κάπου, δε μπορούσε να δει τη τύφλα του, έψαχνε ψηλαφιστά τον διακόπτη, άναψε το κινητό του να δει τι γίνεται, οι μεταλλικές ταινίες κινούνταν στα ρολόγια καταγράφοντας τις κιλοβατώρες, δε μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν η ΔΕΗ να δίνει ρεύμα σ’ ένα σωρό διαμερίσματα που δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς τους εδώ και χρόνια, ένας γνωστός του μάλιστα του είχε ζητήσει να κλέψει ρεύμα από κάποιον άλλον, γνώριζε μια πατέντα που δεν μπορούσαν να την καταλάβουν εύκολα οι καταμετρητές της υπηρεσίας, το είχε κάνει αρκετές φορές και το είχε τελειοποιήσει το σύστημα, για ένα μεγάλο διάστημα έτσι την έβγαζε κι αυτός, δεν περίμενε ποτέ ότι κάποια στιγμή θ’ αναγκάζονταν να κλέβει ρεύμα, πως είχε καταντήσει ρε φίλε ώστε να πειράζει τα ρολόγια σ’ εκείνο το υπόγειο, καλά άμα τον πιάνανε το ρεζιλίκι δε θα το άντεχε.

Ήταν πολύ σκοτεινά εκεί κάτω, δεν είχε ξανανοικιάσει υπόγειο, ευτυχώς υπήρχε μια έξοδος φωτεινή που έβγαζε σε κάτι πέτρες κοντά σ ένα τείχος αρχαίο κι από κέινη την έξοδο είχε βγάλει ένα σωρό σαβούρα και μπάζα σε σακούλες γαλάζιες, η έξοδος με τα βράχια τον είχε σώσει, από κει έσερνε τους σέκους πάνω σε κάτι σκαλοπάτια τσιμεντένια μέχρι να βγει στο δρόμο, καλά είχε σακατευτεί μιλάμε, οι υπάλληλοι του δήμου που είχαν έρθει να φορτώσουν τα μπάζα του έριξαν κάμποσα βρισίδια αλλά ούτε που τον ένοιαζε. Είχε κουραστεί πολύ να το φτιάξει το υπόγειο, του είχε βγει η πίστη κανονικά, δε μπορούσε να βρει κι εκείνον τον Αλβανό που τον βοηθούσε στις δουλειές κάθε φορά, καλά ο Αλβανός ήταν εντελώς βλαμμένος, δεν τον έβρισκες ποτέ στο τηλέφωνο αλλά τα χέρια του έπιαναν και δεν κουράζονταν με τίποτα ο σκύλος!

Μια φορά, αυτό είχε συμβεί πολύ παλιά, χειμώνας ήτανε, είχε βγει μια δουλειά φοβερή, θ’ άλλαζε τις εγκαταστάσεις σε μια πολυκατοικία ολόκληρη, τον χρειάζονταν επειγόντως αλλά ο Αλβανός ήταν εξαφανισμένος κι ο υδραυλικός αναγκάστηκε να πάει μέχρι τα προάστια μήπως τον πετύχει στο σπίτι του, είχε πέσει τότε ένα χιόνι άστα να πάνε, ο τόπος όλος είχε ασπρίσει μέχρι εκεί που έβλεπε το μάτι σου, τσαλαβουτούσε μες το άσπρο στρώμα που απλώνονταν ώσπου έφτασε στο υπόστεγο όπου κοιμόταν ο άλλος, χτύπησε την πόρτα, από μέσα δεν ακούγονταν άχνα, ο Αλβανός πλάγιαζε κάτω από δέκα κουβέρτες, είχε ξυλιάσει απ την παγωνιά, δεν άκουγε τίποτα, με τα πολλά ξύπνησε, όταν πήγαν ν’ ανοίξουν την εξώπορτα του υπόστεγου έπρεπε να βγάλουν ένα φορτηγό χιόνι από μπροστά της, ο Αλβανός γελούσε σα βλάκας, καλά ήταν πολύ κουφό όλο το σκηνικό.

Όσο έφτιαχνε το υπόγειο προσπαθούσε να μη δίνει στόχο, δεν ήθελε κανένας να πάρει χαμπάρι, ήθελε όλα να γίνουν όσο πιο αθόρυβα γίνεται, κάθε πρωί κουβαλούσε λίγα λίγα, τα πιο ελαφριά πρώτα τα πιο ασήκωτα κατόπι, άφηνε ανοιχτή την εξώπορτα όλη την ώρα για να μη ψάχνει τα κλειδιά του μέχρι που κάποιος τον πήρε είδηση και του είπε χαμηλόφωνα ‘’ Φίλε μην αφήνεις ανοιχτά, κυκλοφορούν γύφτοι!’’. Στο υπόγειο είχε μαζέψει ένα σωρό βιβλία και περιοδικά απ’ τα παλιατζίδικα, του άρεσε να ψάχνει παλιά βιβλία σε τέτοια μέρη, ότι έντυπα είχε μαζέψει κατά καιρούς τα στοίβαξε σ ένα σωρό σε μια γωνιά, κατά καιρούς τραβούσε απ’ το σωρό και διάβαζε κάποιο.

Ένα βράδυ όπως βαριόταν κι η τηλεόραση δεν έδειχνε τίποτα τράβηξε απ το σωρό ένα περιοδικό ταξιδιωτικό, όπως το ξεφύλλιζε κόλλησε σ ένα αφιέρωμα γεμάτο φωτογραφίες για τα τεράστια κύματα που δημιουργούνται από σεισμούς υποθαλάσσιους κι από εκρήξεις στον πάτο της θάλασσας χιλιόμετρα κάτω απ την επιφάνεια σε κάτι περιοχές που τις λένε δαχτυλίδια της φωτιάς καθώς τα ηφαίστεια φτιάχνουν ένα τόξο στο σημείο εκείνο όπου συγκρούονται οι τεκτονικές πλάκες που σχηματίζουν το ανώτερο στρώμα του πλανήτη. Κατά κει έλεγε το άρθρο σηκώνονται κάτι κύματα τόσο πελώρια που μπορούν να σκεπάσουν ένα σπίτι ολόκληρο, υπήρχαν και φωτογραφίες στο άρθρο που έδειχναν έναν παλιό φάρο χτισμένο πάνω στα βράχια να λούζεται απ’ τα τεράστια κύματα που έσκαγαν πάνω του με πάταγο, όπως διάβαζε ο υδραυλικός τον είχε συνεπάρει το κείμενο κι οι φωτογραφίες, πως του είχε ξεφύγει εκείνο το μέρος, γιατί δεν είχε σκεφτεί ποτέ να ταξιδέψει κατά κει, και δεν ήταν μόνο τα κύματα, ήταν και κάτι τύποι τρελοί, γυμνασμένοι που γλιστρούσαν σα δελφίνια πάνω στο νερό κάνοντας ελιγμούς κι ακροβατικά καθώς το νερό τους ανέβαζε στον ουρανό κι από κει ψηλά τους γκρέμιζε στην άβυσσο, ρε φίλε αυτό το θέαμα ήθελε να το δει, καλά δεν πρέπει να υπήρχε στον κόσμο όλο πιο ωραίο πράγμα, σκεφτόταν !

Άμα είχε το χρήμα θα έβγαζε την άλλη μέρα ένα εισιτήριο για κείνο το μέρος με τα κύματα και τους άλλους που γλιστρούσαν σα δελφίνια πάνω στο γυαλιστερό νερό, όμως εκείνη τη στιγμή ούτε να το σκεφτεί δεν μπορούσε κι ένα φρεσκαρισματάκι το χρειάζονταν οπωσδήποτε ν’ αντέξει το καλοκαίρι που έρχονταν, οι θερμοκρασίες όλο κι ανέβαιναν γύρω κάποιοι είχαν αρχίσει ήδη να τα παίζουν, στα λεωφορεία τα πρεζόνια ψήνονταν κι έτρεχαν ν ανοίξουν τα παράθυρα, τη νύχτα απορριμματοφόρα πήγαιναν κι έρχονταν στα στενά αδειάζοντας κάδους, κάποιοι μετακόμιζαν κι έσερναν ντουλάπες από πάνω του όλο το βράδυ, δε μπορούσε να ησυχάσει !

Ένα κούρεμα κι ένα ξύρισμα μπορούσε ακόμα να το πληρώσει, αυτή την πολυτέλεια θα την επέτρεπε στον εαυτό του, αποφάσισε να πάει σ ένα κομμωτήριο. Εκεί πέρα οι γυναίκες κάθονταν χαλαρές ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, μιλούσαν στα κινητά, οι άνδρες πάλι δε γούσταραν πολλά πολλά, γρήγορα γρήγορα την κοπανούσαν, όπως τον κούρευε μια ξανθιά αυτός χάζευε έξω, μπροστά απ’ την τζαμαρία τη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς, το μέρος μπροστά στο μαγαζί ήταν ανοιχτό μέχρι μακριά πέρα κατά τη θάλασσα κι ήταν σα να έβλεπε έργο σε μια τηλεόραση μεγάλη από κείνες που μοιάζουν με σινεμά, οι δρόμοι κατέβαζαν νερό άφθονο, οι γριές δε μπορούσαν να περάσουν απέναντι, μερικές που δοκίμαζαν γίνονταν μούσκεμα μέχρι τον αφαλό, ‘’Που πάτε ρε θείες!’’ μουρμούριζε ο υδραυλικός γελώντας από μέσα του.

Είχε αρχίσει να το διασκεδάζει, το πράγμα όσο πήγαινε κι εξελίσσονταν σε φαντασμαγορία, οι χείμαρροι παρέσερναν απ’ τα σκουπίδια που υπήρχαν δίπλα στους κάδους καρέκλες, ντεπόζιτα, καναπέδες, θερμοσίφωνες, καλοριφέρ, ότι μπορείς να φανταστείς, μερικές φορές τα έβλεπες όλα αυτά να επιπλέουν στο βάθος, στην παραλία της πόλης σαν ήταν μικρά πλεούμενα, η θάλασσα πάντως ότι σαβούρα κι αν έπεφτε μέσα της ήταν θαύμα καθώς άλλαζε όλη την ώρα χρώματα με ταχύτητα αστρονομική, απ’ το σταχτί και το γκρι μέχρι το γαλάζιο και το πράσινο και ξανά πίσω πάλι. ’’Α η θάλασσα είναι τέλεια τέτοια εποχή!’’ σκεφτόταν από μέσα του ο υδραυλικός ξαναφέρνοντας στη μνήμη εκείνες τις φωτογραφίες απ’ τις ακτές του Ατλαντικού με τα κύματα που έσκαγαν μουγκρίζοντας πάνω στα βράχια του φάρου κι όπως είχε γείρει πίσω στην πολυθρόνα για να του ψαλιδίσει η ξανθιά το ξασπρισμένο μούσι με τις σκληρές τρίχες είδε μπροστά του έναν κάδο τεράστιο να κατεβαίνει με φόρα και να περνά μπροστά από τ’ αμάξια γρατζουνώντας το οδόστρωμα, οι οδηγοί είχαν γουρλώσει τα μάτια τους μη πιστεύοντας αυτό που έβλεπαν.

Μουσικές περίεργες ακούγονταν στοπ μαγαζί, μερικές γυναίκες που περιφέρονταν είχαν φύλλα χρυσά σαν περικεφαλαίες στο κεφάλι τους, ο υδραυλικός δε μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο, κοπέλες με μαύρες ποδιές πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα καθίσματα βαστώντας χτένες και βούρτσες, χαλάρωσε για λίγο εκεί μέσα ο υδραυλικός , απ’ τη τζαμαρία του κομμωτηρίου μπορούσε να δει τις βαθιές τρύπες που έχασκαν στο οδόστρωμα, του άρεσε η βροχή καλοκαιριάτικα, πάντα τέτοια εποχή έβρεχε πολύ σ εκείνη την πόλη αλλά όχι σε όλα τα σημεία της, είχε προσέξει ότι η πόλη χωρίζονταν στη μέση, κι εκείνος ο δρόμος ακριβώς μπροστά του αποτελούσε ενός είδους ορόσημο που ξεχώριζε τις δυο κλιματικές ζώνες...

Ότι και αν συνέβαινε έξω εκείνος πάντως ήταν ασφαλής μες το κομμωτήριο με τις περίεργες μουσικές και τα κορίτσια που πηγαινοέρχονταν κρατώντας τις βούρτσες τους, μερικά είχαν πολύ ανοιχτά ντεκολτέ, μια χάζευε τα κορίτσια μια τον κόσμο που περνούσε μπροστά απ’ το τζάμι, η βροχή έμοιαζε να έχει κόψει κι ο κόσμος κυκλοφορούσε πάλι κανονικά, άνθρωποι περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του κινούμενοι σε κατευθύνσεις αλληλοσυγκρουόμενες, πιτσιρικάδες με φερμουάρ χιαστί, γέροι που κουβαλούσαν σακούλες ασήκωτες, πιο πέρα είδε ένα μαγαζί που είχε κατεβάσει ρολά , το ήξερε εκείνο το μαγαζί, πότε είχε κλείσει και δεν το είχε κατάλαβε, και του είχε πει οχτακόσιες φορές του βλάκα του ιδιοκτήτη προτού κάνα δυο χρόνια ‘’Κλείστο το καταραμένο!’’ σιγά μην άκουγε ο άλλος, τελικά το έκλεισε με καθυστέρηση, άντε τώρα να ξεχρεώσει, μα τι ηλίθιος που ήτανε !

Η ξανθιά που είχε κι αυτή βαθύ ντεκολτέ τώρα του έλουζε τα μαλλιά, ο υδραυλικός έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύονταν εκείνες τις παραλίες στο μέρος του ωκεανού όπου σχηματίζονται τα δαχτυλίδια της φωτιάς, ρε φίλε τόσα φτηνά εισιτήρια υπήρχαν δεν θα μπορούσε να βρει κι αυτός ένα να ταξιδέψει κατά κει πέρα, μπορεί αν ήταν τυχερός να πετύχαινε εκείνους τους σέρφερς που γλιστρούσαν στην σπηλιά που έφτιαχνε το κύμα όπως ξεδιπλωνόταν για να σκάσει στην ακτή, μπορεί και να πετύχαινε εκείνο το φοβερό θέαμα που έλεγε ότι είχε δει κάποιος σ εκείνο το άρθρο στο περιοδικό, είχε δει λέει μια γιγάντια φάλαινα με στιλπνό δέρμα να κολυμπάει δίπλα στους σέρφερς, είχε βγάλει και μια φωτογραφία που έδειχνε καθαρά το κήτος με τη λαμπερή ράχη, οι επιστήμονες που είχαν εξετάσει τη φωτογραφία λέγανε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν αληθινή, δε μπορούσε η φάλαινα να κολυμπά τόσο κοντά στην επιφάνεια με τέτοια θαλασσοταραχή ο συγγραφέας του άρθρου επέμενε όμως ότι την είχε δει τη φάλαινα, ο υδραυλικός ήταν σίγουρος κι αυτός ότι εκείνο το κήτος υπήρχε....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...