Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

ΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

‘’Δε θες να ξέρεις τι  είναι αυτό!’’ μου είπε ο ασφαλίτης μ ένα ύφος περίεργο όπως έβγαζε απ'  το πορτοφόλι ένα χαρτί πράσινο.

Καλά  τρελάθηκα, δεν έπρεπε να μου το πει, ένα εκατομμύριο πράγματα  βάζεις με το μυαλό σου όταν σου λένε κάτι τέτοιο, τι μπορεί να ήταν αυτή η  γυναίκα  της οποίας το πορτοφόλι είχα βρει,  τι στο διάβολο έκανε,  μπορεί να ήταν κάνας τρομοκράτης,  κανένας  εγκληματίας,  κανένας πράκτορας, καμιά διάσημη,  κάτι τρελό,  κάτι κουφό,  ξέρω γω ρε φίλε, δεν έπρεπε  να μου το πει ο αστυνόμος,  μα τι ηλίθιος που ήμουνα, ήθελα να ορμήσω και να πάρω  εκείνο το  πράσινο χαρτί το καταραμένο να μου φύγει η περιέργεια,  γιατί δεν είχα ψάξει, καλά  αν ξαναβρώ πορτοφολάκι  θα το κάνω φύλλο και φτερό, θα μου πεις είναι προσωπικά πραγματα, δεν έχεις δικαίωμα, οκ φίλε μου  όμως εγώ  θα το αδειάσω και θα  ψάξω  ότι έχει και δεν έχει, δεν υπάρχει περίπτωση!

Ο Μιχάλης  το είχε βρει  για να πούμε την αλήθεια και το ανέμιζε στο μαγαζί που ήμασταν, το έφερε στο τραπέζι μας,   δε  φαίνονταν  τίποτα σπουδαίο,  κάτι στρασάκια  σα καρφιά   είχε μπηγμένα  πάνω του,  ‘’Άνοιξε το!’’ μου είπε,  δεν είχα πρόβλημα, ίσα - ίσα,  με τον Στάθη   αρχίσαμε να το ψάχνουμε, κάρτες πιστωτικές, ταυτότητα, δίπλωμα,  κάτι λεφτά,  ένα βιβλιάριο τραπέζης,  ένα σωρό άλλα χαρτιά  ξεχείλιζαν  τις θήκες,  μα τι κουβαλούν αυτές οι γυναίκες  μαζί τους,  ‘’Θα το πας στο τμήμα!’’ μου είπε ο Μιχάλης ‘’ Ζήτα  χαρτί ότι το παρέδωσες!’’

Μπροστά στο τμήμα αστυνομικοί με  καφέδες  στο χέρι, ρώτησαν τι θέλω,   ‘’Μπράβο   φιλαράκι!’’ είπαν, κάτι σκάλες βρώμικες,  τοίχοι γδαρμένοι, καρέκλες διαλυμένες, τουαλέτες μη πω τίποτα τώρα, σκεφτόμουν  ότι  πρέπει να είσαι λίγο μαζοχιστής για να δουλεύεις σ ένα τέτοιο χαμερπές μέρος  κι έπειτα  όλοι να  σε  βρίζουν,  οι πιτσιρικάδες  να σου πετούν μπουκάλια και πέτρες,  οι χούλιγκαν  να  θέλουν να  σου  πιουν το αίμα, όλοι  να  θέλουν να ξεσπάσουν την οργή  και τα  εσώψυχα  απωθημένα τους πάνω  σου.    Σε μια αίθουσα  ένας  αστυνομικός  με  γενειάδα μακριά  σημείωνε κάτι χαρτιά, μου είπε  να περιμένω,  μια καταγγελία αυτόφωρη  διεξάγονταν, μια ξανθιά πολύ όμορφη ήταν εκεί μέσα,  κάτι έλεγε, ποιος ξέρει ποιον είχε να καταγγείλει,  ‘’ Πέρνα  μέσα!’ ’  μου φώναξαν,  μπήκα,  μια κάμαρα παλιά, ένα παράθυρο,  σε μια γωνιά ένα βουνό  από πορτοφόλια και τσάντες ‘’ Μας τις φέρνουν απ το δήμο…’’ είπε ο αστυνομικός  ‘’ …για να δούμε τι έχει το πορτοφόλι σου !’’  έβγαλε προσεχτικά ένα ένα  όλα τα χαρτιά,  σημείωνε ότι έβρισκε, έβαλε κάπου χωριστά το πράσινο χαρτί που είχε ψαρέψει,  ''Μετά από ένα χρόνο αν δεν τα ζητήσουν  τα λεφτά   είναι  δικά σου,  έλα να υπογράψεις !’’ έσκισε ένα χαρτί απ το μπλοκάκι του,  μου το δωσε,  ήθελα να τον ρωτήσω χιλιάδες πράγματα αλλά  δεν υπήρχε περίπτωση να βγάλω τίποτα, χαιρέτησα κι έφυγα...

Στο μαγαζί όλοι είχαν  σκάσει από περιέργεια, είχαν φαγωθεί να μάθουν  τι έγινε, τους είπα, τους έδειξα και το χαρτί που μου δώσανε,  ο Μιχάλης έλεγε ότι δεν έπρεπε να το παραδώσουμε, εγώ   σκεφτόμουν πως  αν ήταν καμιά ωραία αυτή που το  είχε χάσει  θα ήταν  καλή φάση να συναντιόμαστε,   θα  μ ευχαριστούσε, θα με κερνούσε, θα γνωριζόμασταν,  απ τη φωτογραφία της ταυτότητας δε μπορούσες να καταλάβεις  και πολλά, ο  αστυνομικός με τη γενειάδα  είχε πει κάτι του στυλ ‘’Μα πως είναι έτσι!’’

Ολόκληρη η  βδομάδα εκείνη ήταν μες το άγχος,  τα  παιδιά στα ιδιαίτερα μ  είχαν  σακατέψει, το μυαλό κόσκινο, το πρωί  στο δρόμο  έβγαινα  ζαλισμένος,  γυναίκες   πήγαιναν   βόλτα σκύλους  γεμάτους  κηλίδες μαύρες, ζητιάνοι άνοιγαν  κάδους ψάχνοντας στο εσωτερικό τους,   άνθρωποι   έτρεχαν  εκτελώντας τη γυμναστική τους,  σχολικά γεμάτα παιδιά μισοκοιμισμένα περνούσαν,  μανάδες τα χαιρετούσαν σταυρώνοντας  ανεπαίσθητα τον αέρα,  πωλήτριες βαρεμένες  έσερναν στις βιτρίνες των  ανθοπωλείων ορτανσίες,  γλαδιόλες, αζαλέες,  μπουκέτα από  τριαντάφυλλα σε χρώμα βελούδινο, μήλα  κι αχλάδια ξεφόρτωναν στα φρουτάδικα, στα μαγαζιά με τους  καφέδες  πορτοκάλια κομμένα στη μέση  έδειχναν τους  ζουμερούς χυμούς τους, μια πολυκατοικία πνιγμένη στο φως  κατά το Χορτιάτη,  ένα βουνό μακριά στο  θολό βάθος  ανάμεσα στο φαράγγι των πολυκατοικιών της Μοναστηρίου...

Ο καιρός  αρχίζει να ζεσταίνει κι  ο Άγγελος ετοιμάζει τα διαμερίσματα που νοικιάζει στα Νέα Φλογητά, μια χαλαρότητα παντού προτού πιάσουν οι ζέστες που σε στρεσάρουν,  οι μισοί φορούν καλοκαιρινά  οι άλλοι χειμωνιάτικα,  στα σούπερ μάρκετ αρχίζεις ν'  αναζητάς τη δροσιά που βγάζουν τα κλιματιστικά και τα ψυγεία.

Στο κέντρο  μια   λιακάδα   είχε το Σάββατο  στα μεγάλα καταστήματα αμάξια με λαμαρίνες αστραφτερές κλήρωναν, κορίτσια με πόδια ατελείωτα μοίραζαν κουπόνια, διαμαντάκια αστραφτερά  καρφωμένα στο σώμα τους,  στα πλακάκια είχαν βγάλει  καθίσματα,  ντελιβεράδες  τρελαμένοι  οδηγούσαν πάνω στα πεζοδρόμια, περνούσαν μπροστά  μας γεμίζοντας εξατμίσεις  τον τόπο,  μπήκαμε μέσα στο μαγαζί να φυλαχτούμε, μια φωνή ακούστηκε  κι όλοι γυρίσαμε τα κεφάλια ''Μήπως βρήκατε κανένα  πορτοφόλι;’’ Το είχαμε ξεχάσει εντελώς.   

Μια κοπέλα με αραιά μαλλιά  ήρθε κοντά, ''Ποιος  το πήγε στην αστυνομία;''  εμένα δείξανε,  η κοπέλα  έβγαλε ένα χαρτονόμισμα,  το έτεινε προς το μέρος μου ‘’Είναι  πάρα πολλά!’’  είπα  οπότε  πετάχτηκε   ο Μιχάλης  που το είχε βρει ''Σκάσε και πάρτο !''  το πήρα,  μετά όμως ο Μιχαλάκης  άλλαξε γνώμη,  '' Δώστο  πίσω  στο κορίτσι, κοπελιά δεν είναι σωστό !''και δεν είχα προλάβει να χαρώ ρε φίλε, είχα μείνει με την όρεξη,  τελικά μου  δώσανε κάτι ψιλά, η κοπέλα ήταν όλο ευγνωμοσύνη...

Κάθισε μαζί μας,  κέρασε ποτά,  σαν κλασικά αρσενικά όλοι  την έκοβαν από πάνω μέχρι κάτω να δουν  αν αξίζει,  με το που την είδα και την άκουσα να μιλά ήξερα ότι μ ενδιαφέρει. 

Κάθε φορά που αφήνεις κάποια πίσω  φοβάσαι, λες: ‘’Πως θα τη ξεπεράσω  και τούτη; '',  τη βλέπεις τυχαία  και σε πιάνει ένας φόβος  ότι θα σε ξεφωνίσει εκεί στη μέση του δρόμου,  θα σε καταδικάσει  αμείλικτα για κάτι  απεχθές που έκανες σα να  είσαι το πιο μοχθηρό άτομο που υπήρξε ποτέ, κι όταν εμφανίζεται μια καινούρια  τρελαίνεσαι γιατί  έχεις την ευκαιρία  ν αρχίσεις πάλι απ την αρχή.  Είναι  φορές  που νιώθεις ότι σε παίρνει να προχωρήσεις,  χρειάζεσαι  την ενέργεια τους, το   ρεύμα τους, όταν σε τραβά το σώμα τους είναι πιο εύκολο,  πιο γρήγορο,  πιο ωραίο, άλλα και πιο επικίνδυνο,  όταν σε τραβά το μυαλό τους είναι πιο περίπλοκο,  πιο εγκεφαλικό,  δε ξέρεις κάθε φορά πως θα λειτουργήσει, από που θα πιαστείς, πως θα εξελιχτεί, πρέπει να τις διαβάσεις  σωστά, είναι πολύ μπερδεμένο, αυτές το καταλαβαίνουν καλύτερα,  σου παίρνει πολύ καιρό να το μάθεις, αν το μαθαίνεις ποτέ . Έπρεπε  να τη γνωρίσω οπωσδήποτε, ήταν  κι η περιέργεια  που με εξιτάριζε  εξαιτίας του χαρτιού που είχε βρει ο μπάτσος ...   


Δεν ήταν δύσκολη , μιλήσαμε  δε ξέρω κι εγώ πόση ώρα αλλά  ήθελα κι άλλο, είναι  περιπτώσεις  που δε βαριέσαι, νιώθεις ότι θα μπορούσε να συνεχίσει  αυτό για ώρες,  ένας φίλος  πέρασε  να με δει, έφυγε, σε μια φάση  της πέταξα  κάτι που δεν έπρεπε, ότι δεν ήταν και πολύ όμορφη, κάτι τέτοιο, δε θυμάμαι,  καλά οι  φίλες  μου θα με σκοτώσουν, μου χουν πει εκατό φορές να τα προσέχω αυτά, ‘’Δε χρειάζεται να λες  σε καθεμιά που συναντάς  ''Είσαι κοντή, είσαι χοντρή, είσαι  λίγο όμορφη, είσαι λίγο  χάλια!''  -Χρύσα συγγνώμη!- τέλος πάντων,  με ρώτησε γιατί χώρισα απ την άλλη σχέση μου, ''Δε μπορεί,  κάτι λάθος θα  έκανες !'' τα γνωστά…

''Ποιος είναι ο αγαπημένος σου τραγουδιστής, ο αγαπημένος σου συγγραφέας,  ο αγαπημένος σου ηθοποιός, το αγαπημένο σου γλυκό ;''  ρώτησα, της έβαλα ένα τραγούδι ν ακούσει στο κινητό,  δε  τρελάθηκε,  μου έβαλε ένα δικό της, ένα λαϊκό  ενός  πιτσιρικά,  τη ρώτησα γιατί  της  αρέσει, μου εξήγησε, ''Φαίνεται ότι είσαι δάσκαλος  αφού ζητάς να σου πω το νόημα!'' Μιλούσε καλά, σκέφτονταν  λίγο  πριν πει κάτι κι ήταν υπέροχο   όταν  είπε  ‘’Φαίνεται  ότι έχεις βρει αυτό που ψάχνεις,  το βλέπεις στο πρόσωπο σου που λάμπει ολόκληρο σαν μιλάς γι αυτό!’’ Κανείς δε μου το είχε ξαναπεί  ρε φίλε,  πάντα οι γυναίκες θα σε αποκαλύψουν, πάντα οι γυναίκες ότι και να λέμε,   όταν στροφάρουν   και βγάζουν αύρα θετική είναι υπέροχες,  όνειρο,  όταν  δεν είναι  κομπλεξικές και  βλαμμένες  που θέλουν  να βγάλουν τα σπασμένα τους πάνω σου, τότε   έχουν μια ηρεμία,  μια καλοσύνη  που αντανακλάται στο πρόσωπο τους, είναι οι άνθρωποι μου!

Μου λεγε για τ ανίψια της που λάτρευε ‘’Δεν έχω απωθημένα που δεν έκανα παιδιά,  έχω μεγαλώσει τ ανίψια μου!'',  δεν της άρεσαν τα γλυκά απ το Χατζή, προτιμούσε τον Αγαπητό κι ένα άλλο ζαχαροπλαστείο που έφτιαχνε κάτι τρίγωνα καταπληκτικά’’ …μ ένα φύλλο έξοχο, μια κρέμα θεϊκή!''  ένα όνομα σπάνιο είχε που δεν το ξεχνάς εύκολα, δεν της άρεσε,  της είπα ότι δε  μπορώ τις γυναίκες που μόλις καταλάβουν  ότι είσαι ερωτευμένος μαζί τους  θα το χρησιμοποιήσουν και θα δείξουν ποιες  πραγματικά  είναι  κι αυτή μου είπε  ότι το  ίδιο ακριβώς  κάνουν  τ αρσενικά,  την ενδιέφερε  πιο πολύ ο κατάλληλος άντρας παρά το παιδί, ‘’Μια γυναίκα δε μπορεί δίχως σύντροφο,  εσείς  είστε πιο σκυλιά,  πιο γαϊδούρια,  αντέχετε και μοναχοί σας!’’  αυτό κι αν το καταλάβαινα, ''Ξέρεις,  γράφω κάτι  ψιλά'' της είπα, της έδωσα ένα βιβλίο μου, συνήθως πιάνει,  μια αφιέρωση  ζήτησε,  διόρθωσε την ορθογραφία, ''Ο πατέρας μου μας έβαζε τιμωρία όποτε  γράφαμε λάθος μια λέξη  κι από τότε μου  έμεινε!''  είπε,  καλά ποτέ δεν έμαθα τους κανόνες, μα τι στούρνος,  συνέχεια τη πατάω  με τις αφιερώσεις !

Ήταν παντρεμένη  χρόνια,  είχε χωρίσει,  ''Μπορεί να έχω   απωθημένα  επειδή μόλις με χώρισε έκανε παιδιά αμέσως, το χω ξεπεράσει πάντως,  μ’  αρέσει  να γνωρίζω ανθρώπους  αυθόρμητα, τυχαία,  να πέφτω πάνω σε κάποιον στο απρόοπτο,  να μη  προγραμματίζω, όπως όταν πάω στα μαγαζιά και ψωνίζω κάτι επειδή μ αρέσει εκείνη τη στιγμή, πάρε για παράδειγμα τη φάση με το πορτοφόλι, αν δεν το χανα  δεν θα γνωριζόμασταν!'' Εγώ  πάλι είμαι το αντίθετο,  δε μπορώ δίχως μια κανονικότητα,  μια συνέπεια,  πως μπορείς να φτιάξεις, να χτίσεις  δίχως μια σταθερότητα, μια επικοινωνία κανονισμένη,  να έχεις κάτι να περιμένεις ρε αδερφέ, να μη ψάχνεσαι στο κενό και στο πουθενά!

Το μέρος ήταν στενό, όπως έμπαινε κόσμος συνέχεια  όλο και πιο βαθιά τραβιόμασταν, είχε έρθει πολύ κοντά,  κοίταζε το πουκάμισο,  το λαιμό μου,έτσι κάνουν οι γυναίκες  ''Μ αρέσει που σ έχω στριμώξει εδώ πέρα!'' είπε, τελικά ήταν έμπειρη,  το υποψιαζόμουν, δεν είχα θέμα, όταν γίνονται επιθετικές προσαρμόζεσαι  ενστικτωδώς καθώς  ετοιμάζεσαι  να αισθανθείς ξανά  αυτό το πράγμα  που απλώνεται μέσα σου  και σε ζεσταίνει όπως οι ακτίνες του ήλιου τις μέρες του χειμώνα, βγήκαμε βόλτα στα μαγαζιά, βιβλία και  δίσκους κοιτάζαμε, κόσμος περνούσε   πλάι μας  μπροστά από οθόνες    που έδειχναν   λουλούδια εξωτικά, γαλάζια και κόκκινα, αετοί κατέβαιναν γκρεμούς, προσγειώνονταν  διπλώνοντας   μεγαλόπρεπα τις φτερούγες  τους,   κωπηλάτες τσαλαβουτούσαν ανάμεσα σε λασπόνερα αφρισμένα διασχίζοντας φαράγγια με βράχια  κοφτερά, ελικόπτερα  άφηναν  σκιέρ σε κορυφές   για να καταποντιστούν στις αβυσσαλέες κατηφόρες και να κυλήσουν  πάνω σ εκτάσεις  σκεπασμένες  από χιόνι παρθένο, απάτητο, ακροβάτες και χορευτές  σκαρφάλωναν  ψηλά  στους ουρανοξύστες του Σύδνεϋ και της Φρανκφούρτης...


Είχε κάτι  που με είλκυε, μια γλύκα στο πρόσωπο, ένα σημάδι σα πληγή μικρή  ψηλά στο στήθος, μερικά σώματα εκπέμπουν μια ζεστασιά, αναδύουν  έναν μαγνητισμό άσχετα από το αν είναι όμορφα ή άσχημα,  λειτουργούν σε μια συχνότητα που  συγχρονίζεται αδιόρατα  με τη δικιά σου, πρέπει να είναι αυτό  που λένε χημεία,  δεν θα είχε περάσει πολύ ώρα από τότε που ξύπνησε, είχε εκείνη τη θολούρα  των γυναικών προτού πιουν καφέ  όταν είναι ακόμα σ ελαφρύ λήθαργο,  φρέσκες, ευάλωτες, προτού τις σκληρύνει η μέρα, αισθάνεσαι ότι μπορείς να τις κάνεις ότι  θες, δε θα σου αντισταθούν, μπορείς  να τις αγκαλιάσεις, να τις χαϊδέψεις, να τις φιλήσεις, τα μαλλιά της άγγιζαν το πρόσωπο μου, έπιασε το χέρι μου,  ένιωσα σα δροσοσταλίδα που κυλά στο εσωτερικό ενός  λουλουδιού τεράστιου  κάποιο καλοκαιρινό μεσημέρι και χάνεται μέσα στον κάλυκα βλέποντας φύλλα βαθυπράσινα και  πέταλα  που  αλλάζουν χρώματα,  από κόκκινα  γίνονται μαβιά, πορτοκαλιά, ύστερα μπλε, ύστερα κάτι άλλα περίεργα, ύστερα πάλι κόκκινα… 

Δεν την ξαναείδα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...