Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΕΝΙΑ ΑΙΘΟΥΣΑ

Φλαμίνγκος  έσκυβαν  σκαλίζοντας με τα  κόκκινα ράμφη τους τη λάσπη της ρηχής λιμνοθάλασσας  όπως στα  ντοκιμαντέρ, νεροπούλια έψαχναν για ψάρια κοιτάζοντας  προσεχτικά την επιφάνεια, κοπάδια από χιλιάδες άσπρα πουλιά πετούσαν γύρω, πάπιες  και νερόκοτες επέπλεαν παφλάζοντας, μελισσοφάγοι άπλωναν τις φτερούγες τους  ανάμεσα στα δέντρα της όχθης, συστάδες από  καλαμιές φύτρωναν στο νερό, ένα φορτηγό  πέρασε,  με   μια φωτογραφία αποτυπωμένη στα πλαϊνά του, ένα κοπάδι ζέβρες   σ ένα βάλτο  έτρεχαν,  η λήψη ήταν από ψηλά,  μπορούσες να δεις τις  ραβδωτές τους ράχες να γυαλίζουν.... 

Το λεωφορείο   τραντάζονταν ολόκληρο  στις αναρτήσεις του όπως περνούσε  πάνω απ  τις λακκούβες του δρόμου,  λαϊκά τραγούδια  αφιέρωναν στους επαρχιακούς σταθμούς,  ''Άσε πρώτα να ξεχάσω,  άσε με να λησμονήσω!'',  μηχανάκια  έφευγαν  από δίπλα μας  τρέχοντας σα βολίδες, οι μπλούζες των αναβατών ανέμιζαν στις  πλάτες τους,  αμάξια κατρακυλούσαν  στις κατηφόρες παρασυρμένα απ τη ταχύτητα και τη βαρύτητα τους,  δυο εκκλησάκια χτισμένα μες  τη λιμνοθάλασσα, άνθρωποι  περπατούσαν πάνω από ένα γεφυράκι για να πάνε να τα δουν.

Ένα  ποτάμι κατέβαζε νερό  άφθονο,  οι αφροί του σκέπαζαν τις κολώνες της γέφυρας, πέρα μακριά στην ανοιχτή  θάλασσα τα κύματα  έμοιαζαν ν'  αρμενίζουν σε μια κατεύθυνση σαν  ένα ποτάμι απέραντο που κυλούσε σε μια κατεύθυνση,   άλλα  κύματα  έσκαγαν πάνω στις  πέτρες της ακτής με θόρυβο,  χιόνια  έβλεπες ψηλά στις κορφές, καστανιές κι οξιές  έτοιμες να πρασινίσουν, δεντράκια  μικρούτσικα στις ρεματιές  άσπριζαν ολάνθιστα,  χωράφια ελαιοκράμβης άνοιγαν τα κίτρινα λουλούδια τους στον ήλιο, ροζ ανεμώνες έφτιαχναν ένα στρώμα χρωματιστό στα ξέφωτα, παπαρούνες κάλυπταν τις άκρες  των  πλημμυρισμένων χωραφιών που δεν έλεγαν να στεγνώσουν απ τις ανοιξιάτικες βροχές,  η φύση ολόκληρη  έμοιαζε έτοιμη  για την έκρηξη της ανοιξιάτικης βλάστησης καθώς  ο καιρός προχωρούσε στην καρδιά του έαρος κι ο ορίζοντας γίνονταν  όλο και πιο θολός προμηνύοντας το καλοκαίρι...

Επιτέλους  είχε  φτιάξει  ο καιρός , όλη σχεδόν τη Μεγάλη  Βδομάδα παγώσαμε, ένα σκύλο  γέρικο είχα δει να τρέμει απ το κρύο κάτω απ την  Καμάρα  τη Μεγάλη Τετάρτη,  ο αέρας σήκωνε σακούλες πλαστικές   και τις ανέμιζε πάνω απ την Εγνατία, ένα βράδυ  ξέχασα  ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα,  όταν γύρισα τα παντζούρια χτυπούσαν  άγρια μεταξύ τους,  το σπίτι έδειχνε εγκαταλειμμένο,  μια αλλόκοτη  κατάσταση.

Τη Μεγάλη Παρασκευή  πλήθος κόσμου έρχονταν  στην εκκλησία να προσκυνήσει,  μια προφητεία  του Ιεζεκιήλ για κάτι κόκαλα  που  ζωντανεύουν  και βγάζουν σάρκες μαζί με νεύρα διαβάσαμε, σκέτο θρίλερ, εκείνη η γυναίκα  με κοίταζε την ώρα που πήγα να κοινωνήσω ...ένας γέρος είχε συγκινηθεί  όταν ψάλαμε ''...η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία !'' -  ''Σας ευχαριστώ ρε παιδιά, σας ευχαριστώ!'' μας έλεγε δακρύζοντας  και φέρνοντας το χέρι στην καρδιά για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, οι γυναίκες δακρυζαν όταν λέγαμε ''...συ δε αγνή τέρπου  Θεοτόκε  εν τη εγέρσει του τόκου σου !''

Με τον Γ σκοτωθήκαμε,  σου μιλάω  γίναμε κομμάτια, '' Άστον να πάει το βλάκα!'' σκεφτόμουν,  όμως την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο, πήγα σπίτι  του ''Κάτσε να φάμε!'' μου είπε   κι όλα ήταν όπως  παλιά,  όσο περνά ο καιρός  καταλαβαίνεις ότι το να συγχωρείς,  να  ξεχνάς, να ζητάς συγνώμη μ όποιον τρόπο, αυτή  είναι ίσως  η μεγαλύτερη αρετή που υπάρχει.

Στα μαγαζιά  ένα πλήθος ανθρώπινο  βούιζε,  στα κομμωτήρια οι γυναίκες έφτιαχναν τα μαλλιά και τα νύχια τους, ένας τύπος μαυριδερός έπαιζε το Careless Whispers στην Αριστοτέλους  μ ένα σαξόφωνο κάποιο μεσημέρι γκρίζο,  στην ΙΚΕΑ  σαλάτες και μακαρονάδες τρώγανε,  στο COSMOS βάφλες  και γλυκά στα τραπέζια απλωμένα , πόσο καιρό είχα να  βγω κατά κει πέρα, γυναίκες στέκονταν αντικριστά σε σκαμπό  υπερυψωμένα, φόρμες τζιν και  στηθόδεσμους σφιχτούς  φορούσαν,  ρολογάκια πράσινα πάνω στην άσπρη  διάφανη επιδερμίδα τους,  μια μουσική ακούγοντα,  είχα  την  εντύπωση ότι θα τη δω να περνά,  θα της έλεγα ’’Έλα ρε,  τι γίνεται, πως πάει, τι κάνεις;’’ ξέρεις  τώρα,  άμα τις αγαπήσεις για λίγο εκείνη η γλυκιά αίσθηση παραμένει, κι   επανέρχεται κάποιες στιγμές ότι και να έχει  γίνει...

Με τον Αχιλλέα  βρεθήκαμε,  μου είπε ότι χώρισε κι αυτός,  δεν άντεξε,  και της είχε πει να τον ξεχάσει τον άλλον όμως  εκείνη δε μπόρεσε!

Καλά πρέπει να έχει ενσκήψει επιδημία χωρισμών τελευταία, τι είναι κι αυτό πάλι,  ένα σωρό ζευγάρια τα χαλούν  για ένα κάρο λόγους, αγάπες  παλιές που δε μπορούν να ξεχαστούν,  καινούριες που δε μπορούν να στεριώσουν,  αμφιβολίες,  ενοχές,  τύψεις,  καχυποψίες,  υποψίες,  παρακολουθήσεις μηνυμάτων,  υπολογιστές αφημένοι ανοιχτοί  δήθεν κατά τύχη ώστε να κοιτάξει  ο άλλος,  πείσματα, εμμονές,  λανθασμένοι χειρισμοί, άστοχες ενέργειες,  κινήσεις βεβιασμένες,   αχρείαστες,  εξηγήσεις που δε δόθηκαν,  γιατί να το κάνει ο άλλος αυτό, για ποιο λόγο;

Εγώ πάλι ποτέ δε ζητώ να μου δικαιολογήσουν τίποτα,  όταν δεις ότι δε σε θέλει  ο άλλος απλά φεύγεις όσο πιο γρήγορα,  όσο πια αθόρυβα γίνεται,  το γιατί μη το ψάχνεις!  Κι ούτε μπορώ τις φασαρίες τις περιττές,  αν καταφέρεις  και κρατήσεις  κάτι καλό στη μνήμη  προτού φθαρεί  και χαλάσει το πράγμα  τόσο το καλύτερο, πρέπει  να είσαι ευχαριστημένος που απέφυγες τα χειρότερα! Φαίνεται ότι είναι  πολύ δύσκολες πια οι σχέσεις,  παλιά οι άνθρωποι έκαναν  πιο πολλούς συμβιβασμούς,  δέχονταν περισσότερα, έκαναν  πιο πολύ υπομονή,  έφτιαχναν οικογένειες,  δούλευαν στις ίδιες  δουλειές για μια ζωή! Βέβαια άμα τους ρωτήσεις η ψυχούλα τους το ξέρει,  όλα έχουν το τίμημα τους,  έχουν  μαζέψει τόσο παράπονο,  τόση πίκρα  που όταν τα βγάλουν έξω θα γίνει καμιά  έκρηξη! Κι ύστερα είναι κι αυτοί που δε δέχονται μύγα στο σπαθί τους,  μπορεί να καταπίνουν ότι μπορείς να  φανταστείς από άλλους στριμμένους και γεροξεκούτηδες,  να δέχονται ότι αηδία υπάρχει όμως με τους καλούς και τους φιλότιμους είναι απαιτητικοί, υπερβολικοί,  αυστηροί, απόλυτοι,  τα θέλουν όλα,  θα σου βγάλουν τη πίστη,  βρήκαν εμάς και τα κάνουν!  Και τέλος είναι κι οι  μπερδεμένες καταστάσεις,  οι εκκρεμότητες που αφήνονται να αιωρούνται επικίνδυνα , άμα δεν είναι το πεδίο ξεκάθαρο δε μπορείς να κάνεις τίποτα!  Άμα πας να το ξεκαθαρίσεις βέβαια  πέφτουν να σε φάνε, όταν καθίσει η σκόνη κι ηρεμήσουν τα πράγματα όλοι είναι ευχαριστημένοι,  όλα είναι καλά, μια αρμονία παράξενη πλανιέται  τέτοια που δεν το περίμενες,  εσύ έχεις τραβήξει όλο το λούκι και τώρα  όλοι απολαμβάνουν την τάξη και την ησυχία, έτσι  όμως μπορώ κι εγώ, χαίρω πολύ!

Μια  ξανθιά πίσω μου γερμένη στο κάθισμα  της, ένα  μενταγιόν χρυσό στο λαιμό της κρέμονταν, νύχια βαμμένα σε χρώμα βυσσινί, δάχτυλα κάπως  ασύμμετρα,  μια φλέβα φούσκωνε κοντά στις αρθρώσεις,  όπως  περνούσαμε  μια γεφυρούλα ο δρόμος γίνονταν τόσο στενός  ώστε δυο αμάξια δε χωρούσαν να περάσουν ταυτόχρονα,  έπρεπε να περιμένουμε, κοπάδια σταματούσαν να ξεδιψάσουν σε ποτίστρες κάπου κατά δω θα έβοσκε τα ζώα του  κι ο πατέρας μου,  όλο και πιο συχνά τον σκέφτομαι  και  τον βλέπω στον ύπνο μου,  τι να σημαίνει άραγε, τι θέλει να μου  πει;

Σε μια πόλη επαρχιακή, ταξί κόκκινα,  γυναίκες με μαντήλια στο κεφάλι, νεκροταφεία δίχως  σταυρούς, μια γάτα με άδεια τη μια κόγχη του ματιού, ο βολβός έλειπε,  λεύκες κλαδεμένες όμορφα,  νόμιζα πως ήξερα που πάω αλλά τελικά  χάθηκα στα στενά,  ρώτησα κάτι παιδιά,  κανένα δε μιλούσε ελληνικά,   φώναξαν  κάποιον δικό τους  που ήξερε, με ρώτησε από που είμαι,  τα μικρά με κοίταζαν.

Σ ένα σπίτι  ένα ζευγάρι,  αυτός  δούλευε στο ΙΓΜΕ,  ψάχνανε για ορυκτά και  μεταλλεύματα κάτω απ το χώμα.  Eίχε ωραία  χαρακτηριστικά, η κοπέλα του  Ρωσίδα,  νευρική,  υπερκινητική,  χρησιμοποιούσε μια βρισιά δική  της σε κάθε φράση,  τη ρώτησα για τη  πόλη   όπου γεννήθηκε ''Που τη ξέρεις,  γιατί ρωτάς τόσα πολλά;''  O άντρας  έδειχνε πιο σοβαρός   ''Πιστεύεις στην άλλη ζωή τον ρώτησα; ''  -  ''Φυσικά, έχω κι εγώ μια ερώτηση να σου κάνω....'' μου είπε ''... εσείς  οι χριστιανοί δέχεστε τα τατουάζ,  δέχεστε να ανοίγει το δέρμα,  να σχίζεται το σώμα,  εμείς  δε το δεχόμαστε,  πιστεύουμε ότι το σώμα είναι ιερό,  δεν πρέπει να το σκίζεις  ούτε να το τρυπάς,  κι αν μπορείς να το αποφύγεις να μην κάνεις  ούτε εγχείριση ούτε  τίποτα!

Μιλούσαμε κάμποση  ώρα, η κοπέλα  κάθονταν ήσυχη ΄΄Μου αρέσει αυτή η συζήτηση '' είπε ο άντρας,  η γυναίκα  κάθονταν δίπλα του στον  καναπέ,ο χαλαρός τόνος της κουβέντας την είχε ηρεμήσει, ήταν καθολική αυτή κι  όταν ήταν μικρή την ξυπνούσαν κάθε πρωί  οι καμπάνες  μιας εκκλησιάς με τρούλους υπερυψωμένους σα σπαθιά που υψώνονται κατακόρυφα,  είχε ρίξει τα μαλλιά της  σε μια μεριά, όταν ησυχάζουν οι γυναίκες παίρνουν ένα ύφος,  μια στάση Μαντόνας και δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο απ αυτό, όλη  η σκηνή ήταν ωραία,   ''Να κι ένα ζευγάρι που δείχνει ευτυχισμένο!'' σκεφτόμουν.

Το βράδυ δε μπορούσα να κοιμηθώ, βγήκα στο μπαλκόνι, ο ουρανός  καθαρός, η πούλια έχασκε  ψηλά σ ένα σημείο κάπως αλλόκοτα στη μέση του  αιθέριου στερεώματος,   κατά το νοτιά  ένας αστερισμός που δεν είχα προσέξει ξανά... 

Το πρωί  κατεβήκαμε για καφέ  σε μια παραλία, νεολαία παντού,  στις καφετέριες,  στις ταβέρνες,  τα κορίτσια σαν έτοιμα από καιρό τα είχαν πετάξει  όλα,  μπορούσες να χαζέψεις τους καμπυλωτούς τους ώμους καθώς  φλερτάριζαν  σέρνοντας τα δάχτυλα στο μέρος ανάμεσα στο λαιμό και στο στήθος τους,  άλλα έκλειναν το ντεκολτέ με τις ζακετούλες τους,  δάγκωναν  το δείκτη τους,  η γλώσσα του σώματος έλεγε πιο πολλά απ το στόμα τους...

Το απόγευμα να φύγω έπρεπε ξανά,  ένα άγχος να γυρίσω πίσω, μερικές φορές σε πιάνει μια διάθεση να φύγεις όσο πιο πέρα  γίνεται  σα να σε κυνηγούν, κι άλλοτε θες να γυρίσεις πίσω γρήγορα γιατί  δεν αντέχεις  άλλο τον  ξένο  τόπο! Όταν παίρνουν να τελειώνουν οι διακοπές τρελαίνομαι, θέλω να  βγω απ το κλίμα των αργιών πολύ γρήγορα,  να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα!   Θα ταξιδεύαμε μαζί μ  εκείνον  το τύπο που δεν ήθελε  να σκίσει  το δέρμα του,  στο αυτοκίνητο  μια φαγούρα στα μάτια   απ τη γύρη που πλανιόταν  παντού στην  ατμόσφαιρα, μια πλαγιά γεμάτη φτέρες κι ύστερα  η  κοίτη   ενός ρέματος που  λαμπύριζε  όπως το νερό κυλούσε κουβαλώντας ιζήματα και λάσπες από  πέτρες κονιορτοποιημένες σε μια  διαδικασία πιο παλιά κι  απ τον κόσμο τούτο. 

Το ποταμάκι έτρεχε  πάνω από χαλίκια άσπρα με την  άμμο  του να  στραφτάλιζει σ εκατομμύρια ανταύγειες, ο τύπος με τα ωραία χαρακτηριστικά  δούλευε  κατά δω με το συνεργείο του, μια σπηλιά είχαν ανακαλύψει,  στο εσωτερικό της μια λίμνη με νερό ζεστό σ ένα χρώμα όπως αυτό του μελιού  από  κοιτάσματα κεχριμπαριού σπαρμένα παντού στον πυθμένα της,  είχαν βγάλει μερικά κομμάτια απ αυτό το  ρετσίνι που αποκρυσταλλώθηκε πριν  από εκατομμύρια χρόνια σχηματίζοντας   λαμπερούς νεφελώδεις στροβίλους σ  αποχρώσεις απαλές,  κίτρινες και  γαλαζωπές,  προέρχονται λέει  από ένα είδος πεύκου εξαφανισμένου πια, μια αίσθηση μαγική, εξωπραγματική  απέπνεε όλο το μέρος,  μια φορά είχε μπει στο νερό,  κολύμπησε κι ήταν υπέροχο που βρίσκονταν σ εκείνη την αίθουσα τη μαγική, συνέχιζε  να μιλά,  μια διάθεση ονειρική μ είχε πιάσει,  μια σκηνή έρχονταν στο μυαλό,  μπάλα  έπαιζα σε μια αυλή  έξω από ένα σχολείο,  μια λακκούβα γεμάτη χορτάρι πράσινο,  ένας φράχτης,  τα θεμέλια ενός παλιού σπιτιού που δε χτίστηκε ποτέ,  μια φωτιά ανάβουμε,  ένα ηλιοβασίλεμα κόκκινο απέναντι, ένα μοναστήρι κάποιο Πάσχα, ένα φως καθαρό στο χρώμα του μελιού  σκεπάζει   τα πάντα....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...