Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

ΡΟΖ ΠΑΛ ΝΤΑΛΙΕΣ

Όλα τα γραφεία τελετών τον ήξεραν, έδινε παντού λουλούδια, απ’ τα πενήντα γραφεία που υπήρχαν στη πόλη δούλευε τουλάχιστον με τα μισά, τους έδινε στεφάνια για τις κηδείες, υπήρχε πολύ χρήμα σ’ αυτή τη δουλειά τότε τόσο που οι νεκροθάφτες είχαν φτάσει να παίζουν μπαρμπούτι μες τα φέρετρα, κάποιος απ αυτούς, ένας με τατουάζ στα χέρια, λίγο χαζός, λίγο τρελός αναλάμβανε πάντα ν αλλάζει πεθαμένους, δε φοβόταν, δε καταλάβαινε τίποτα, βασικά του άρεσε το όλο σκηνικό, το διασκέδαζε κι ένας άλλος υπήρχε, ένας γίγαντας που μπορούσε να σηκώσει μονάχος του μια κάσα, άλλος παλαβός, μια φορά του 'χαν δώσει ένα φέρετρο να κουβαλήσει κάπου σένα χωριό με τη νεκροφόρα κι αυτός το πήρε μαζί του σ ένα ντράιβ ιν όπου σύχναζε, οι συγγενείς ζητούσαν το σώμα του πεθαμένου να το κηδέψουν, το γραφείο τον έψαχνε παντού, όλοι είχαν γίνει άνω κάτω, τελικά ο γίγαντας εμφανίστηκε με το φέρετρο τα ξημερώματα κι όλοι ησύχασαν…

Κάθε βράδυ έβγαινε στα μπουζούκια μ έναν εργολάβο κηδειών που όλο έλεγε ότι θα τον ξεπλήρωνε κι όλο τον είχε γραμμένο, όμως κάποτε ήρθε η ώρα του. Μια κηδεία ενός μικρού κοριτσιού που είχε πεθάνει από μια αρρώστια σπάνια είχαν αναλάβει, οι γονείς ήθελαν μια κηδεία μεγαλοπρεπή για το άτυχο κοριτσάκι τους, είχαν ζητήσει τα στεφάνια να γίνουν όλα με ντάλιες ροζ παλ, μόνο ο ανθοπώλης μας είχε τέτοιο χρώμα ντάλιες , πουθενά αλλού δεν το έβρισκες, τις έπαιρνε αεροπορικά από έναν προμηθευτή κάτω στη Κρήτη. Ο εργολάβος του παρήγγειλε καμιά σαράντα πενήντα στεφάνια σ αυτό το χρώμα, ο άλλος του λέει ''Οκ!'', τα παραγγέλνει κι έρχονται στην ώρα τους, ετοιμάζει το φορτηγό που θα τα κουβαλούσε κάπου στο Πανόραμα, όλα είναι εντάξει αλλά λίγο πριν τη κηδεία λέει στον οδηγό ‘’Περίμενε!’’ κι όλα σταματούν. Ο εργολάβος είχε σκάσει, οι γονείς ψαχνόντουσα, όλοι έλεγαν ότι κάτι λείπει, η κηδεία πήγαινε για ναυάγιο, ψιθυρίζονταν ότι κάτι στραβό συνέβαινε, ακούγονταν διάφορες φήμες, ο εργολάβος χτυπιόταν, είχε πάρει μπροστάντζα δυο εκατομμύρια δραχμές και δεν είχε τα στεφάνια με τις ροζ παλ ντάλιες, τηλεφώνησε έξαλλος στον ανθοπώλη’’ Ρε που είναι τα στεφάνια;’’ - ‘’ Στάξε το ένα εκατομμύριο συν τα λεφτά γι αυτή τη κηδεία αλλιώς δεν έρχεται τίποτα!’’ ο άλλος τρελάθηκε, πλήρωσε επί τόπου βρίζοντας κι αναθεματίζοντας, ο ανθοπώλης ήταν ευχαριστημένος…

Εκτός από κηδείες έδινε λουλούδια και σε κέντρα νυχτερινά, κάθε βράδυ ήταν στο μαγαζί ενός ελληνοαμερικανού κάπου στη λεωφόρο του αεροδρομίου, όλοι τον ήξεραν, η πιο συχνή παρέα του ήταν ο εργολάβος κηδειών που του χρωστούσε κάποτε το εκατομμύριο αλλά δεν έδινε σημασία μόνο σκορπούσε λεφτά κάθε νύχτα στις τραγουδίστριες, γαρύφαλλα με τα πανέρια πετούσε άφθονα, γαρύφαλλα που έφερνε ο ανθοπώλης απ τη Κρήτη, εκεί κάτω τα βγάζανε, ήταν πιο φτηνά απ' τα εισαγόμενα. Μια φορά είχε πάει να δει τα θερμοκήπια κάπου έξω απ’ το Ηράκλειο, ένα ξερότοπος όλο πέτρα ήτανε ‘’Καλά ρε εδώ θα φυτρώσουν γαρίφαλα;’’ ρώτησε τον παραγωγό ‘’Θα φυτρώσουν...’’ είχε απαντήσει ο άλλος ‘’...περίμενε και θα δεις!’’ και πράγματι μετά από λίγο καιρό που ξαναπήγε είχαν φυτρώσει, όχι τίποτα σπουδαία, κάτι χρώματα χλωμά, ξέθωρα είχαν αλλά έκαναν τη δουλειά τους, ποιος πρόσεχε λεπτομέρειες μες τη νύχτα και στο χαμό απ τα τσιγάρα...

Με τον εργολάβο είχε κάνει και κάποιες κηδείες Εβραίων, λέγανε γι αυτούς ότι χρησιμοποιούσαν το ίδιο φέρετρο για όλη την οικογένεια, δεν το άλλαζαν ποτέ απλά το είχαν για να μεταφέρουν το σώμα μέχρι το μνήμα, είχαν πάει και στα εβραϊκά νεκροταφείο να δουν πως κηδεύονται. Κάποιο καλοκαίρι πάλι είχαν πάει μαζί διακοπές κάπου στους πρόποδες του Όλυμπου, δε χώνευαν τη Χαλκιδική με τα μποτιλιαρίσματα της τα ατελείωτα, ο τόπος έκαιγε, οι παραλίες της Κατερίνης έβραζαν, ανέβηκαν στο βουνό , στα Πριόνια ψηλά να πάρουν μια ανάσα, μια γούρνα υπήρχε εκεί, ο ανθοπώλης είχε τόσο ζεσταθεί που είπε μέσα του ‘’ Θα πέσω σ αυτή τη γούρνα να δροσιστώ επιτέλους!’’ όταν όμως έπεσε μες στο νερό ήταν τόσο παγωμένο, τόσο κρύο που μούδιασε ολόκληρος, του κόπηκε η αναπνοή, έτρεμε μισή ώρα μέχρι να συνέρθει, ο εργολάβος του έκανε εντριβές…

Ήταν καλές εποχές τότε , έβγαζε λεφτά, κάθε μέρα ήταν στην ώρα του πριν από τους υπαλλήλους στο μαγαζί, του άρεσε η δουλειά πολύ, ένα πρωινό όπως πήγαινε ν’ ανοίξει είδε ένα πρεζόνι πελιδνό με όψη πεθαμένου να χτυπά με δύναμη τα τζάμια, του είχαν γυαλίσει κάτι ορχιδέες φανταχτερές με χρώματα τρελά, και συνδυασμούς, εξωτικούς, εξωπραγματικούς που υπήρχαν στη βιτρίνα, προσπαθούσε να σπάσει το τζάμι κοπανώντας το μ όλο του το σώμα η βιτρίνα όμως είχε τριπλή επένδυση και δε καταλάβαινε τίποτα, το πρεζόνι επέμενε, ο ανθοπώλης τσατίστηκε, τι ήταν κι αυτό πάλι, ένα πιστόλι μαζί του κουβαλούσε, έριξε μια φορά στον αέρα, το πρεζόνι κατατρόμαξε …

Χρόνο με το χρόνο έβγαζε λεφτά όλο και πιο πολλά, ήταν καλές εποχές κι αφού του περίσσευαν άρχισε να παίζει όλο και περισσότερο στο καζίνο, ξόδευε πολύ χρήμα εκεί πέρα, είχε αρχίσει με μικρά ποσά αλλά μετά έχασε τη μπάλα, κάθε βράδυ εκεί τον έβρισκες χωμένο μέχρι τα μπούνια στη ρουλέτα και στα μηχανήματα. Μια φορά όπως έβγαινε θολωμένος έπεσε πάνω σ εκείνο το τέρας που όλοι φοβόντουσαν, έναν χοντρό που κυκλοφορούσε πάντα με δυο πιστόλια πάνω του και τι δε λέγανε γι αυτόν, ήταν το πιο μεγάλο μούτρο στη πόλη, είχε ακουστεί κιόλας ότι είχε σκοτώσει μια γυναίκα και την είχε θαμμένη στην αυλή του σπιτιού του, κυκλοφορούσε πάντα με δεκαπέντε μπράβους τριγύρω του, κανείς δεν τον πλησίαζε κι εκείνο ακριβώς το πρωινό έπεσε πάνω του!


Ο χοντρός ήρθε κοντά του και του ζήτησε ένα αστρονομικό ποσό δανεικό, σιγά μη του έδινε, δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναδεί πίσω τα φράγκα του, του μίλησε απότομα του χοντρού, τόσο απότομα που κι ο ίδιος φοβήθηκε, για κάποιο λόγο τον έπιασαν τόσα νεύρα, τέτοια τσαντίλα ώστε γύρισε πίσω όπως ήτανε κι έπαιξε όσα λεφτά είχε πάνω του σα να ήθελε να τα ξεφορτωθεί, σα να ήταν ένα βάρος αφόρητο που ήθελε να διώξει από πάνω του, πόνταρε σ όλα τα σημεία που είδε μπροστά του, δε κέρδισε τίποτα, ούτε τόσο δα, δε του έφεξε ούτε μια στιγμή, όλα τα λεφτά πήγαν στη γκόμενα τη ντίλερ που έκανε παιχνίδι , μια ξανθιά τύπισσα που χαμογελούσε σα διάβολος....

Ο καιρός περνούσε, οι εποχές άλλαζαν, άρχισε να παίρνει τη κάτω βόλτα, δε μιλούσε για τα παλιά, όποτε τον ρωτούσε κάποιος απαντούσε ''Πω ρε φίλε, γίνεσαι κουραστικός!’’ ήταν δύσκολος και με το φαΐ, μπορούσε να γυρίσει δέκα φορές το πιάτο που του έφτιαχναν μέχρι να του το φέρουν όπως ακριβώς το ήθελε! Σαν πέθανε η μάνα του δεν ήξερε σε ποιο γραφείο να δώσει τη κηδεία, τελικά την έδωσε στο καλύτερο παιδί που είχε το γραφείο του κάπου κοντά στο τουρκικό προξενείο, μονάχα αυτόν πήγαινε.

Μετά από κείνο τον θάνατο τον πήρε από κάτω, πολύ του είχε στοιχίσει ο θάνατος της μητέρας του, δεν ήταν το ίδιο με το μπαμπά του του που δε τον πολυπήγαινε κι είχε φύγει πρωτύτερα,άρχισε να σκέφτεται το δικό του τέλος, κάτι ράγισε μέσα του, δεν είχε όρεξη για τίποτα, κι ήταν κι εκείνο το ινδιάνικο καλοκαίρι που τραβούσε σε μάκρος τόσο που έλεγες ότι ο καιρός δε θ’ άλλαζε ποτέ κι έτσι μαλακός θα πήγαινε μέχρι τα Χριστούγεννα. Στα πολυκαταστήματα υπήρχε ατμόσφαιρα γιορτινή, οι πωλήτριες στα μαγαζιά με τα στολίδια χαμογελούσαν, ο κόσμος αγόραζε χριστουγεννιάτικα πράγματα να στολίσει το σπίτι, Αι Βασίληδες κινέζικους, κούκλες με γριές χωριατοπούλες τρομακτικές στην όψη, ταράνδους κι ελάφια. Οι εποχές είχαν αλλάξει, τώρα πια συνεργεία κυκλοφορούσαν παντού κόβοντας παροχές ύδατος κι ηλεκτρικού, λογαριασμοί απλήρωτοι στοιβάζονταν κάτω απ τις εισόδους των μαγαζιών, ασφάλειες κατέβαιναν, υδρόμετρα σταματούσαν να στροφάρουν, στις υπηρεσίες ουρές για διακανονισμούς, εξοφλήσεις, δόσεις διακοπές παροχών, σπρωξίματα, γκρίνια, άγχος, πανικός, έμοιαζε σαν όλα να είχαν παγώσει κι όλοι έψαχναν μια αρχή, ένα ξεκίνημα καινούριο, μια αλλαγή, μια δύναμη να τους σπρώξει μπροστά να ξεκολλήσουν απ το τέλμα με κάποιο τρόπο!

Τώρα πια είχε κλείσει πια το μαγαζί κι έβγαινε πάλι με τον άλλον που αναλάμβανε κηδείες κάποτε, ταίριαζαν κι έτσι ξέχασαν ότι είχε γίνει, συζητούσαν για τα παλιά και για τα γραφεία τελετών που είχαν κατακλύσει πια την πόλη. Πήγαιναν και στο καζίνο στα Σκόπια κι έπαιζαν κάτι μικροποσά , μια μέρα όπως επέστρεφαν ομίχλη πυκνή είχαν συναντήσει στη κοιλάδα του Αξιού , δε μπορούσες να δεις ούτε στο ένα μέτρο σα να είχε πέσει ξαφνικά το πιο πυκνό σκοτάδι , είχαν αναμμένα τα φανάρια, τους προβολείς, τα φώτα ομίχλης ότι υπήρχε και πάλι όμως δε μπορούσαν να δουν καθαρά κι εκεί μες το πουθενά μια γυναίκα βγήκε μπροστά τους. Είχε καβαλήσει το διαχωριστικό τσιμεντένιο τοίχο ανάμεσα στις δυο λωρίδες της εθνικής οδού σέρνοντας ένα μικρό παιδί μ ένα σακίδιο στη πλάτη, ποιος ξέρει από που στο δαίμονα έρχονταν και τι θέλανε εκεί στην ερημιά, τα αμάξια που έρχονταν κορνάριζαν, άναβαν φώτα, έκαναν ελιγμούς τρελούς, αυτοί φρενάρισαν τη τελευταία στιγμή, δε μπορούσαν να το πιστέψουν, είχαν γίενι μούσκεμα από την τρομάρα, σταμάτησαν λίγο στην άκρη να συνέλθουν. ''Τι διάβολο ήταν αυτό !'' φώναξε ο ανθοπώλης, άναψε τσιγάρο και βγήκε λίγο έξω να πάρει αέρα. Ο άλλος έμεινε στο αμάξι, '' Τι καταραμένη ομίχλη!'' είπε ο λουλουδάς, καθώς ρουφούσε τον καπνό να στανιάρει, να ηρεμήσει, ένα χωράφι φαίνονταν λίγο πιο πέρα να αχνίζει σα να είχαν ανάψει κάποιον λέβητα από κάτω του, ''Τι κ...λοομίχλη!'' φωναξε και στρέφοντας πίσω είδε σε κλάσματα δευτερολέπτου μια νταλίκα θεόρατη που έρχονταν με φόρα να παίρνει παραμάζωμα για πολλά μέτρα το αμάξι του φίλου του, οι λαμαρίνες στρίγγλιζαν και ούρλιαζαν κλαψιάρικα όπως γδέρνονταν στην άσφαλτο, το μυαλό του είχε σταματήσει ΄΄Θα χρειαστούν καμιά τριανταριά στεφάνια!'' ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ....




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...