Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ

Το πρωί στην εκκλησία που πήγα ένα φέρετρο στη μέση του ναού υπήρχε, μια γνωστή φυσιογνωμία μέσα στη κάσα διακρίνονταν, μου είπαν ότι ήταν ο παπά- Δημήτρης, πέθανε παραμονές Χριστουγέννων από ανακοπή έτσι ξαφνικά, πήγε να πάρει ένα βιβλίο απ το γραφείο του κι έμεινε εκεί στο τόπο, τον είχα δει τη προηγούμενη μέρα, καλά φαίνονταν.

Έξω απ’ το εξομολογητήριο κόσμος στέκονταν σα να περίμενε να μπει στη μικρή φωτισμένη κάμαρα, ήταν ένα είδος φόρου τιμής στον παπά που τους εξομολογούσε τόσα χρόνια, σε μια γωνιά μια φιγούρα σκοτεινή προσεύχονταν σκυμμένη, ο Άρης έψελνε ‘’Λύτρωσιν απέστειλεν ο Κύριος τω λαώ αυτού!’’, εμείς κρατούσαμε το ίσο στα μπάσα, χαμηλά, κάτω, έναν ήχο πλάγιο τέταρτο χρωματικό πιάσαμε, κάποιος ακούγονταν παράφωνα στο αυτί μου, στην είσοδο της εκκλησίας σταυρούς και βιβλιαράκια πουλούσαν, σχολεία έρχονταν να κοινωνήσουν, πιτσιρικάδες κουρεμένοι, ξυρισμένοι, αναμαλλιασμένοι περίμεναν στη σειρά...

Στο ύψος της Εγνατίας ένας ήλιος τεράστιος έριχνε τις ακτίνες του στην άσφαλτο, , τύποι  ξενυχτισμένοι σχολούσαν απ' τα ίντερνετ καφέ κι απ τα μπαρ πηγαίνοντας να ξεραθούν, στο Καπάνι φρούτα και καρπούς ξηρούς πουλούσαν, κρέατα ξεφόρτωναν και λαχανικά απ τους μπαξέδες γύρω απ τη πόλη. Στις λαϊκές στα Διαβατά και στη Νεάπολη αλεξανδρινά με φύλλα κόκκινα, στις ανηφόρες τ'  αμάξια υποχωρούσαν λίγο καθώς άλλαζαν ταχύτητες στα φανάρια προτού φύγουν μπροστά με φόρα, στα πλευρά των πολυκατοικιών ανεμιστήρες από κλιματιστικά σφηνωμένα στο τσιμέντο στριφογυρνούσαν, κρύο έκανε,  η ατμόσφαιρα καθάριζε αφήνοντας τις οσμές τους ήχους να κυκλοφορούν πιο γρήγορα, άλλες φόρες πάλι μια υγρασία σάπια επικρατούσε κι έβλεπες την πάχνη να πέφτει τα πρωινά στο χορτάρι των πάρκων, σουσουράδας με κοιλιές πρασινοκίτρινες κουνούσαν νευρικά τα φτεράκια τους, στη παραλία γλάροι αραδιασμένοι πάνω σε γερανούς,  ένα κοπάδι ψάρια με ράχες σκούρες κινούνταν κάτω απ την επιφάνεια,  ένα μεγάλο σαν αρπακτικό σέρνονταν ανάμεσα τους σπάζοντας τη μέση του ....

Στη δουλειά μου φώναζαν όλη την ώρα, ΄΄ Ξύπνα, κοιμάσαι , πιο γρήγορα!’’, η κυρία Δήμητρα πέρασε να μου ευχηθεί χρόνια πολλά, ‘‘Που είναι ο Αποστόλης;’’ ρωτούσε , μπάντες με τρομπέτες, κλαρίνα, νταούλια ερχόταν συνέχεια απ’ όλες τις μεριές και χαλούσαν το κόσμο, γυναίκες λίκνιζαν τα σώματα τους μπροστά στα τραπέζια, κάποιος τραγουδούσε φάλτσα, τα έδινε όλα,‘’’ …φίλησε με κι ας καούμε, και ας ανατιναχτούμε!’’, όλοι έμοιαζαν εθισμένοι στη φασαρία και στο θόρυβο, όπως πήγαιναν δεν υπήρχε περίπτωση να μη κουφαθούν!

 Στο κέντρο επικρατούσε πανικός, Ο Γ όπως πάντα πάλευε σαν τρελός να τους εξυπηρετήσει όλους μονάχος πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει , είχαν πέσει πάνω του να τον φάνε, μου φαίνονταν λίγο ελεεινός, μα πόσο βλάκας ρε φίλε, όπως έβαζε χρήματα στις τσέπες ένα χαρτονόμισμα έπεσε αργά στο πάτωμα, μόνο εγώ το είδα, και το μάζεψα γρήγορα, είπα να του το δώσω, μετά σκέφτηκα ''Γιατί να το κάνω;'' τόσες φόρες μου χε σπάσει τα νεύρα, έκανε τον έξυπνο, γελούσε πονηρά, όλο χαζά κι αηδίες, ‘’Δε πα να πνιγεί!’’ σκέφτηκα, το κράτησα. Μια παραγγελία μ έστειλε να φέρω, εκεί που πήγα μια ουρά μέχρι το δρόμο, τι στο δαίμονα έβρισκαν σ εκείνο το μαγαζί δε καταλάβαινα, ένας με κοντά μαλλιά έκοβε τιμολόγια, περίμενα τη σειρά μου, αυτός με τα τιμολόγια μιλούσε όπου να ναι, δεξιά αριστερά, πληκτρολογούσε, φλυαρούσε, τ ανακάτευε όλα, μου την έδωσε ''Που είναι η παραγγελία μου;’’ Φώναξα τσατισμένος, ένας με γυαλιά, σοβαρός, σηκώθηκε'' Ήσυχα'' μου είπε, ''Παρακαλώ!'' απάντησα, μ' εξυπηρέτησε, του έκανε εντύπωση που ύψωσα τη φωνή μου, δεν το 'χαν συνηθίσει εκεί μέσα όπου όλα έμοιαζαν να δουλεύουν ρολόι…

Στα προποτζίδικα όλοι έπαιζαν τυχερά παιχνίδια, εκείνος με τη κοιλιά και τη γενειάδα μου είπε να παίξουμε κάτι ομάδες πολωνικές κι εγγλέζικες, ήξερε υποτίθεται, έπαιζε και στον ιππόδρομο αυτός στοιχήματα. Σ' ένα ξενοδοχείο δούλευε, στη ρεσεψιόν, ζευγαράκια έρχονταν όλη την ώρα να περάσουν μερικές ώρες μαζί, το προηγούμενο βράδυ ένας τύπος λίγο μεγάλος είχε έρθει κουβαλώντας δυο τύπισσες, ήθελε γούστα, μετά από λίγο αυτές κατέβηκαν αυτές συνάμενες κουνάμενες, ακολούθησε ο τύπος αλαφιασμένος μαζεύοντας τα παντελόνια, του είχαν φάει τα λεφτά και την κοπάνησαν, τι περίμενε, ο δικός μου με την κοιλιά και τη γενειάδα τον βοήθησε να μαζέψει τα πράγματα του. Έπαιζε στοίχημα ο δικός μου, διάβαζε τα δελτία με τους αγώνες όλους, φαίνονταν σίγουρος ότι το είχε, του έδωσα μερικά ψιλά να παίξει, όταν του είπα ότι διδάσκω αγγλικά ενδιαφέρθηκε, είχε σκοπό να μπαρκάρει γιατί είχε στεγνώσει από λεφτά και χρειάζονταν ένα πτυχίο, κανονίσαμε να τον συναντήσω στο σπίτι του κάπου δυτικά το απόγευμα, πήρε τα ψιλά κι έτρεξε στο πρακτορείο, μου έφερε το απόκομμα, ο Γιάννης που τον ήξερε καλύτερα μου είπε: ''Είναι σα να πέταξες τα λεφτά σου στο δρόμο!''

 
Ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά ν' αραιώνει, να ξεθυμαίνει, μα πόσο κρέας είχε καταναλωθεί, τι πείνα είχε πέσει, πόσα φαγητά πεταμένα, γύρω σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδια ατελείωτα παντού πεταμένα, καθαρίσαμε το μέρος μαζεύοντας ότι σαβούρα υπήρχε και μετά ήθελα να φύγω , όταν ο Γ. πήγε να με πληρώσει και μου κανε τους συνήθεις προλόγους γελούσα μέσα μου,’’ Καλά βλάκα!’’.

Έπρεπε να πάω σπίτι, μια γυναίκα ζητούσε να της το δείξω, με το που είδε τα δωμάτια και το μπαλκόνι ήξερα ότι θα το αγόραζε, φαίνονταν καθαρά στο πρόσωπο της, πιο πολύ της είχε αρέσει το φως που έμπαινε απ' τα δυτικά, '' Πολύ ταχτοποιημένο το έχεις!'' μου είπε. Μια στενοχώρια ακαθόριστη απλώθηκε μέσα μου, τι δεν είχα περάσει εκεί μέσα, έπρεπε να τ' αφήσω όλα πίσω μου και γρήγορα μάλιστα, ένα τραγούδι στριφογυρνούσε στο μυαλό μου, ''Μείνε κοντά μου, μόνο μια βραδιά!'' που το θυμήθηκα, που κολλούσε. Θολά άδειχναν  όλα καθώς ο  χρόνος έτρεχε  προς το τέρμα του με ρυθμό φρενιασμένο κι όλα έμπαιναν  σε δοκιμασία, τη νύχτα στο κρεβάτι δύσκολες ερωτήσεις, δεν ήξερες  τι ν’ απαντήσεις,  ο κ. Γιώργος έπαθε εγκεφαλικό, δεν ήταν  σίγουρος αν θυμόταν  τίποτα απ το παρελθόν, ελαφρύ ήταν είπαν οι γιατροί αλλά ποτέ δε ξέρεις τι κουσούρι θα σ' αφήσει...

Είχα να συναντήσω και τον τζογαδόρο για το μάθημα, πρόλαβα το αστικό τη τελευταία στιγμή, απ το Βαρδάρη και πέρα περίπτερα καμένα, λεηλατημένα, εγκαταλειμμένα σκουπίδια, στα μαγαζιά με τους καφέδες αστυνομικοί με πιστόλια και κλομπς ζωσμένοι έμπαιναν κι άλλοι στέκονταν στις γωνιές καπνίζοντος τσιγάρα πάνω απ τις ασπίδες και τους εκτοξευτήρες των δακρυγόνων, άνθρωποι μπροστά σε μηχανήματα ανάληψης περίμεναν, φοιτητές κουβαλούσαν βαλίτσες, αμάξια έφευγαν για την επαρχία, λεωφορεία διασταυρώνονταν ακολουθώντας πορείες κάθετες κι οριζόντιες, ασθενοφόρα μάζευαν ετοιμοθάνατους και γέρους τελειωμένους  την ώρα που ο ήλιος έδυε στο Θερμαϊκό ρίχνοντας μια κόκκινη κολόνα στο νερό προτού γκρεμιστεί πίσω απ τον Όλυμπο βάφοντας κόκκινες τις κορφές των δέντρων. Ένα κοπάδι κοράκια μαζεύονταν πάνω στις λεύκες κρώζοντας όπως έπεφτε το σούρουπο, το αστικό σα φίδι σέρνονταν ανάμεσα στις κατηφόρες των στενών , στην πλατεία Τερψιθέας καπνομάγαζα παλιά χτισμένα με τούβλα κόκκινα, μια ρεματιά μπαζωμένη, ένας σκύλος έπαιζε με τ αφεντικό του πίσω από κάτι νάιλον.

Κρύωνα, το σώμα ζητούσε λίγη ζέστη, στο σπίτι που πήγα μια τηλεόραση ποδόσφαιρο έδειχνε, μια πίτα Αγράφων με κολοκύθι μου έδωσαν να δοκιμάσω, ο τύπος με τη γενειάδα που τελικά δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο φαίνονταν ζούσε με τη μάνα του, μου είπε ότι είχε δουλέψει σε ποταμόπλοια στο Ρήνο περνώντας μέσα από φιόρδ και κάστρα, λίμνες και στριφογυρίσματα του ποταμού μέχρι τις τρομακτικές εκβολές όπου έβλεπες ένα χάος από νερά κι ομίχλες και διακλαδώσεις υδάτινες καθώς όλη εκείνη η τεράστια ποσότητα νερού χύνονταν στη Βόρεια Θάλασσα. Άκουγε εκεί πέρα τους ντόπιους να μιλούν για μύθους ότι δηλαδή παλιά υπήρχε ο χρυσός στο Ρήνο από ορυχεία αρχαία κι από τα λάφυρα που μάζευαν οι πολεμιστές και τα είχαν θάψει στα νερά του, τη νύχτα λέγανε ότι σε κάποια σημεία έβλεπες μια λάμψη κι εκεί πέρα κάποιοι έσκαβαν με μανία και βουτούσαν στο ποτάμι ψάχνοντας για χρυσά δαχτυλίδια, βραχιόλια και πανοπλίες φτιαγμένες από κρίκους ασημένιους . Μετά τα ποταμόπλοια είχε δουλέψει στα πετρελαιοφόρα ''Άμα βουλιάξει στη μέση του ωκεανού το καράβι είναι τελειωμένο μιλάμε βέβαια για πετρελαιοφόρο τέρας που δε καταλαβαίνει τίποτα αλλά υπάρχουν κύματα μέχρι τον ουρανό που μπορούν να σε στείλουν στο πάτο σε μια στιγμή , μέχρι να σηκωθούν τα ελικόπτερα από καμιά βάση για να σε ψάξουν όλα έχουν τελειώσει! ‘’ Στο πρώτο του ταξίδι δεν υπήρχε σήμα τηλεφωνικό, δε μπορούσε να μιλήσει με κανένα, το Skype είχε νεκρώσει, τα δορυφορικά τηλέφωνα βουβά, όταν είχαν σήμα οι μονάδες έτρεχαν σα παλαβές, οι κάρτες άδειαζαν με ταχύτητα διαβολική, στο Χονγκ Κονγκ πολυκατοικίες και χλίδα, στο Ρίο άγρια τα πράγματα, ταξιδέψε μέχρι τη Σιγκαπούρη μέσω Ντουμπάι, εννιά ώρες στο αεροπλάνο σιχαίνεσαι το σύμπαν στην ασιατική πόλη, ζέστη, υγρασία, οι παλάμες σου ιδρώνουν όλη την ώρα...

Αργά το βράδυ πέρασα απ το κέντρο μια τελευταία φορά, τα συνεργεία του δήμου βγήκαν με τις αντλίες και καθάριζαν τους βρώμικους δρόμους ρίχνοντας νερό άφθονο, εκείνος με τη κοιλιά και την γενειάδα που είχε ταξιδέψει στο Ρήνο βλέποντας λάμψεις  στα νερά τη νύχτα,  ήρθε να μου πει ότι χάσαμε το στοίχημα για λίγο, μια ομάδα είχε σκοράρει στη  παράταση και μας έκαψε . Όπως πάντα είχε κέφια, ήταν ζωηρός, έλεγε για έναν Ρώσο με τον οποίο έκανε παρέα κάποτε και  μερικές φορές τον κοίμιζε τζάμπα στο ξενοδοχείο που δούλευε. Μια χρονιά, παραμονές Χριστουγέννων, χιόνι πολύ είχε σκεπάσει την καλύβα του Ρώσου κάπου στο Φίλυρο, το πρωί δε μπορούσαν ν' ανοίξουν τη πόρτα του απ τον άσπρο σωρό που είχε μαζευτεί, του φώναζε κι αυτός δεν άκουγε τίποτα σκεπασμένος κάτω απ' τις κουβέρτες και τις βελέντζες του, τελικά με τα πολλά τον είχε ξυπνήσει. Όπως κατέβαιναν προς την πόλη με το αυτοκίνητο μια ομίχλη είχε πέσει, ο δρόμος γλιστρούσε, δεν έβλεπαν τίποτα, κατέβηκαν απ τ αμάξι να δουν τι γίνεται, έναν φορτηγατζή σταματημένο στην άκρη του δρόμου συνάντησαν , ''Τι γίνεται ρε φίλε¨''- ''Προχωρήστε !’’ του είπε αυτός ''Λίγο παρακάτω η ομίχλη καθαρίζει!'' και πράγματι, λίγο πιο κάτω το νοτισμένο σύννεφο εξαφανίζονταν, ένα απέραντο, απαλό, άσπρο σεντόνι απλώνονταν μπροστά, τους φάνηκε πολύ όμορφο, ο Ρώσος που ήταν κάπως μελαχρινός, βλέποντας το τοπίο θυμήθηκε τη πατρίδα του, ''Άμα μιλάς τουρκικά...''' είπε ''... μπορείς να συνεννοηθείς με όλους σ ένα κάρο χώρες πέρα απ τον Καύκασο, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν, Κιργιστάν, μέχρι βαθιά στην Ασία...’’


Δεν είχα όρεξη να φύγω, νύσταζα, όπως μισόκλεινα τα μάτια έβλεπα σπίτια με κεραμίδια σκεπασμένα από χιόνι και ποτάμια να  χύνουν τ'  αφρισμένα τους  νερά  στη θάλασσα, κοντά στα μεσάνυχτα εμφανίστηκε ο νυχτοφύλακας που κλειδώνει τις στοές στο Μοδιάνο, ένας κρότος ακούστηκε και πυροτεχνήματα άναψαν στον ουρανό της πόλης που στολίζονταν από βροχή φώτων , ο τύπος με τη γενειάδα σήκωσε το κεφάλι κοιτώντας τις χρυσές λάμψεις που έσκαγαν ψηλά, μια απ αυτές σα φλόγα τεράστια,  υψώθηκε πάνω απ τι άλλες μέχρι ψηλά πολύ και μετά έσκασε με πάταγο σαν ήλιος που εκρήγνυται μέσα σε κρότους εκκωφαντικούς μιας έκρηξης υπερκόσμιας...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...