Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

ΚΥΑΝΟΥΝ ΤΟΥ ΑΙΘΥΛΕΝΙΟΥ

Το λεωφορείο κατέβαινε με φόρα απ τη Νεάπολη, έτρεξα να το προλάβω, μέσα κανείς άλλος δεν υπήρχε εκτός απ τον οδηγό, ομίχλη παντού στο δρόμο, ταξιτζήδες ξενυχτισμένοι στις πιάτσες τους, σ ένα παγκάκι ένας τύπος με σκούφο κοιμόταν δίπλα σ ένα ποτήρι, μια γυναίκα αλκοολική μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι παραπατούσε, σε μια στροφή ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στη μέση του οδοστρώματος σε μια στάση λοξή, ο οδηγός έστριψε να τον αποφύγει, γυρίζοντας πίσω είδα το κεφάλι του να κουνιέται ...

Ο Μανώλης με περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας του,βάλαμε τις ζώνες και ξεκινήσαμε, σ' ένα μνημόσυνο κάπου έξω απ την πόλη πηγαίναμε, ο πεθαμένος ήταν συγγενής του φίλου μου που ήθελε παρέα στο ταξίδι, πομπές αυτοκινήτων έρχονταν απ' την αντίθετη κατεύθυνση, στο μουσείο τα παράθυρα φωτισμένα, μέσα τ' αγάλματα κοιμούνταν ήρεμα. Στη Τσιμισκή τα φανάρια όλα πράσινα, φεύγαμε σφαίρα, φαγάδικα πουλούσαν τυρόπιτες και γλυκά φτηνά, στα Λαδάδικα πιτσιρικάδες ελεεινοί σχημάτιζαν ουρές έξω απ το ''DOGS'', μπαλκόνια στολισμένα, μια πυλωτή φωτισμένη σα τούνελ βαθύ, επιγραφές χρωματιστές, ο Μανώλης άναψε το καλοριφέρ, έβαλε ράδιο, κάτι τραγούδια που είχα χρόνια να ακούσω ‘’Είμαι στ' αλήθεια δυστυχής που σ' αγαπάω….. θα με προδώσεις και βαθιά θα πληγωθώ!’’ και το άλλο το θανατηφόρο''... έρχεσαι ν' ανάψεις τη φωτιά, άσε με να σε ξεχάσω πια!'' .

Ένα μαγαζί που πουλούσε σάντουιτς είχε ο Μανώλης, τον βοηθούσα κάπου κάπου κρατώντας το μαγαζί, ο αέρας εκεί μέσα μύριζε αιθανόλη και κάρβουνο, τύποι μυστήριοι μαζεύονταν, κάτι αλκοολικοί καμένοι, κάτι μισότρελοι, κάτι καλόγεροι νηστικοί, ήσυχοι, κάτι τύποι παρακμιακοί, κάτι άλλοι τζαμπατζήδες που ήθελαν να τρων και να πίνουν δίχως να δίνουν δυάρα γιατί ο Μανώλης δε μπορούσε να πει όχι, δάνειζε κιόλας στον κάθε μπαταξή κι άντε να τα πάρεις ύστερα. Όταν καθόμουν εγώ στο μαγαζί δε σήκωνα τέτοια, δε το καταλάβαινα αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να σε φάνε ζωντανό άμα τους άφηνες. Ο μόνος που πήγαινα πραγματικά κι ήταν μια όαση λογικής εκεί μέσα ήταν ένας αλκοολικός που είχε ένα σημάδι από αίμα στο κεφάλι, μια βραδιά είχε στουκάρει σ' ένα αμάξι όπως περνούσε το δρόμο. Μερικές φορές έρχονταν ένας μαυριδερός με ξυρισμένο κεφάλι που είχε μπαξέδες κάπου στην Αριδαία, έφερνε λωτούς και μήλα, τά 'βαζε στο τραπέζι να πάρουμε, φορούσε σαγιονάρες χειμώνα καλοκαίρι απλά όταν είχε κρύο φορούσε και κάλτσες, στο στόμα είχε μόνο ένα δόντι, του έβαζα κρέατα σκληρά και δεν παραπονούνταν, το πάλευε ενώ εγώ μαζί με τον αλκοολικό γελούσαμε τόσο πολύ που στο τέλος γονατίζαμε στο πάτωμα....

Βγήκαμε στην εθνική οδό, ησυχία, πίσω μας άρχιζε να χαράζει, ο ουρανός έπαιρνε ένα χρώμα βαθύ, γλυκό πορτοκαλί , σα να έπιανε φωτιά η ανατολή, άσπρες γραμμές από αεροπλάνα διερχόμενα από και προς όλες τις κατευθύνσεις έσκιζαν τον ουρανό που είχε ένα χρώμα κοντά στο κυανούν του αιθυλενίου, κοπάδια από πουλιά πετούσαν, στον κάμπο μπαμπακοχώραφα οργωμένα, ριζοχώραφα καμένα, ένα κοκκινωπό χρώμα απ' τις κορφές των κλαδεμένων δέντρων σκέπαζε τα χωράφια με τις ροδακινιές, κάποιο ποτάμι κυλούσε δίπλα μας φτιάχνοντας λίμνες και φαράγγια, συστάδες από λεύκες με φύλλα κίτρινα σείονταν στον άνεμο, ψηλά στα βουνά στρώματα φτέρης ξαπλωμένα στις πλαγιές…

Σ ένα πρατήριο σταματήσαμε, ο φίλος έλεγε ότι είχε το καλύτερο φυσικό αέριο και το πιο φτηνό, γεμίσαμε το ντεπόζιτο και φύγαμε, στον Όλυμπο χιόνι είχε πέσει, κρύο έκανε, ο ήλιος μπαίνει πια στον Αιγόκερο κι αρχίζουν οι χειμερινές τροπές κι οι ανατροπές του, η νύχτα μεγαλώνει πολύ κι όλα μοιάζουν να εισέρχονται σε κάποιου είδους λήθαργο, το καλοκαίρι όλο και πιο απόμακρο φαίνεται, ο καιρός έχει γίνει χριστουγεννιάτικος επιτέλους, μια διάθεση γιορταστική απλώνεται, εικόνες από τραπέζια φρούτα, φαγητά, χιόνια, κέδρους, πουρνάρια καψαλισμένα, έλατα στολισμένα...

Τα Χριστούγεννα μοιάζουν κοντά πια, μπροστά στην Έκθεση φωτάκια σχηματίζουν τις πύλες απ το παλάτι του Αλαντίν με χιλιάδες αραβουργήματα, στα TIGER στολίδια για δέντρα και κάρτες χρωματιστές ταχτοποιούν οι κοπέλες, ποτήρια με σχέδια βάζουν στα ράφια τοποθετώντας τιμές απάνω τους. Τα σαββατόβραδα στη πόλη καρτ ποστάλ βλέπεις παντού τριγύρω, κάποιος σκύβει πάνω από ένα τραπέζι να φάει το φαΐ του, μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά και μέτωπο πλατύ περνά κι εσύ κάθεσαι και τη χαζεύεις, στα πάρκα με τα λουλούδια σκύλοι σκάβουν λαγούμια και ξαπλώνουν εκεί μέσα. Οι ζητιάνοι έχουν αποθρασυνθεί κι είναι έτοιμοι να σου αρπάξουν τα λεφτά απ τα χέρια, κόσμος πολύς στα ίντερνετ καφέ, τύποι βαρεμένοι παίζουν όλη νύχτα παιχνίδια με σκοτωμούς κι εκτελέσεις, πότε δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι, πως ζουν, ποιος τους ταΐζει, τι κάνουν στη ζωή τους; Μουσικές σπαστικές παίζουν οι πιτσιρικάδες που δουλεύουν εκεί μέσα κι ο αλγόριθμος του facebook αλλάζει συνέχεια βάζοντας τα πρόσωπα που θέλει μπροστά σου χωρίς να σε ρωτήσει...

Σ’ ένα χωριό φτάσαμε, μια εκκλησία σκεπασμένη με σχιστόλιθους, παλιά ήταν μοναστήρι, ο χώρος μέσα τεράστιος, καθόλου ζέστη, καθίσαμε στις καρέκλες ενός αναλογίου και περιμέναμε, καντήλια ασημένια και πολυέλαιοι έχασκαν από πάνω μας, στο πάτωμα χαλιά κόκκινα και βυσσινιά γεμάτα σχέδια, χρώματα, λουλούδια κλαδιά μικρούτσικα, πολύ πολύ μικρά, ένα παπάς με άμφια πορφυρά βγήκε στην ωραία πύλη, συμβολίζουν λέει το πένθος αυτά τα άμφια. Φυλλάδες με βίους αγίων διάβαζα κάποιος τους είχε αφήσει εκεί, ένα συναξάρι ατέλειωτο, ποιος ήταν ο άγιος εκείνος για τον οποίο είχαν γράψει τόσα πολλά, τι στο καλό είχε κάνει, στην έρημο όπου είχε αποτραβηχτεί μιλούσε λέει με τα λιοντάρια και τ άλλα άγρια θηρία...

Διαβάζοντας ξεχάστηκα, στο μνημόσυνο μια γυναικά έκλαιγε, εγώ σκεφτόμουν αυτά που είχαν γίνει μες τη βδομάδα, Ο Ηρακλής πήγε στα σύνορα με την ομάδα του να βοηθήσουν τους μετανάστες, τον βάλανε να φυλάξει μια ομάδα εξαθλιωμένων, φοβόταν, όλοι είχαν αποτρελαθεί,το μάτι τους γυάλιζε, θέλανε να λιντσάρουν ένα μεθυσμένο που βρέθηκε ανάμεσα τους, άρχισαν να τον πετροβολούν με λιθάρια που βρήκαν εκεί πέρα, πλάκωσε η αστυνομία και τα ΜΑΤ, τον πήρανε μαζί τους, θα τον σκότωναν σίγουρα...

Γιορτές έρχονται, όλα διαφορετικά δείχνουν, ο κόσμος γυρίζει σα να είναι σε συνεχή περιδίνηση,η Χρύσα πάλι πήγε στο Λος Άντζελες, σ ένα πάρκο στο Χόλιγουντ γεμάτο εφέ και κόλπα περίεργα, κουφά, διαδρομές με το τρενάκι όπου έβλεπες ψηφιακούς δεινόσαυρος να παλεύουν μπροστά στα μάτια σου σα να ήσουν στην προϊστορία, αεροπλάνα αληθινά καρφώνονταν σε μια λίμνη τεράστια ανάμεσα σ' εκρήξεις και λάμψεις και φωτοβολίδες, πρέπει να ήταν εντυπωσιακό ...

Σιγά σιγά πέφτει η αυλαία κι αυτού του χρόνου, αυτή τη χρονιά όλα ήταν αλλιώτικα, άλλες δουλειές, άλλοι φίλοι, οι παλιοί σε χάνουν, τους χάνεις, άλλα πρόσωπα, άλλα σπίτια, άλλοι χώροι, άλλα μέρη, άλλες σκέψεις, δε προλαβαίνεις να συνηθίσεις, δεν έχεις χρόνο, όλο καινούρια πράγματα νιώθεις να έρχονται, πρέπει να τ' αφομοιώσεις, να τα αναλύσεις, να τα ερμηνεύσεις, να τα διαβάσεις σωστά, να είσαι προετοιμασμένος για όλα, να μην αιφνιδιαστείς, να μη σε ξαφνιάσουν πάλι, να προλάβεις την επόμενη κίνηση, εκείνη πάντως η γυναίκα με διέψευσε, δεν έπρεπε να βιαστώ να τη καταδικάσω, αποδείχτηκε ότι έχω γίνει καχύποπτος…

Ένα διάλειμμα χρειαζόμουν, μια παύση, είχα κρυώσει κιόλας, έβηχα, ο λαιμός γδαρμένος, τ αυτιά μου βούιζαν μέχρι τα μηλίγγια σαν ν' αντιλαλούσε μέσα τους μια θάλασσα, το κεφάλι μου πονούσε. Την είχα αρπάξει πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη, είχε πιάσει μια βροχή φοβερή κι η Εθνικής Αμύνης κατέβαζε ποτάμια νερού, όπως πήγα να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο πάτησα στο αυλάκι που κυλούσε, βράχηκα μέχρι τον αστράγαλο, μούλιασα δεν είχα καμιά δουλειά να γυρίζω με τέτοιο καιρό όμως ήθελα ένα βιβλίο εκείνη τη στιγμή, το χρειαζόμουν οπωσδήποτε, δε μπορώ να σου το εξηγήσω, απλά το νιώθεις μέσα σου βαθιά σαν μια ανάγκη ζωτική, ήθελα εκείνη τη πληροφορία οπωσδήποτε να τη ψάξω, να δω τι στο δαίμονα παίζονταν μ εκείνη την ιστορία που αφηγούνταν το βιβλίο. Ψάχνοντας στα ράφια έβλεπα απ το γυάλινο τοίχο τα περιστέρια στο γείσο μιας στέγης να βηματίζουν νευρικά ατενίζοντας το κενό από κάτω τους έτσι που σ έκαναν να ζαλίζεσαι, η βροχή είχε σταματήσει πια, μια ομάδα πουλιών απογειώθηκε για να ενωθεί με κάποιο σμήνος που στροβιλίζονταν ψηλά πάνω απ' τα κτίρια, ένιωθα τα πόδια μου βρεγμένα, έπρεπε ν αλλάξω γρήγορα, εκεί κρύωσα...

Ήταν μια δύσκολη βδομάδα, χρειαζόμουν ένα διάλειμμα, ζαλισμένος ένιωθα το κεφάλι μου να βουίζει, όπως πηγαίναμε να χαιρετίσουμε τους συγγενείς του νεκρού σκόνταψα σ ένα χαλί και χτύπησα σε μια κώλωνα, μα που στο δαίμονα είχε βρεθεί εκεί πέρα καλά που δε με βλέπανε! Μετά την εκκλησία στην αίθουσα τελετών η γυναίκα εκείνη συνέχιζε να κλαίει, οι υπόλοιποι φαίνονταν αδιάφοροι, μας δώσανε ραβανί, κάτι κομμάτια τετράγωνα,πήγαμε να δούμε τους συγγενείς του Μανόλη σ ένα σπίτι χαμηλό με γρασίδι στην αυλή ένα πηγάδι παλιό και μια κληματαριά με σταφύλια χειμωνιάτικα που τα τσαμπιά τους κρέμονταν στη κρεβατίνα ψηλά, βαριόμουνα, ήθελα να φύγω, τελικά αφήσαμε το χωριό κατά το απομεσήμερο την ώρα που έδυε ο ήλιος...

Το απόγευμα μου ζήτησε να κρατήσω για λίγο το μαγαζί του, πήγα από κει και σε λίγο σε κείνο το στενό μέρος μαζεύτηκε η σάρα κι η μάρα πλάκωσε κόσμος και δε μπορούσες να σκεφτείς τίποτα απλά προσπαθούσες να μη βλέπεις μπροστά σου όλους εκείνους τους πειναλέους, τους έδινες κάτι και φεύγανε, μερικοί ήταν βολικοί, άλλοι απαιτητικοί, δύστροποι, μια μελαχρινή γύφτισσα μου είπε ότι μου είχε δώσει ένα εικοσάευρο, δε θυμόμουν τι μου είχε δώσει οπότε πετιέται ο αλκοολικός με το κόκκινο σημάδι στο κεφάλι που δεν έλειπε ποτέ από το μαγαζί ''Δε ντρέπεσαι μωρή, δίευρο του έδωσες του παιδιού!'' η γύφτισσα άρχισε να φωνάζει ότι την εξαπάτησαν, καλούσε το κόσμο να την υποστηρίξει, χειρονομούσε θεατρικά δείχνοντας το άδειο πορτοφόλι της, δεν ήξερα τι να κάνω. Ένας κουστουμαρισμένος με γραβάτα εμφανίστηκε και ζήτησε μια μερίδα ενισχυμένη, με πλήρωσε, αλλά σε λίγο εμφανίστηκε και είπε ότι του έδωσα καμένα κρέατα, ναι αλλά τα είχε φάει, ζήτησε να του ξαναγεμίσω το πιάτο, το γέμισα έτσι τζάμπα να μη στενοχωρήσω το Μανώλη όμως μετά ο τύπος ζητούσε κι άλλα, και συμπλήρωμα, και σαλάτα, και ψωμί, ρε φίλε τι ήθελε ο άνθρωπος, τι ζώο ήτανε! Η γύφτισσα φώναζε, κάτι παιδιά με μούσια και κάτι κοπέλες που είχαν έρθει και περίμεναν τη σειρά τους κοίταζαν περίεργα, τους φαίνονταν παράξενο όλο αυτό το σκηνικό, δεν ήξερα τι να κάνω, ο Μανώλης δε φαίνονταν πουθενά στον ορίζοντα να με σώσει, ήθελα να εξαφανιστώ αλλά δε μπορούσα, δε γίνονταν!

Σαν όνειρο θυμάμαι ύστερα το φίλο μου τον αλκοολικό να χυμά στον άλλον τον αχόρταγο, μετά κάτι φωνές, κάποιος μ ένα κόκκινο σημάδι στο κεφάλι κρατιόταν από έναν στύλο που έβγαζε μια φλόγα στο κυανό χρώμα του αιθυλενίου και κλοτσούσε στο στήθος κάποιον άλλον με κουστούμι, κάποιος ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο, ανάσαινε βαριά, μετά δεν ακούγονταν τίποτα σαν κάποιος να κατέβασε τη φωνή στη τηλεόραση...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...