Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΛΥΣΙΔΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Ένα διάλειμμα χρειάζονταν, μια διέξοδο, μια ανάπαυλα, τα είχε βαρεθεί όλα, είχε καταρρεύσει, είχε στερέψει, δε μπορούσε ν’ αποφασίσει τι πραγματικά ήθελε, όλα του φαίνονταν λάθος, όλη του η ζωή ήταν μια ευθεία γραμμή μονότονη, έκανε πράγματα χωρίς να σκέφτεται, ήθελε κάτι ν αλλάξει, το μέλλον τον φόβιζε, αισθάνονταν ότι έπρεπε να βγει από κάπου όπου τον είχαν ρίξει δίχως να τον ρωτήσουν!

Το κεφάλι του σαν να είχε βαρύνει απ τις σκέψεις, σα να τον είχε πλακώσει κάποιος απ τους τέσσερις τοίχους του δωματίου του! Ήθελε να ξεκόψει, δεν έβγαινε για μέρες, για βδομάδες απ το σπίτι, δεν έβλεπε κανέναν, δε τον ένοιαζε τι γίνονταν εκεί έξω. Καμιά φορά παρακολουθούσε λίγο τηλεόραση, καμιά εφημερίδα έπαιρνε ή κάνα περιοδικό, είχε κάποια χρήματα στην άκρη, δε τον ένοιαζε, μπορούσε να περάσει αρκετό καιρό μ αυτά, είχε αποκοπεί απ τους φίλους του εντελώς πια είχε μείνει.Ο μόνος που επέμενε να μπαίνει στο διαμέρισμα ήταν ένας πιτσιρικάς Αλβανός φτωχοδιάβολος που κατοικούσε από κάτω. Τον έστελνε να του πάρει κάνα σάντουιτς ή κάνα φαΐ μαγειρεμένο όποτε το λαχταρούσε. Οι φίλοι κι οι γνωστοί είχαν απορήσει, το ξέρανε βέβαια τι τρελάρας ήτανε, πάντα φέρονταν παράξενα, μια ζωή έτσι παλαβός ήτανε , παλιότερα είχε κάνει ένα φεγγάρι και στο ψυχιατρείο. Όμως τον αγαπούσαν ίσως ακριβώς γι αυτές τις τρέλες του, είχε κάτι το γοητευτικό απάνω του, ξέρανε πόσο ξεροκέφαλος ήτανε και δεν επέμειναν, αν έβαζε κάτι στο μυαλό του αυτό ήτανε. Ένας δυο που είχαν δοκιμάσει να τον πλησιάσουν έφριξαν έτσι όπως τον είδαν, ήταν δύσκολο ν αντέξεις στο δωμάτιο του πάνω από μερικά λεπτά αλλά αυτόν έμοιαζε να μη τον νοιάζει! Είχε χάσει το λογαριασμό, δεν ήξερε αν είναι καλοκαίρι η χειμώνας, μέρα ή νύχτα, ζούσε στον κόσμο του, είχε παραιτηθεί εντελώς. Λέγανε ότι έπαιρνε φάρμακα υπνωτικά και ουσίες περίεργες , μια φορά κάποιος πήγε να του πει κάτι. Εκεί που κάθονταν στα σκοτεινά βλέποντας τηλεόραση χωρίς να μιλάνε του πέταξε στο αδιάφορο ''Δεν είναι καιρός να το σταματήσεις όλο αυτό, δε νομίζεις ότι τράβηξε πολύ ;''. Ο άλλος τον κοίταξε μ ένα βλέμμα τόσο περίεργο σα να του έλεγε ''Σήκω φύγε όπως είσαι μη σε πάρει ο διάολος!''.

Τη νύχτα ξυπνούσε και κοιτούσε τα ρολόγια στον τοίχο, του φαίνονταν ότι έδειχναν ότι νάναι, άλλοτε πάλι καθόταν κι έσβηνε ονόματα απ το κινητό που δεν του λέγανε πια τίποτα. Ο κατάλογος είχε μικρύνει επικίνδυνα, στο τέλος μονάχα μερικά άτομα είχαν μείνει, αυτά που θεωρούσε για κάποιο λόγο εντελώς απαραίτητα και δεν ήθελε ή δε μπορούσε να ξεκόψει μαζί τους ακόμα. Μερικές φορές τον ξυπνούσε μια φίλη απ το εξωτερικό, ήταν μέρα εκεί πέρα στα μέρη όπου έμενε αυτή. Τον αναζητούσε όπως παλιά, αυτός καθόταν και κοίταζε το νούμερο που σχηματίζονταν στο καντράν μέχρι που σταματούσε να χτυπά .

Αισθάνονταν σα να βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά σε κάποιο τέλμα, σ ένα λαβύρινθο δαιδαλώδη, σ ένα τούνελ σπειροειδές που τον τραβούσε μέσα του. Ήταν σα να τον είχαν ξεβράσει τα κύματα σε μια ακτή όπου κάθονταν και χάζευε τη θάλασσα με τις ώρες. Του φαίνονταν σα να το είχε ζήσει κάποτε ξανά όλο αυτό αλλά το είχε ξεχάσει θαμμένο στον πάτο του μυαλού του και τώρα αναδύονταν πάλι. Είχε την αίσθηση ότι ταξίδευε σε μέρη άγνωστα όπου δεν είχε πάει ποτέ, σε σημεία σκοτεινά, ήταν σα να πετούσε διαγράφοντας τροχιές ελλειπτικές γύρω από κάποιον πλανήτη. Άλλοτε πάλι ένιωθε ότι ήταν μέσα σ’ ένα παιχνίδι ηλεκτρονικό, ένα μάτι τεράστιο τον παρακολουθούσε συνέχεια, ψίθυροι γέμιζαν το χώρο από κάπου, πλάσματα στρογγυλά του επιτίθονταν κι έπρεπε ν’ αγωνιστεί, να πέσει και να σηκωθεί ξανά και ξανά μέχρι να νικήσει, φαίνεται ότι είναι μια επιθυμία εγγενής, ενδόμυχη, κρυφή, μια ανάγκη που φωλιάζει βαθιά μέσα μας, η επιθυμία να παλέψεις, να τα δώσεις όλα όσο κι αν φοβάσαι, όσο κι αν αμφιβάλεις αν θα τα καταφέρεις, σε όποια κατάσταση κι αν είσαι. Μονοπάτια και χαραμάδες ανοίγονταν μπροστά του, φοβόταν αλλά τον ευχαριστούσε κιόλας αυτή η αίσθηση που τον καλούσε να τα εξερευνήσει όλα, όλο και πιο πέρα, όλο και πιο μακριά!

Δεν ήθελε να το αναλύσει, απλά το ακολουθούσε κι όπου τον πήγαινε, οι γείτονες έβλεπαν γυναίκες περίεργες να βγαίνουν απ το σπίτι του τα ξημερώματα, τον ξαφρίζανε κανονικά, του παίρνανε ότι πολύτιμο είχε. Καμιά φορά η διαχειρίστρια χτυπούσε το κουδούνι να πάρει τα κοινόχρηστα όμως κάτι περίεργοι ήχοι σα βογγητά που ακούγονταν απ το δωμάτιο του την έκαναν να φεύγει πανικόβλητη. Κάπου κάπου του τηλεφωνούσε η γυναίκα του με την οποία είχε χωρίσει από χρόνια. Όταν μετά από καιρό δεν απαντούσε και δεν έστελνε τα λεφτά για τα παιδιά τον έσυρε στο δικαστήριο, ήρθαν δυο αστυνομικοί θηριώδεις και τον πήραν σηκωτό, τον κλείσανε φυλακή μια νύχτα, τρόμαξε μ αυτά που είδε εκεί πέρα και με το σκηνικό όλο, από τότε ήταν συνεπής μ αυτήν….

Κυκλοφορούσε τη νύχτα πιο πολύ, είχε γίνει τύπος σκοτεινός. Όλα του φαίνονταν θολά, πήγαινε στα ίντερνετ καφέ που διανυκτέρευαν, πιτσιρικάδες έπαιζαν PAC MAN- που το είχαν ανακαλύψει αυτό το παιχνίδι- το ανθρωπάκι κινούνταν σε διαδρόμους πάνω κάτω, έπεφτε σε τοίχους, άλλαζε κατεύθυνση σα ζαλισμένο. Νόμιζε ότι αυτός ο ίδιος ήταν εγκλωβισμένος εκεί μέσα, προσπαθούσε να βγει δοκιμάζοντας εναλλακτικές κατευθύνσεις κι όλο πάνω σε τοίχους έπεφτε. Μια φορά είχε δει ένα παιδί να κοιμάται γερμένο στη καρέκλα του, είχε τα ακουστικά στ' αυτιά του ακόμα, στην οθόνη ένα ζευγάρι φιλιόταν, πλησίασε πιο κοντά να εξακριβώσει αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, μάλλον κορίτσι έδειχνε. Το λυπήθηκε, που ήταν οι γονείς του, που ήταν η μάνα του, ο πατέρας του, τι να έκαναν τα δικά του τα παιδιά;

Ένα βράδυ όπως οδηγούσε είχε την εντύπωση ότι τον κυνηγούν οι αστυνομικοί για να τον χώσουν μέσα πάλι, έστριψε σε κάτι στενά όμως ένιωθε ότι και πάλι τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε του φάνηκε πως δε θα γλίτωνε με τίποτα. Παράτησε το αμάξι όπως ήτανε, χώθηκε σ ένα κτήριο που ήταν ανοιχτό, ανέβηκε στο ρετιρέ με το ασανσέρ, βρήκε μια σκάλα, μια πόρτα ανοιχτή, χώθηκε σε μια μικρή αποθήκη με σάπια έπιπλα. Ήταν σα να έπαιζε σε μια ταινία τρόμου, κάποιος λυκάνθρωπος ή κάνα τέρας με χέρια τριχωτά θα πετάγονταν από κάπου για να του κόψει ένα κομμάτι απ τις σάρκες του, έμεινε εκεί για ώρες πολλές τρέμοντας. Όταν κατέβηκε έβρεχε, ποτάμια σχηματίζονταν στο δρόμο, στάθηκε κάτω από ένα μπαλκόνι, ένα κορίτσι με μια ομπρέλα πέρασε δίπλα του και τον κοίταξε τρομαγμένο ''Πρέπει να δείχνω πολύ χάλια!'' σκέφτηκε μέσα του. Πήγε στο μέρος όπου είχε αφήσει το αμάξι του, το βρήκε άθικτο, όπως ακριβώς το είχε αφήσει , η πόρτα ήταν ανοιχτή ακόμα....

Πέρασαν μέρες έτσι, βδομάδες, μήνες, στο μεταξύ είχε ανακαλύψει κάπου στο ίντερνετ πληροφορίες για κάτι πειράματα μυστήρια που έψαχναν να βρουν τα μικρότερα σωματίδια που υπήρχαν στο σύμπαν. Πάντα του άρεσαν τέτοια πράγματα, τον τρέλαινε η ιδέα ότι στα απειροελάχιστα αυτά σωματίδια κρύβονταν απίστευτη ενέργεια που μπορούσε να διαλύσει τα πάντα! Κοίταζε τις λέξεις χωρίς να καταλαβαίνει τι σήμαιναν απλά τον γοήτευαν εκείνοι οι όροι όπως : ''Αλυσιδωτές αντιδράσεις '', ''Υποατομικές κλίμακες'' , ''Ηλεκτρονιοβόλτ'' , ''Σχάσιμα υλικά'' , ''Φωσφορίζουσες ενώσεις ουρανίου'' , ''Ασταθείς πυρήνες'' , μ αυτά περνούσε τον καιρό του...

Ένα πρωινό πέρασε να τον δει ένα φιλαράκι απ τα παλιά, μαζί γύριζαν πριν χρόνια, έκαναν ψιλοαλητείες, ήταν το αγαπημένο του φιλαράκι, μαζί είχαν περάσει τις καλύτερες στιγμές που μπορούσε να θυμηθεί. Κάθισαν στο μπαλκόνι, είχε δροσιά, ο άλλος δε μιλούσε, περίμενε. Γύρισε και τον κοίταξε, ήταν καλοντυμένος, καθαρός, σένιος, φίνος, τον ζήλεψε. Και ξαφνικά τον έπιασε μια φοβερή λαχτάρα να βγει απ το τούνελ όπου είχε πέσει, ν ανέβει ξανά στην επιφάνεια, να ξαναζήσει όπως παλιά, είχε κάνει το διάλειμμα του, ένα κύκλος είχε κλείσει επιτέλους! Το μυαλό του σε μια στιγμή σα να ξελαμπικάρισε απότομα, ήταν μια αίσθηση υπέροχη που τόσο του είχε λείψει! Δεν ήταν έτοιμος εντελώς αλλά ήξερε ότι θα τα κατάφερνε, ήθελε να κερδίσει το χρόνο που έχασε, λίγο βοήθεια χρειάζονταν να πατήσει στα πόδια του ξανά...

Το βράδυ βγήκαν μια βόλτα με το φιλαράκι κι όλα αλλιώτικα του φαίνονταν. Οι καντίνες άναβαν τα πράσινα και ροζ φώτα από νέον που είχαν κολλήσει στην πρόσοψη τους , ένα βυτιοφόρο γυαλιστερό πέρασε από δίπλα τους, ένας γάτος αυτοκρατορικός, γκρίζος, με μάτια που έλαμπαν κοιμόταν στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ένας μακρυμάλλης ζωγράφιζε σ έναν τοίχο σχέδια παράξενα μ ένα σπρέι, μια γυναίκα πέρασε, κάπου την είχε ξαναδεί. Κάτι του άρεσε πάνω της, πιο πολύ τα παπούτσια που φορούσε, κάτι χαμηλά άσπρα, αθλητικά με λουλουδάκια ζωγραφισμένα απάνω τους. Πρόσεξε ότι αυτή κοίταζε τα χείλια του, μπορεί να ήταν απ αυτές που περνούσαν απ το σπίτι του όλον αυτόν τον καιρό, πάλι όμως όχι, δε μπορούσε να ήταν απ αυτές, η κοψιά της έδειχνε διαφορετική, πιο λεπτή, πιο λυγερή, πιο σβέλτη. Ο βόμβος ενός κλιματιστικού που δούλευε νυχτιάτικα τον ζάλιζε, ένα λεωφορείο κουβαλούσε γέρους που γυρνούσαν απ το καζίνο, πρόσωπα περίεργα, μυστηριώδη. Το μάτι του πήρε ένα καρτοτηλέφωνο, θυμήθηκε ότι από κει είχε τηλεφωνήσει στον πατέρα του λίγο προτού πεθάνει ο γέρος . Τον είχαν κλείσει σ ένα ίδρυμα, τελευταία δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, έπεφτε συνέχεια κι έσπαζε πάντα το αριστερό του χέρι, κάτι μες το αυτί του είχε χαλάσει, ένα υγρό έτρεχε αυτό που ρύθμιζε την ευστάθεια του. Ο γέρος φοβόταν να κάνει την εγχείριση, ήθελε να τον βγάλει από κείνο το ίδρυμα μα δεν πρόλαβε.

Έψαχνε το φίλο του που στην ευχή είχε χαθεί κι αυτός. Ένα αμάξι προσπαθούσε να χωθεί σ ένα στενό μέρος κι όλο έπεφτε πάνω στον προφυλαχτήρα ενός σαράβαλου που το είχε σακατέψει, ο οδηγός πρέπει να ήταν μιλάμε άσχετος εντελώς, καθόταν εκεί και γελούσε, ''Γυναίκα σίγουρα!'' σκέφτηκε όταν είδε πως τον παρατηρούσε ένας ανάπηρος σ’ ένα καροτσάκι, φυλαχτά κι αλυσίδες κρεμασμένες στο λαιμό του είχε, τι ήταν και τούτο πάλι !

Έδειχνε καθαρός και φιλικός, χαμογελούσε όλη την ώρα, πρόσεξε ότι είχε μια οδοντοστοιχία κάπως τετράγωνη, θύμιζε λίγο άλογο! Ο ανάπηρος έσυρε το καροτσάκι προς το μέρος του, άπλωσε το χέρι κι ο άλλος το πήρε στο δικό του και τόσφιξε.'' Μη φοβάσαι!'' είπε ο σακάτης μιλώντας με θέρμη σα να γνωρίζονταν από χρόνια '' Όλα για κάποιο λόγο συμβαίνουν, θα το ξεπεράσεις, θα τα καταφέρεις!''

Αυτό ακριβώς ήθελε ν ακούσει, αυτό ακριβώς χρειαζόταν να του πει κάποιος κι εκείνος ο τύπος απ το πουθενά έμοιαζε τόσο ειλικρινής, τόσο σίγουρος που δε μπορούσες ν’ αμφιβάλεις ότι ήξερε τι έλεγε! Σήκωσε τα μάτια του ψηλά στον ουρανό σα να ήθελε να ευχαριστήσει το θεό που του έστειλε εκείνο το σημάδι γιατί σημάδι ήταν αυτό, δε μπορεί να βρέθηκε τυχαία εκείνος ο άνθρωπος την κατάλληλη ακριβώς στιγμή! 'Ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση σα να έφυγε πάνω απ το στήθος του ένα βάρος πεντακοσίων τόνων, σα να καθάρισε μια ομίχλη πυκνή που τον σκέπαζε, ένα φως πολύ δυνατό απλώθηκε στο μυαλό του σα να είχαν συμβεί μέσα του άπειρες αλυσιδωτές αντιδράσεις που σκόρπισαν σε δισεκατομμύρια κομματάκια όλα όσα τον πλάκωναν τόσο καιρό! Γύρισε να πει ευχαριστώ στον τύπο με το καροτσάκι όμως δεν υπήρχε τίποτα πια εκεί γύρω, μονάχα ο γάτος ο αυτοκρατορικός με τα μάτια που έλαμπαν πρασινωπά μες το σκοτάδι τεντώνονταν, ο ανάπηρος είχε εξαφανιστεί σα να άνοιξε μονομιάς η γη και τον ρούφηξε.



1 σχόλιο:

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...