Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

DEEP WEB


Επιδημία κρυψίνοιας έχει πέσει ,  όλοι κρύβουν πράγματα,  κρατούν μυστικά, δε θα τα πουν σε κανέναν  ότι και να γίνει,   θα τα πάρουν μαζί  στον τάφο τους.

 Κρύβουν τα ίχνη ,   το πρόσωπο , το προφίλ τους,   δεν εμπιστεύονται κανέναν, ούτε φίλους, ούτε συγγενείς, ούτε τη μάνα τους,  ούτε τον αδερφό τους, ούτε τη   γυναίκα, ούτε τον άντρα τους, όλοι είναι επίφοβοι ν αποκαλύψουν τα περίφημα μυστικά τους. Η  μυστικοπάθεια φαίνεται ότι  εξαπλώνεται ραγδαία,  παντού υπάρχουν σπιούνοι, ρουφιάνοι, καταδότες,  προδότες,  κουκουλοφόροι μιλάμε για τρέλα,  φοβούνται το κακό μάτι, τη κακογλωσσιά, δεισιδαιμονίες προϊστορικές,   ο τόπος  έχει γεμίσει από πνεύματα του κακού, διαβόλους και δαίμονες,  αρνητική ενέργεια  εκπέμπεται  από παντού, φοβούνται τον ίσκιο τους, κλείνονται στο καβούκι τους .


Πράκτορες σκοτεινοί    στην άλλη άκρη της  γης  κλεισμένοι σε αίθουσες σκοτεινές,   παρακολουθούν να  μάθουν τα μυστικά τους  σα να μην έχουν άλλη δουλειά  παρά να καταγράφουν με προσοχή σε χαρτιά και ταινίες και δε ξέρω γω τι άλλο  τα απόκρυφα τους.  Μια  μανία  έχει ενσκήψει, ο φόβος τους κατακλύζει, τους κυριεύει, τους ισοπεδώνει, δε μπορούν να λειτουργήσουν ορθολογικά ''Θα σου το έλεγα ...''σου λένε ''...αλλά φοβόμουν ότι θα έβγαινες  να το διαλαλήσεις  παντού!'' -  '' Ρε μεγάλε, πότε  μου   εξομολογήθηκες ένα  απ τα καταραμένα μυστικά σου  και δεν το κράτησα;''

 Όταν αποκαλύπτονται αυτά τα περίφημα μυστικά  αποδείχνεται  ότι ήταν κάτι ασήμαντα,  κάτι άσχετα για τα οποία δε σου καίγεται καρφάκι,   ή πάλι είναι τόσο σοβαρά που είναι να τους λυπάσαι για την αγωνία που πέρασαν μήπως μαθευτούν, μήπως τους ξεφύγει λέξη,  δεν υπάρχει τίποτα πιο ψυχοφθόρο.   Απορούν τώρα  γιατί δεν εκπλήσσεσαι,  γιατί δε ρωτάς , μας έχεις τρελάνει, μας έχεις πρήξει με ερωτήσεις για ότι νάναι !    Ναι  παιδιά,   όμως  τώρα πια είναι αργά, έχει χαθεί το timing, το πουλάκι πέταξε,  το νέο έχει μπαγιατέψει, άσε που το είχες ψυλιαστεί από υπαινιγμούς σκόρπιους,  ξέρεις πια πως σκέφτονται,   δεν σε εκπλήσσει ούτε στο ελάχιστο.   Θα μπορούσαν να ξαλαφρώσουν λιγάκι,  να υποφέρουν λιγότερο, να μοιράσουν τη χαρά τους με κάποιον άνθρωπο κοντινό τους,  να νιώσουν πιο όμορφα, στιγμές μοναδικές  χάνονται για να υπερισχύσει η καχυποψία κι η μιζέρια , είναι σα να βάζουν αυτογκόλ χωρίς αντίπαλο!  Θα μπορούσε η ζωή να γίνει πιο απλή, πιο ανεκτή, πιο ωραία,  με λιγότερες παρεξηγήσεις,     όμως αυτό που ήταν πιο σημαντικό γι αυτούς ήταν το μυστικό   που έπρεπε να μείνει εφτασφράγιστο, κλειδωμένο,  ασφαλισμένο, χαντακωμένο,  αμπαρωμένο με κωδικούς και κλειδαριές που δεν ανοίγουν με τίποτα! Παλεύουν, τυραννιούνται, δυστυχούν μόνοι τους άντε και με κανέναν  μυστικοσύμβουλο που ανακάλυψαν , όμως  ο στόχος επιτυγχάνεται,κανείς δεν έμαθε τίποτα,   μπράβο παιδιά,  συγχαρητήρια!


Πάντα  πίστευα  ότι όλα πρέπει να είναι φανερά, εντάξει όχι όλα, δε γίνεται, κάποια πράγματα δεν λέγονται, φυσικά  και  το καταλαβαίνω αυτό. Όμως γιατί να κάνεις  τη ζωή σου περίπλοκη και δύσκολη,  γιατί να σκέφτεσαι  όλη  την ώρα μήπως δε πρέπει να το πω αυτό ή το άλλο,  να το πω σ αυτόν η σ εκείνον,  κι αν διαρρεύσει κάτι,  πέστο  ρε φίλε,  τελείωνε !  Δε γίνεται , δε μπορείς να κρύβεσαι εσαεί ,  άμα είναι σκάψε ένα λάκκο και θάψου εκεί μέσα. Αυτό όμως είναι φόβος, είναι δειλία, είναι παραλογισμός, είναι αρρώστια.  Πρέπει να βγεις εκεί έξω και ν’   αντιμετωπίσεις  ότι υπάρχει,  μη μου κλαίγεσαι,  σε μας δε πήγαν όλα δεξιά,  δεν ήταν  όλα ρόδινα, που ξέρεις τα δικά μας, όμως  δε κάναμε έτσι! Κανείς  δε σου υπόγραψε συμβόλαιο ότι δε θα σε βρει κανένα κακό, κανείς δε ξέρει τι θα του ξημερώσει κι αν θα ζει αύριο, έτσι είναι, μαθαίνεις να ζεις μ αυτήν την ιδέα,  μ όσους μπορούν σ  ανεχθούν και να  σ εμπιστευθούν,   για τους άλλους δε μπορείς  να κάνεις τίποτα ,  είχαν την ευκαιρία τους  μα  προτίμησαν τον  κλειστοφοβικό  τους κόσμο , ας πρόσεχαν,  η ζωή κυλά, δεν υπάρχει χρόνος, άστους με τα μυστικά τους τα φοβερά …


Στο τέλος του καλοκαιριού οι εποχή  αλλάζει,  ο καιρός περνά δίχως να το καταλάβεις,  τουρίστες μαζεύονται στ'  αεροδρόμια μαυρισμένοι, τσουρουφλισμένοι, καμένοι εντελώς,  άνθρωποι βγάζουν λεφτά από ΑΤΜ  κι άλλοι  φέρνουν στο στόμα μπουκάλια νερού να ξεδιψάσουν,  . Γυναίκες με στηθόδεσμους  γαλάζιους τσεκάρουν εισιτήρια  ,   άλλες σκουπίζουν τα νερά που τρέχουν απ το κλιματιστικό της οροφής, μπορείς   να δεις  τα δάχτυλα τους που είναι όμορφα. Πέρασε κάποια κι έσπαγα το κεφάλι μου που την ήξερα φορούσε μαύρα γυαλιά και με δυσκόλευε να καταλάβω,  ένα φουστάνι σα χιτώνας, σανδάλια αρχαία  που  έδεναν  πάνω απ τον αστράγαλο, ένα σακίδιο δερμάτινο στη πλάτη, που στο διάβολο την  ήξερα !  Πλησίασα να τη δω καλύτερα,  νύχια κίτρινα,   παντελόνι πράσινο,  κάτι σημάδια στο δέρμα, ντεκολτέ ανοιχτό ,   ήθελα να της πω ‘’Ωραίο στήθος έχεις  μωρό μου !’’     με κοίταξε εξεταστικά ,  ''Από που είσαι;'' με ρώτησε στα αγγλικά.



Ένα πάρκο  με βασιλικούς και κατιφέδες, καθίσαμε εκεί πέρα ,   μου  είπε   για  τότε που πήγαινε διακοπές στο χωριό της,  ένα αυλάκι κυλούσε κάτω απ την αυλή του σπιτιού των παππούδων της,   από κει γέμιζαν   τη ποτίστρα για να πιουν τα ζώα,  μέσα  στο αυλάκι έβαζαν τα καρπούζια να κρυώσουν,  το νερό ήταν τόσο κρυστάλλινο που τα  έκανε   να σπάσουν στη μέση με κρότο  αποκαλύπτοντας την κόκκινη καρδιά τους.  Το βράδυ έκλεβαν το   γλυκό του κουταλιού που είχε κρύψει σ ένα μέρος  περίεργο  η γιαγιά τους ,  τρελαίνονταν γι αυτό είχε μαι γέυση απίστευτη!    Τα απογεύματα έπαιζαν   σ'  ένα ρέμα που έκοβε  το χωριό στη μέση,  ο ουρανός πάνω απ  τα κεραμίδια και τις στέγες των σπιτιών ήταν  διαυγής, καθαρός,  μια φορά είχανε  πάει σινεμά κι είδαν μια ταινία με κάτι ποταμόπλοια, ένα παιδί  κάθονταν στα σκαλιά ενός σπιτιού δίπλα σε μια γυναίκα με  γοφούς φαρδιούς, αυτή η σκηνή έμεινε στο μυαλό  της  για κάποιο λόγο.  Εκανε παρέα  όλο το καλοκαίρι μ   ένα κοριτσάκι  που  όλοι  το κορόιδευαν ανελέητα ,  αυτό  δε μιλούσε ποτέ… 

Θα μπορούσε να μη  μου πει  τίποτα, θα μπορούσε να  πει ‘’Ποιος είσαι, γιατί ρωτάς, τι ψάχνεις, τι θέλεις,  τι σε νοιάζει;’’    όμως  πως θα γίνεις φίλος με κάποιον, πως θα χτίσεις πάνω του,  εγώ τουλάχιστον δε μπορώ να λειτουργήσω έτσι,    όταν ο άλλος  σου σηκώνει μπάρες κάθε φορά και σε κλείνει . 


''Γιατί είσαι περίεργος;'' σου  λένε   '' ...γιατί  βάζεις  τους άλλους να σκαλίζουν  τη μνήμη τους,  γιατί  τους  βάζεις στη διαδικασία να σκέφτονται  και να θυμούνται  πράγματα   που  θέλουν  να ξεχάσουν , που  θέλουν  ν'   αφήσουν  θαμμένα;   Γιατί  θες να μαθαίνεις  τις καλύτερες στιγμές της ζωής του άλλου, τις πιο ωραίες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας,  η και τις χειρότερες,   όμως τι διάβολο θα πεις με τους ανθρώπους που αγαπάς, πως θα έρθεις  κοντά τους, πως θα τους καταλάβεις, πως θα οικοδομήσεις  μια φιλία ή μια σχέση;

 Υποτίθεται ότι εγώ είμαι εσωστρεφής  όμως απορώ, δε μπορούν να καθίσουν μοναχοί τους ούτε ώρα αλλά   τι κάθονται και λένε όλον αυτόν τον καιρό, πως γίνεται να μιλούν χωρίς να λένε τίποτα, γιατί δε μιλούν καθαρά,   κι αν  αυτό δεν είναι υποκρισία τότε τι είναι; Δε ξέρουν ποιον   να  εμπιστευτούν, συναναστρέφονται  λάθος πρόσωπα,   κρύβουν  μυστικά ανθρώπων που αποδείχθηκαν σκάρτοι κι  άχρηστοι εντελώς μιλάμε,  δε καταλαβαίνω για πιο λόγο να τους σεβαστείς  αυτούς   τους σκάρτους και σιγά τα μυστικά που  έχουν τα σούργελα!
Εγώ πάλι δε μπορώ έτσι,   τι τα λες  όλα  σου, λένε τι τα γράφεις,  πας καλά,  άσε με ρε φίλε να φύγουν τα καταραμένα από πάνω μου, από  μέσα μου,  δε πάνε στο διάβολο τα μυστικά τους, δε μπορώ ! 




Ο καιρός έχει γίνει φθινοπωρινός,   γλυκός, τα φώτα σβήνουν καθώς ξημερώνει,  ένα γαλάζιο χαρτονόμισμα είχα βρει  ένα πρωινό σ ένα πεζοδρόμιο. Όπως οδηγείς  βλέπεις  απ έξω θάμνους,  χόρτα ξεραμένα , πεύκα, κυπαρίσσια κι ελιές, ακτογραμμές θολές στο βάθος του ορίζοντα,  πινακίδες, δρόμοι κυματιστοί, μπάρες στις άκρες της ασφάλτου. Τα μεσημέρια στα στενά της  πόλης αμάξια ξεφορτώνουν  παιδιά νυσταγμένα καθώς  οι άνθρωποι γυρνούν νωρίς απ τις παραλίες  για να γλυτώσουν το μποτιλιάρισμα, φορούν μαγιό κάτω απ τις πετσέτες τους, άμμος κολλημένη στα πέλματα τους.
Τα βράδια   δε με πιάνει ύπνος, τα μάτια  δακρύζουν μόνα τους,  μια φίλη μου  είπε   να βάλω ένα  κολλύριο  γιατί ήταν κόκκινα, μια νύστα ακατανίκητη τραβούσε τα βλέφαρα ,   ένα όνειρο παράξενο,  η μάνα μου  έπλενε  πιάτα σ ένα νεροχύτη,  μια καταπακτή  από κάπου  έβγαζε ατμό, κάποιος έλεγε ''Έχε το νου σου, φυλάξου!''
Ξύπνησα ,   στη τηλεόραση  ταινίες    με κατασκόπους και πράκτορες,   παρακολουθήσεις ατελείωτες,  σενάρια συνωμοσίας , κάποιοι κινούνται  στο deep web  μέσα από κανάλια  και δίκτυα μυστικά  και υπόγεια, ιοί και κάμερες, ιστότοποι βαθιοί,    τύποι ύποπτοι   με προθέσεις περίεργες, ανθρακωρύχοι δεδομένων, απαγωγείς, χάκερς, έμποροι ναρκωτικών, δολοφόνοι ,διεστραμμένοι, αποξενωμένοι, περιθωριοποιημένοι,  ο κόσμος,   παραπαίει, διασπάται, κομματιάζεται, κατακερματίζεται ,αποσυντίθεται,  όλοι απομονώνονται, κλείνονται, περιχαρακώνονται, χτίζουν ντουβάρια και τείχη, αμφιβάλουν, ψάχνουν υποκατάστατα για να εξομολογηθούν τις κρυφές τους σκέψεις, σ’  ένα ντοκιμαντέρ    ένα κορίτσι χάνεται    στη διάρκεια των διακοπών της   κάπου στην Ινδονησία ,  η μάνα της χαλάει το κόσμο να το βρει, οι ντόπιοι δε δίνουν δεκάρα, ήθελα να δω πως θα τελείωνε, κάτι νεαροί το έίχαν ξεφορτώσει σ ένα φάρο κοντά, ύστερα έλεγαν ψεμματα, δε μπορούσες να βγάλεις   άκρη,  τελικά το  βρήκαν σ ένα πηγάδι βαθύ πεταμένο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...