Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

ΔΙΣΚΟΕΙΔΗΣ ΑΣΤΕΡΑΣ

 

 Δοκίμασε να μπει στο φαρμακείο μα η πόρτα ήταν κλειδωμένη, την έσπρωξε με δύναμη όμως πάλι δεν άνοιξε, τότε έπεσε ολόκληρος πάνω της κι η πόρτα υποχώρησε, δεν υπήρχε κανένας εκεί πέρα μονάχα ράφια αραχνιασμένα και μπουκαλάκια αραδιασμένα στους πάγκους, ανέβηκε τρέχοντας τις ξύλινες σκάλες και βρήκε στο ανώγειο το φαρμακοποιό ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Φοβήθηκε να τον πλησιάσει καθώς παντού γύρω θέριζε η πανούκλα, το πρόσωπο του φαρμακοτρίφτη ήταν γεμάτο σημάδια, οι ώρες του ήταν μετρημένες, έβαλε τη δεξιά μπότα στο λαιμό του και τον ρώτησε άγρια «πούλησες κανένα δηλητήριο τελευταία; » ο γέρος τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα σκοτεινό και φοβισμένο, «όχι» είπε ξεψυχισμένα «δεν έχω πουλήσει κάτι τέτοιο εδώ και χρόνια», έμοιαζε να λέει την αλήθεια και τον άφησε να πεθάνει ήσυχος .

Στάθηκε κάτω από ένα μπαλκόνι κι έβγαλε το δερμάτινο ασκί του να πιει λίγο νερό , είχε άλλα δυο μαγαζιά με φάρμακα να ψάξει για να βρει από πού προήλθε το δηλητήριο που σκότωσε το διάδοχο, ήταν μια αποστολή πολύ δύσκολη κι ο καινούριος βασιλιάς μόνο αυτόν εμπιστεύονταν να τη φέρει σε πέρας. Το αγοράκι είχε δηλητηριαστεί πριν μια βδομάδα από κάποια τροφή κι όλοι οι γιατροί έπεσαν πάνω του να το σώσουν, δοκίμασαν ένα σωρό βότανα, η μάνα του ξαγρυπνούσε αλλάζοντας πανιά στο μέτωπο του για να το κρατά δροσερό στην κάψα του καλοκαιριού, κι εκεί που έδειχνε ότι θα το περνούσε ένα πρωινό ξεψύχησε μέσα σε σπασμούς βυθίζοντας σε θλίψη όλο το παλάτι.

Τον δεύτερο φαρμακοποιό που ήταν κι ο πιο παλιός , τον βρήκε να ποτίζει τον κήπο του, δρασκέλισε έναν πέτρινο χαμηλό τοίχο και βρέθηκε ακριβώς πίσω του, ο φαρμακοποιός τον κατάλαβε την τελευταία στιγμή «ποιος είσαι;», τον ρώτησε δοκιμάζοντας να κατεβάσει την κουκούλα του Καστροφύλακα, «εγώ κάνω τις ερωτήσεις!» του φώναξε αρπάζοντας το χέρι του κι ο φαρμακοτρίφτης μαζεύτηκε πίσω τρομαγμένος, «θα σου πω, θα σου πω!» έγνεψε, «άκουσα τι έγινε, δεν το πούλησα εγώ αλλά ξέρω τι σκότωσε το παιδάκι, μίλησα μ’ ένα γιατρό που το είδε και είμαι σίγουρος ότι έφαγε μανιτάρια δηλητηριασμένα, αυτά προκαλούν σπασμούς, μπορώ να σου δείξω και πιο μανιτάρι ήτανε».

Επιτέλους είχε ένα στοιχείο, η δουλειά είχε γίνει λοιπόν στην κουζίνα, εκεί έπρεπε να ψάξει, κάποιος μάγειρας ίσως ή κάποια γυναίκα που βοηθούσε είχε ρίξει το μανιτάρι, ένα σωρό κόσμος έμπαινε στα μαγειρεία, δε θα ήταν εύκολο να βρει άκρη όμως τουλάχιστον ήξερε που να ψάξει. Όπως κάλπαζε δίπλα σε κάτι κολώνες αρχαίες που στήριζαν τα αυλάκια ενός υδραγωγείου, σκεφτόταν εκείνο το παιδάκι που όλοι το αγαπούσαν, δεν έμοιαζε καθόλου στον πατέρα του όμως εκείνος το λάτρευε και του είχε στοιχίσει πολύ η απώλεια του, για πολλές μέρες δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα, είχε αποτραβηχτεί σ’ ένα κελί εντελώς αποκαρδιωμένος.

Έπρεπε τώρα να ψάξει όλους όσους έμπαιναν στο μαγειρείο, είχε πολύ δουλειά και βιάζονταν να γυρίσει στο παλάτι, καθώς πλησίαζε τον έπιασε μια βροχή τόσο δυνατή που δεν έβλεπε μπροστά του, ευτυχώς ο δρόμος σ’ εκείνο το σημείο ήταν σκυροστρωμένος και το άλογό του δεν κινδύνευε να γλιστρήσει στις λάσπες . Γυρνώντας στο κάστρο πήγε κατευθείαν στα λουτρά να πλυθεί και μετά συνάντησε το βασιλιά στην αυλή, κάτω από ένα υπόστεγο, όπου εξασκούνταν στο σπαθί με κάνα δυο ακόμα άνδρες, όλοι ήταν ιδρωμένοι και τον χαιρέτησαν μόλις τον είδαν, «Έλα να με βρεις στο τραπέζι» του είπε ο βασιλιάς σκυθρωπός καθώς έδινε το ξίφος του για να το βάλει στην οπλοθήκη, εκείνος το χάζεψε για λίγο δοκιμάζοντας με το δάχτυλο την κόψη του που έμοιαζε στομωμένη, «θέλει ακόνισμα» είπε μέσα του .

Στη μεγάλη τραπεζαρία με τις βαριές πορφυρές κουρτίνες ο βασιλιάς έστεκε μόνος δίπλα στο τζάκι όπου έτριζε ένας καρβουνιασμένος κορμός, «Έλα να στεγνώσεις » του είπε «πιες λίγο κρασί, είναι πολύ καλό!», σήκωσε μια κούπα ξύλινη κι ήπιε λαίμαργα «πολύ ωραίο!» είπε καταπίνοντας μερικές γουλιές, ύστερα άρχισε να του εξηγεί τι του είπε ο φαρμακοποιός στην πόλη, ο βασιλιάς έδειχνε σκεφτικός . Προτού καθίσει στο δείπνο όπου μαζεύονταν όλη η ακολουθία του παλατιού, πέρασε μια στιγμή από το μαγειρείο, του άρεσε πάντα να βλέπει τις ετοιμασίες, τα καζάνια που έβραζαν τους ζωμούς, τους υπηρέτες που γέμιζαν τα βαρέλια με νερό και κρασί, τους χασάπηδες που κρεμούσαν τα κυνήγια σε τσιγκέλια μπηγμένα ψηλά στον τοίχο, τις φρουτιέρες που γέμιζαν με ροδάκινα και κεράσια. Έφερε μια βόλτα σ’ όλο το χώρο με το βλέμμα του προσπαθώντας να διακρίνει κάτι ύποπτο, εκείνος που είχε βάλει το δηλητηριασμένο μανιτάρι ήξερε σίγουρα τη δουλειά του πολύ καλά, μπορούσε να επιλέξει μόνο ένα θύμα, το πιο αδύνατο που ήταν το παιδάκι, στους άντρες και στις γυναίκες δε θα είχε την ίδια επίδραση, άρα έψαχνε για κάποιον ικανό κι επιτήδειο.

«Μπήκε κανένας ξένος στην κουζίνα τον τελευταίο καιρό;» ρώτησε τη γριά μαγείρισσα που επέβλεπε όλες τις ετοιμασίες, «όχι άρχοντα μου! » απάντησε εκείνη με τη βαριά μπάσα φωνή της, « κανείς δεν επιτρέπεται να βρίσκεται εδώ όταν ετοιμάζουμε τα φαγητά, κόβω το χέρι μου για όλους εδώ μέσα, όλοι είναι τίμιοι κι ευλογημένοι από τον επίσκοπο που έρχεται καμιά φορά να δοκιμάσει τα κρασιά, έχει πολύ λεπτεπίλεπτη κράση και τον πειράζουν, λέει ότι το στομάχι του είναι ο καλύτερος δοκιμαστής, αν δε νιώσει ενοχλήσει σημαίνει ότι το κρασί είναι άριστο !». Ώστε λοιπόν υπήρχε κάποιος που έμπαινε στην κουζίνα, ο επίσκοπος έχαιρε μεγάλου σεβασμού κι ο βασιλιάς τον είχε σε μεγάλη υπόληψη οπότε δεν μπορούσε να του πει τίποτα προτού σιγουρευτεί όμως έπρεπε να τον εξετάσει κι εκείνον.

Στο δείπνο παρατηρούσε το αφεντικό του που δεν έτρωγε καθόλου μονάχα κάτι μουρμούριζε και σε μια στιγμή φώναξε «θα τον βρω το φονιά και θα τον κάνω να μετανιώσει, θα φτύσει το γάλα της μάνας του !» -«μη λες τέτοια λόγια !» του είπε η γυναίκα του κι ο βασιλιάς έξαλλος σα να του έφταιγε εκείνη της είπε «κλείσε το καταραμένο στόμα σου! » κι από τη φούρια του τράβηξε πρώτα το τραπεζομάντηλο κι έπειτα αναποδογύρισε το τεράστιο τραπέζι, παντού γύρω σκόρπισαν κρέατα και κρασιά, ένας σκύλος έτρεξε ν’ αρπάξει ένα κοτόπουλο κι ο βασιλιάς τον κλώτσησε άσχημα, το ζώο εξαφανίστηκε κλαίγοντας, η ατμόσφαιρα βάρυνε πολύ κι όλοι σηκώθηκαν να φύγουν .Ο Καστροφύλακας πρόλαβε να αρπάξει μια γαβάθα με λίγο κρέας, δεν είχε προλάβει να φάει τίποτα, και τράβηξε για την κάμαρα του, ήξερε ότι ο βασιλιάς είχε μια σκοτεινή πλευρά, τον είχε δει να σκοτώνει δίχως έλεος πολλούς αιχμαλώτους που του φιλούσαν τα πόδια, κι αν έχανε τον έλεγχο θα ήταν πολύ επικίνδυνο, κάτι συνέβαινε στην αυλή του παλατιού κι έπρεπε να βρει οπωσδήποτε ποιος κρύβονταν πίσω απ’ όλα αυτά, ήταν η σειρά του επισκόπου, έπρεπε να μάθει τι ρόλο έπαιζε…

Δυο ψηλά κυπαρίσσια φυτεμένα στις δυο μεριές σαν φρουροί ακίνητοι υψώνονταν μπροστά στο επισκοπείο , πέρασε ανάμεσα τους κι έφτασε στην είσοδο όπου υπήρχε ένα φρουρός , του έριξε δυο νομίσματα που κι εκείνος τα κουδούνισε πολλές φορές στη χούφτα του, ύστερα χαμογέλασε πονηρά και τον άφησε να περάσει . Στον καθεδρικό ναό που βρισκόταν στο κέντρο του συγκροτήματος, μερικά κεριά έριχναν λιγοστό φως ενώ οι σκιές από τις μαρμάρινες κολώνες γέμιζαν απόκοσμα όλο το χώρο. Ο επίσκοπος προσεύχονταν γονατισμένος κάτω από μια εικόνα, γονάτισε δίπλα του κι ο ιερωμένος σα να σκίρτησε μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του, « σήμερα δεν εξομολογώ» του είπε «δεν θέλω εξομολόγηση» ψιθύρισε ο Καστροφύλακας, θέλω μόνο να σε ρωτήσω αν είδες κάτι ύποπτο στην κουζίνα του παλατιού, είσαι σοφός άνθρωπος και μπορείς να διακρίνεις αν κάτι δεν πάει καλά.

Όσο μιλούσε προσπαθούσε να βρει τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι για να καταλάβει αν του έλεγε ψέματα όμως εκείνα τα καταραμένα κεριά δεν βοηθούσαν κι ο επίσκοπος έμοιαζε να κομπιάζει, έπρεπε με κάποιο τρόπο να τον στριμώξει όμως φοβούνταν το σκάνδαλο, ο δεσπότης ήταν πρόσωπο ισχυρό, είχε μεγάλη ισχύ, δεν ήξερε τι να κάνει, έπαιζε το κεφάλι του εκεί πέρα, το σκέφτηκε λίγο κι αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα , έπιασε το δεσπότη από τη μακριά γενειάδα του, τον ξάπλωσε στο μαρμάρινο δάπεδο κι έβγαλε από τη θήκη της πλάτης το τεράστιο σπαθί του , «πες μου παππά, έκανες τίποτα εκεί μέσα στην κουζίνα, πες μου γιατί σε σκοτώνω τώρα!» φώναξε κολλώντας τη λάμα στο λαιμό, είχε σκάσει επειδή δεν μπορούσε να δει τα μάτια, για μια στιγμή ταλαντεύτηκε σα να μετάνιωσε γι αυτό που έκανε όμως τότε ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη στον ουρανό που φωτίστηκε σα να βγήκε ξαφνικά ο ήλιος, κοίταξε ψηλά από τα παράθυρα και είδε έναν τεράστιο μετεωρίτη σε σχήμα δίσκου να κατρακυλά σκίζοντας τον ουράνιο θόλο και προκαλώντας απίστευτο κρότο. Το φαινόμενο πρέπει να διήρκεσε περίπου πέντε λεπτά όμως ο επίσκοπος είχε γίνει κάτωχρος από τούτο το σημάδι του θεού που έμοιαζε να τον απειλεί, ο Καστροφύλακας σκιάχτηκε όμως μπορούσε επιτέλους να δει καθαρά το πρόσωπο του και κατάλαβε ότι είχε λερωμένη τη φωλιά του, αυτό του έδωσε θάρρος κι όταν ο μετεωρίτης εξαφανίστηκε έσυρε προσεχτικά το σπαθί στο πλάι του λαιμού, «εκείνος φταίει, ο Βάρδας, μου ορκίστηκε ότι θα με έκανε αντιβασιλιά, εκείνος μου έδωσε τα μανιτάρια και τα έριξα στο πιάτο του παιδιού !» ψέλλισε τρέμοντας ο δεσπότης που δεν έδειχνε και τόσο γενναίος.

Ώστε λοιπόν ο Βάρδας ήταν πίσω απ’ όλα, εκείνος ο αιμοβόρος θείος του βασιλιά που είχε κτήματα κοντά στα σύνορα, είχε κάνει μια περιουσία απίστευτη στην άκρη της αυτοκρατορίας και ποιος ξέρει πως συνωμοτούσε από κει πέρα μαζί με τον επίσκοπο, τώρα μπορούσε να μιλήσει στο βασιλιά, άφησε τη γενειάδα του δεσπότη σκουπίζοντας μερικές τρίχες άσπρες που είχαν μείνει στη παλάμη του, «έχε χάρη που δεν θα μπορούσα ν’ αντικρίσω τη μάνα μου!» του είπε και τον άφησε εκεί πέρα σωριασμένο να ανασαίνει βαριά την ώρα που μερικοί καλόγεροι έτρεχαν προς την εκκλησία να δουν τι συνέβαινε .

Μόλις έμεινε μόνος του ο δεσπότης κατάλαβε ότι δεν είχε καιρό, σέλωσε τ’ άλογο του κι έφυγε μες τη νύχτα από το επισκοπείο, θα πήγαινε να βρει το Βάρδα εκεί κάτω στα σύνορα, μόνο εκεί ήταν ασφαλής. Το ξημέρωμα τον βρήκε μακριά από το παλάτι, κάλπαζε μέσα από τα χωράφια που πρασίνιζαν και σείονταν στον άνεμο ενώ μερικά άρχιζαν να γίνονται ξανθά, πλησίαζε ο θερισμός. Στην αριστερή μεριά του δρόμου υπήρχε μια μακριά σειρά από δέντρα που τα είχαν φυτέψει για να έχουν ίσκιο οι οδοιπόροι, όλη η διαδρομή ήταν ευχάριστη και κατά το μεσημέρι σταμάτησε κάτω από κάτι δέντρα να ξεκουραστεί, όπως σήκωνε το παγούρι για να πιει λίγο νερό ένα ξίφος γυαλιστερό καρφώθηκε στην κοιλιά και του έκοψε την αναπνοή, ύστερα ακούστηκαν βήματα κι από παντού εμφανίστηκαν στρατιώτες με σπαθιά που καρφώνονταν στο σώμα του, ο χρόνος γύρω κι όλη η πλάση μπροστά του πάγωσαν όπως έκλεινε τα μάτια του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...