Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

ΔΑΝΙΗΛ

 Ένα κινητό πεσμένο κάτω από το παγκάκι κουδούνιζε , χωρίς να σκεφτεί το πήρε στα χέρια του, πάτησε το πλήκτρο της απάντησης κι άκουσε μια φωνή γυναικεία που του φάνηκε γνωστή «έλα γρήγορα εκείνος είναι πάλι εδώ !», μόνο αυτό, γύρισε να δει γύρω, δε φαινόταν κανείς, ήθελε να ρωτήσει «τίνος είναι αυτό ρε παιδιά, ποιος το ξέχασε ;» όμως κανένας δεν περνούσε εκείνη την ώρα, ήταν εντελώς μόνος, περίμενε μήπως χτυπήσει ξανά όμως εκείνο στεκόταν βουβό, το περιεργάστηκε για λίγο «καλό φαίνεται» είπε μέσα του, μπορεί να είχε γλιστρήσει από κάποιον που δεν το αντιλήφθηκε, κανένα μεθυσμένο ίσως, στην παραλία μαζεύονταν το ξημέρωμα κάθε λογής τύποι, ποιος ξέρει τίνος ήτανε.

Αμέσως σκέφτηκε τη γυναίκα του, άμα ήταν εκεί θα του φώναζε, «μη πιάνεις ότι βρωμερό βρίσκεις μπροστά σου, ξέπλυνε με υγρό μαντηλάκι τα χέρια σου, πόσες φορές θα σ’ το πω!», ασυναίσθητα έβγαλε από τη τσέπη το πακέτο με τα μαντηλάκια και καθάρισε τα δάχτυλα του, σκούπισε και το κινητό προσέχοντας μη βρέξει το μηχανισμό του. Τώρα που το πρόσεχε έβλεπε ότι ήταν πολύ καλό, από κείνα τα καινούρια, τα λεπτά, που είχαν οι πιτσιρικάδες, στην οθόνη υπήρχαν ένα κάρο εικονίδια κι αντί για φωτογραφία είχε μια εικόνα που του έκανε τρομερή εντύπωση, έδειχνε έναν άντρα αρχαίο σ’ ένα χώρο σκοτεινό σαν πηγάδι, μπροστά του βρίσκονταν κάτι λιοντάρια πελώρια, άλλα άνοιγαν το στόμα δείχνοντας τα δόντια τους, άλλα έσκυβαν φοβισμένα, άλλα τον κοίταζαν με δέος ενώ εκείνος στεκόταν εκεί αγέρωχος και τα ατένιζε έχοντας τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ήταν μια εικόνα πολύ δυνατή.

Η εικόνα εκείνη η βιβλική γέμισε ξανά με σκέψεις το άδειο μυαλό του, έγειρε πίσω το κεφάλι και το ρεύμα του πρωινού αέρα χάιδεψε αναζωογονητικά το πρόσωπο του, ποιος μπορεί να είχε παρατήσει εκείνο το τηλέφωνο, αν χτυπούσε ξανά θα δοκίμαζε να ρωτήσει αλλά προς το παρόν ήθελε να χαζέψει τη θάλασσα. Κάθε πρωί ερχόταν σ’ εκείνο το παγκάκι και το μάτι του απλώνονταν στο βάθος του ορίζοντα, αμέσως χαλάρωνε, αυτό ήταν που αναζητούσε πάντα, το βάθος του ορίζοντα, δεν άντεχε τον περιορισμό, τους κλειστούς χώρους, τη φραγή της όρασης , το στένεμα της φαντασίας, το κλείσιμο των ονείρων του. Άραζε εκεί πέρα κοιτάζοντας την επιφάνεια του νερού που ήταν γεμάτη φύκια από τη νυχτερινή τρικυμία, προσπαθώντας να μαζέψει λίγη δροσιά προτού ο ήλιος ξεκινήσει το καυτό του ταξίδι στον ουρανό καίγοντας το σύμπαν. Το ξημέρωμα ήταν η μοναδική ώρα που είχε δροσιά έξω και μπορούσε να περπατήσει με την άνεση του χωρίς να δυσφορεί από την υγρασία. Στο μισοσκόταδο συναντούσε κάτι αλβανούς με τις φόρμες τους γεμάτες μπογιές και σοβάδες, περίμεναν το αμάξι που τους έπαιρνε κάθε πρωί, πιο κάτω, στο γυράδικο της γειτονιάς, τα κορίτσια καθάριζαν τα λίπη από τις σχάρες ακούγοντας μουσική από ένα ραδιόφωνο, στο ξενοδοχείο πιο πέρα, ο χοντρός υπάλληλος κοιμόταν ως συνήθως στην καρέκλα του.

Ένα καράβι έφευγε απ’ το λιμάνι γεμίζοντας αφρούς τον τόπο, «ωραίο πράγμα το ταξίδι!» σκέφτηκε κι άρχισε να περιεργάζεται πάλι το κινητό, δεν μπορούσε να βρει πως ανοίγει, ούτε ήξερε από τέτοια, έβλεπε τις γειτόνισσες του, δυο νεαρές αδελφές λίγο παλαβές, να παίζουν όλη την ώρα μ’ αυτά και να χασκογελούν, τις άκουγε από το διπλανό διαμέρισμα να μιλούν με τις ώρες και τις είχε ένα άχτι, αυτές σίγουρα είχαν κλειδώσει την εξώπορτα το πρωί και δεν μπορούσε να βγει έξω. Η είσοδος της πολυκατοικίας έμενε ανοιχτή, ο διαχειριστής φοβόταν τους κλέφτες και καθώς δεν μπορούσε να βρει κλειδαρά μες το κατακαλόκαιρο είχε γυρίσει το μύλο ανάποδα. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσες να κλειδώσεις απ’ έξω αλλά όχι από μέσα, εκείνες λοιπόν οι αδελφές είχαν κλειδώσει την είσοδο και δεν μπορούσε να βγει, γύριζε το κλειδί κανένα δεκάλεπτο μέχρι να στρίψει.

Τη νύχτα είχε ακούσει φασαρίες και φωνές, εκείνες ήταν σίγουρα όμως δεν ήθελε να τους πει τίποτα γιατί του μιλούσαν πάντα ευγενικά, μια φορά είχε μπει στο διαμέρισμα τους να δει μια βρύση χαλασμένη, δεν ήταν τίποτα, ένα λαστιχάκι έπρεπε ν’ αλλαχτεί, τέλειωσε γρήγορα ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω. Εκείνο που του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ήταν ένα μωρό που είχαν στο διαμέρισμα, ένα μικρούτσικο μελαχρινό τυλιγμένο σ’ ένα σεντόνι που έσφιγγε τις γροθίτσες του, ήθελε να ρωτήσει για τον πατέρα όμως δίσταζε και είπε μόνο «έχετε αποφασίσει για το όνομα του;» - «ναι» είπε η πιο μεγάλη από τις αδελφές, « θα το πούμε Δανιήλ!» παράξενο όνομα σκέφτηκε αλλά δίστασε να το πει φωναχτά, χάζευε μονάχα την πιο μικρή που πρέπει να ήταν η μητέρα του μωρού, φαινόταν να το αγαπά πολύ, το κρατούσε τρυφερά και το φιλούσε όλη την ώρα κι εκείνο την κοιτούσε με τα μικρά μάτια του κι ήταν σα να γελούσε, «σου μοιάζει πολύ!» της είπε ...

Σο βάθος του ορίζοντα, εκεί κατά τη δύση, ο ουρανός είχε πάρει ένα χρώμα κόκκινο, σημάδι ότι ο καιρός θα άλλαζε, καρφωμένος στα σκόρπια σύννεφα προσπαθούσε ν’ αδειάσει ξανά το μυαλό του από κάθε σκέψη όταν το τηλέφωνο που είχε βρει χτύπησε πάλι κι η φωνή είπε τα ίδια λόγια: « έλα γρήγορα εκείνος είναι εδώ πάλι!» αυτή τη φορά θα ορκίζονταν ότι την ήξερε εκείνη τη φωνή, την άκουγε κάπου, μα ναι, έμοιαζε με τη φωνή μιας από κείνες τις φοιτήτριες με το μωρό, όμως πάλι πως γίνονταν να είχε αφήσει το κινητό της κάτω από το παγκάκι του, πως ήξερε ότι εκείνος διάλεγε πάντα το ίδιο μέρος για να καθίσει, πως το είχε κανονίσει, έμοιαζε πολύ σατανικό, μόνο στα έργα γίνονται αυτά. Τώρα πια οι σκέψεις είχαν κατακλύσει τον εγκέφαλο του, αδυνατούσε να βρει μια εξήγηση για κι ύστερα ήταν η ώρα να γυρίσει πίσω προτού η θερμοκρασία αρχίσει να ανεβαίνει, έχωσε το ξένο κινητό στην τσέπη και σηκώθηκε βιαστικά.

Στην επιστροφή έπαιρνε πάντα λεωφορείο επειδή βαριόταν τη διαδρομή, είχε φέξει πια κι έρχονταν στην επιφάνεια η ασχήμια της πόλης που κρύβονταν στο σκοτάδι. Φτάνοντας στο σπίτι δοκίμασε το κλειδί που απέξω άνοιγε κανονικά, έριξε μια ματιά στους λογαριασμούς που ξεχείλιζαν τα γραμματοκιβώτια και μετά κάλεσε το ασανσέρ, είχε αποφασίσει να ρωτήσει τις γειτόνισσες του για το κινητό, ήξερε ότι ξυπνούσαν νωρίς να ταΐσουν το μωρό οπότε δεν θα τις ενοχλούσε. Πάτησε το νούμερο του ορόφου τους κι άκουσε τα συρματόσκοινα να τεντώνονται όπως σήκωναν ψηλά το κουβούκλιο, θα πρέπει να είχε περάσει ένα -δυο ορόφους όταν απότομα το ασανσέρ σταμάτησε και τα φώτα έσβησαν, αμέσως ένιωσε όλο του το σώμα να γίνεται μούσκεμα κι έβγαλε τη μπλούζα του.

Αυτός ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του, να κλειστεί στο ασανσέρ σε μια ώρα δύσκολη, ήταν η πρώτη φορά που του συνέβαινε, η καρδιά του άρχισε να χτυπά και το μυαλό του δούλευε γρήγορα, γιατί άραγε είχε κοπεί το ρεύμα, το πιο πιθανό ήταν ότι το δίκτυο είχε παραφορτωθεί όλο το διάστημα καθώς όλοι έκαιγαν τα κλιματιστικά τους μέρα νύχτα προσπαθώντας να ζήσουν σαν τα ποντίκια κλεισμένοι στα διαμερίσματα τους. Δεν ένιωθε κάποιου είδους πανικό κι αυτό ήταν καλό, είχε ακούσει για ανθρώπους που έμπαιναν σ’ εκείνον τον καταραμένο θάλαμο του αξονικού τομογράφου και τους έπιανε κλειστοφοβία, έβαζαν τις φωνές και τους έβγαζαν αμέσως έξω όμως αυτός παρόλο που είχε αγχωθεί δεν ένιωθε φόβο, με κάποιον τρόπο θα έβγαινε από κει μέσα ότι και να γίνονταν.

Άναψε το φακό του κινητού κι έψαξε για κάποιο τηλέφωνο του τεχνίτη που υπάρχει πάντα στους ανελκυστήρες, σε μια γωνία υπήρχε μια μεταλλική ταμπελίτσα και δοκίμασε να καλέσει το νούμερο όμως το κινητό του δεν είχε σήμα εκεί μέσα, αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Δεν μπορούσε να ειδοποιήσει ούτε τη γυναίκα του, ούτε κάποιον φίλο κι ούτε είχε όρεξη να βάλει τις φωνές πρωινιάτικα και να τους αναστατώσει όλους, τι στο δαίμονα θα έκανε, πόσες ώρες θα έμενε κλεισμένος εκεί μέσα; Κοίταξε πάλι το κινητό του και είδε ότι δεν ήταν εντελώς φορτισμένο, η ισχύς του ήταν κάπου στο 40% κι ήταν το μόνο του όπλο εκεί μέσα, κάποια στιγμή ασφαλώς θα άρχιζαν να τον ψάχνουν αν και γι αυτό δεν ήταν σίγουρος, όταν θα χρειάζονταν το ασανσέρ σίγουρα θα έβρισκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και θα επικοινωνούσαν μαζί του όμως πόση ώρα θα έπαιρνε αυτό, καλά αν του την έδινε θα έβαζε τις φωνές κι ότι ήθελε ας γίνονταν . Ένα άλλο πρόβλημα ήταν το νερό και η αφυδάτωση όπως έλεγαν στις ειδήσεις και στα ντοκιμαντέρ, μπορούσες να πάθεις ζημιά, αν είχε ένα μπουκάλι νερό θα ήταν μια παρηγοριά, πολλές φορές έπαιρνε μαζί του ένα μπουκαλάκι αλλά εκείνο το πρωί δεν ένιωθε καμιά ιδιαίτερη δίψα, καθώς η πολυκατοικία ήταν σχεδόν άδεια μπορεί να έμενε εκεί μέσα για ώρες.

Ανάσανε βαριά γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αέρα και κάθισε στο πάτωμα του ασανσέρ δίχως να ξέρει τι να κάνει, η γάμπα του ακουμπούσε στο πάτωμα κι αισθάνθηκε κάτι να σαλεύει, ήταν το κινητό που είχε βρει, πως γινόταν να δουλεύει εκεί μέσα ενώ το δικό του ήταν μπλοκαρισμένο, το έβγαλε, το έφερε μπροστά στα μάτια και του φάνηκε ότι η οθόνη έμοιαζε να σαλεύει, ο άντρας στο πηγάδι σα να κινούνταν μπρος πίσω και τα λιοντάρια σα να έστεφαν ελαφρά το κεφάλι τους, την ίδια στιγμή τα φώτα άναψαν, το βελάκι στο καντράν έδειξε προς τα κάτω κι ο ανελκυστήρας κινήθηκε αυτόματα προς το ισόγειο, όταν έφτασε εκεί σταμάτησε και η πόρτα άνοιξε μόνη της, όλο αυτό δεν πρέπει να είχε κρατήσει περισσότερο από πέντε λεπτά όμως του είχε φανεί ολόκληρη αιωνιότητα, έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και βγήκε έξω.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...