Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ

Λέγανε ότι ήταν τοκογλύφος, ανακατεύονταν με κάτι δουλειές ύποπτες, δάνειζε χρήματα και δανείζονταν από άλλους,  ήταν λίγο σκοτεινός, το είχε κληρονομήσει  απ’ τον πατέρα του που κι εκείνος ανακατεύονταν με τέτοια,  είχε κάνει  λεφτά πολλά επί χούντας, τότε που το πετρέλαιο ανέβαινε  στα ύψη  εξαιτίας των πολέμων στην Αραβία, είχε ανοίξει ένα βενζινάδικο δίπλα στην εθνική οδό και οικονομούσε αβέρτα,  ερχόταν εκεί πέρα απ’ τ’ άγρια χαράματα κουβαλώντας πολλές φορές κι αυτόν που τότε ήταν  παιδί ακόμα,  τον έβαζε να γεμίζει τα ντεπόζιτα με την  αντλία, μια φορά ο πιτσιρικάς παρά λίγο να γίνει στάχτη,  κάποιος βλάκας είχε ανάψει τσιγάρο κι όπως τραβούσαν την αντλία τα σταγονίδια του καύσιμου  πήραν  φωτιά ,  έγινε μια έκρηξη  ευτυχώς όχι μεγάλη,  αυτός  είχε τιναχτεί πάνω από τ’ αμάξια κι έπεσε στο χώμα, από θαύμα δεν είχε σκοτωθεί ούτε είχε πάθει καμιά σοβαρή ζημιά όμως ο πατέρα του   είχε φοβηθεί πολύ.

 Από μικρός είχε μάθει να έχει τις τσέπες του γεμάτες , καθώς άλλαζαν λάστιχα και λιπαντικά είχαν φτιάξει και βουλκανιζατέρ,  βγάζανε πολύ χρήμα, λέγανε ότι ο πατέρας του έκανε λαθρεμπόριο κι έφερνε από κάπου τεράστιες ποσότητες πετρελαίου αφορολόγητες,  τις φύλαγε σ’ ένα παλιό πηγάδι που το είχε φτιάξει χτίζοντας μια  δεξαμενή  υπόγεια, μεγάλη, κανείς δεν ήξερε το μυστικό εκτός από κάτι εργάτες  παλαιστίνιους που  τους είχε μες τον ήλιο και μετά τους σούταρε, ήξερε ότι θα φεύγανε από τη χώρα.  Τελείωσε τη δουλειά  μαζί με το γιο του,  εκείνον  μονάχα εμπιστεύονταν,  πάνω απ’ τη δεξαμενή είχε φτιάξει μια μάντρα με διαλυμένα αυτοκίνητα , αυτό ήταν  το καμουφλάζ του,  στη δεξαμενή   φύλαγε όλη την ποσότητα του καύσιμου που την έλεγχε κατά καιρούς κατεβαίνοντας από μια σκάλα μυστική.  Όταν  η αστυνομία ψυλλιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε εκεί πέρα  και κινδύνευε να φάει πολλά χρόνια φυλακή εξαφανίστηκε, έτσι κι αλλιώς  δεν είχε πολλά πάρε δώσε με την οικογένεια και τα σόγια του, η γυναίκα και τα παιδιά του-εκτός  απ τον αγαπημένο του γιο-   σπάνια τον έβλεπαν, όλη την ώρα ήταν στο γραφείο,  στα δικαστήρια, σε ταξίδια, κάποια στιγμή εξαφανίστηκε κι όλοι τον αναζητούσαν,  λέγανε ότι είχε φύγει στην Αθήνα, είχαν χαλάσει τον κόσμο όμως δεν τον έβρισκαν πουθενά,  ύστερα εμφανίστηκε αλλά η αστυνομία τον είχε βάλει στο μάτι και τότε  λέγανε ότι είχε σκηνοθετήσει το θάνατο του για να χαθούν τα ίχνη,  είχε κάνει και κανονική κηδεία όμως κανείς δεν είχε ανοίξει το φέρετρο,  κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν εκεί μέσα,  λέγανε  ότι ζούσε  σ’ ένα νησί  όπου είχε ξαναρχίσει τη ζωή του κανείς όμως δεν ήταν σίγουρος, ο γιος του ήταν συντετριμμένος, δεν μπορούσε να το πιστέψει  ... 

 Όλα αυτά βέβαια μπορεί να ήταν απλά φήμες όμως ακούγονταν ότι ο βενζινάς ήταν ζωντανός , επικοινωνούσε με τους δικούς του και συνέχιζαν  τις δουλειές τους,  κάποιος γνωστός  μάλιστα ορκίζονταν ότι τον είχε πετύχει  σ’ ένα νησί να δουλεύει  σε μια ταβέρνα,  είχε μιλήσει μαζί του κι ο άλλος τον είχε παρακαλέσει να μη το πει σε κανένα γιατί κινδύνευε,  στο μεταξύ ο γιος ξεκίνησε να σπουδάζει  στην Ιταλία νομικά  όμως  είχε αποδειχτεί ανοικονόμητος  και ξόδευε όπου να ναι, σε στοιχήματα, σε γυναίκες,  σε καζίνο,  δεν πατούσε στη  σχολή  κι όταν τον διώξανε είχε βρεθεί στη Ρουμανία  κι εκεί με τα χίλια ζόρια-  πληρώνοντας βέβαια κι  όποιον καθηγητή έβρισκε, κατάφερε να πάρει το δίπλωμα .

 Γυρίζοντας στην Ελλάδα παντρεύτηκε κι αμέσως  άνοιξε πολυτελές  δικηγορικό γραφείο αναλαμβάνοντας  υποθέσεις μεγάλες,   μιας και το βενζινάδικο  τους είχε χρεοκοπήσει κανείς δεν ήξερε που είχε βρει τα μέσα ακούγονταν όμως ότι ο πατέρας του είχε αφήσει μια γερή μπάζα κρυμμένη κάπου  στο βουλκανιζατέρ  κι ο μόνος που ήξερε το μυστικό ήταν ο γιος του,  έτσι εξηγούνταν λοιπόν η γρήγορη ανέλιξη του.  Αν και νέος σχετικά  έγινε  γρήγορα γνωστός στη πιάτσα,  καθώς   είχε μάθει να κινείται σε κύκλους σκοτεινούς κατέληξε  γρήγορα   τοκογλύφος , έμαθε  τα κόλπα, συναναστρέφονταν  με τύπους περίεργους, δάνειζε  ανθρώπους  της νύχτας που έψαχναν  κάποιον να τους βολέψει ή να του φορτώσουν λεφτά ύποπτα.  Με την κρίση που  είχε πέσει  όλοι είχαν ανάγκη από ρευστό,  άλλος χρωστούσε το ρεύμα,  άλλος φοβόταν μη του πάρουν το σπίτι, άλλος ήθελε να παντρέψει το παιδί του, όλοι είχαν ένα λόγο που χρειάζονταν χρήματα επειγόντως χωρίς  πολλές διαδικασίες κι αυτός ήταν πάντα  εκεί  διαθέσιμος.  Κανείς δεν ήξερε πραγματικά που έβρισκε τα λεφτά αλλά δεν ήθελε πολύ μυαλό να καταλάβεις, ακόμα και σε δύσκολους καιρούς κάποιοι βρίσκουν τα μέσα  με κάποιον τρόπο, υπάρχει πάντα μαύρο χρήμα στην αγορά  κι όταν  αυτοί που το κατέχουν δεν μπορούν να το διακινήσουν κανονικά ψάχνουν κόλπα  να γλυτώσουν φόρους κι άλλα τέτοια ενοχλητικά, έτσι  λοιπόν γύρω απ’ τον δικηγόρο είχε στηθεί ένα παιχνίδι κι όλοι  αναρωτιόντουσαν  κι απορούσαν πως τα κατάφερνε …


Ήταν αρχές του καλοκαιριού,  εκεί γύρω στον Ιούνιο προτού αρχίσει η θερινή σεζόν κι οι μεγάλες ζέστες, τότε που ο καιρός είναι  μαλακός ακόμα κι οι μέρες δροσερές,  τότε μπορείς να κάνεις τα καλύτερα ταξίδια, μια  τέτοια μέρα κάποιος τριγυρνούσε ανάμεσα σε σκουριασμένα αμάξια κάπου στα προάστια,  δίπλα στην εθνική οδό, σ’ένα μέρος που έμοιαζε με νεκροταφείο.  Ήταν χαράματα  κι ο ήλιος μόλις έβγαζε το κεφάλι του στην ανατολή βάφοντας κόκκινες τις οροσειρές, ήταν ο δικηγόρος που δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα , δυο φουσκωτοί είχαν έρθει στο γραφείο  του απειλώντας τον και είχε  φοβηθεί άσχημα , έπρεπε να βρει  ένα γερό ποσό γρήγορα γιατί διαφορετικά δεν ήξερε τι μπορούσε να συμβεί, σ’ αυτά τα κυκλώματα δεν υπάρχει έλεος, αν μπεις μια φορά δεν υπάρχει επιστροφή, θα σε κυνηγούν για πάντα. Γύρω επικρατούσε ερημιά,  απ’ τον δρόμο δεν μπορούσε να τον δει κανείς, τον  κάλυπτε μια συστάδα δέντρων που είχε φυτέψει γι αυτόν ακριβώς  το λόγο ο πατέρας του, τα δέντρα είχαν ψηλώσει με τα χρόνια κρύβοντας ότι έπρεπε  να κρυφτεί. Πήγε με τη μία σε μια γωνία της μάντρας όπου βρίσκονταν  ένα αυτοκίνητο τρακαρισμένο τόσο  δυνατά  ώστε  είχε γίνει ένας σωρός από λαμαρίνες και σίδερα, από κείνο το αμάξι έπρεπε να μετρήσει δέκα βήματα σε μια κατεύθυνση για να βρει την κρύπτη όπου ο πατέρας του ε φύλαγε  τα λεφτά κι άλλα πράγματα πολύτιμα που μάζευε κατά καιρούς όταν οι άλλοι δεν είχαν να  πληρώσουν σε μετρητά, του είχε εξηγήσει ακριβώς που ήτανε λίγο  προτού  γίνει εκείνη η μυστήρια κηδεία του, τον είχε φέρει  εκεί πέρα και του έχε δείξει  το σημείο και πώς να το βρίσκει σε περίπτωση που συμβεί κάτι.


Είχε περάσει καιρός πολύς κι όλα εκεί του φαινόταν  αλλιώτικα, διαπίστωσε ότι είχε μεγαλώσει πια και δεν θυμόταν καθαρά,  όπως ερχόταν ήταν σίγουρος αλλά τώρα είχε  αμφιβολίες, βρήκε το σαραβαλιασμένο  αυτοκίνητο,  μέτρησε δέκα βήματα προς την ανατολή όπως   του είχε πει ο πατέρας του και μετά άρχισε να σκάβει μ’ ένα μικρό κασμά που είχε μαζί του, υποτίθεται ότι η κρύπτη  δεν θα ήταν βαθιά, μετά από  τριάντα  πόντους θα έπρεπε να την βρει λογικά,  όταν όμως έσκαψε περίπου μισό μέτρο και δεν βρήκε τίποτα του κόπηκαν τα πόδια κι ένιωσε το σώμα του να ιδρώνει. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, σ’ εκείνη την κρύπτη είχε ποντάρει, την είχε πάντα σαν τελευταία λύση όταν όλα θα πήγαινε στραβά και τώρα δεν μπορούσε να τη βρει,  έβρισε άσχημα   τόσο δυνατά που φοβήθηκα και κοίταξε γύρω του μήπως τον είχε  ακούσει κανείς όμως ερημιά βασίλευε εκεί πέρα,  μόνο κάτι πουλιά τσίριζαν σα να  χαίρονταν  που ξεκινούσε μια μέρα ακόμα. Καθώς η ώρα περνούσε η θερμοκρασία ανέβαινε  και με την αγωνία που τον έτρωγε  του έφταιγαν τα πάντα,  έβγαλε τη μπλούζα που φορούσε κι έμεινε με το φανελάκι,  έπρεπε να μείνει ψύχραιμος, δε χρειαζόταν πανικός,  ήπιε λίγο νερό απ’ το μπουκαλάκι που κουβαλούσε, έπλυνε  το πρόσωπο του και ηρέμησε,  έπρεπε να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί, να δει καθαρά τι γινόταν,  δε μπορεί,  κάπου εκεί βρισκόταν η κρύπτη.

  ‘’Α ρε μπαμπά  πως στο διάβολο τα έκανες  έτσι!’’ μονολόγησε κοιτάζοντας γύρω σα χαμένος  κι όπως είπε αυτή τη κουβέντα τον έφερε ξανά μπροστά του να  περπατά ανάμεσα στ’ αμάξια νευρικά και γρήγορα όπως  το συνήθιζε, ά, ο ο πατέρας του ήταν ωραίος τύπος ότι και να λέγανε,  μελαχρινός με όμορφα χαρακτηριστικά όλο νεύρο και πάθος για ότι έκανε,  έμοιαζε με ηθοποιό,  μερικοί μάλιστα αναρωτιόντουσαν αν τον είχαν δει σε κάποιο έργο,  νάτος λοιπόν εδώ μπροστά του περπατούσε ολοζώντανος όπως παλιά  με μεγάλες δρασκελιές επιβλέποντας τους Παλαιστίνιους που σκάβανε την υπόγεια δεξαμενή  και τότε διάβολε θυμήθηκε  και του ήρθε να κλωτσήσει μ’  όλη του τη δύναμη  ένα μηχανάκι  αρχαίο, μα βέβαια,  μετά τα δέκα μέτρα έπρεπε να στρίψει δεξιά άλλα δέκα μέτρα, αυτό ήτανε αλλά το είχε ξεχάσει,  καμιά φορά είσαι σίγουρος για κάτι, παίρνεις όρκο, δε δίνεις ούτε μια πιθανότητα όμως το μυαλό  παίζει άσχημα παιχνίδια κι η μνήμη μπορεί να σε προδώσει. Έτρεξε γρήγορα στο σημείο που είχε σκάψει κι από κει μέτρησε άλλα δέκα μέτρα δεξιά σ’ έναν διάδρομο ανάμεσα στα σκουριασμένα αμάξια,  στο σημείο που σταμάτησε άνοιξε ένα μικρό λάκκο κι αμέσως  χτύπησε κάτι μεταλλικό, ήταν το χρηματοκιβώτιο !

Ήταν ένα κίτρινο   βαρύ κουτί,  το άνοιξε  ανυπόμονα  και μέσα τυλιγμένα σ’  ένα πανί βρήκε δεσμίδες από χιλιάρικα ολοκαίνουρια σα να  είχαν το τοποθετηθεί εκεί πριν από μια μέρα αλλά ήταν εντελώς άχρηστα,  αυτή πρέπει ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής του,  πώς την είχαν πατήσει έτσι,  πόσο ηλίθιοι είχαν φανεί  αλλά που να ξέρει ο πατέρας του ότι θα άλλαζε το νόμισμα κι όλα εκείνα τα μασούρια  θα ήταν άχρηστα,  έπιασε το κεφάλι του που τόνιωθε να καίγεται και πέταξε μακριά   το καταραμένο χρηματοκιβώτιο,  τα άχρηστα χαρτονομίσματα  γέμισαν  τον αέρα τρομάζοντας τα πουλιά που άρχισαν πάλι να τσιρίζουν, έβλεπε εκεί πέρα τα άχρηστα λεφτά  να ανεμίζουν και   τότε μόνο πρόσεξε ένα χαρτάκι διπλωμένο   στον πάτο του κιβωτίου το άνοιξε και χαμογέλασε  πλατιά , μια φράση μόνο που ήταν γραμμένη  στο χαρτί :’’ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ’’ εντελώς απ’  το πουθενά μια μουσική πολύ δυνατή άρχισε να βουίζει στ’  αυτιά του.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...