Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

ΤΟΚΑΤΕΣ ΚΑΙ ΦΟΥΓΚΕΣ

Στην Αγκάθα Κρίστι

Τα φυλλώματα της κερασιάς έκρυβαν  έναν μπαξέ που πρασίνιζε  τέτοια εποχή κι εκεί μπροστά στην είσοδο  ήταν μια τριανταφυλλιά  κατακόκκινη,  όλοι φύτευαν  τριανταφυλλιές και γιασεμιά στα σπίτια τότε κι ύστερα έφευγαν για κάπου, Αθήνα,  Θεσσαλονίκη,  Γερμανία.  Τα καλοκαίρια ερχόντουσαν πίσω,  κάτι φάτσες άγνωστες που μόνο οι παλιοί ήξεραν, καθάριζαν τις αυλές τους,  διόρθωναν τις στέγες, έβαφαν τους τοίχους,  στα καφενεία εμφανίζονταν με κάτι ρούχα περίεργα που είχαν φέρει μαζί τους , καθόταν κανένα μήνα  κι ύστερα χανόντουσαν  διπλοκλειδώνοντας τα εξοχικά τους. Όλον το χειμώνα και την άνοιξη τα σπίτι εκείνα  ήταν χώροι μυστήριοι για τα παιδιά, μπορούσαν να παίζουν στις αυλές  με τα άφθονα  λουλούδια,  μερικά απ αυτά μάλιστα   είχαν ένα άρωμα πολύ δυνατό, πολύ όμορφο το είχε ακόμα στη μύτη του κάτι τριανταφυλλιές άσπρες και  πορτοκαλιές  ένα  χρώμα περίεργο, κάτι γιασεμιά λευκά  εκείνα τα σπίτια ήταν ένας κόσμο παράξενος που ήθελες να εξερευνήσεις κάθε φορά.

Ένα από κείνα τα σπίτια τα περίεργα ήταν κι αυτό με την μεγάλη κερασιά στην αυλή του, ο άνθρωπος  που το είχε  δεν ήταν  σαν τους άλλους , αυτός ερχόταν όχι  μόνο τα καλοκαίρια  αλλά κι άλλες φορές μαζί  με το γιο του, ένα νεαρό ψηλό,   ήταν   πολύ γλυκός  τύπος που πάντα τους  άφηνε  ν’ ανεβούν και να κόψουν κεράσια ενώ  η γυναίκα του,  μια παχουλή με αραιά μαλλιά ,  τους κερνούσε χυμό βύσσινο που έφτιαχνε μόνη της,  καθόταν  με τους φίλους του  στην κουζίνα της,  ένα δωμάτιο δροσερό με κάτι ράφια γεμάτα πιατάκια και φλιτζάνια,  κι εκεί πίνανε τη βυσσινάδα   που τους  φαινόταν  απίστευτα δροσιστική.  Με το που άκουγε φωνές ερχόταν εκεί πέρα προβάλλοντας  από  κάποιο δωματιάκι ένα σκαλοπάτι χαμηλά απ’ το πάτωμα της κουζίνας,  το άλλο παιδί τους ένα στρουμπουλό  κοριτσάκι με σύνδρομο ντάουν που γελούσε όποτε  βρισκόταν ανάμεσα σε  συνομηλίκους του, καθόταν λίγο μαζί τους κι έπειτα η μαμά του το πήγαινε  ξανά  στο δωματιάκι του όπου  υπήρχε ένα κρεβατάκι με κάγκελα γύρω του κι ένα αρμόνιο όπου ο ψηλός  αδερφός της έπαιζε κάτι μουσικές περίεργες,  μια φορά είχαν δει κι ένα  απ’  τα μυστήρια μουσικά  βιβλία του,  απ’ έξω  έγραφε :‘’Τοκάτες και φούγκες’’ .  Οι επισκέψεις σ’ εκείνο το σπίτι,  η μουσική απ’  το αρμόνιο  κι η βυσσινάδα   ήταν  απ’  τις καλύτερες αναμνήσεις του.

Είχε έρθει στο χωριό  για τις διακοπές του Πάσχα,  ήθελε να δει και τον αδερφό του που έλειπε χρόνια στη Γερμανία και κάθε χρόνο  ερχόταν να περάσει τις γιορτές στο χωριό. Μετά απ’ τα φαγητά  και τις μπύρες βγήκε μια βόλτα,  περπατώντας ανάμεσα στα σπίτια είδε ότι τα πιο πολλά ήταν ακατοίκητα κι εδώ λοιπόν γινόταν τα ίδια  όπως  και στην πόλη όπου ολόκληρες συνοικίες ένιωθες ότι είχαν ερημώσει,  ο κόσμος έφευγε  όλη την ώρα κι οι πολυκατοικίες βουβαίνονταν, δρόμοι που άλλοτε έσφυζαν από ζωή δεν είχαν πια ούτε περίπτερο,  για κάποιο λόγο βέβαια τα νοίκια έμεναν  ψηλά και κανείς  δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε,  ποιοι  αγόραζαν διαμερίσματα και τι τα έκαναν όμως όλοι όσοι έφευγαν δεν γυρνούσαν στα χωριά γιατί   και σ’   εκείνα είχαν απομείνει μοναχά οι  γέροι όλος, ο τόπος έμοιαζε να έχει αφεθεί  στο έλεος του θεού. Προς  το τέλος  του χωριού, εκεί όπου ξεκινούσε ένας δρόμος που έβγαζε στην Εθνική Οδό, πρόσεξε  την μεγάλη κερασιά, το θυμόταν από παλιά αυτό  το δέντρο μόνο  που τώρα φαινόταν πιο μικρό, όλα  του φαινόταν πιο μικρά  κι εκεί στον φράχτη  θα έπρεπε να υπάρχει  μια πόρτα  με  σιδερένια  σχέδια όμως την είχαν χτίσει φτιάχνοντας άνοιγμα σ’ ένα άλλο σημείο.  Μπροστά απ τον φράχτη υπήρχαν  κάτι κάγκελα όπου κάποτε  ισορροπούσε  περπατώντας πάνω τους με τα χέρια απλωμένα,  τώρα του φαινόταν πολύ χαμηλά, έναν καιρό  έπρεπε  να πηδήσει από ψηλά όταν κατέβαινε  από κει…

‘’ Άμα θες κόψε κανένα κεράσι !’’ ακούστηκε μια φωνή και γυρνώντας είδε εκείνον  τον τύπο  που  έμοιαζε να μην έχει αλλάξει καθόλου   όμως αυτό δεν ήταν δυνατό, πως  μπορούσε να μην είχε γεράσει   ούτε στο ελάχιστο,  είχαν περάσει σαράντα τόσα χρόνια από τότε που τον θυμόταν ,  θα έπρεπε  να ήταν τώρα πάνω από ενενήντα χρονών,  τον πρόσεξε  λίγο καλύτερα και τότε κατάλαβε, δεν ήταν ο γέρος ήταν ο γιος του που ήταν ολόιδιος,  έτσι εξηγούταν,  είχαν περάσει τόσα χρόνια,  δεν θα μπορούσε να ζει,  ‘’Ερχόμουν εδώ κι έκοβα κεράσια όταν ήμουν μικρός ‘’του είπε κι ο  γέρος  χαμογέλασε ακριβώς όπως θυμόταν τον πατέρα του να χαμογελά,  ύστερα έπιασε να σκάβει  ανάμεσα σε μια σειρά από κρεμμυδάκια τραβώντας χορτάρια που είχαν φυτρώσει ανάμεσα στα φυτά, αυτή  ήταν μια στιγμή λίγο παράξενη, λίγο μαγική και στάθηκε εκεί πέρα μια στιγμή αντίκρυ στον ήλιο  να χαζέψει το μέρος που είχε μικρύνει αλλά δεν είχε αλλάξει κι είχε μείνει το ίδιο όμορφο. 
Όμορφή ήταν όλη η περίοδος  γύρω στο Πάσχα, παλιά βέβαια ερχόταν  πολύς κόσμος στο χωριό και γέμιζε  την εκκλησία όμως πλέον  ο κόσμος άλλαζε, οι οικογένειες οι μεγάλες με τους συγγενείς  και τα ξαδέρφια  είχαν συρρικνωθεί, δεν μαζεύονταν όπως παλιά το Πάσχα και τα καλοκαίρια, εκείνα τα παλιά έμοιαζαν να έχουν πεθάνει όμως η άνοιξη έμοιαζε πάντα το ίδιο καινούρια  όπως κάποτε που όλα ξαναγεννιούνταν, τα πουλιά, τα χόρτα, όλη η φύση ήταν στο φόρτε της, σ’ ένα μαγαζί πάνω στο δρόμο όπου είχε σταματήσει καθώς ερχόταν είχε ακούσει  κάτι γυναίκες να λένε   ότι αυτός  ήταν ο καλύτερος καιρός για ταξίδια προτού πιάσουν οι ζέστες,  τέτοιον καιρό μπορούσες να πας όπου  ήθελες με την ησυχία σου χωρίς  να  σ’ ενοχλεί ο ήλιος, είναι η πιο καλή εποχή του χρόνου όλοι το ξέρουν !

Το προηγούμενο βράδυ  ενώ οι άλλοι έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά αυτός έβλεπε από το παράθυρο τον ουρανό που είχε γεμίσει μαύρα σύννεφα,  ο καιρός  άλλαξε  απότομα  κι η βροχή άρχισε να πέφτει πάνω στα χορτάρια που πρασίνιζαν ακόμα περισσότερο,  όλα γύρω είχαν σκοτεινιάσει και τα σύννεφα έμοιαζαν να τρέχουν ψηλά. Απ’ το λοφάκι   όπου ήταν  χτισμένο το πατρικό του   μπορούσε να δει προς την Εθνική Οδό όπου κάθε τόσο περνούσαν φορτηγά μεγάλα γλιστρώντας πάνω στην άσφαλτο, από  μικρός τα παρακολουθούσε  τέτοιον καιρό να τρέχουν στους μεγάλους δρόμους, ήταν η εποχή που ο καιρός άνοιγε, οι παραλίες απλώνονταν απέραντες,  η θάλασσα στραφτάλιζε στον ήλιο, βάρκες έπλεαν στ ανοιχτά,  πέρα στον ορίζοντα χωράφια κόκκινα απ’  τις παπαρούνες,  άσπρα απ’  τα χαμομήλια,   δέντρα και θερμοκήπια,   σύννεφα σεργιάνιζαν  στον ουρανό, πλησίαζε εκείνη η εποχή που δεν μπορούσες να καθίσεις ήρεμος όλα γύρω σε καλούσαν να φύγεις μακριά χωρίς να ξέρεις που, εκείνες οι γυναίκες που μιλούσαν για ταξίδια τέτοιον καιρό κάτι ήξεραν…


Έκοψε κάνα δυο κεράσια, τα πιο ώριμα κι όταν τα δοκίμασε είχαν την ίδια γεύση όπως τη θυμόταν,  είχε αρχίσει να μεσημεριάζει και τα ποτά που ήπιε το πρωί βάραιναν  το κεφάλι του,   όταν έκλεινε λίγο τα μάτια κι ύστερα τα άνοιγε  έβλεπε σχήματα παράξενα να  εμφανίζονταν μπροστά του, χαιρέτησε τον άνθρωπο  που σαν τον πατέρα του είχε την ίδια γλύκα στο πρόσωπο και στους τρόπους κι απομακρύνονταν από κείνο το σπίτι όταν τον άκουσε να φωνάζει,   ‘’Βοήθεια, ζαλίζομαι!’’  γύρισε πίσω και τον είδε  ξαπλωμένο  στο χώμα ανάμεσα στα φυτά που σκάλιζε, πήδηξε τον φράχτη με τα κάγκελα κι έτρεξε κατά τη βρύση που υπήρχε σε μια γωνιά του μπαξέ, τράβηξε το λάστιχο κι έριξε με το χέρι λίγο νερό στο πρόσωπο του άλλου  που είχε ιδρώσει,  ‘’Είναι το ζάχαρο μου με πιάνει ξαφνικά!’’ είπε ξέπνοα κι αφού ήπιε μια γουλιά  φάνηκε να συνέρχεται,  ‘’ Αυτό ήταν πέρασε’’ είπε και κάθισε σε μια πέτρα στην άκρη του χωραφιού    όμως έδειχνε πάλι χλωμός.

‘’Τώρα τι γίνεται ; ’’ σκέφτηκε ο δικός μας,   ‘’Tι κάνουμε εδώ πέρα, ποιος τρέχει στα νοσοκομεία,  θα φάω όλη τη μέρα μου’’ όμως δεν μπορούσε να τον αφήσει έτσι,  γύρω δε φαινόταν ψυχή, έπρεπε να φωνάξει κανέναν  γείτονα,  κανένα συγγενή, κάποιο ασθενοφόρο ο άλλος  όμως φάνηκε να συνέρχεται και  του είπε ‘’Βοήθησε με να πάω μέχρι το σπίτι, έχω εκεί τα φάρμακα μου, πρέπει να πάρω ένα χάπι  τώρα στα γρήγορα’’.  Πέρασε   το χέρι του γέρου  γύρω από τον ώμο του και  τον πήγε σιγά- σιγά μέχρι το χαμηλοτάβανο σπίτι,  καθώς περνούσαν το κατώφλι  παρακαλούσε μέσα του να τελειώνει γρήγορα η υπόθεση, ότι  κι αν γινόταν βέβαια δεν μπορούσε να τον παρατήσει εκεί πέρα τον άνθρωπο. Ο γέρος άνοιξε ένα ντουλάπι,  πήρε κάτι κάψουλες και τις διέλυσε σ’ ένα  ποτήρι που το ήπιε μονορούφι,   φαινόταν καλύτερα κι ήταν ώρα να φύγει όμως  ένιωθε  το κεφάλι του βαρύ και τα μηνίγγια του άρχισαν να  βγάζουν  έναν  ήχο  σα σφύριγμα που διαπερνούσε  το μυαλό του,  ένιωθε  στεγνό το στόμα  κι ο γέρος που το κατάλαβε άνοιξε το ψυγείο,  έβγαλε ένα  μεγάλο μπουκάλι γυάλινο  και   γέμισε ένα κατοστάρι μπρούτζινο,  ‘’Πιες του είναι πολύ ωραίο!’’ του πρότεινε,   ‘’Θέ μου  τι ωραία βυσσινάδα!’’  σκέφτηκε γιατί η γεύση ήταν όπως παλιά όμως πως  γινόταν όλα  να είχαν μείνει τα ίδια ύστερα  από τόσες δεκαετίες, τι είχε συμβεί,  δεν μπορούσε να καταλάβει .

Γύρισε το βλέμμα  γύρω στο δωμάτιο  φαινόταν πολύ καθαρό πολύ τακτοποιημένο, κάποια γυναίκα έμπαινε εκεί και το συγύριζε σίγουρα,  ο γέρος είχε ήδη  πλαγιάσει   και τον άκουσε να μουρμουρίζει,  ‘’Κάτσε λίγο  ακόμα! ‘’ – ‘’ Τώρα θα κοιμηθεί και θα μπορέσω να φύγω ήσυχος’’ σκέφτηκε καθώς  περιεργαζόταν  το ντουλάπι με το τζαμάκι του ντουλαπιού της κουζίνας  που σε άφηνε να δεις τα κρύσταλλα  και τα ποτήρια πίσω του,  ο γέρος αποκοιμήθηκε γρήγορα  κι άρχισε να ροχαλίζει ελαφρά, ετοιμαζόταν να φύγει όταν  άκουσε έναν  ήχο περίεργο,  μα βέβαια,  ήταν το αρμόνιο όμως ποιος δαίμονας μπορεί να  έπαιζε, τι συνέβαινε σ’ εκείνο το δωμάτιο,  τι είχε πάθει το μυαλό του,  σε ποιον ακριβώς χρόνο βρισκόταν, τι σύγχυση ήταν  εκείνη;  Προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε γύρω του κι όσο σκεφτόταν η  πορτούλα απ’ το δωματιάκι  όπου κάποτε υπήρχε το κρεβατάκι με τα κάγκελα   άνοιξε τρίζοντας ελαφρά, ένα άσπρο κεφάλι πρόβαλε και τον κοίταξε, ρίγος διαπέρασε το σώμα του,   δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι εκείνο το κορίτσι  το στρουμπουλό είχε μεγαλώσει τόσο, τα χαρακτηριστικά του ήταν τα ίδια αν και είχαν ατονήσει κάπως όπως συμβαίνει σε μερικούς ανθρώπους  που νιώθεις ότι δεν γέρασαν ποτέ,  καθόταν εκεί και τον κοίταζε ήσυχα σαν του έλεγε ‘’Με θυμάσαι ;’’ ενώ  το αρμόνιο έπαιζε συνέχεια μια μουσική     περίεργη,  τι στο δαίμονα  συνέβαινε ;  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...