Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

ΣΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΡΑΝΙΤΕΣ


Ένα σπίτι παλιό με σχιστόλιθους στη στέγη υπήρχε  στην άκρη του χωριού, όποτε τύχαινε να περάσουμε  από  κει φοβόμασταν κι επιταχύναμε, τη μέρα  δε σε τρόμαζε και τόσο, ένα κτίσμα με πλάκες στη σκεπή ήτανε που το κύκλωνε ένας  τοίχος από πέτρες σωρευμένες η μια πάνω στην άλλη σκεπασμένες από έναν παχύ κισσό μαυροπράσινο.  

Θα πρέπει να είχε χτιστεί προτού  πολλά χρόνια,  ίσως κι έναν αιώνα πριν,  πίσω απ’  τον τοίχο του  υπήρχε μπαξές που  τον σκάλιζε ένας γέρος αδύνατος σα λέλεκας, μαυροπούλια πετούσαν συνήθως στον αέρα από πάνω  και κούρνιαζαν σ’ ένα μαύρο κυπαρίσσι που ορθώνονταν σα  καλόγερος ψηλός σε μια γωνιά της αυλής, μια φορά είχαμε δει και  μια γυναίκα να λιάζεται στο κατώφλι, τα μαλλιά της ήταν πολύ κοντά κομμένα κι είχε μια όψη αλλόκοτη,  λέγανε ότι είχε κάνει χρόνια   στο ψυχιατρείο, ο γιος της ζούσε μαζί τους , ένα παιδί  με μεγάλα δόντια που προεξείχαν όποτε χαμογελούσε, τις πιο πολλές φορές που τον βλέπαμε χάιδευε ένα τεράστιο, μαλλιαρό τσομπανόσκυλο.

Το χωριό ήταν γεμάτο από  σπίτια  ακατοίκητα όπου  δεν έμενε κανένας,  μόνο τα καλοκαίρια ερχόταν κάτι περίεργοι άνθρωποι από τη Γερμανία κατά πως λέγανε και τα ανοίγανε για λίγο να φωτιστούν  και να  φρεσκαριστούν, όλο τον άλλο χρόνο εμείς μπορούσαμε να τρέχουμε  στα χαμηλά τους μπαλκόνια και στις  αυλές που ήταν γεμάτες μουσμουλιές και  λουλούδια, γιασεμιά άσπρα και τριανταφυλλιές κυρίως που άντεχαν το κρύο και τη ζέστη. Για μας  δεν ήταν παρά μέρη παράξενα που έπρεπε να εξερευνήσουμε και τριγυρνούσαμε  σ’ αυτά ώρες πολλές, το μόνο που αποφεύγαμε ακόμα κι ένα διάστημα που έμοιαζε  ακατοίκητο,  ήταν  αυτό το σπίτι με τους σχιστόλιθους  στη σκεπή, σ αυτό δεν τολμούσαμε να πλησιάσουμε ακόμα κι αν κάποιες φορές φαίνονταν  έρημο.

Την άνοιξη που έπιαναν οι βροχές και δεν έλεγαν να σταματήσουν με τίποτα  βγαίναμε τη νύχτα με τα φανάρια να μαζέψουμε σαλιγκάρια σ’ ένα φαράγγι γεμάτο γρανίτες που τους  έκοβαν κομμάτια  για να χτίσουν. Το φαράγγι με τα γρανιτένια πετρώματα που στραφτάλιζαν βρισκόταν  πίσω απ’ το παλιό σπίτι με τους σχιστόλιθους, καθώς βαδίζαμε  μες  τις δροσιές και στα βρεγμένα χώματα  ρίχναμε καμιά ματιά κατά κει κι ύστερα προσπαθούσαμε να μείνουμε όσο μακριά γίνονταν.  Ένα βράδυ όπως περπατούσα  στα σκοτεινά πίσω από κείνο το  παράξενο σπίτι αντί για σαλιγκάρια είχα βρει ένα νόμισμα που γυάλιζε  και σκεφτόμουν ότι μπορεί να είχε πέσει από κείνον τον γέρο που κατοικούσε εκεί πέρα ή από  το γιο του,  το είχα δώσει στη μάνα μου…

Εμείς  φοβόμασταν το σπίτι και τους  ενοίκους του αλλά  η μάνα μου όχι, αυτή δε καταλάβαινε  τίποτα, όχι μόνο δεν την τρόμαζε αλλά  επισκέπτονταν κιόλας  το γέρο και την οικογένεια του  πολύ τακτικά. Είχε άλλη αντίληψη για τα πράγματα η μάνα μου,  όποιος ήταν πεταμένος και περιθωριοποιημένος, όποιον απέφευγαν οι άλλοι  έπρεπε να του συμπαρασταθεί, όλοι οι φτωχοί ερχόντουσαν στο σπίτι μας για να φάνε- όταν έλειπε φυσικά ο πατέρας μου- δεν υπήρχε άνθρωπος μοναχός του, άρρωστος η μη που να μην αναλάμβανε  η μάνα μου,  το θεωρούσε καθήκον της κι όπως το χωριό ήτανε μικρό τους προλάβαινε όλους, στα νιάτα της ήθελε να γίνει καλογριά και πάντα έλεγε ότι δεν την αφήσανε,   καλά  ήταν περίπτωση!

Μ’ έπαιρνε και μένα και  πηγαίναμε  να κάνουμε παρέα στο γέρο με την άρρωστη γυναίκα, ο παππούς  έμοιαζε περίεργος, τον είχα δει  μια φορά στη αυλή του  να πελεκά  ένα βράχο τεράστιο μ’ ένα σιδερένιο  σφυρί, είχε βρεθεί  μπροστά στο σπίτι του  κι έπρεπε να τον εξαφανίσει, σήκωνε τη βαριά ψηλά και την κατέβαζε με δύναμη πάνω στην πελώρια πέτρα, άντε τώρα να το σπάσεις με τα χέρια εκείνο το πράγμα το αρχαίο που είχε ζήσει εκατομμύρια χρόνια! Με τύλιγε  λοιπόν η μάνα μου με τη ζακέτα της σφίγγοντας με   κοντά της γιατί  καταλάβαινε ότι  φοβόμουνα,  και προχωρούσαμε κάτω απ’  το φως που έριχναν από ψηλά  οι αραιές λάμπες. Τριγύρω επικρατούσε νέκρα,  σιωπή,  ακουγόταν μια φήμη   ότι  τις νύχτες κυκλοφορούσε στους δρόμους ένας σκουρόχρωμος τύπος μ’  ένα  μακρύ  παλτό που  βροντούσε  τις πόρτες των σπιτιών μες τα μαύρα μεσάνυχτα, κάποιος φίλος  μου έλεγε ότι τον είχε δει από το παράθυρο,  άλλος είχε ακούσει βήματα,  όλοι είχαν μια ιστορία να πούνε γι’  αυτό και κλειδαμπάρωναν  μόλις έδυε ο ήλιος.

Αφού φτάναμε με προφυλάξεις  στην άκρη του χωριού όπου δεν υπήρχαν ούτε κολώνες ούτε λάμπες μόνο το φεγγάρι και τα άστρα που γυαλοκοπούσαν λούζοντας με φως το μαύρο  κυπαρίσσι της αυλής, χτυπούσαμε την παλιά ξύλινη πόρτα και περιμέναμε, όπως στεκόμουν δίπλα στη μάνα μου αναρωτιόμουν τι δουλειά  είχαμε  έξω από κείνο το σπίτι ενώ στα ρουθούνια μου ερχόταν το άρωμα από  τα λουλούδια  μιας μεγάλης άσπρης  τριανταφυλλιάς που είχε σκαρφαλώσει μέχρι τις λίθινες πλάκες κι απλώνονταν σκεπάζοντας το κατώφλι, ύστερα από λίγο ρωτούσαν από μέσα ‘’Ποιος είναι; ‘’ και μας ανοίγανε.

Στην είσοδο υπήρχε ένας διάδρομος, προχωρούσαμε λίγα βήματα  και μπαίναμε  σ’ ένα  καμαράκι όπου καθόμασταν,  δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο εκεί μέσα,  ένας  καναπές  από τη μια κι ένα κρεβάτι από την άλλη,  εγώ δεν έλεγα και πολλά,  τι να πω άλλωστε,  η μάνα μου όμως έμοιαζε να το διασκεδάζει, της  άρεσε η επαφή με τον κόσμο και η φλυαρία, ήταν πολύ κοινωνική και στο μικρό  χωριό αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να περάσεις την ώρα σου. Στη διάρκεια της επίσκεψης  ερχόταν στο δωμάτιο κι εκείνη η γυναίκα με τα κοντά μαλλιά κουβαλώντας μια φοντανιέρα με σοκολατάκια, δε μιλούσε σα να ήταν μουγκή,  κάποιες στιγμές   όμως άνοιγε το στόμα της και  πετούσε   καμιά κουβέντα περίεργη,  έπειτα εξαφανιζόταν στις  πίσω κάμαρες σα φάντασμα.

Αν και δε συμμετείχα στη συζήτηση  δε μπορώ να πω ότι βαριόμουν, όλο το σκηνικό έμοιαζε ενδιαφέρον για ένα παιδί, σκεφτόμουν ότι κανένας από τους  φίλους  μου δε μπορούσε να δει από μέσα το σπίτι που θεωρούσαμε στοιχειωμένο,  καθόμουν εκεί σιωπηλός  και κοίταζα τις φωτογραφίες στον τοίχο,  ένας βασιλιάς  που καβαλούσε το άσπρο  άλογο του, ελάφια που τρέχανε στο δάσος, και μια άλλη εικόνα  κοίταζα που έδειχνε  κάτι ανθρώπους στημένους  σ’ έναν τοίχο αντίκρυ σε μια ομάδα  στρατιωτών που  ετοιμάζονταν να τους πυροβολήσει. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε εκείνη η  ζωγραφιά, που την είχε ανακαλύψει ο γέρος, οι ετοιμοθάνατοι φαινόταν αποφασισμένοι και σήκωναν τα χέρια σα να πανηγύριζαν καθώς αψηφούσαν το θάνατο, ένα φως απόκοσμο κύκλωνε τα κεφάλια τους σα να ήταν άγιοι σε εκκλησία ενώ τα πρόσωπα των στρατιωτών δε φαίνονταν μόνο τα τουφέκια τους που ήταν στραμένα ενάντια στη άλλη ομάδα, την ανυπεράσπιστη, όλη η σκηνή έμοιαζε επιβλητική.  

Ο γέρος  δεν έβλεπε καλά γι’  αυτό κατά τη διάρκεια της επίσκεψης  άναβε μια δεύτερη λάμπα που κρέμονταν από το ταβάνι και τότε άνοιγε τα μάτια του διάπλατα σα να  αντίκρυζε για πρώτη φορά το φως. Χαζεύοντας την εικόνα ούτε που έδινα σημασία σ αυτά που λέγανε όμως ένα βράδυ όταν άκουσα  να λένε για κείνον τον τύπο με το παλτό που γύριζε τις νύχτες στα σπίτια τέντωσα τ’  αυτιά μου. Ο γέρος έλεγε ότι ο παππούς του τον ήξερε, είχε λέει μαγαζί κάποτε και πήγαινε στην πόλη να ψωνίσει εμπορεύματα με τα ζώα του,  μια βραδιά νυχτώθηκε στο δρόμο κι έφτασε αργά έξω απ’ το χωριό,  περνώντας από το φαράγγι με τους  γρανίτες  που έπρεπε να διανύσει έπεσε πάνω σε ληστές που του είχαν στήσει καρτέρι και του επιτέθηκαν με μαχαίρια , του πήραν ότι κουβαλούσε και ήθελαν να τον γδύσουν για να δουν μήπως είχε λεφτά ή  τίποτα πολύτιμο απάνω του,  ο παππούς του γέρου είχε ακούσει τις φωνές κι έτρεξε  να τον βοηθήσει, πρόλαβε την τελευταία στιγμή να τον σώσει τη στιγμή που πάλευαν  να του βγάλουν το παλτό του πρέπει να ήταν ακριβό ρούχο και βαρύ, οι ληστές που ήταν γνωστοί,  φοβήθηκαν μη τους αναγνωρίσει κι έφυγαν βιαστικά έχοντας αρπάξει όλη την πραμάτεια που είχε κουβαλήσει ο άνθρωπος. Τον είχε φέρει  στο σπίτι του όπου δεν έζησε πολύ μαχαιρωμένος όπως ήτανε και γεμάτος πληγές ‘’Από τότε συχνά- πυκνά  εμφανίζονταν…’’ συνέχισε την αφήγηση του ο γέρος  ‘’…και χτυπούσε τις πόρτες αυτών που τον είχαν μαχαιρώσει,  ήταν κάτοικοι του χωριού,  κάτι ρεμάλια που τάπιασαν τελικά  και τα  κρέμασαν,  η γιαγιά μου άκουγε χρόνια αναστεναγμούς και φωνές από  το λαγκάδι εδώ πίσω όπου έγινε το φονικό,  κατέβαινε τότε με το ξημέρωμα  στο  ρέμα που υπήρχε εκεί πέρα κι  άλειφε τις πέτρες   με μέλι και ζάχαρη να γλυκαθεί  το φάντασμα. Χρόνια είχε να φανεί, νόμιζα ότι  εξαφανίστηκε και τώρα  ακούω ότι το βλέπουν  ξανά. ’’

Καλά ακούγοντας αυτή την ιστορία μου είχε σηκωθεί η τρίχα, δεν υπήρχε περίπτωση να ψάξω για σαλιγκάρια ξανά σ’  εκείνο το διαβολόρεμα, ο γέρος διηγούνταν μ’ έναν τρόπο σα να τα είχε μπροστά του όλα κι όπως ήμουν αφοσιωμένος στα λόγια του  ένας ήχος από αλυσίδες που σέρνονταν μ’ έκανε να τιναχτώ  μέχρι το ταβάνι για να δω το τσοπανόσκυλο του  στην είσοδο της κάμαρας να  σέρνει το σιδερένιο λουρί του, εκείνο ούτε που νοιάστηκε για το αν υπήρχαμε,  απλά πήγε και θρονιάστηκε στα πόδια του γέρου γλύφοντας τις παντόφλες του .

Φεύγοντας δεν ήθελα τίποτα άλλο από το να φτάσω γρήγορα σπίτι μου και να τυλιχτώ κάτω από τις κουβέρτες όμως η μάνα μου δεν έδειχνε καθόλου να βιάζεται και  πήγε μέσα στο άλλο δωμάτιο να μιλήσει με τη γριά,  ρε φίλε δε με σκεφτόταν καθόλου!  Όπως απομακρυνόμασταν από κείνο το σπίτι,  ο σκύλος άρχιζε να αλυχτά σα να καλούσε κάποιον, ξαφνικά από το φαράγγι  ακούστηκε ένα ουρλιαχτό σαν αναστεναγμός,  σαν ένα ‘’Ωωωωχ!!!’ ’μακρόσυρτο, γύρισα κι έριξα μια ματιά, το κυπαρίσσι  υψώνονταν σα καλόγερος σκοτεινός που έγερνε , τα άστρα σα να γυάλιζαν ακόμα περισσότερο, η μάνα μου με τύλιξε μες τη ζακέτα της.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...