Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

ΑΒΥΣΣΟΣ ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ

Στον πατέρα μου

Την άνοιξη τοποθετούσε  στο τρακτέρ εκείνο το μηχάνημα με τα σιδερένια ψαλίδια κι ετοιμαζόταν  να θερίσει το χορτάρι που φύτρωνε παντού και γέμιζε τον τόπο. Με τόσες βροχές που  έπεφταν τέτοια εποχή  δεν υπήρχε γωνιά που να μη πρασινίσει, όλη  η φύση βρισκόταν σε οργασμό, λουλούδια, θάμνοι, χόρτα, όλα φούντωναν,  ψήλωναν κι αναπτύσσονταν, στο χώμα ένα χαλί από  παπαρούνες κόκκινες και μαργαρίτες κίτρινες,  αγριολούλουδα ροζ και γαλάζια φύτρωναν  σ’ όλες τις μεριές, αχλαδιές με λουλούδια άσπρα,  κυδωνιές με άνθη μεγάλα, αγριοτριανταφυλλιές, κερασιές ολάνθιστες  ακόμα και το βουνό  πίσω  άλλαζε σα να ζωντάνευε ξαφνικά καθώς προχωρούσε η εποχή  και τα χρώματα έμοιαζαν  να περπατούν  προς τα πάνω και να απλώνονται στις πλαγιές  σαν ταπετσαρία που σκεπάζει την επιφάνεια.

Όταν έφτανε στα λιβάδια με το τριφύλλι πλάγιαζε στο χώμα το μηχάνημα με τα ψαλίδια κι εκείνα άρχιζαν να πηγαινοέρχονται σα δαιμονισμένα κόβοντας απ’ τη ρίζα ότι  έβρισκαν μπροστά τους. Mια γλυκιά μυρουδιά απλωνόταν στον αέρα τότε  και τύχαινε πολλές φορές να πετάγονται μέσα από τα βάτα που είχαν φυτρώσει στο κέντρο του χωραφιού, λαγοί, ασβοί, αλεπούδες κατατρομαγμένες, πουλιά πανικόβλητα,  όλα  έφευγαν σα δαίμονες  απορώντας τι διάβολο  συνέβαινε  και  ποιος ήταν εκείνος ο διαβολικός  καταστροφέας που διατάρασσε  την ηρεμία τους. Τελειώνοντας τη δουλειά του  έκλεβε και λίγο χόρτο,  το θεωρούσε  νόμιμο δικαίωμα του, το έβαζε κάτω από τη θέση του προτού ξεκινήσει, ύστερα τίναζε την τραγιάσκα του να φύγει η σκόνη και ξεκινούσε γκαζώνοντας  για το σπίτι.

Τον έβλεπα κάθε φορά που περνούσε από το δρόμο  την ώρα που  εμείς παίζαμε μπάλα σ’ ένα χωράφι πράσινο δίπλα στην άσφαλτο  κοντά σ’ ένα ασβεστοκαμίνι παλιό, δυο πέτρες αρχαίες που βρέθηκαν εκεί είχαμε  για  εστίες, τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν το δρόμο μας χάζευαν αλλά εμείς δεν δίναμε σημασία.  Το χειμώνα  σταματούσαμε το παιχνίδι και πηγαίναμε εκεί κοντά σε μια στέρνα που είχε παγώσει απ’  το νερό και ρίχναμε κοτρόνες για να σπάσουμε το χοντρό  στρώμα του πάγου,  άλλοτε πάλι αφήναμε τη μπάλα και στήναμε αυτί  ν’  αφουγκραστούμε  έναν  ήχο  σαν κανονιά που αντιλαλούσε κάπου προς το βουνό όπου υπήρχε ένα  πεδίο βολής.  Όταν έδυε  ήλιος  πίσω μας   έμοιαζε να βάζει φωτιά στα σύννεφα που έπνιγαν το ηλιοβασίλεμα σ’  ένα τρελό μείγμα   από πορτοκαλιά και κοκκινωπά χρώματα,  αεροπλάνα χάραζαν γραμμές στον ουρανό προς όλες τις κατευθύνσεις, όλα έμοιαζαν μαγικά.

Όπως κατέβαινε  τον δρόμο με σβηστή τη μηχανή ο μπαμπάς  μου,  σήκωνε το κεφάλι του ψηλά να δει  το μοναστήρι κατά το βουνό, εκεί που είχε αντικρίσει  κάποτε μια φωτιά  να το καίει και γύρω κοράκια να πετούν, τότε  που ο Βούλγαροι το είχαν ρημάξει. Ένας καλόγερος είχε απομείνει μοναχά  μετά από κείνη τη σφαγή, όλους τους άλλους τους είχαν αφανίσει,  αυτός μονάχα είχε ξεφύγει και κρυβόταν στα λαγκάδια για μέρες μέχρι να φύγει το κακό. Δεν ήταν τυχαίο που γλύτωσε, πάντα τα κατάφερνε,  ήταν πονηρός και τεμπέλης, δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του, πάντα  στον  αφρό  την έβγαζε κι όταν μια φορά θέλησε να πιάσει την κόσα και  να θερίσει τα χορτάρια που φύτρωναν στην αυλή του μοναστηριού την έπιασε  τόσο άγαρμπα, τόσο  άτσαλα λες και το κανε επίτηδες και με το πρώτο χτύπημα βρήκε κάποια πέτρα κι έκανε κομμάτια το μαχαίρι του δρεπανιού. Μετά τον εμπρησμό του μοναστηριού είχε πάει με τους αντάρτες κι όλοι λέγανε ότι είχε καταφέρει να  μαζέψει ένα σωρό λίρες και χρυσά έχοντας διαπράξει  σημεία  και τέρατα, ύστερα από τον πόλεμο είχε γίνει παπάς κι επέστρεφε στο μοναστήρι…

Mε το που χτυπούσε η καμπάνα έπρεπε  να τα παρατήσω όλα και να τρέξω στην εκκλησία όπου ο ήλιος του απογεύματος  έμπαινε από τα χρωματιστά  τζαμάκια  φωτίζοντας  τα ασημένια μανουάλια. Μου άρεσε πολύ να ανεβαίνω  στο αναλόγιο και να διαβάζω ή να ψέλνω βλέποντας από κάτω τον κόσμο, ακόμα μ’  αρέσει. Οι γριές που ερχόταν στον εσπερινό περνούσαν  το χέρι τους πάνω απ’ τις εικόνες σα να αποσπούσαν  απ’ αυτές κάποια υπερφυσική ουσία,  καθόταν ύστερα στα σκοτεινά κι έγραφαν σ’ ένα χαρτάκι τα  ονόματα  των πεθαμένων και το άφηναν σ’ ένα πάγκο μαζί με τα πρόσφορα.

Το βράδυ που γύριζα στο σπίτι  έβρισκα τον πατέρα μου κουρασμένο να τρώει το κολατσιό του, δεν αγαπούσε και πολύ τη δουλειά στον κάμπο, πιο πολύ του άρεσε να καταπιάνεται με τα μηχανήματα να τα  ζεύει,   να τα διορθώνει,  να τα δοκιμάζει. Ήταν καλός  οδηγός,  λίγο παλαβός  βέβαια και πάντα   προσπερνούσε τα  αργοκίνητα τρακτεράκια καθώς  σεργιανούσε στους σκονισμένους  χωματόδρομους. Μια χρονιά ένα χωράφι του  σχεδόν το είχε ξεχάσει,  έσπειρε το καλαμπόκι και το άφησε στο έλεος του θεού για μήνες, όταν πήγε να το δει μετά από καιρό το βρήκε  πνιγμένο μέσα στα βλίτα,  βλαστήμησε  ότι του ήρθε και μετά έβαλε την δισκοσβάρνα και το πλάκωσε, τα ξερίζωσε όλα,  δεν άφησε τίποτα,  μα πόση λύσσα τον είχε πιάσει με  κείνο το καταραμένο χωράφι! Το χειμώνα πολλές φορές βολόδερνε μοναχός  του μέσα στην ερημιά ρίχνοντας  καμιά ματιά  στα χωράφια του να δει σε τι κατάσταση βρίσκονταν, γύρω δεν κυκλοφορούσε ούτε αγρίμι, τόσο κρύο έκανε και τόση ερημιά επικρατούσε που έλεγες ότι από καμιά γωνιά θα πετάγονταν  κανένα φάντασμα αλλόκοτο,  μόνο  τέτοια  πλάσματα μπορούσαν να βρίσκονται εκεί πέρα…
 

Από τότε που παράτησε  το φιλντισένιο ακορντεόν του είχε αρχίσει κι αυτός να ψάλλει, είχε μια φωνή διαπεραστική πολύ δυνατή και κάπως άγαρμπη αλλά γεμάτη πάθος και ένταση.   Καθώς δεν ήξερε να διαβάζει καλά  παιδεύονταν όλη νύχτα να βγάλει τι στο καλό λέγανε εκείνα τα καταραμένα γραμματάκια σε κάποιον συνέκδημο χοντρό  που είχε,  μιλάμε για μεγάλη τυραννία. Πολλές φορές μου ζητούσε να του τα διαβάσω κι εγώ καθόμουν δίπλα στο τζάκι και του εξηγούσα,  σε μένα  όλα φαινόταν πολύ φυσικά,  είχα μια εξοικείωση  μ’  εκείνη τη γλώσσα την παράξενη και τις λέξεις τις ακατάληπτες: ‘’Ο τιθείς νέφη την επίβασην αυτού, ο  περιπατών επί πτερύγων ανέμων..έθου σκότος και εγένετο νυξ...Ο ποιών τους Αγγέλους  αυτού πνέυματα  και τους λειτουργούς  αυτού πυρός  φλόγα.. Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον  αυτού...’’  

Τη Μεγάλη Βδομάδα η μάνα μου μας τάραζε στη νηστεία, δεν επέτρεπε  ούτε μια παρασπονδία, πολύ αυστηρή ρε αδερφάκι μου, κάτι φακές νερόβραστες κάτι τουρσιά κάτι χαλβάδες, ελιές, ψωμί,  κάνα λουκούμι, τέτοια πράγματα μόνο επιτρέπονταν. Αυτή η Μεγάλη Βδομάδα πάντα μας σακάτευε, δεν ήταν μόνο η νηστεία ήταν και   τα λαρύγγια μας που πονούσαν από τις ατέλειωτες ψαλμωδίες ,  έπρεπε  να έχεις   λαιμό από σίδερο για να τα βγάλεις πέρα και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί είχαν βάλει αυτοί που φτιάξανε τις λειτουργίες τόσο δύσκολα πράγματα μέσα σε λίγες μέρες,  πρέπει να ήταν  λίγο μαζόχες !  Θα μου πεις  βέβαια άλλες εποχές,  άλλες αντοχές,  οι παπάδες κι οι  τρελαμένοι καλόγεροι που είχαν ζήσει τα παλιά χρόνια ίσως  να θεωρούσαν  φυσιολογική  όλη  αυτή τη  ταλαιπωρία.

Με τον πατέρα μου ανεβαίναμε στο τρακτέρ και πηγαίναμε στο μοναστήρι.  Ο παπάς,  εκείνος ο παλιός αντάρτης που είχε γυρίσει  στα παλιά  του τα λημέρια, φορούσε τις μέρες του Πάσχα  μαβιά, γυαλιστερά ρούχα   που συμβόλιζαν  το πένθος αλλά ποτέ δεν είχε αφήσει κανένα παιδί να φορέσει τις στολές εκείνες τις κόκκινες που έμοιαζαν με άμφια,  και να φανταστείς  ότι πεθαίναμε να τις δοκιμάσουμε αλλά ο παπάς  ήταν ανένδοτος,  μα τι κόλλημα, τι κακία,  τι κάθαρμα ρε φίλε! Μέσα στο ιερό διάβαζε ένα σωρό βιβλία για  τον εμφύλιο που  δε μπορούσα να καταλάβω, πάντως λέγανε για μάχες κι εκτελέσεις ανθρώπων που τότε σκοτώνονταν  σαν τις μύγες, ποιος ξέρει τι είχε κάνει εκείνη την εποχή και πόσους είχε καθαρίσει ο τύπος,  ο πατέρας  μου πάντως  ήξερε  τι κουμάσι ήτανε και του τόλεγε ανοιχτά: ‘’Εσύ δεν έπρεπε  να γίνεις παπάς !’’

Τη Μεγάλη Πέμπτη  έβγαινε μ’ ένα σφυράκι μες το σκοτάδι όπου έφεγγαν μοναχά τα καντήλια,  καθώς ακούγονταν οι καμπάνες που σήμαιναν αργά αυτός  κάρφωνε τα πόδια  του Χριστού ενώ γύρω οι γυναίκες κλαίγανε γοερά.  Στον επιτάφιο με ζάλιζαν οι  μυρουδιές από τις πασχαλιές, τους λευκούς  κρίνους  και τα κόκκινα γαρύφαλλα που στόλιζαν όλη νύχτα οι γυναίκες χρησιμοποιώντας τις βιόλες και τους μενεξέδες,  τα τριαντάφυλλα και τα ζουμπούλια που έφερναν από τους μπαξέδες τους.  Στην περιφορά κρατούσαμε κάτι λάβαρα με  μορφές κεντημένες πάνω στο βελούδο και γυρνούσαμε γύρω απ’  το μοναστήρι μες τα σκοτεινά, εκτός  απ’  τις καμπάνες ακούγονταν στην σιωπή και  κανένας  λύκος που ούρλιαζε από ψηλά απ’  τις κορφές, ήταν  λίγο περίεργο σκηνικό.

Μια χρονιά που δεν πρόκειται ποτέ  να ξεχάσω, όπως πραγματοποιούνταν η γνωστή ιεροτελεστία και τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα  των γριών που  έφεγγαν στα σκοτεινά με τα κεράκια,   έγινε κάτι πολύ παράξενο. Καθώς ο παπάς κάρφωνε τα πόδια του Χριστού με μανία σα να τον είχαν πληρώσει ένα εκατομμύριο γι’  αυτή τη δουλειά,  μια  γυναίκα νεαρή,  πολύ όμορφη, σωριάστηκε  κάτω στα μάρμαρα βγάζοντας αφρούς  από το στόμα.  Όλοι την γνώριζαν την κοπέλα, ήταν λίγο βλαμμένη αλλά   κούκλα,   πολλές φορές  παραμιλούσε κι οι γριές την μάζευαν σε κάποια σκοτεινή γωνιά και  τη νουθετούσαν,  αυτή πάλι υπάκουη σταματούσε και μετά  από λίγο  άρχιζε ξανά  το μουρμουρητό. Τώρα όμως έμοιαζε εντελώς παραδομένη,  δεν το είχα ξαναδεί αυτό το πράγμα, ήταν εκτός εαυτού σα  να είχε παραλύσει από μια αόρατη δύναμη. 


 Ο παπάς έτρεξε τότε στο ιερό,  σ’ ένα καμαράκι σαν παράθυρο που υπήρχε στον τοίχο, και πήρε από κει  τη λόγχη εκείνο  το σκεύος που έμοιαζε με βέλος μεταλλικό και το χρησιμοποιούσε στο ιερό για να φτιάξει την θεία κοινωνία. Με  το που  άγγιξε  τα χείλη της  με τη λόγχη  η γυναίκα συνήλθε και σηκώθηκε αργά  σιάχνοντας το φουστάνι της, τα μάτια της έδειχναν να γυαλίζουν  σα να είχε συμβεί  κάποιο θαύμα, όλοι γύρω σταυροκοπούνταν και ψιθύριζαν γι’  αυτό που είχε γίνει, οι γριές μουρμούριζαν κάτω απ’  τα τσεμπέρια τους κι όλο σήκωναν τα κεφάλια τους να δουν  το παράξενο γεγονός. Ο μόνος που δεν είχε πειστεί  ήταν ο  πατέρας  μου που με τίποτα δεν θεωρούσε ικανό τον παπά  για κάποιο θαύμα κι εκέινος όμως σα να είχε υπνωτιστεί  απ΄το θέαμα δε μιλούσε μόνο έλεγε  χαμηλόφωνα από μεσα του κάτι λόγια που τα ήξερα από καπου μα  δε μπορούσα να νιώσω τι σήμαιναν,   ''Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτου...'' 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...