Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

MAGNIFICUS DIPHYLLODES

I ‘ve always been a gambling man
I ‘ve rolled them bones with either hand
Seven is the promised land
Early in the morning

 Townes Van Zandt ‘’One dollar blues’’

Τελικά ήταν πιο σκοτεινός απ’  ότι φανταζόμουνα,  ο Χ που ήταν πιο παλιός εκεί πέρα και  τον είχε καταλάβει  από την αρχή με είχε προειδοποιήσει  να τον προσέχω.Ήταν μούτρο κανονικό, χρόνια  στη πιάτσα, φύση τυχοδιωκτική,  δεν ήταν  πολύ μεγάλος όμως  το πεζοδρόμιο  τον γερνούσε γρήγορα. Στα νιάτα του είχε κάνει πάλη και βάρη κι όπως ήταν  ογκώδης κι  αγριωπός στην όψη  με τα σμιχτά του φρύδια δε φοβόταν κανέναν. Ήξερε όλα τα στέκια, όλες τις φάτσες,  όλα τα καφέ, τα γυράδικα, τα μαγαζιά  και κυρίως τα προποτζίδικα  όπου  πρότεινε δεξιά κι αριστερά που να ποντάρουν.  Ασχολούνταν  με όλα,  ποδόσφαιρο, κίνο, τζόκερ, στοίχημα,  λαχεία, φρουτάκια  και βέβαια ιππόδρομο,  το μυαλό του δούλευε γρήγορα, ήταν πολύστροφο, μπορούσε να κάνει  υπολογισμούς ταυτόχρονα και είχε μια  μνήμη φοβερή,  δε ξεχνούσε τίποτα,  ιδίως νούμερα, ο εγκέφαλος του τα επεξεργάζονταν με ταχύτητα δαιμονική   όμως κάτι συνέβαινε κάθε φορά,  οι πιθανότητες  έμοιαζαν  άπειρες, όσες κι αν λάβεις υπ’ όψιν αυτά τα παιχνίδια είναι έτσι φτιαγμένα που  χιλιάδες θα σου ξεφύγουν, πρέπει να είσαι συγκρατημένος,  δε μπορείς να τα βγάλεις  πέρα με τη λογική των αριθμών.

Ακούγονταν   διάφορα γι’ αυτόν, έλεγαν ότι   κάποτε είχε μια επιχείρηση,  φαρμακαποθήκη ή κάτι τέτοιο, έβγαζε καλά λεφτά  αλλά  του τα έφαγε όλα ο συνέταιρος του  που έφυγε  στη Βραζιλία κι άκου  να δεις τώρα  πως είχε γίνει το σκηνικό:

Είχαν πάει στην Αμερική οι δύο τους ν’ αγοράσουν κάτι φάρμακα πολύ σπάνια  που δε μπορούσες να τα βρεις πουθενά τότε, έδειχνε  πολύ καλή μπίζνα, θα τα κονομούσαν, μαζί τους κουβαλούσαν μια μικρή τσάντα γεμάτη λεφτά γιατί  τα χάπια κόστιζαν ένα σκασμό χρήματα.  Όλα πήγαιναν   καλά όμως κάποια στιγμή το πράγμα κάπου σκάλωσε,  οι Αμερικάνοι φοβήθηκαν, κλώτσησαν,  η δουλειά χάλασε όμως τώρα δε μπορούσαν να βγάλουν τα λεφτά από  κει γιατί η υπόθεση είχε μαθευτεί. Έψαξαν δεξιά –αριστερά, πήραν τηλέφωνα,  ρώτησαν, έψαξαν  και στο τέλος  κανόνισαν μια πτήση μέσω Λατινικής Αμερικής, ήταν η μόνη διέξοδος που βρήκανε. Εκεί κάτω όμως   τους την είχαν στημένη,  τους περίμεναν, είχε γίνει καρφωτή,  κινδύνευαν να φάνε πολλά χρόνια φυλακή με τη μυστήρια νομοθεσία που επικρατούσε εκεί πέρα κι άμα μπαίνανε μέσα  άντε να βγουν ζωντανοί. Στο αεροδρόμιο ο χοντρός έχασε πέντε κιλά από την αγωνία και τον ιδρώτα που έσταζε, ένα κάθαρμα -  τελωνειακός τον είχε βάλει στο μάτι και τον είχε στριμώξει άγρια σε μια καμαρούλα βρωμερή για ώρες κοίταζε  φωτογραφίες καταζητούμενων στους τοίχους, η χώρα εκείνη η μακρινή φάνταζε στα μάτια του σαν ένα κλουβί τεράστιο, όλα φαινόταν απόκοσμα,  η γλώσσα,  τα πρόσωπα,  οι λέξεις στις επιγραφές,  ο τρόπος που οδηγούσαν στο δρόμο,    ήταν  τόσο απελπισμένος εκείνη τη στιγμή που προτιμούσε να πεθάνει. Τους είχαν αφήσει τελικά  αλλά ήταν εγκλωβισμένοι εκεί  μακριά,  στου διαβόλου τη μάνα, δε μπορούσαν να βγάλουν τη βαλίτσα,  τελικά αποφάσισαν ο τζογαδόρος  να ταξιδέψει  μόνος  του  αφήνοντας τον άλλον με τα λεφτά  που θα έψαχνε τρόπο να βγει  αργότερα από τη χώρα…

Όταν ήρθε και μου ζήτησε πάλι δανεικά  σκεφτόμουν ‘’Μεγάλε από μένα δε παίρνεις τίποτα!’’ Μήνες είχα να τον δω,  από τότε που μου είχε τσιμπήσει κάτι ψιλά,  έτσι έκανε συνήθως, σου έπαιρνε τα λεφτά, εξαφανίζονταν  κι ούτε ήξερε κανείς τι γινόταν και τι έκανε, μάλλον κλείνονταν σε κάνα σκοτεινό μπουντρούμι να τα παίξει , να ξεχαρμανιάσει .  Ύστερα  τον πετύχαινες  μπροστά σου να  ζητά δανεικά με απόλυτη φυσικότητα σα να τον  χρωστούσες εσύ  από καιρό κι έπρεπε οπωσδήποτε να του τα δώσεις,  καλά είχε πολύ θράσος!  Εκείνη τη μέρα  στεκόμουν   σε μια στάση  περιμένοντας το αστικό και παρατηρούσα τις γυναίκες,   μου έκανε εντύπωση που κάποιες όταν μαύριζαν κι άλλαζε το χρώμα του δέρματος τους έδειχναν  πιο φρέσκιες,  τους πήγαινε πολύ εκείνο  το σκούρο,  ξανάνιωναν, ομόρφαιναν.  Άλλες πάλι για κάποιο λόγο σα να μάζευαν,  σα να έσπαγαν κάπως,  κάτι συνέβαινε, μπορεί να ήταν  ο χαρακτήρας,  η ψυχολογία τους που έβγαινε στην επιφάνεια  τώρα το καλοκαίρι, δε ξέρω,   πάντως κάτι δε πήγαινε  καλά μ’  αυτές.  Το λεωφορείο αργούσε,   τα δρομολόγια είχαν αραιώσει πολύ κι  αφού δεν περνούσαν πια γυναίκες μαυρισμένες   χάζευα   έναν μεγαλώσομο    τύπο με φόρμες  κοντές,  εφαρμοστές, που κουβαλούσε  σωλήνες   χάλκινους από ένα κλειστό πολυκατάστημα, κοιτούσε γύρω σα να τους έκλεβε αλλά κανένας δεν του έλεγε τίποτα οπότε συνέχιζε τη δουλειά του , τελικά φόρτωσε τα  κομμάτια στο αμάξι του κι όταν πήγε να φύγει τότε μόνο τον αναγνώρισα,  ήταν ο τζογαδόρος  ….

Φορούσε  τρία δαχτυλίδια στο κάθε χέρι κι έδειχνε ταλαιπωρημένος,  κοιμόταν άλλοτε  στο δρόμο κι άλλοτε σ’  ένα υπόστεγο  αφού πρώτα  είχε φορτωθεί  στους πάντες  . Το χειμώνα με τις παγωνιές ήταν το ζόρικο αλλά έτσι χοντρούλης όπως ήταν άντεχε,  το καλοκαίρι  έτρωγε πολύ ζέστη όμως  έξω στην ανοιχτωσιά μια χαρά  την έβγαζε φίλε μου,  στα παγκάκια είχε αέρα από παντού,  φυσικός κλιματισμός,  βέβαια η μέση του πιανόταν λίγο αλλά τι να γίνει,   δε μπορείς να τάχεις όλα !

Μου φάνηκε πολύ αστείος  έτσι  ντυμένος μ’  εκείνες τις φόρμες, έμοιαζε καταπληκτικά με   αρσιβαρίστα απ’  το Αζερμπαϊτζάν. Όπως μιλούσαμε εκεί  στο κέντρο κάτω από κάτι καμάρες ένα κοπάδι περιστέρια καταραμένα προσγειώνονταν στα πόδια μας όλη την ώρα κι έτρεχαν να βρέξουν τα κεφάλια τους στο νερό που έβγαινε από τη ρωγμή ενός  τοίχου. Είχε αρχίσει να μεσημεριάζει κι ο ήλιος έκαιγε διαβολεμένα, το καλοκαίρι δεν έλεγε να βγει,  κι αυτό το φετινό ήταν  αγχωτικό,  ζόρικο, ατελείωτο.

‘’Τι έγινε  ρε Γ, τι κάνεις ; ‘’   ρώτησε ένας τύπος με φάτσα γεωργιανού,  που περνούσε  εκείνη τη στιγμή και στάθηκε  να δει τον παίχτη,  ‘’ Ήμουν Ρωσία…’’του είπε  ‘’…έπαιζα τρεις μέρες  συνέχεια όμως  δε κέρδισα τίποτα, τώρα θα πάω Σαουδική Αραβία να δω τι γίνεται εκεί κάτω,  εσύ παίζεις καθόλου ;’’  – ‘Τάχω κόψει αυτά,  δε ξαναασχολούμαι!’’ απάντησε ο δικός μου.   

Δε με έπειθε βέβαια,  άμα σου κολλήσει αυτό το μικρόβιο πολύ δύσκολα το βγάζεις από μέσα σου.   Είχα γνωρίσει κι άλλους που έπαιζαν αλλά δε μου είχε ξανατύχει ποτέ τέτοια περίπτωση.  Όλη την ώρα  μου γινόταν τσιμπούρι και μου ζητούσε λεφτά,   κλαίγονταν  ότι δεν είχε να φάει,  ότι κοιμόταν στο δρόμο, ότι  χρειαζόταν χρήματα για να πληρώσει κάτι χρέη επείγοντα,  σου αράδιαζε εκεί πέρα ένα  κάρο ψέματα   και δικαιολογίες που σε τρέλαιναν και είχε μια τέτοια επιμονή που ήταν πολύ δύσκολο ν’ αντισταθείς και να μη τον λυπηθείς  ‘’Θα σου τα δώσω αύριο κιόλας,  μπορεί και σήμερα!’’  σε διαβεβαίωνε κι άμα  έβαζε τα λεφτουδάκια στη τσέπη άντε γεια!  Αυτή τη  φορά όμως  ήμουν αποφασισμένος να μη του δώσω δεκάρα τσακιστή κι ας χτυπιόταν όσο ήθελε,  είχε αρχίσει τα ίδια,  ότι δε θα μου ξαναμιλούσε,  ότι  αυτός που τον φιλοξενούσε του είχε πει να φύγει,  ότι έπαιρνε κάτι  φάρμακα πολύ δυνατά και  χρειαζόταν να τρώει κανονικό φαΐ. Αλλά τον είχα μάθει  ρε φίλε,  δε θα την ξαναπατούσα κι αντί να τον λυπηθώ μ’ έπιασαν  κάτι  γέλια αυθόρμητα που τρανταζόμουν ολόκληρος, δε κρατιόμουν, πραγματικά ήταν μεγάλος ηθοποιός, καθόταν εκεί πέρα με τις φορμίτσες του αρσιβαρίστα   κι έπαιζε το κομμάτι του που θα το είχε τελειοποιήσει άπειρες φορές τρώγοντας ποιος ξέρει πόσα λεφτά από δω κι από κει .

Δεν υπήρχε περίπτωση να σηκώσει  ξανά κεφάλι  από τότε που είχε αφήσει το συνεταίρο με τα λεφτά  στην Αμερική.  Αποδείχτηκε ότι  ο άλλος ήταν πιο πονηρός,  τα είχε κανονίσει όλα από πριν  και  σίγουρα εκείνος  είχε καρφώσει τη δουλειά για να κρατήσει τελικά όλο το χρήμα. Στην υπόθεση είχε ανακατευτεί και  μια βραζιλιάνα χορεύτρια πολύ όμορφη, κουκλάρα φοβερή,  επικίνδυνη  κατά πως λέγανε, την ήξεραν και οι δυο από πριν, γλεντούσαν μαζί της σε κάτι ξενυχταδικα,  είχαν γνωριστεί κι έκαναν  πολύ παρέα. Πολλές φορές τη βρίσκανε στο διαμέρισμα της όπου τους έφτιαχνε κάτι φαγητά εξωτικά,  καυτερά. Αφού τρώγανε  καθόντουσαν να ακούσουν  τα παραδείσια πουλιά που είχε μαζέψει, μερικά τραγουδούσαν ωραία κι  άλλα απλά στρίγγλιζαν όλα όμως ήταν υπέροχα,  με φτερώματα   γυαλιστερά γεμάτα από συνδυασμούς χρωμάτων απίθανους…

Με κείνη τη βραζιλιάνα τη γόησσα  το είχε σκάσει ο συνεταίρος, πήραν το παραδάκι  και διασκέδαζαν στα μπαράκια του Ρίο χορεύοντας μπόσα -νόβα και κάνοντας ταξιδάκια στη ζούγκλα του Αμαζονίου.  Ο χοντρός  τον περίμενε για καιρό χωρίς να έχει ιδέα για το τι γινότανε, δε μπορούσε να το φανταστεί ότι ο άλλος που τον ήξερε από μικρό παιδί  τον είχε κλέψει έτσι στην  ψύχρα, τέτοιος υποκριτής δε πρέπει να υπήρχε σ’ όλη την οικουμένη! Δε μπορούσε να το πιστέψει αλλά καθώς αργούσε  να φανεί ψυλλιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε, τον έψαξε, πήρε τηλέφωνα,  ρώτησε την πρεσβεία,  τα προξενεία  αλλά ήταν αργά πια.  Είχε σκάσει απ’  το κακό του,  έφαγε τα λυσακά του να τον ανακαλύψει, ρώτησε παντού,  έψαξε χιλιάδες διευθύνσεις,  δεν έβρισκε τίποτα,  τελικά   ανακάλυψε τη βραζιλιάνα σ’  ένα προφίλ με το όνομα ενός πουλιού παραδείσιου,  του Diphyllodes magnificus,  καλά η τύπισσα είχε ψώνιο με τα αλλόκοτα πτηνά, έπρεπε  να το είχε καταλάβει. Σε μια φωτογραφία  είδε  τη φάτσα του συνεταίρου του  με τη βραζιλιάνα να πίνουν κοκτέιλ  σε κάποια  παραλία  του ωκεανού, του είχε  στείλει τότε ένα μυνηματάκι :’’Άμα έρθω και σε βρω εκεί πέρα θα σε σκοτώσω! ‘’

Από τότε δε σήκωσε ξανά κεφάλι, δε μπόρεσε να το ξεπεράσει, βέβαια όλοι οι τζογαδόροι κάπως έτσι τη πατάνε και είναι τόσο σίγουροι  για τον εαυτό τους που  δε μπορούν να  παραδεχτούν ότι τους κορόιδεψαν. Δεν θα του δάνειζα ότι και να έκανε,  κι εγώ άλλωστε δεν ήμουν σε καμιά καλή φάση,  το καλοκαίρι πάντα το φοβάμαι,  δε ξέρεις τι γίνεται,  τι μπορεί να προκύψει.

Δεν θα του έδινα τίποτα όμως όπως όφειλε έκανε μια τελευταία προσπάθεια,   το πάλεψε,  τα έδωσε όλα, επέμεινε, σχεδόν έκλαψε, έπεσε στα γόνατα,   ήμουν έτοιμος να λυγίσω , με είχε τουμπάρει, στο κάτω - κάτω δεν άξιζε  όλη η φασαρία,   ας τάπαιρνε, ας τάτρωγε κι ας πήγαινε στον αγύριστο,  χαλάλι του,  τελικά όμως  αποφάσισα να μη του δώσω ,  είχα λίγες τύψεις που τον άφηνα έτσι  αλλά μου έφυγαν γρήγορα.

Δεν τον ξανάδα, άκουσα αργότερα ότι  πήγε  στη Βραζιλία και βρήκε τον συνεταίρο του ο οποίος δε περνούσε καλά,  η χορεύτρια του είχε φάει όλα τα λεφτά  και τον είχε παρατήσει.  Με το που πήγε ο δικός μου εκεί πέρα του την έπεσε και τον έριξε και το χοντρό,  έμενε μαζί της κι όπως ήταν θηρίο τον είχε για μπράβο επειδή εκεί κάτω είναι λέει όλοι πολύ βίαιοι,  κυκλοφορούσαν μαζί  κι όλοι στεκόντουσαν σούζα μπροστά του.  Θα πρέπει τελικά να του άρεσε  η ζωή  εκεί πέρα,  ταίριαζε με τη τυχοδιωκτική του φυσιογνωμία,  εκείνη η μάγισσα τον είχε κάνει να ξεχάσει την πρώτη του αποστροφή για την Λατινική Αμερική. Είχε προσαρμοστεί και περνούσε καλά με τη βραζιλιάνα μάγισσα,   ο Χ που είχε επαφή  μαζί του ακόμα μου είχε δείξει και φωτογραφίες της, ήταν μελαχρινή με ωραία επιδερμίδα,  χυμώδες σώμα και  κάτι μάτια πολύ μυστήρια, ήταν πολύ όμορφη πραγματικά και ντυνόταν με κάτι ρούχα φανταχτερά,  σαν πουλί του παραδείσου έμοιαζε… 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...