Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

ΑΠΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΙΟΥ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥ

Από το μπαλκόνι που έσκυψε είδε μια σκηνή παράξενη, ένα κοπάδι σκύλων είχε μαζευτεί μέσα στο σκοτάδι γύρω από ένα αμάξι  σα να είχε ανακαλύψει κάτι περίεργο πάνω του, πρέπει να ήταν καμιά  δεκαριά μικρόσωμοι δαίμονες που  βρίσκονταν εκεί από ώρα γιατί είχαν  ξηλώσει με τα δόντια τους  τον προφυλακτήρα κι  είχαν αρχίσει  να τραβούν κι άλλα κομμάτια που μπορούσαν να  αποσπάσουν  σα να ήθελαν να το διαλύσουν . Τι στο διάβολο τα είχε ο πιάσει  τα καταραμένα σκυλιά, από πού είχαν έρθει,  έβαλε τις φωνές, τους πέταξε κάτι μανταλάκια που βρήκε μπροστά του, δεν έλεγαν να φύγουν σα να ήθελαν ν’  αποτελειώσουν οπωσδήποτε  το έργο τους,  τελικά πήρε το λάστιχο και τα κατάβρεξε τόσο πολύ που εξαφανίστηκαν μέσα στα σκοτεινά στενά όλα  τα τετράποδα του σατανά...

Δεν είχε δει άλλη φορά και τέτοιο, θα πρέπει   με κάποιο τρόπο να είχαν φτιάξει κοπάδι και περιφέρονταν τα διαβολεμένα καταστρέφοντας ότι έβρισκαν, ήταν μια σκηνή που  τη σκέφτονταν πολλές μέρες   όπως έκανε τα μπάνια του  σ’  εκείνη τη  πόλη με τα ιαματικά λουτρά όπου περνούσε το καλοκαίρι του.  Η υδροθεραπεία  εκεί πέρα τον αναζωογονούσε όσο τίποτα άλλο, του άρεσαν  τα περίεργα νερά που έβγαιναν μέσα στη θάλασσα και δημιουργούσαν μια παράξενη αίσθηση στο σώμα όταν ερχόταν σ’ επαφή μαζί του. Εκείνη τη λουτρόπολη λέει την είχε φτιάξει η Αθηνά για να ξεκουράζεται ο Ηρακλής κάθε φορά που τελείωνε τους τρομερούς του άθλους για χάρη του άλλου του άχρηστου του Ευρυσθέα. Εδώ  ερχόταν να στανιάρει λίγο ο ήρωας γιατί ποιος ξέρει τι θα σκεφτόταν πάλι ο άλλος ο διεστραμμένος για να τον ταλαιπωρήσει στέλνοντας τον να παλέψει με σκυλιά τετρακέφαλα στην είσοδο του Άδη και άλογα ανθρωποφάγα στα πέρατα της γης. Σ’ αυτή τη λουτρόπολη πήγαινε κάθε χρόνο κι αυτός ν’ αλλάξει παραστάσεις και να φρεσκάρει το σώμα του,  τα υπόγεια νερά  που έβγαιναν από τα βάθη της γης  στην πορεία για την επιφάνεια περνούσαν μέσα από πετρώματα  κι  εμπλουτίζονταν  με στοιχεία μεταλλικά θειούχα και αλκαλικά  που κάνουν καλό στο δέρμα και στο σώμα ολόκληρο.

Τα λουτρά τα είχε μάθει απ’ τον πατέρα του, εκείνος τους έφερνε από τότε που ήταν παιδί κάθε καλοκαίρι και περνούσαν πολύ ωραία, μια χρονιά είχε γίνει κι ένας σεισμός γιατί φαντάσου ότι κάτω απ’ τη γη τι υπήρχε, καυτά πετρώματα, λάβα, πλάκες τεκτονικές που πηγαινοέρχονταν όλη την ώρα όλα αυτά έκαναν το υπέδαφος όχι πολύ σταθερό. Μια εικόνα από κείνο το ταρακούνημα του είχε μείνει, όπως έφευγαν έξω από τον οικισμό με το αμάξι  ένα τρομερό σύννεφο σκόνης υψώνονταν και σκέπαζε όλη την περιοχή καθώς η γη τραντάζονταν κι όλοι έτρεχαν στα ανοιχτά μέρη να μη πλακωθούν από τα μπετά, από το παράθυρο είχε δει  έναν τύπο γυμνό εντελώς  κι έναν  άλλο με  κοστούμι να τρέχουν μαζί, του έχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτή η αντίθεση…

Είχε τώρα  καμιά βδομάδα που έμενε  εκεί παρακολουθώντας το καλοκαίρι να προχωρά καλπάζοντας ασυγκράτητο προς το τέρμα του. Οι  επισκέπτες οι πιο γέροι  αν και δεν έκαναν τίποτα όλη μέρα ήταν μες τα νεύρα. Στις ταβέρνες το μεσημέρι  όλα τους φταίγανε κι  αν καθυστερούσαν να εξυπηρετηθούν έστω και για λίγο- οι γυναίκες ιδιαίτερα- γκρίνιαζαν με το παραμικρό. Οι χειρότερες ήταν κάτι  ρωσοπόντιες ασυνήθιστες στη ζέστη καθώς είχαν έρθει από τις  χώρες του βορρά  κι άμα άνοιγαν το στόμα τους χαλούσαν το κόσμο, βρίζανε όποιον νάναι,   αλίμονο αν βρισκόσουν μπροστά τους, θα σε στόλιζαν κανονικά. Όπως ήταν πάντα οξύθυμος τις έπαιρνε πολλές φορές παραμάζωμα κι αυτές τον κοίταζαν με τα μάτια ορθάνοιχτα, το χειρότερο πάντως ήτανε όταν αρπάζονταν με κάτι παππούδες  για τα αθλητικά, άμα άνοιγε καμιά συζήτηση για το ποδόσφαιρο ξέφευγε εντελώς, δε μπορούσες να τον μαζέψεις, σκοτώνονταν κάθε φορά για χαζομάρες όμως γρήγορα τα ξεχνούσε όλα κι άρχιζε ξανά  τα μπάνια και τις βόλτες του...

Πολύ του άρεσε εκείνο το μέρος, όλο το χρόνο περίμενε πότε θα ερχόταν ξανά να περάσει ολόκληρο τον Αύγουστο. Την αυγή που ξυπνούσε οι ψαράδες γέμιζαν με πάγο τους πάγκους τους, οι κηπουροί πότιζαν τα λουλούδια,  στα παρτέρια δεκαοχτούρες προσπαθούσαν να δροσιστούν από μια βρύση χαλασμένη που έσταζε. Κοντά στο σπίτι που έμενε υπήρχε ένας συνοικισμό γύφτων  που ήταν όμως πολύ καθαροί,  κάθε φορά που τους έβλεπε σκούπιζαν κι έπλεναν το δρόμο μπροστά από τα σπίτια τους και το βράδυ οι γυναίκες  με τις φουστανάρες τους καθόταν στο σοκάκι τρώγοντας σπόρια και μιλούσαν μέχρι αργά τη νύχτα. Τα απογεύματα έβγαινε πάλι  καμιά βόλτα διασχίζοντας κάτι ερείπια ρωμαϊκά,  χτισμένα από τους αρχαίους που ερχόταν εκεί να καλοπεράσουν,   κείνη την ώρα  μια ερημιά επικρατούσε γύρω  σα να επρόκειτο να συμβεί κάτι κακό.  Στα στενά κοντά σ’ ένα  παλιό κάστρo συκιές είχαν φυτρώσει παντού, ροδιές τυλιγμένες από κισσούς, σκύλοι ούρλιαζαν μόλις αντιλαμβάνονταν κάποιον κοντά στις αυλές,  γάτες βολτάριζαν  νωχελικά ανάμεσα στα νυχτολούλουδα κι άλλες θολωμένες απ’ τη ζέστη κοιμόντουσαν κάτω από αυτοκίνητα, γυναίκες έβρεχαν  το τσιμέντο να δροσίσει λιγάκι. Σε κάποιο σημείο υπήρχε ένα ρήγμα στα τείχη απ’ όπου έβγαινες μπροστά σ’ ένα βενζινάδικο σφραγισμένο εκεί είχε  δει μια φορά κάποιο ζευγαράκι ξέμπαρκο  να φιλιέται σε μια γωνιά. Όταν είχε όρεξη έπαιρνε το αυτοκίνητο και πήγαινε  σ’ ένα χωριό μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα   κοντά  σ’ ένα ακρωτήρι όπου  λέγανε ότι κάποτε οι ψαράδες  είχανε βγάλει από τον πάτο της θάλασσας  ένα άλογο χάλκινο με τον αναβάτη του...

Πιο συχνά όμως πήγαινε  σ’ ένα μοναστήρι που είχε το λείψανο κάποιου αγίου, έναν  κιτρινωπό σκελετό με κάτι δάχτυλα μακριά, καθόταν εκεί κι άκουγε τους καλόγερους  να διαβάζουν ευχές στη σκοτεινή εκκλησία αυτό τον ηρεμούσε πολύ. Ένα απόγευμα άκουσε κάποιον μοναχό   να ψέλνει κάτι για το δαίμονα του μεσημεριού η φράση έμεινε στο μυαλό του, τι στο καλό ήταν  αυτό το πράγμα.  Όταν σχόλασε  ο εσπερινός  πλησίασε τον καλόγερο και τον ρώτησε γι αυτό τον παράξενο δαίμονα κι ο γέροντας  του εξήγησε ότι τα δαιμόνια υπάρχουν παντού και δε σ’  αφήνουν να ησυχάσεις,  μπορούν να βγουν τη νύχτα στα σκοτεινά και να σε κυριέψουν,  ή ακόμα και  το καταμεσήμερο όταν ο ήλιος καίει όσο δε γίνεται κι επικρατεί εκείνη η τρομακτική ησυχία που μπορεί να σε τρελάνει.  

‘’Ώστε αυτός ήταν λοιπόν ο δαίμονας  που έμπαινε σ’  εκείνες  τις ρωσοπόντιες!’’  σκεφτόταν την άλλη  μέρα όπως επέστρεφε στο δωμάτιο του  ιδρωμένος απ’ το περπάτημα.  Αυτός ήταν ο λόγος που τις έπιανε εκείνες   τις γυναίκες  μια μανία ανεξήγητη κι ήθελαν να σε φάνε ζωντανό! Αυτή η εξήγηση του φάνηκε πολύ ταιριαστή και σταμάτησε σ’ ένα καφενείο να πιει κάτι δροσιστικό και ν τη δουλέψει λίγο στο μυαλό του. Μια παρέα φωνακλάδων  έπινε ούζα εκεί πέρα βρίζοντας  τους παπάδες γιατί είχαν χτίσει την εκκλησία τους  στο ψηλότερο σημείο του λόφου που δέσποζε στη λουτρόπολη κι είχαν κλείσει  τη θέα σ’ ένα σωρό διαμερίσματα.  Σηκώθηκε να φύγει όμως μέχρι να πιει τη λεμονάδα του  άκουσε κάποιον-  σίγουρα μεθυσμένο – να μιλά  για  τους γύφτους που κατοικούσαν στις παρυφές της λουτρόπολης, με κάποιο τρόπο έπρεπε να τους διώξουν,  λέγανε ότι γίνονταν  ύποπτα πράγματα στη γειτονιά τους, ότι διακινούσαν λαθραία κι άλλα πράγματα πιο ύποπτα,  δε μπορούσε να  περάσεις από κει ιδίως τη νύχτα  γιατί τα σκυλιά τους ορμούσαν να σε ξεσκίσουν.  

Δε μπορούσε να  καταλάβει τη μανία τους για τους τσιγγάνους, αυτουνού του φαίνονταν  εντάξει,  κρατούσαν  καθαρό το χώρο τους,  χαμογελούσαν όποτε τους χαιρετούσε και τα μικρά τους φαινόταν ευχάριστα. ‘’Να σου πω… ‘’’ σκεφτόταν το βράδυ καπνίζοντας στο μπαλκόνι του, ‘’...αυτοί οι άγριοι που βρίζουν τους  ιερείς  είναι πολύ χειρότεροι,  μα τι βάρβαροι ρε φίλε,  τι απολίτιστοι!’’  Οι κάτοικοι της λουτρόπολης  του φαίνονταν ανοιχτόμυαλοι πάντοτε  αλλά τα τελευταία χρόνια κάτι είχαν πάθει κι όλους τους επισκέπτες τους έβλεπαν καχύποπτα, το είχε σκεφτεί πολλές φορές αυτό. Σίγουρα φταίγανε οι κάθε λογής ξένοι Πακιστανοί,  Ινδοί,  Κινέζοι, μαύροι  που είχαν πλημμυρίσει τον τόπο ερχόμενοι από  όλες τις εσχατιές της γης και τους έβλεπες όπου και να πήγαινες,  κάτι έπρεπε να γίνει με δαύτους, κάπως έπρεπε να μαζευτούν,  όμως ποιος νοιάζονταν για όλα τούτα ποιος έιχε όρεξη να βάλει μια τάξη...

Όλα αυτά όμως ήταν πολύ κουραστικά και να τα σκέφτεσαι κι αυτός  όλη μέρα είχε κολυμπήσει,  μετά έχει βγει για πεζοπορία περίπου τρεις ώρες, το είχε παρακάνει,  έναν καλό ύπνο χρειαζόταν.  Τράβηξε  μια τελευταία τζούρα απ’  το τσιγάρο του  κι ετοιμάστηκε να πάει στο κρεβάτι του όμως όταν έριξε μια ματιά από το μπαλκόνι  σ’  εκείνο το στενό που είχε δει τα σκυλιά να τραβούν τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου είδε μια  σκηνή πιο παράξενη.

Δυο παιδιά  βγήκαν από το πουθενά  κι άρχισαν να περπατούν προς το μέρος του,  στο  φως της λάμπας μπορούσε να  διακρίνει τα προσωπάκια τους,  ήταν  ένα αγοράκι με μαλλιά ξανθά που δεν έμοιαζε  καθόλου για γυφτάκι, κι ένα κοριτσάκι, τι στο καλό γύρευαν εκεί πέρα τέτοια ώρα, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Τα μικρά πήγαν να στρίψουν σε μια γωνία όταν πίσω τους εμφανίστηκε εκείνο το άτιμο το κοπάδι  σκύλων, πρώτα βγήκαν δυο μικρόσωμα και μετά κάτι άλλα πιο εύσωμα, το κοριτσάκι έτρεξε γρήγορα και χάθηκε πίσω από μια μονοκατοικία,  το αγοράκι έμεινε εκεί σαστισμένο. Τα ζώα είχαν  αντιληφθεί την υπεροχή τους και γυρόφερναν το παιδί για να το  περικυκλώσουν όμως αυτό τα έδιωχνε κλοτσώντας προς όλες τις κατευθύνσεις , έμοιαζε να μη τα φοβάται καθόλου πράγμα περίεργο . Αυτός ήθελε να φωνάξει για να τα διώξει τα καταραμένα τα σκυλιά,  ήταν βέβαια η ώρα περασμένη κι οι πιο πολλοί κοιμόντουσαν όμως αν ήταν να πάθουν  κάτι το παιδί  θα έβαζε τις φωνές κι ας ξυπνούσε το σύμπαν ! Το θέαμα τον είχε κάνει να σαστίσει λίγο όμως  συνήλθε γρήγορα και   πετάχτηκε  να κατέβει κάτω μήπως γίνει κανένα κακό  όμως τότε  είδε ότι το αγοράκι έκανε κάτι ασυνήθιστο. 

Σήκωσε τα χέρια αργά-  αργά  και σα να έβγαζε μια δύναμη υπερφυσική από τις παλάμες του στρέφονταν κάθε φορά προς ένα σκυλί και το  έριχνε με δύναμη  να σκάσει  πάνω στο τοίχο, τα ζώα, ειδικά αυτά που είχαν εξακοντιστεί στο ντουβάρι,  έμοιαζαν  ξαφνιασμένα, αποσβωλομένα, τρομαγμένα, άρχισαν να σκούζουν και να φεύγουν στο βάθος του στενού κλαίγοντας σα να υπέφεραν από κάτι  απροσδιόριστο,  μετά από λίγο μια ησυχία απειλητική  βασίλευε πάλι στο δρόμο.  Το αγοράκι έριξε μια μάτια στα χέρια του σαν μη πίστευε  ότι από μέσα τους είχε βγει εκείνη η τρομερή δύναμη,  ύστερα έκανε να φύγει κατά τη μεριά  όπου είχε εξαφανιστεί  η αδερφή του,  όπως έφευγε γύρισε ξαφνικά σηκώνοντας το βλέμμα και κοίταξε ψηλά κατά τον άνδρα που παρακολουθούσε τη σκηνή από το μπαλκόνι, τα μάτια του γυάλιζαν στα σκοτάδι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...