Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Η ΝΟΤΙΑ ΤΑΛΑΝΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ

Μια γκόμενα είχα κοιτάξει όπως περνούσαμε απ' την Πλατεία Ελευθερίας, η Β που ήταν δίπλα μου το πρόσεξε κι ήταν μες τα νεύρα, δε μου μιλούσε, τα είχε πάρει, δεν ήξερα πως να τη καθησυχάσω, πως να της πεις ότι δε μπορείς όλη την ώρα να ελέγχεις το βλέμμα σου, κανονικά ούτε που θα το πρόσεχα το ξέπλυμα αλλά δεν ήμουν καλά, μα που στο δαίμονα είχε βρεθεί, δε μπόρεσα να συγκρατηθώ, μου ξέφυγε, έτσι όπως ήμουν κιόλας …

Είχαμε βγει για ψώνια, καλά οι γυναίκες είναι αχόρταγες, μπορούν να περάσουν ώρες ατέλειωτες στα μαγαζιά και στους καφέδες, δε χορταίνουν ποτέ, τι πράγμα κι αυτό! Μπορούν να χαθούν ανάμεσα στις βιτρίνες, τα φώτα, τις ταμειακές, τις κοπέλες με τα φανταχτερά ρούχα, τα υπόγεια και τα ασανσέρ ώρες ατελείωτες! Κάτι παπούτσια ήθελαν αγοράσει, εγώ τη είχα δείξει κάτι ωραία με μια ρίγα πορτοκαλί στο πλάι αλλά ποτέ δε μ άκουγε, πάντα του κεφαλιού της έκανε! Για μένα ήθελε ν αγοράσει μια τσάντα DIESEL οπωσδήποτε, είχε λίγο δίκιο βέβαια, η δικιά μου είχε γίνει κομμάτια, την είχα ξεσκίσει, ρεζίλι θα γινόμουν καμιά ώρα, όμως άντεχε ακόμα λίγο ρε φίλε! Περπατούσαμε κάπου στην αγορά, τα φρένα των αυτοκινήτων βογκούσαν προτού σταθούν στα φανάρια, σεκιουριτάδες στέκονταν μπροστά σε κιόσκια, αστυνομικοί με μηχανάκια τρώγανε στα φαστφουντάδικα, κράνη άσπρα βαστούσαν στο χέρι, στολές μαύρες φορούσανε, στην είσοδο των BUTLER’S ένας σκύλος κοιμόταν με το κεφάλι χωμένο στα πόδια. Στη παραλία ο κόσμος σα τα μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν, στη Πλατεία Ελευθερίας ο ήλιος έδυε ανάμεσα στα κλαδιά των πλάτανων, σημαιάκια ανέμιζαν ψηλά στα κτίρια με τους γυάλινους τοίχους που αντανακλούσαν είδωλα τεθλασμένα, στις βιτρίνες των ανθοπωλείων συνθέσεις εξωτικές θύμιζαν ζούγκλα, αζαλέες άσπρες κι ορχιδέες κόκκινες, στήλες και κολώνες, βάζα και γλάστρες μες σ ένα όργιο χρωμάτων, στο οδόστρωμα πλακάκια μικρούτσικα έφτιαχναν ένα ψηφιδωτό από τετραγωνάκια άσπρα και γαλάζια, ''Σ αρέσουν; '' ρώτησα τη Β ''Όχι ιδιαίτερα !

Και μετά περάσαμε δίπλα από κείνη τη καταραμένη γκόμενα και πάνε όλα στράφι, δεν υπήρχε περίπτωση να το σώσω, της μιλούσα, δεν απαντούσε, άμα στράβωνε άντε να τη συνεφέρεις, άντε να στρώσει, θα της έπαιρνε κάνα δυο τρεις μέρες, ποιος την άκουγε, τώρα ότι και να έκανα θα έψαχνε αφορμή για να μου επιτεθεί, που να βρεις άκρη με τις γυναίκες, ότι και να κάνεις με το πρώτο λάθος σε περιμένουν στη γωνία.

Το βράδυ στο σπίτι δε μιλούσαμε, ακούγαμε μόνο τα έπιπλα που έτριζαν καθώς συστέλλονταν και διαστέλλονταν με τις αυξομειώσεις της θερμοκρασίας στο δωμάτιο, κανονικά θα καθόταν και θα μου ζητούσε να της χαϊδέψω τη πλάτη, ότι και να είχε αυτό πάντα έπιανε ,μ είχε σώσει, πολύ της άρεσε, μπορούσε να κάθεται και να τη χαϊδεύω και να την τρίβω για ώρες μέχρι να κουραστώ και να τα παρατήσω, ήταν πολύ καλή τέτοιες στιγμές, εγώ θα σκεφτόμουν όπως τη χάιδευα πόσο γρήγορα πέρασε το σαββατοκύριακο χωρίς να το καταλάβω. Όμως τώρα είχε στραβώσει για τα καλά, δεν είχα ελπίδες, θα χρειαζόταν λίγος καιρός, μερικές μέρες κατά τις οποίες θα έβραζα στο ζουμί μου, ου τε φαΐ, ούτε περιποίηση, ούτε τίποτα, άστα να πάνε.

Έδειχνε το πράγμα ότι πήγαινε στραβά, τα πρωινά ξυπνούσα ζαβλακωμένος, δε μπορούσα να σηκωθώ απ το κρεβάτι, το κεφάλι βαρύ, το ξυπνητήρι χτυπούσε ώρα. Δεν ήμουν καλά, τίποτα δε μ ανέβαζε, δε θ’ άντεχα πολύ, μια ανασφάλεια, μια αβεβαιότητα, το τριώδιο αργεί ν ανοίξει, τα καρναβάλια δε λένε νάρθουν, η πόλη μπλοκαρισμένη από παντού, ακούγεται ότι θα πέσει η κυβέρνηση, μετανάστες μπαίνουν από παντού στη χώρα, τι γίνεται στα σύνορα άραγε; Δεν ήμουν καλά, όπως πήγαινα για δουλειά το χάραμα κοπάδια σκύλων τριγυρνούσαν στα στενά, τραυματιοφορείς έβαζαν σ’ ασθενοφόρα γριές τελειωμένες, ένα πρεζόνι κυνηγούσε κάποιο λεωφορείο, μέσα στο αστικό δάχτυλα ψηλαφούσαν τα μηχανήματα με τα εισιτήρια. Έξω από μια εκκλησία οι καμπάνες χτυπούσαν όλες δημιουργώντας πανδαιμόνιο , τα φώτα έσβηναν στις εφτά και δέκα, ένα αεράκι σπαστικό φυσούσε παγωμένα, μα τι απαίσιο που ήτανε, δεν έλεγε να σταματήσει το καταραμένο, μου είχε σπάσει τα νεύρα, δε μπορούσα να προσαρμοστώ στην άνοιξη που έρχεται, μια μελαγχολία με πιάνει πάντα τέτοια εποχή, όλη την ώρα μούρχονται στο νου χωράφια πράσινα, απλωμένα, απέραντα, χαρταετοί χρωματιστοί πετούν από πάνω τους , η μάνα μου κάθε βραδύ έρχεται στον ύπνο μου, πρέπει να πάω να τη δω, πέρασε καιρός...

Το πρωί ξύπνησα νωρίς, η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι, ‘’Φεύγω!’’ της είπα ‘’Στο καλό!’’ το μεσημεράκι τηλεφώνησε ''Θα πάω με την αδερφή μου να δω τον ανιψιό μου που σπουδάζει, θα γυρίσω αύριο το πρωί, ή το βράδυ, ή μεθαύριο, δε ξέρω !'' Θα μπορούσε να με είχε προειδοποιήσει ότι θα έφευγε, τ' αγαπούσε πολύ τα ανίψια της, πέθαινε γι αυτά, απ την άλλη όμως ήθελε να μου τη σπάσει που είχα κοιτάξει εκείνη τη γκόμενα τη βλαμμένη, δε μπορούσα να κάνω τίποτα, είχα λίγα νεύρα, βασικά είχα πολλά νεύρα όμως είπα '' Όπως θες, καλά να περάσεις!''

Είχαμε καιρό να κοιμηθούμε χωριστά, στο σπίτι δεν ήξερα τι να κάνω, ήθελα να της τηλεφωνήσω αλλά θα τ άκουγα όποτε είπα ‘’ Άστο καλύτερα, περίμενε !’’ Σ ένα κουτί βρήκα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες της κι άρχισα να τα κοιτάζω για να περάσει η ώρα, είχε πολλές, ταξινομημένες όμορφα σε φακέλους κίτρινους και γαλάζιους, από παλιά μέχρι πρόσφατα, μπορούσες να παρατηρήσεις εκεί μέσα τη πορεία όλης τη ζωής της. Μερικές ήτανε πολύ ωραίες ρε φίλε, κι αυτές απ το γάμο της ήταν τέλειες, μα τι κουκλάρα που ήτανε ρε μάγκα μου, τι νυφούλα, ''Δεν είχα καθόλου άγχος στο γάμο!'' μου είχε πει κάποτε, '' Αφού θέλανε να παντρευτώ θα τους έκανα τη χάρη, μόνο στο πατέρα μου είχα πει στο μπαλκόνι όπως καθόμασταν μια φορά- μη τολμήσεις κακομοίρη μου να του δώσεις προίκα, θα σφαχτούμε! '' Ήταν όμορφη κι όταν ήταν πιο μικρή, είχε ένα βλέμμα περίεργο, απλανές, ποιος ξέρει τι σκέφτονταν και τι ήθελε να κάνει στη ζωή της τότε. Και μετά όμως δε πήγαινε πίσω, ήταν ωραία και σε κάτι άλλες φωτογραφίες από ταξίδια στο εξωτερικό, το τσιγάρο στο χέρι, τα δάχτυλα, τα παπούτσια, το χαμόγελο, η φινέτσα να πάρει ήταν άψογη, πως το κανε! Κι ήταν και κάτι άλλες φωτογραφίες από κάτι ταξίδια στη Νότια Αμερική που δε μου τις είχε δείξει ποτέ, σε μια έρημο είχε πάει, άκου τρέλα, άκου που είχε πάει το άτομο, είχε φωτογραφηθεί στη μέση μιας απέραντης έκτασης από άμμο ξερή όπου δε φύτρωνε τίποτα θυμίζοντας την επιφάνεια του πλανήτη Άρη. Κάπου είχα διαβάσει για κείνη την έρημο ότι κάποια χρονιά μια ανωμαλία της φύσης είχε προκαλέσει βροχές στη μέση του πουθενά, κι έβρεξε μετά από δέκα δεκαπέντε τόσα χρόνια, με μιας άνθισε όλη η έρημος σα λιβάδι πανέμορφο γεμάτο λουλούδια χρωματιστά που τα λένε μολόχες της ερήμου, μαβιά και κόκκινα και κίτρινα υπέροχα! Κι όλα αυτά λέει ήταν το αποτέλεσμα φαινομένων περίεργων που παρατηρούνται εκεί κάτω,  κάτι παθαίνουν τα βαρομετρικά, πιάνουν να φυσούν υποτροπικοί αεροχείμαροι και τα νερά ταλαντώνονταν πηγαίνοντας πάνω κάτω, ρεύματα υπόγεια ανεβαίνουν στην επιφάνεια από χιλιόμετρα βαθιά  κι όλα γίνονται άνω κάτω  σε κείνο το  αχανές πεδίο του Νότιου Ειρηνικού...

Πρέπει να κοιμήθηκα ώρα πολύ ούτε που το κατάλαβα, στον ύπνο μου έβλεπα μια έρημο γεμάτη τετραγωνάκια από το αλάτι που υπήρχε και είχε στεγνώσει , στο βάθος υπήρχαν λάκκοι νερού γυαλιστερού που αντανακλούσαν το φως του ήλιου. Κατά τα μεσάνυχτα την άκουσα να ξεκλειδώνει τη πόρτα, έδειχνε χάλια αλλά διάβολε όποτε ήταν ψόφια απ τη κούραση γίνονταν πιο όμορφη, δε ξέρω πως το κανε !’’ Έδειχνε ταλαιπωρημένη, το στομάχι της πονούσε απ’ την υπερένταση, της έκανα ένα τσάι, της χάιδεψα τη πλάτη , χαλάρωσε, ύστερα μου εξήγησε τι είχε γίνει…

Ένα τηλεφώνημα με απόκρυψη είχε δεχτεί η αδερφή της, μια φωνή ξεψυχισμένη της είχε πει ’Μάνα δεν είμαι καλά, μ' έχουν στην ασφάλεια, τράκαρα!'' η γυναίκα προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί ''Μα πως τράκαρε;'' σκεφτόταν ''Αφού δεν έχει δίπλωμα, θα πήρε κάνα μηχανάκι σίγουρα!'', πήρε στο κινητό, καμιά απάντηση, πήρε την ασφάλεια, της είπαν ότι δεν είχαν καταγράψει τέτοιο περιστατικό . Τηλέφωνα φίλων του δεν είχαν, ξεκίνησαν άρον άρον για την επαρχιακή πόλη να δουν τι συμβαίνει, έπρεπε να περάσουν από ένα σωρό μπλόκα με τρακτέρ, να χρησιμοποιήσουν παρακάμψεις περνώντας από χωριουδάκια σκοτεινά, μια φορά είχαν χαθεί και ρώτησαν κάποιον γέρο που τρέκλιζε μες τη νύχτα, ένα αυτοκίνητο με πινακίδες της πόλης που πήγαιναν είχαν ακολουθήσει, τελικά βγήκαν στην Εθνική Οδό. Στο δρόμο δε μιλούσαν σχεδόν καθόλου, κάθε μια σκεφτόταν τα δικά της, η μάνα σκέφτονταν ''Πάει η εξεταστική, πάνε τα μαθήματα, πάει η σχολή, πάει το μέλλον του!'' η δικιά μου σκεφτόταν άλλα, πιο χειρότερα όπως πάντα σενάρια, ''Θα τό πιασαν οι αλήτες σίγουρα, θα το πήραν, θα το έδειραν, θα τό βαλαν σε κάνα υπόγειο στα έγκατα της γης να το βασανίσουν!'', σ εκείνη την επαρχιακή πόλη όλο τέτοια γίνονταν με τους φοιτητές, τα είχε δει στις εφημερίδες άλλωστε ! Όταν πλησίαζαν τότε μόνο δέησε να τους πάρει πίσω ο πιτσιρικάς, σαν άνοιξε το κινητό υπήρχαν μέσα καμιά πενηνταριά κλήσεις, το μηχανηματάκι χτυπούσε συνέχεια, δεν έλεγε να σταματήσει, φοβήθηκε’’ Έλα ρε μάνα, τι έγινε, τι έπαθες, μη τρελαίνεσαι!''

Χαμογελούσε επιτέλους, χαλάρωσα, ύστερα από τόσες μέρες ένιωθα το μυαλό μου καθαρό σα να είχε φυσήξει ένα αεράκι δροσερό και να τα είχε πάρει όλα, άναψε τσιγάρο, κοίταξε τριγύρω αν ήταν όλα στη θέση τους, έμοιαζε ευχαριστημένη, έγειρε πίσω στον καναπέ και τότε μόνο πρόσεξα ότι φορούσε επιτέλους τα σωστά ρούχα που δε τά βαζε ποτέ όποτε της το ζητούσα, έτσι, για σπάσιμο, το σωστό παντελόνι, τις σωστές μπότες, τη σωστή μπλούζα, το σωστό μπουφάν, το κατάλαβε στο βλέμμα μου ‘’ Δεν είχα εγώ τέτοια πράγματα, μαζί σου το απόχτησα αυτό!’’ μου είπε πιάνοντας το στομάχι της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...