Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΤΙΜΟΥΡ Ο ΧΩΛΟΣ


Σίγουρα ήταν το πιο κρύο μαγαζί σ' ολόκληρη τη πόλη κι εμείς όλοι είχαμε μαζευτεί εκεί πέρα, ο Γιώργος ερχότανε απ΄ τα ορεινά της Χαλκιδικής, κάπου στην Αρναία είχε χαθεί, στα τρία μέτρα μπροστά μονάχα έβλεπε, προσπαθούσε ν αποφύγει τα δέντρα, σ ένα χωριό βγήκε, τον γύρισαν πίσω, ανάποδα πήγαινε.  Κάποιος έλεγε ότι στη Χαλκιδική  δε κινούνταν τίποτα, χιόνι είχε πέσει έξω απ την Καρδία, το πάγωσε, η αστυνομία γύρισε πίσω όλα τ' αμάξια, ένας με σκούφο μιλούσε για τη Καστοριά, η λίμνη δεν είχε παγώσει στους μείον εφτά, τρεις βαθμούς πιο χαμηλά έπρεπε να πέσει, ένα παιδί απ τη Φλώρινα έτριβε τα χέρια του, γούσταρε το κρύο, ο Χρήστος είχε κάνει ένα  παγωμένο  ντους προτού έρθει κι ανατρίχιαζε όλη την ώρα, τα κομάντο όλης της Μακεδονίας έμοιαζαν να έχουν συγκέντρωση !

Καθένας που ερχόταν εκεί μας έλεγε κι από ένα νέο, ένας Ρώσος μαυριδερός που τελικά δεν ήταν Ρώσος αλλά Καζάκος από τα βάθη της Ασίας, από κει που ξεκίνησαν κάποτε οι καβαλάρηδες Μογγόλοι για να πάρουν σβάρνα την Ευρώπη, μας είπε λοιπόν ο Ρώσος που κούτσαινε στο δεξί του πόδι και τον έλεγαν Τιμούρ, ότι στον περιφερειακό την αυγή όλα μπλοκαρισμένα,  νταλίκες αναποδογυρισμένες έξω απ τα τούνελ,  αυτοκίνητα φεύγανε με τις μπάντες πάνω στα διαχωριστικά, όλα τα οχήματα στέλνονταν στο κέντρο όπου επικρατούσε μποτιλιάρισμα...

Ο Ρώσος που τελικά ήταν απ το Καζακστάν, μας έλεγε ότι άμα ξέρεις ρώσικα μπορείς να ταξιδέψεις παντού στη πρώην σοβιετική ένωση κι άμα ξέρεις τουρκικά μπορείς να συνεννοηθείς με ανθρώπους απ το Τουρκμενιστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν, τη Μογγολία, μέχρι τη Κίνα και τη Κορέα ! Εμείς σιγά μη τον πιστεύαμε ο Βασίλης όμως που είχε σπουδάσει στη Γαλλία ένα φεγγάρι κι είχε την Αρβελέρ για καθηγήτρια,  είπε ότι είχε δίκιο ο Καζάκος. '' Το ξέρεις ότι το όνομα σου προέρχεται από τον Τιμούρ Λενκ, τον Τιμούρ τον Χωλό που είχε ρημάξει μια εποχή όλη την Ευρώπη και την Ασία ξεκινώντας απ τη Σαμαρκάνδη, διασχίζοντας τη Κασπία και τη Μαύρη Θάλασσα με τις ΄΄χρυσές ορδές΄΄ του όπως λέγονταν,  τη μια επετίθετο εναντίον των Ρώσων,  την άλλη εναντίον των Ινδών, ύστερα έβαλε στο μάτι τους Τούρκους, κατόπι τους Κινέζους ! Το ξέρεις ότι χάρη στον Τιμούρ το Κουτσό σώθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία άλλα πενήντα χρόνια καθώς ο Μογγόλος κατατρόπωσε τον Βαγιαζήτ,  τον λεγόμενο ''κεραυνό'' στην περίφημη μάχη της Άγκυρας όπου κέρδισε γιατί οι Τάταροι που ήταν με τους Τούρκους άφησαν τον  Βαγιαζήτ και πήγαν με τον συνονόματο σου, τα ξέρεις αυτά ρε!

Ο Καζάκος κάτι είχε ακούσει, δεν ήταν άσχετος, του άρεσε που είχε το όνομα κάποιου τόσο μεγάλου άνδρα κι ας ήταν και χασάπης που έσφαζε εκείνος ο Μογγόλος βασιλιάς.  Ζήτησε ένα ούζο και ήρθε κουτσαίνοντας δίπλα μου ζητώντας να πάρω απ τη καρέκλα μια τσάντα γεμάτη τιμολόγια απ τη δουλειά  της Β που είχα μαζί μου. Τα είχα χάσει τα τιμολόγια, μόλις τα είχα ξαναβρεί, αν δεν τα ξανάβρισκα  ήταν σίγουρο ότι η Β θα με σκότωνε, δεν υπήρχε περίπτωση να τη γλιτώσω! Μου χε πει να τα προσέχω, είχε φάει τόση ώρα  να τα φτιάξει, τα είχε απλώσει στο πάτωμα, είχε φορέσει τα γυαλιά και τα έπιανε ένα ένα με αποστροφή, έπρεπε να πλύνει δέκα φόρες τα χέρια της μετά! ΄Ήθελε να τα κάνει τέλεια, είχε μανία με τη τάξη, τα ήθελε όλα άψογα, τα είχε κατατάξει κατά προμηθευτή και τα ζήτα απ την  ταμειακή κατά αύξοντα αριθμό, μου είχε πει ''Πρόσεχε, πάλι καμιά μ...... θα κάνεις πάλι !''

Κι εγώ τα ξέχασα ρε φίλε, τι να κάνω, έπρεπε να τα παω στο Μπάμπη το λογιστή αλλά τα ξέχασα. Όταν το θυμήθηκα μ' έπιασε πανικός, ποιος την άκουγε, θα μ' έδιωχνε σίγουρα, θα με σουτάριζε, πίσω πάλι μάγκα στο σπιτάκι σου, στο κρύο κρεβάτι και στη σκοτεινή κουζίνα, ξέχνα τις χλίδες! Γιατί άντε ξανά να τα βρει όλα εκείνα, άντε να βρει άκρη με τους λογιστές, δε τη γλίτωνα, πήγα στο λεωφορείο που είχα πάρει τελευταία, εκεί τα είχα αφήσει σίγουρα, ο οδηγός μου δωσε ένα τηλέφωνο, έπρεπε να πάω στο τέρμα, στην αφετηρία των αστικών, έπρεπε να διασχίσω όλη τη πόλη, να βγω στα προάστια. Κόσμος πολύς μες το αστικό, δεν άδειαζε με τίποτα απ όσες στάσεις κι αν περνούσαμε, όλο και πιο μακριά πηγαίναμε, αερογέφυρες κι αμάξια από κάτω μας έχασκαν, τσιμέντο παντού, εργοστάσια, μονοκατοικίες εγκαταλειμμένες με σκάλες διαλυμένες, χαρτιά, πλαστικά, σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδια άφθονα. Φτάσαμε στο τέρμα, παντού λεωφορεία αραγμένα, μια αλάνα τεράστια, μου είπαν που είναι ο σταθμάρχης, μπήκα μέσα στη μικρή καμπίνα, είδα τη τσάντα μου σ ένα τραπέζι πάνω, κάποιος μιλούσε στο τηλέφωνο, πήρα τη τσάντα, ούτε που γύρισε ...

Τα είχα μαζί μου τα καταραμένα και μπορούσα να καθίσω λιγο ήρεμος  σ εκείνο το παγωμένο μέρος, ένας με μούσι και δόντια άσπρα που έμενε στην Εξοχή, κοντά στο Παπανικολάου το νοσοκομείο, έλεγε τώρα  ότι εκεί πάνω είχε δέκα πόντους χιόνι, στο πατρικό του όπου έμενε είχε κάψει ότι ξύλα βρήκε, ένας κοκκινολαίμης είχε έρθει στο σπίτι του μες το χιόνι. Κάθε χρόνο το πουλάκι έρχονταν και το βαζε μέσα σε μια άκρη,  στο σαλόνι, κάθονταν εκεί ήσυχο μέχρι ν' ανέβει η θερμοκρασία, το τάιζε, το πότιζε, μόλις καταλάβαινε ότι ζέσταινε το πουλί έφευγε, πήγαινε να βρει τα κοπάδια των κοκκινολαίμηδων που συνωστίζονταν στο φράχτη με τα αναρριχώμενα κατά χιλιάδες μαζί με τα κοτσύφια και τα μαυροπούλια και τις τσίχλες και τ άλλα αγριοπούλια που τιτίβιζαν και ξεφώνιζαν αδιάκοπα ....

''Τι δουλειά κάνεις;'' ρώτησα τον ασπροδόντη '' - ''Εσύ;'' αντέτεινε λίγο άγρια, ''Εγώ ρωτάω φίλε!', χαμογέλασε, ''Εφτά κέντρα είχα, έκλεισαν όλα, τα χασα όλα, μένω όπου να ναι, με φάγανε οι τζαμπατζήδες, οι φίλοι, οι κολλητοί, τα φτωχαδάκια, οι ρουφήχτρες, το υγειονομικό, το ΙΚΑ, η αστυνομία κι όλα τα συμπραρομαρτούντα !

Ένας εφοριακός μου χε σπάσει τα νεύρα, φορούσε γυαλιά, κάπως άτονος, γλοιώδης, σιχαμερός, με μουστάκι, χλωμός, μα πως μου την έδινε κάθε φορά που έρχονταν, μα τι απαίσιο μούτρο, ήθελα να του χώσω μπουνιά στο πρόσωπο, όλο ουίσκι, το πιο ακριβό, παράγγελνε, όταν πήγαινε να πληρώσει το χέρι του κολλούσε στη τσέπη, δεν έβγαινε με τίποτα ! Είχα ένα θέμα στην εφορία, βρήκα μια άκρη, έναν γνωστό, το τακτοποίησα, ήρθε ο άλλος να γλεντήσει κούτρα πάλι, ήταν η γιορτή της γυναίκας του, είχε κουβαλήσει όλη τη παρέα της μαζί, όλες με τις γούνες τους, τα χρυσαφικά, τα συμπράγκαλα τους, ο εφοριακός δω στου να παραγγέλνει τ' άντερα του, να πίνει, να μεθά, να σκορπά λουλούδια, ν' ανεβαίνει στα τραπέζια, να σπάει ποτήρια, είχε ξεσαλώσει! Τον περίμενα, τον άφηνα, κατά το ξημέρωμα ήρθε στο ταμείο με το χέρι κολλημένο στη τσέπη όπως πάντα, περίμενε να του πω όπως πάντα ''Κερασμένα όλα!'' όμως εγώ άρχισα να χτυπώ στη μηχανή τα ουίσκι, τα λουλούδια, τα ποτά, τα γαρύφαλλα, τα φαγητά, τους ξηρούς καρπούς, τα φρούτα, τα γλυκά, όλα ρε φίλε, όλα, του κοπάνισα ένα λογαριασμό ξεγυρισμένο που του πετάχτηκαν τα μάτια, δε το περίμενε, έβηξε, ξαναέβηξε, κατάπιε το λαιμό του, δε γίνονταν να μη πληρώσει, θα ρεζιλεύονταν μπροστά στις γκόμενες, έβγαλε το πορτοφόλι, πλήρωσε, με κοίταξε κάπως, έφυγε, δε πάτησε ξανά στο μαγαζί, ξεμπέρδεψα μ εκείνον τον ηλίθιο!!!''

Καθόμασταν παγωμένοι και τον ακούγαμε, ο Τιμούρ ο χωλός ήπιε ακόμα ένα ποτήρι μονοκόμματα, σιγά μη μασούσε αυτός που είχε μάθει  να κατεβάζει τις βότκες στους μείον είκοσι εκεί κοντά στη παγωμένη Σιβηρία! Ο ασπροδόντης κέρασε ένα ποτό στο Βασίλη που αντί να γίνει ιστορικός είχε ανοίξει ανθοπωλείο στο Ναβαρίνο, κοντά στο Ανατόλια τον κινηματογράφο. Ο Βασίλης σήκωσε το ποτήρι, ευχήθηκε εις υγείαν του ασπροδόντη κι άρχισε ξανά τα δικά του, έλεγε ότι το αγαπημένο του λουλούδι ήταν το τριαντάφυλλο, υπήρχε μια ποικιλία μαβιά που μύριζε κιόλας, την είχε παραγγείλει απ την Ολλανδία, είχε ταξιδέψει μέχρι εκεί να βρει τον μεγαλύτερο έμπορο λουλουδιών, έναν Εβραίο που τελικά χρεοκόπησε, κάτι εκτάσεις με θερμοκήπια αχανείς, στους δρόμους δίπλα κάτι πρόβατα μεγάλα σα γελάδια, είχε επισκεφτεί ένα μέρος που ήταν το παγκόσμιο κέντρο όλων των λουλουδιών ανά την υφήλιο, δε του άρεσε, όλα τραβηγμένα, πολύ υπερβολικά...

Κατά το βραδάκι τους άφησα, δεν είχαν σκοπό να το διαλύσουν, θα κάθονταν μέχρι αργά σίγουρα, μαζί μου κίνησε να φύγει κι ο κουτσός Καζάκος. Ένας αέρας παγωμένος άρχισε να φυσά προς τη δύση, τα σύννεφα βάφτηκαν πορτοκαλιά σημάδι ότι έρχονταν άλλη μια κρύα μέρα. Στη πόλη τα πρόσωπα των ζητιάνων είχαν αγριέψει απ το κρύο που έφαγαν όλες τις μέρες, οι σκύλοι που είχαν αγριέψει κι αυτοί γάβγιζαν το κόσμο που περνούσε, νερά έτρεχαν από διαρροές των αγωγών του νερού που έσπασαν, ντεπόζιτα πετρελαίου γέμιζαν, άνθρωποι μετρούσαν το ύψος των καυσίμων στις δεξαμενές, στα στενά βυτία άδειαζαν από σωλήνες χοντρούς πετρέλαιο κοκκινωπό που μύριζε βαριά. Στα ταξιδιωτικά γραφεία οι κοπέλες ξεκολλούσαν τις προσφορές των γιορτών απ τις βιτρίνες τους, γυναίκες κουβαλούσαν στις τσάντες τους τουλίπες χρωματιστές τυλιγμένες σε ζελατίνα, σταυροί πράσινοι αναβόσβηναν στη Τσιμισκή. Στα TIGER τζαζ μουσική έπαιζε, στα καταστήματα με τα ζωάκια τα ψάρια έκαναν βόλτες στα γυάλινα σκοτεινά κλουβιά γλιστρώντας νωχελικά ανάμεσα σε χαλίκια, κοράλλια και φυσαλίδες, στην Άνω Πόλη χαρτιά πράσινα κολλημένα σε πόρτες χτισμένες στα τείχη σημείωναν τις διακοπές ρεύματος, στις πολεμίστρες ψηλά πέτρες κολλημένες σα πουλιά που κούρνιασαν, αγριόχορτα είχαν φυτρώσει μέσα σε σαρκοφάγους ενσωματωμένες στα κάστρα, πουλιά πετούσαν ψηλά σε σχήμα V τραβώντας ανατολικά κατά τις λίμνες της Βόλβης, ένα κοπάδι από κοράκια πετούσε πάνω απ το Θεαγένειο διαγράφοντας κύκλους σα να κατόπτευε την περιοχή κι άλλα έρχονταν συνέχεια να προστεθούν ''Μα πόσοι κόρακες ζουν σ' αυτήν τη πόλη!'' σκέφτηκα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...