Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

TΟ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ ΤΟΥ ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΟΥ ΒΟΥΝΟΥ



Κεραυνοί πέρα απ τη μεριά του μενεξεδένιου βουνού αυλάκωναν τον ουρανό με εκκενώσεις ηλεκτρικές, οι βροντές και τα μπουμπουνητά θύμιζαν βρυχηθμούς λεοπάρδαλης, στο δρόμο οι οδηγοί είχαν σταματήσει, κατέβαιναν από τ αμάξια να δουν τη φαντασμαγορία που διαγράφονταν στον ορίζοντα αν κι ήταν επικίνδυνο, όταν έπιανε καταιγίδα κατά κει δεν ήταν να βρίσκεσαι εκτεθειμένος, ένα σωρό άνθρωποι είχαν χτυπηθεί!

Απ το παράθυρο βλέπαμε κι εμείς τους κεραυνούς να εκτοξεύονται απ το βουνό όπου είχαν εγκαταστήσει ένα αστεροσκοπείο, κανείς δεν ήξερε γιατί ονομάζονταν μενεξεδένια η οροσειρά αντίκρυ μας, οι ειδικοί όμως διαβεβαίωναν ότι η τοποθεσία ήταν ιδανική για το παρατηρητήριο, λέγανε μάλιστα ότι οι αστρονόμοι είχαν ανακαλύψει από κει κι έναν κομήτη που δεν είχε δει κανείς άλλος ποτέ πριν !

Οι αστραπές τώρα έσκαγαν με βία στη θάλασσα, η βροχή που είχε πιάσει πάντως έσπασε τον καύσωνα της μέρας, στο σπίτι είχε δροσιά, στα τραπέζια χυμοί με παγάκια άφθονα, μια μουσική ακούγονταν από κάπου, στα ράφια αραδιασμένα βάζα γυάλινα γεμάτα καραμέλες, οι γυναίκες έπαιρναν από ένα καλάθι σαπούνια αρωματικά και τα δοκίμαζαν στη μύτη…

Ένα κορίτσι μπήκε στην κάμαρα αφήνοντας στο τραπέζι μια γλάστρα ορχιδέας μαβιά κι άσπρη, δυο σκουλαρίκια μαργαριταρένια καρφωμένα στο αυτί είχε, όπως καθόταν έφερνε το αριστερό χέρι στο μέρος της κοιλιάς, στο δεξί βαστούσε τώρα ένα κυπελλάκι πλαστικό με καφέ, η επιδερμίδα της πολύ απαλή με κάτι τριχούλες μικροσκοπικές, μια στάλα ιδρώτα έτρεχε απ το λαιμό, τα νύχια της ήταν μικροσκοπικά, το σώμα της έβγαζε μια αύρα που με χαλάρωνε, μπορούσα να κάθομαι εκεί και να με ηρεμεί δίχως να μιλά...

Γύρω μιλούσαν για τους καύσωνες, ο Γιώργος ερχόταν απ το χωριό του όπου είχε πάει να δει τη μάνα του που υπέφερε απ τη ζέστη, οι γέροι κι οι άρρωστοι ζορίζονται περισσότερο τέτοια εποχή, ο Γιώργος έλεγε πως οι παλιοί άντεχαν πιο πολύ, ήταν σκληρότεροι, άλλος πάλι έλεγε ότι παλιά τα καλοκαίρια οι άνθρωποι δούλευαν πιο πολύ, άντεχαν περισσότερο όλη μέρα- μη σου πω κι όλη νύχτα, καλά η ζωή τότε πρέπει να ήταν πολύ χάλια - στα χωράφια, στις οικοδομές, στους φούρνους και στα κάρβουνα όπου έψηναν κρέατα, ήταν πιο δυνατοί, το χειμώνα βέβαια καθόντουσαν αραχτοί για μήνες καρτερώντας το καλοκαίρι πάλι…

Μερικοί συμφωνούσαν, άλλοι όχι, όπως και να χει ο Αύγουστος είναι μια περίοδος περίεργη, διάφορα συμβαίνουν πάντοτε, το πρωί είχαμε χαιρετήσει το Γιάννη, έφυγε για το εξωτερικό να δει τα πεθερικά του, θα κοιμόταν ένα βράδυ σε μια πόλη και κατόπι θα συνέχιζε προς τα βόρεια μέσα από κοιλάδες και ροδώνες ανθισμένους, τελικά μας είχε τηλεφωνήσει ότι στα σύνορα τον γύρισαν πίσω, ένα χαρτί του έλειπε και δε μπορούσε να περάσει...

Η Γιώργος που πίστευε ότι οι παλιοί άντεχαν περισσότερο, διηγούνταν ότι στο βάθος του κόλπου που βλέπαμε υπήρχε ένα σημείο όπου η θάλασσα ήταν άπατη, το σημείο λέγονταν ‘’ο βυθός’’, εκεί είχε πνιγεί κάποτε μια κοπέλα όπως κολυμπούσε, οι ντόπιοι ιστορούσαν ότι την έβλεπαν τις νύχτες με φεγγάρι να περπατά στα νερά, πολλοί την είχαν δει κι ένας παπάς μάλιστα…

Κατά πως έλεγαν οι ντόπιοι εκεί που τελείωνε το ακρωτήρι που κύκλωνε τον κόλπο, κάτω απ τα βράχια, υπήρχε μια σπηλιά πολύ βαθιά, όσοι είχαν μπει μέσα με βάρκα είδαν κάτι καμάρες και μια ρωγμή γαλάζια, λαμπερή σε μια πέτρα, μα φοβήθηκαν, δε μπορούσαν να πάνε πιο βαθιά, ο αέρας εκεί μέσα ήταν αποπνικτικός, αν κατάφερνες βέβαια με κάποιον τρόπο έστω και έρποντας να συνεχίσεις ένα άνοιγμα σχηματίζονταν, ένα κενό, ένα χάσμα από κατακρήμνιση του εδάφους, από ψηλά μπορούσες να δεις τη σπηλιά, ήταν ένα θέαμα έξοχο , εκεί κοντά είχε γίνει ένα φονικό κάποτε και το μέρος το λέγανε ‘’του φονιά το λαγκάδι''...
Οι κεραυνοί και τ’ αστροπελέκια στο μεταξύ είχαν αρχίσει ξανά να πέφτουν και να βρυχώνται απειλητικά, μπουμπούνιζαν, έτριζαν, έσκιζαν τον ορίζοντα, ‘’Θα σας βάλω ένα τραγούδι ν’ ακούσετε’’ είπε κι όλοι γυρίσαμε να δούμε μια γυναίκα που δε μιλούσε τόση ώρα παρά μόνο έκρυβε με μια βεντάλια το στόμα της καθώς τα δόντια της δεν ήταν ότι καλύτερο. Ένα ζευγάρια γυαλιά με φαρδιούς φακούς λίγο παλιομοδίτικα φορούσε, όταν γελούσε έκρυβε με το ριπίδι το μισό της πρόσωπο, έβαλε στο κινητό ένα λαϊκό ωραίο που δεν το είχα προσέξει ποτέ, μιλούσε για κάποιον ετοιμοθάνατο, από κάποια παλιά ελληνική ταινία γυρισμένη στο Αιγαίο ήτανε, που τη θυμήθηκε, πόσα χρόνια είχα να τη δω τη ταινία, ήταν από κείνες τις απαγορευμένες που τώρα προκαλούν μόνο γέλιο, ταινίες που βλέπεις τα καλοκαίρια καθώς κυλιέσαι σε μαξιλάρια και σεντόνια ιδρωμένα όταν δε σε πιάνει ο ύπνος με τίποτα...

Ένας υδραυλικός με μια γενειάδα σα του Διογένη υπήρχε στη παρέα, είχε έρθει για κάποιο μνημόσυνο, μια γυναίκα έπεσε απ την ταράτσα εκεί κοντά που ήμασταν γιατί μάλωσε με τον άντρα της που της μίλησε άσχημα, οι γυναίκες είναι απρόβλεπτες πάντα, ο υδραυλικός την ήξερε από μια δουλειά που της είχε κάνει...

Τα χρόνια της ανοικοδόμησης είχε κάνει τις εγκαταστήσεις σ όλη τη περιοχή, τα καλοκαίρια έψαχνε διαρροές νερού μες τα ντουβάρια που σάπιζαν, σε μια πολυκατοικία ένας σωλήνας είχε σπάσει πλημυρίζοντας το σύμπαν, έπρεπε ν’ αλλάξει όλο τα σύστημα, στο κήπο είχε σκάψει ένα λάκκο δυο μέτρα γύρω απ τις ρίζες ενός δέντρου τεράστιου που είχε καλύψει εντελώς τον μεταλλικό σωλήνα. Καθώς παιδευόταν και τυραννιούνταν με τις ρίζες ένα παιδί πολύ ζωηρό χτυπιόταν στο μπαλκόνι, ή μάνα του είχε τρελαθεί, δε μπορούσε να το κάνει ζάφτι, ξαφνικά το μικρό καβάλησε το κάγκελο και βούτηξε στο κενό, ο υδραυλικός το πρόσεξε στον αέρα με την άκρη του ματιού κι ενστικτωδώς έστριψε το σώμα του αρπάζοντας το, το μικρό προσγειώθηκε πάνω του και παραλίγο να του διαλύσει το στήθος αλλά σώθηκε, η μάνα του πήγε να τσιρίξει απ την τρομάρα της όμως απ το στόμα της δε βγήκε τίποτα, είχε κολλήσει δίχως να καταλαβαίνει τι γίνεται, από τότε έχασε τη φωνή της, τη πήγαν σ όλους τους γιατρούς του κόσμου, στους καλύτερους θεραπευτές, δε ξαναβρήκε τη μιλιά της ποτέ, το παιδί πάντως μεγάλωσε, έγινε γιατρός παρακαλώ, κατά καιρούς έβρισκε τον υδραυλικό και τον ευχαριστούσε, η γυναίκα εκείνη, η βουβή τελικά δεν άντεξε κι έπεσε απ την ταράτσα...

Ο υδραυλικός που καθόταν αμίλητος ώρα πολύ κι άκουγε μονάχα ξαφνικά άρχισε να μιλά σα ν αποφάσισε μόνος του ότι ήταν η ώρα να το κάνει, είπε ότι μια τέτοια μέρα με κεραυνούς ήταν η χειρότερη στη ζωή του, τότε που φοβήθηκε πιότερο από κάθε άλλη φορά.

Πρέπει να είχε συμβεί καμιά δεκαετία πριν, όπως οδηγούσε το καινούριο Φίατ 500, το sport ψάχνοντας το δρόμο πίσω απ τους βρεγμένους υαλοκαθαριστήρες ένας μεθυσμένος απ την απέναντι μεριά καβάλησε τη νησίδα και τον κάρφωσε στη μέση, το αυτοκίνητο δίπλωσε κι αυτός βρέθηκε εγκλωβισμένος στις λαμαρίνες που τον πίεζαν σα λαβίδες στο δεξιό γοφό. Η βροχή έμπαινε από παντού ανελέητη και τον μούσκευε ως το κόκαλο, δε μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα, νόμιζε ότι έβλεπε ένα έργο από κάπου μακριά, μια μεσόκοπη τον πλησίασε κι έριξε πάνω του μια κουβέρτα κι ένα αδιάβροχο κίτρινο, πρέπει να ήξερε αυτή, ανθρώπινα κεφάλια είχαν μαζευτεί γύρω του και κάτι έλεγαν, ήθελε να τους ευχαριστήσει μα δε μπορούσε, η βροχή συνέχιζε, οι κεραυνοί, οι αστραπές δεν έλεγαν να σταματήσουν, το οδόστρωμα είχε μεταβληθεί σε ποτάμι, όλα ήταν θολά, στο πρόσωπο ένιωθε να τον τσούζει κάτι, πρέπει να ήταν τα γυαλιά που είχαν καρφωθεί παντού, ο πόνος στο δεξί του πόδι ήταν το χειρότερο, ήθελε να κλείσει τα μάτια να τελειώνει μ όλο αυτό το πράγμα, η μεσόκοπη όμως που του είχε ρίξει τη κουβέρτα και το αδιάβροχο δε τον άφηνε, του κρατούσε το κεφάλι, κάτι του ψιθύριζε, δε καταλάβαινε, ‘’Όλα καλά θα πάνε!’’ κάτι τέτοιο, νερό του έδινε να πιει μ ένα μπουκαλάκι…

Όσο περνούσε η ώρα η καταιγίδα ησύχαζε, μια ομάδα από πιτσιρικάδες βγήκε στη προβλήτα κι άρχισε να βουτά από ψηλά στην αφρισμένη θάλασσα, μερικοί ήταν πολύ θεαματικοί, έκαναν ανάποδα φλιπ, έπεφταν σα βόμβες κι άλλοι πηδούσαν διαγράφοντας καμπύλες στον αέρα, δε κουράζονταν με τίποτα, ένας απ αυτούς ήταν πραγματικό δελφίνι, δεν έβγαινε καθόλου και τα δάχτυλα δεν έσκαγαν απ το νερό. Ένα κορίτσι ήταν μαζί τους, ξανθό με μαλλιά κυματιστά σα μικρή γοργόνα, φοβόταν να βουτήξει στην τρικυμία μονάχα τραβούσε με το κινητό τ' αγόρια που είχαν στυλ κι άνεση, τα βοηθούσε να βγουν απ το νερό και να σκαρφαλώσουν στο τσιμέντο, τα κύματα που έσκαγαν στη προβλήτα ανέβαιναν πολλές φορές στο τσιμέντο βρέχοντας τα πόδια της.

Στο τοπικό ΚΤΕΛ οι τουρίστες ξάπλωναν στο πάτωμα έχοντας υπνόσακους για μαξιλάρια, στις αποθήκες με τα δέματα αφίσες κρεμασμένες έδειχναν παραλίες γαλάζιες και πράσινες, κολώνες αρχαίες, κάστρα βυζαντινά, πηγές ρέουσες και καταρράκτες, αμφορείς με ζωγραφιές του μεγαλότοξου Απόλλωνα, του Δόλωνα που ζητά τα υπέροχα άλογα του Αχιλλέα, εικόνες του νεκρού Σαρπηδόνα που τον κουβαλούν ο ύπνος κι ο θάνατος, ''Τελικά το σωσα το πόδι μου!'' είπε ο υδραυλικός που θύμιζε τον Διογένη, ‘’ Πήγα στο Λονδίνο, εννιά ώρες εγχείριση, νόμιζα ότι θα πέθαινα, όλο συννεφιά έβλεπες εκεί πέρα …’’

Το βραδάκι η θάλασσα είχε γαληνέψει ολότελα, οι πιτσιρικάδες συνέχιζαν τα μακροβούτια απτόητοι ακούραστοι, ακάματοι, τούρμπο σκέτα, όταν έβγαιναν έλεγαν ότι δε πήγαν διακοπές φέτος με τους γονείς τους, με το ζόρι τους έφερναν μονάχα τα σαββατοκύριακα, δε πήγαν όπως κάθε χρόνο στην Αμουλιανή όπου κατέβαιναν μέχρι δέκα μέτρα βάθος δίχως μπουκάλες μονάχα με τη μάσκα βγάζοντας γυαλιστερές και κοχύλια, φέτος όλο το καλοκαίρι οι γονείς τους βάφουν τα σπίτια τους, λέγανε ότι θ' ανέβαζαν τις φωτογραφίες στο face book, είχαν βάλει και στοίχημα να τους κάνουν καμιά διακοσαριά σχόλια στις φωτογραφίες. Ένα ψάρι με μια ρίγα κίτρινη που γυάλιζε πέρασε δίπλα στις πέτρες τις στρογγυλεμένες απ το αέναο χτύπημα του νερού, στην αμμουδιά φάνηκαν βότσαλα βρεγμένα, σωροί από φύκια πράσινα, χαλίκια αμμουδερά, πέρα κατά το βουνό ο ήλιος έδυε βάφοντας μενεξελί τον ορίζοντα, κάτι λάμψεις ξεθυμασμένες εξακολουθούσαν ν αναβοσβήνουν …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...