Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

ΒΟΜΒΕΣ ΣΧΑΣΗΣ

Στο σπίτι της κάπου στην Άνω Πόλη ηρεμούσε, πουθενά αλλού, εκεί μονάχα, αναζητούσε ενστικτωδώς την ευεργετική της αύρα, τον χαλάρωνε, έβαζε μουσική να παίζει και ξάπλωνε κοιτάζοντας μια καρυδιά με παχιά φύλλα που έφτανε μέχρι το μπαλκόνι, θα πρέπει να υπήρχαν μπαξέδες εκεί κάποτε συλλογίζονταν, μια μαύρη γάτα σκαρφάλωνε συχνά στο δέντρο και τον κοίταζε με τα γυαλιστερά της μάτια...

Αισθάνονταν ασφάλεια μαζί του, φοβόταν λιγότερο, μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχα τις νύχτες δίχως να τρομάζει απ τα τα τριξίματα της πόρτας κι απ τους περίεργους ήχους όταν νόμιζε ότι κάποιος ψηλαφούσε απ έξω το πόμολο, όταν όλα της φαίνονταν αλλόκοτα ακόμα και τα απορριμματοφόρα του δήμου που έβγαιναν ν αδειάσουν τους κάδους στα στενά μες τ άγρια μεσάνυχτα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν λίγο φοβιτσιάρα, όταν ξεχνούσε ένα αντικείμενο στο κρεβάτι της, μια πετσέτα ή ένα ρούχο, αν το άγγιζε στα σκοτεινά όπως πήγαινε να πλαγιάσει μπορούσε να πεταχτεί μέχρι το ταβάνι! Κι ήταν και τα όνειρα με τον μαυροφορεμένο τύπο που στέκονταν στο ανοιχτό ντουλάπι της κουζίνας και κάρφωνε πάνω της το βλέμμα του ενώ αυτή είχε παραλύσει στο κρεβάτι και δε μπορούσε να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι της!

Η κοπέλα είχε θεματάκια όχι μόνο τη νύχτα μα και μέρα μεσημέρι, στο εργαστήρι που δούλευε έβλεπε, μόνο αυτή, κάποιον να μπαίνει και να της χαμογελά, τον παρακολουθούσε με το βλέμμα μέχρι να φύγει, του χαμογελούσε κιόλας, όλοι είχαν πάθε πλάκα ''Είσαι στα καλά σου κορίτσι μου !'' της λέγανε.

Αυτός της παρείχε σιγουριά όπως κάθε σωστό αρσενικό από γενέσεως κόσμου έως σήμερα, λειτουργούσε σταθεροποιητικά, την παρηγορούσε, την καθησύχαζε ειδικά τις δύσκολες ζεστές μέρες του καλοκαιριού όταν οι θερμοκρασίες γίνονταν αφόρητες,μαζί του δε φοβόταν, της έδινε την εντύπωση ότι αυτός θα τα κατάφερνε ότι και να γίνονταν, θα επιβίωνε κάθε δοκιμασίας, θα έβγαινε ζωντανός, θα πάλευε με θεούς και δαίμονες κι οτιδήποτε τρομαχτικό υπήρχε εκεί έξω !

Έφερνε μαζί του ένα καφέ μαύρο και πηχτό σα λάδι αυτοκινήτου, δεν έδινε δυάρα για κάτι τέτοια κι ούτε πρόσεχε στο ελάχιστο τη διατροφή του, σιγά μη κάθονταν ν' ασχολείται, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να ρίξει κάτι μες το στομάχι του και να μην ασχολείται μ αυτή τη βλακεία! Καμιά φορά λαχταρούσε λίγο φρούτο και τότε αυτή του έκοβε κάνα πεπονάκι μοσχομυριστό, έπαιρνε τη φέτα και τη δάγκωνε απολαυστικά γλείφοντας τα χείλη του, κάποτε ζητούσε και μια δεύτερη, όποτε του έρχονταν φλασιά τρελή γύρευε καμιά ντομάτα και τη δάγκωνε όπως ήταν, δίχως αλάτι ή λάδι κι άλλοτε πάλι είχε όρεξη για καμιά κονσέρβα ψαριού πνιγμένη στο λεμόνι....

Έτρωγε κάτι κι έπειτα ξάπλωνε στον καναπέ ώρες ολόκληρες, τα βράδια του καλοκαιριού του άρεσε να βλέπει ντοκιμαντέρ, μπορούσε να κάθεται και να τα βλέπει μέχρι το ξημέρωμα αλλάζοντας νευρικά κανάλια όλη την ώρα. Του άρεσαν οι εκπομπές για τα μέρη εκείνα που είναι λέει τόσο καυτά ώστε οι σόλες των παπουτσιών σου λιώνουν σε μερικά λεπτά ενώ το σώμα χάνει με ρυθμούς διαβολικούς τους ηλεκτρολύτες που ρυθμίζουν την κατανομή του νερού μέσα του. Του άρεσαν προγράμματα σχετικά με τη χημεία, το κάλιο, το νάτριο, τα ιχνοστοιχεία, το βόριο, το μαγνήσιο, το σελήνιο...

Η δουλειά του δε πήγαινε καλά μα ούτε που ασχολούνταν, έδειχνε αποτραβηγμένος,έμοιαζε σα να ήθελε να παραιτηθεί απ όλα, για πολλά χρόνια είχε δουλέψει σα σκύλος, είχε μαζέψει κάμποσα λεφτά, πήρε κι ένα δάνειο για ν' αγοράσει μια βίλα τρίπατη. Εκείνο το διάστημα ήταν ενθουσιασμένος, την έφερνε με τ αυτοκίνητο να δει τη βίλα, της εξηγούσε ότι εκεί κοντά ήταν το σχολείο όπου θα πήγαινε τα παιδιά του, στο υπόγειο θα έβαζε τη μάνα του που ήταν μονάχη της κι είχε αρχίσει να το χάνει, δε την έβλεπε συχνά κι είχε τύψεις γι αυτό. Όποτε πήγαινε τα καλοκαίρια να τη δει τα χορτάρια κι οι αγριοσυκιές στο προαύλιο είχαν θεριέψει, έπρεπε να τις ξεριζώσει γιατί αλλιώτικα τη γρια θα την έτρωγαν τα φίδια, τα μαμούνια κι οι αράχνες, μια φορά όπως είχε πέσει με τα μούτρα να τα καθαρίσει κάτι πετάχτηκε μες απ τα χόρτα και τον τσίμπησε, έβγαλε σημάδια παντού στα πόδια του, είχε τρομάξει, έτρεχε στα φαρμακεία να πάρει αλοιφές...

Έπρεπε να τη πάρει τη μάνα του απ το χωριό, η γρια δε πήγαινε καλά, την είχε πιάσει μια μελαγχολία, μια κατάθλιψη, μια στενοχώρια κι οι γιατροί τη εγραψαν κάτι φάρμακα που την έκαναν να κοιμάται και να σέρνεται όλη μέρα!

Την αγαπούσε τη μάνα του, όλο ιστορίες παλιές του έλεγε τελευταία, ιστορίες που δε τις είχε πει ποτέ σα να καταλάβαινε ότι το καντήλι της έσβηνε. Του μιλούσε για τον πατέρα του, για τότε που γνωρίστηκαν έξω από μια εκκλησιά, κάτω από ένα δέντρο, αυτή ήταν πιο ψηλή κι εκείνος είχε κομπλάρει, όμως η μητέρα του τον γούσταρε, ήταν όμορφος, οι δικοί της δεν τον ήθελαν γιατί είχε μείνει λίγο ανάπηρος από ένα φάρμακο που έδιναν τότε στα παιδιά και σακάτευαν τα ποδαράκια τους, ένας γιατρός τον έσωσε, τον είχε δει μια φορά να κουτσαίνει και του πρότεινε μια σειρά από εγχειρίσεις, του έσπαγαν το πόδι, μετά το ίσιωναν, το έσπαζαν πάλι και ξανά απ την αρχή, ήταν μια διαδικασία οδυνηρή, νόμιζε ότι θα πέθαινε απ τον πόνο αλλά τελικά έστρωσε κάπως το πόδι του και περπατούσε σαν άνθρωπος!

Όσο της πήγαιναν κόντρα αυτή τρελαίνονταν σκύλιαζε, δε θα της λεγε κανείς τι να κάνει, αυτή τον αγαπούσε γιατί ήταν όμορφος και δε την ένοιαζε τίποτα, να πήγαιναν να πνιγούν όλοι, τελικά παντρεύτηκαν, μιλάμε στις φωτογραφίες η μάνα του ήταν μια κούκλα απίστευτη δεν υπήρχε στη γη πιο όμορφο πλάσμα !

Είχε προγραμματίσει να τους έχει τους γονείς του στο σπίτι του μα δεν του ήρθαν όπως τα ήθελε, τα έχασε όλα, του τα πήραν οι τράπεζες, τώρα του είχε μείνει αυτή μόνο. Γνωρίζονταν από παλιά όμως για κάποιον λόγο είχαν έρθει κοντά τελευταία, περνούσαν μαζί πολλές ώρες, τα καλοκαίρια έπρεπε οπωσδήποτε να πάνε στη θάλασσα, αυτή δίχως κολύμπι αρρώσταινε, ήταν το καλύτερο αγχολυτικό του κόσμου, με το που έμπαινε στο νερό τα ξεχνούσε όλα, ηρεμούσε, δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο!

Αυτός δε τη γούσταρε καθόλου την απέραντη υδάτινη έκταση, προέρχονταν απ τα ορεινά, ούτε που έβρεχε τα πόδια του, καθόταν μονάχα σε μια καρέκλα κοιτάζοντας τις μικροσκοπικές φυσαλίδες που ανέβαιναν στο ποτήρι της μπίρας καθώς τα κύματα της ηλιακής ακτινοβολίας απλώνονταν σαν ομίχλη που σκόρπιζε στον ορίζοντα. Την περίμενε να βγει για να τη σκουπίσει κι ύστερα της εξηγούσε όλα τα βουνά και τα ακρωτήρια που φαίνονταν στον ορίζοντα, αυτή άκουγε το μάθημα γεωγραφίας εντελώς χαμένη, ποτέ δε μπορούσε να βρει τον προσανατολισμό, την ανατολή, τη δύση, το νοτιά, τίποτα! Τα βράδια έβγαιναν με φίλους, όλοι ήξεραν ότι θα σωριάζονταν στο κάθισμα του μέχρι τις δυόμιση τα ξημερώματα, ακριβώς εκείνη τη στιγμή θα πετάγονταν πάνω φωνάζοντας ''Έλα παιδιά, δε βλέπω κέφι, δεν είμαστε ζωηροί !'' Όταν οι άλλοι έφευγαν αυτοί καθόταν μέχρι την αυγή, τα γκαρσόνια ήθελαν να κλείσουν, χασμουριόταν, τραβούσαν τις τζαμαρίες, έσβηναν τα φώτα, αυτοί δε λέγανε να ξεκουμπιστούν!

Το ξημέρωμα πάντα ήθελαν να βλέπουν την ανατολή καθώς ο ήλιος έβαζε φωτιά στα σύννεφα που έμοιαζαν να καίγονται και να πυρπολούνται μέχρι μακριά πέρα, νερά υπήρχαν στο δρόμο από κάποια νεροποντή νυχτερινή ή από καμιά διαρροή, τη φιλούσε κάτω από τ' αυτί αγγίζοντας ένα σκουλαρίκι χρυσό, πολύ λεπτό, μ ένα πετράδι γαλάζιο σε σχήμα ρόμβου καρφωμένο πάνω του, το δέρμα της ήταν υπέροχο, απαλό, σε καλούσε να το χαϊδέψεις, μια ρίγα άσπρη έτρεχε στη μέση της πλάτης της απ' το μαγιό που φορούσε, τα σανδάλια με τα χρυσά λουράκια που τύλιγαν τα πόδια της την έκαναν να μοιάζει με βασίλισσα της Αιγύπτου...

Τον αγαπούσε μα δε μπορούσε ν αφεθεί μαζί του, ήταν κι εκείνο το βλέμμα του το λοξό, ποτε δεν τη κοίταζε κατάματα, δεν τον εμπιστεύονταν καθόλου. Της είχε συμπαρασταθεί βέβαια τότε που περνούσε τα δικά της κι ο άνδρας της την κακομεταχειρίζονταν, την έκλεινε στο σπίτι, της έκανε τη ζωή δύσκολη, τη χτυπούσε, είχε λυσσάξει, μια φορά της είχε στραμπουλίσει άσχημα τον καρπό, τρέχανε στα νοσοκομεία, την παρακαλούσε μαζί μ όλο του το σόι να κρύψει τις μελανιές και να μη του κάνει μήνυση! Αυτός της είχε συμπαρασταθεί τότε, τη στήριζε, ''Πρέπει να χωρίσεις!'' της έλεγε ''Δε θα βγεις ζωντανή απ αυτό !'' δε μπορούσε να το ξεχάσει, όμως ήταν απρόβλεπτος, απ το πουθενά μπορούσε να θυμώσει, ν αγριέψει, να ξεσπάσει σε εκρήξεις ζήλιας έτσι, δίχως λόγο σοβαρό, μια φορά την είχε κάνει να κλάψει κιόλας, ..

Δε τον εμπιστεύονταν, δε μπορούσε να αφεθεί, όλο με κάτι τύπους παρακμιακούς έκανε παρέα ένιωθε μια γοητεία γι αυτούς, άνθρωποι της νύχτας, τελειωμένοι, καμένοι, σωματέμποροι που ταξίδευαν στη Ρωσία για να φέρουν κοπέλες στα μαγαζιά τους, με κάτι τέτοιους ήταν όλη την ώρα, δένονταν μαζί τους, σε μερικούς που είχαν μπει φυλακή έστελνε λεφτά, τους επισκέπτονταν, τους κουβαλούσε φαΐ...

Όμως ήταν αστείος, γελούσε ασταμάτητα με τα καμώματα του, όλο πατέντες έβρισκε για να γλυτώνει λεφτά, πέθαινε για κάτι τέτοια, όταν κατάφερνε να μη καίει πολύ βενζίνη τρέχοντας με μια στάνταρ ταχύτητα ένιωθε ότι έκανε κάτι φοβερό, στα διόδια συνειδητοποίησε ότι αν πήγαινε απ την ακριανή μπάρα και την ακουμπούσε με τον προφυλακτήρα αυτή άνοιγε μόνη της, κανείς δε τον ρωτούσε τίποτα, κανένα περιπολικό δεν αμολιούνταν ουρλιάζοντας ξοπίσω του...

Όπως και να είχε αυτή τον χρειάζονταν περισσότερο, αισθάνονταν ευάλωτη, ο κόσμος είναι κακός, άγριος, έτοιμος να σου μιλήσει άσχημα, να σε προσβάλει, να σε πληγώσει, να σε κομματιάσει, να σε πιάσει απ το λαιμό και να σου χτυπήσει το κεφάλι στο τοίχο, μόνο που είχε έναν άντρα στο σπίτι ήταν καλύτερα, τον έβαζε στον καναπέ κι αυτός δε ζητούσε τίποτα, όταν δε τον έπαινε ο ύπνος έβαζε το κλιματιστικό που δρόσιζε τον αέρα και καθάριζε το μυαλό του που έμοιαζε να περιπλανιέται συνέχεια, της μιλούσε, άκουγε μουσική και ταυτόχρονα έβλεπε ντοκιμαντέρ σα να ήθελε περισσότερα από ένα ερεθίσματα ν απασχολήσει τη σκέψη του ταυτόχρονα, ν αναλύει αέναα κάνοντας συνδυασμούς ασυνήθιστους...

Καθόταν και παρακολουθούσε σειρές διάφορες για τους πάγους και τους κρύους βοριάδες που φυσούν ξεκινώντας από θύλακες χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης στα σημεία του πλανήτη τα ξεχασμένα απ το θεό, για ωκεανούς γαλανούς γεμάτους κοπάδια ψαριών με ράχες αστραφτερές, για μεταναστεύσεις πληθυσμών από αντιλόπες, ζέβρες, πεταλούδες, για αναβάτες που σκαρφαλώνουν σε κάθετους όγκους γρανίτη. Του άρεσαν και τα σήριαλ με γυναίκες τόσο τρομαχτικές που φοβάσαι να τις δεις κατάματα, αυτές που τεμαχίζουν σε κομματάκια τους συζύγους και τους κρύβουν στα ντουλάπια και στα υπόγεια, πιο πολύ όμως του είχε κάνει εντύπωση ένα έργο μ ένα επιστήμονα παλαβό που έχε ανακαλύψει το κόλπο για να φτιάξει μια βόμβα τόσο δυνατή που μπορούσε να ανατινάξει το σύμπαν ολόκληρο! Εκείνος ο παλαβός επιστήμονας βομβάρδιζε πυρήνες προκαλώντας θερμοκρασίες εκατομμυρίων βαθμών Κελσίου που ενεργοποιούσαν ακόμα και τα πιο αδρανή υλικά προκαλώντας ένα χάος καταστροφικό που εξαερώνει τα πάντα στο διάβα του. Σαν κοιμόταν συνέχιζε να βλέπει στον ύπνο του σκηνές απ όλα αυτά που γίνονταν ένα μείγμα, ένα ανακάτεμα, ένα συνονθύλευμα τρελό, όταν τύχαινε ν ανοίξει μια στιγμή τα μάτια του η γάτα ήταν πάντα εκεί στο δέντρο, τα μάτια της γυάλιζαν ...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...